Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Χαρούμενες πουτάνες στην οδό Παραδείσου

Ο γέρος περπατούσε μονότονα,
ελάχιστα μαλλιά, καράφλα βρώμικη,
ρούχα τίγκα στον ιδρώτα, τσέπες βγαλμένες όξω,
σκουντουφλούσε με μια μισή τυρόπιτα στο χέρι
σε αμάξια και μηχανάκια παρκαρισμένα,
6 η ώρα το πρωί.
Το πρόσωπό του όπως πλησίαζε,
από τη θέα του μικροσκοπικού μου μπαλκονιού,
ήταν ένα συνοθύλευμα από αφηρημένες γραμμές,
θολό, χωρίς χαρακτηριστικά,
με δυο μπίλλιες σα ποντικοκούραδα για μάτια.

Η διπλανή τσακωνότανε με το αμόρε της,
έβριζε δυνατά, με αγνοούσε
και γιατί να ντραπεί;
προσωπικά μηδέν, όταν διαλαλούνται οικειοθελώς
και στο τελευταίο μαλάκα τον τσιμεντοαναθρεμένο

Εποχές κι αυτές, μωρό μου, μουνάρα μου...
Πετάς το τσιγάρο από το μπαλκόνι για να σβήσει,
και τη χρονική στιγμή της πτώσης,
μέχρι να σκάσει στον ασβέστη από κάτω,
αισθάνεσαι ότι βλέπεις τη ζωή σου να κυλάει σα ταινία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: