Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Χαλκός


Απ το δευτερολέπτο που κοίταξα την αντανάκλασή μου και αποφάσισα ότι είναι κι αυτή ζωντανή, όπως κι εγώ, το κουκούλι μου άρχισε να ραγίζει. Τα κουρέλια που μέχρι πριν στόλιζαν σαν νύφη για το γάμο της τη μάπα μου, μαζεύτηκαν τριγύρω μου, αρπακτικά, αναποφάσιστα για το αν θα πρέπει για άλλη μια φορά να καλύψουν αυτό το άγνωστο συναίσθημα που κυοφορήθηκε ξανά απ το τίποτα, μέσα κι έξω μου, πάνω και κάτω απ την αντίληψή μου. Είμαστε ένα γένος απατεώνων, έχουμε τελειοποιήσει την τεχνική του να στραγγαλίζουμε με μεράκι ό,τι όμορφο πάει να γεννηθεί χωρίς την έγκρισή μας, φοβούμενοι τις άγνωστες πτυχές του και τις πιθανές του συνέπειες. Σκεπτόμενοι δήθεν σφαιρικά- ακόμα μεγαλύτερη απατεωνιά, ποια σφαίρα άραγε υπήρξε ποτέ γεμάτη γωνίες, γωνίες κοινωνικής αποδοχής, κυνηγιού του οικονομικού γοήτρου; Δώσαμε στις λέξεις και τις έννοιες το όπλο της σιωπηλής υποταγής, ένα τοτέμ από βρώμικα λάστιχα, σκατά και πίσσα, κλειδώσαμε στα κουτάκια μας οτιδήποτε δε μπορούμε να κατανοήσουμε με αυτές, και κατάπιαμε το κλειδί του λουκέτου.

Πώς εγώ λοιπόν τώρα να δεχτώ το δώρο τούτο, το υπέροχο αυτό γαργάλημα στον ουρανίσκο, το σούβλισμα στο στομάχι που σε πεθαίνει στο πόνο, μόνο και μόνο για να σε ηδονίσει, θυμίζοντάς σου ότι ήρθε η ώρα για κάτι; Ότι κάτι ξεκίνησε. Ότι έφτασε η εποχή σου, ότι κρατάς στα χέρια σου έναν ναό και περιμένεις τα κοράκια να έρθουν και να απλώσουν πάνω στα κατακόκκινα χαλιά του τις ψυχές που σύλλεξαν; Πώς να ξεσκονίσω από τις πλάτες μου μια ολόκληρη κληρονομιά συνειδήσεων και αλληλουχιών, καταστάσεων, οι οποίες με στιγμάτισαν δίχως να το θελήσω ή δίχως να το καταλάβω καν; Πώς αλλιώς θα μπορέσω να αγκαλιάσω αυτό το οποίο ξύνει τη σάρκα μου κάθε φορά, δαγκώνει τα δάχτυλά μου, απαιτεί να γίνει ένα με αυτό το σύμπλεγμα μυών και λανθασμένων αντιλήψεων και να φέρει την τελευταία ανάσα, τη δροσερή ανάσα ενός ετοιμοθάνατου, την ανάσα που λείπει; Πώς αλλιώς θα καλωσορίσω, εν τέλει, το θάνατο του Ηλία, και την ίδια στιγμή θα γιορτάσω, με τα ακριβότερα εδέσματα, την γέννησή του;

Ήλπιζα ότι αυτό θα ταν το τελευταίο μου γραπτό και η πιο βροντερή μου ιαχή απέναντι στο βουνό της αλήθειας που δε μπόρεσα να διασχίσω ακόμα. Με τα ίδια μου τα χέρια, μέχρι κάθε κόκκαλο του σώματός μου να κορνητοποιηθεί, θα σπρώχνω κ θα ξύνω και θα σκάβω με τα δόντια μου, μέχρι να κατανοήσω το μάταιο της κατάστασης και να αράξω, απενοχοποιημένος πια, στις ρίζες του, και να απολαύσω το αεράκι που τόσο καιρό μου ψιθυρίζει ότι είμαι ένας μαλάκας, αλλά ποτέ δε του δίνω σημασία.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Ασημι

Ευλογω συχνα τα δαχτυλα μου και τον κοσμο γυρω μου, που με φερνει στη θεση του να παραγω γραπτως το οτιδηποτε. Αυτο ομως ειναι απλα ενας τροπος για να ξεχναω το πως δε ξερω να γραφω. Αν οντως αυτο που παραγουμε μας αντικατοπτριζει τελεια, παραμενω παντα ενας ατσουμπαλος χοντρος. Ο οποιος καταπιαστηκε καποτε με πραγματα που δε μπορεσε να κατανοησει ποτε. Εχουμε ολοι μεσα μας νησιδες, κολυμπαμε γυμνοι σε εναν ωκεανο ιδεων και ερεθισματων και η καθε νησιδα ειναι εφαλτηριο για νεες ανακαλυψεις. Μεσα στο αγχος της ηλικιας μου, και του ανωφελου των γραπτων μου, συχνα επεισα τον εαυτο μου να δεχτει οτι θα μπορουσε να κολυμπησει μεχρι να του τελειωσει η αναπνοη, και να φτασει, πνιγμενος, στο πατο ενος ωκεανου που ποτε δεν τον αγαπησε. Να βρει το τιτανιο εκεινο φως, στο κεντρο ακριβως ολων των πραγματων, αναμεσα στο σκοταδι, να αιωρηθει χωρις ζωη σαν εμβρυο μεσα στο κιτρινο και το κοκκινο, να αφουγκραστει ανασες, να καταπιει τα νευματα των κινησεων των ιδεων. Τετοιες ψευτομεσσιακες εικονες επλαθα και αισθανομουν βολεμενος, μεσα στην ανακουφιση του αφηρημενου, που προσφερει ενα τετοιο διανοητικο χαος. Το γεροτερο χαστουκι ηρθε οταν παρατηρησα οτι ο κοσμος αναπνεει μαζι μου, οτι υπαρχοντας, φερνω ευτυχια και δυστυχια, παρομοια με αυτη που συλλεγω. Ολα πλεον εμοιαζαν πιο στερεα απο πριν, ολα ειχαν μια εξωγηινη βαρυτητα, η οποια με πλακωνε σαν βασιλικος ελεφαντας, περπατωντας αυτοκρατορικα απο πανω μου με κυκλους.

Ολα εκμηδενιστηκαν απο εκει και περα. Οι νησιδες μου γιγαντωθηκαν, η σαρκα του εδαφους απλωθηκε στον ωκεανο μου, ρουφωντας τον, μετατρεποντας ο,τι ειχα να κοκορευομαι, σε ερημο. Μια αλληλουχια παραστασεων, το καφε της ατμοσφαιρας, το κιτρινο της διψας, μια ευθεια που δεν οδηγει πουθενα και δε τελειωνει πουθενα. Αποφασισα να επανεφευρω τον εαυτο μου. Να τον σκοτωσω και να τον ξαναγεννησω απ το μουνι της γκλαβας μου. Να τον θυσιασω για να ερθει η βροχη. Μετα συνειδητοποιησα οτι δε μπορουσα. Διοτι ο εαυτος μου δεν ειναι μονο εγω. Ειναι ολοι οσοι βρισκονται θαμμενοι μεσα μου, ειναι ολοι οσοι αναπνεουν καθε μερα μαζι μου, ειναι ολα οσα παρατηρω, απ τον τσιμεντενιο τιτανα της μεγαλουπολης μεχρι την κινηση της πευκοβελονας στον ανεμο. Δε μπορω να θυσιασω τιποτα απο ολα αυτα, με το ετσι θελω, επειδη ανακαλυψα την ανικανοτητα μου να ειμαι αυτο που θελω να παραγω.

Λενε οτι το σωμα ειναι ναος. Το δικο μου ειναι σουπερ-μαρκετ. Εμπορευομαι ανουσιοτητες, καλογυαλισμενες και λαχταριστες με την συσκευασια τους, αλλα διχως νοημα. Και αυτο δε το ξεχναω, ουτε ενα δευτερο, καν.

Χρυσο.

Ημουν ο πρωτος που, στη θεα του εαυτου μου,
του νοηματος που κρυβεται μεσα στο να υπαρχω,
να υπαρχω προσπαθωντας να κατανοησω ο,τι δεν μπορει να εξηγηθει,
αρπαξα την τσουγγρανα και το δαυλο και τον κυνηγησα μακρια,
μεσα στα δαση, τη νυχτα που παρατηρησα οτι το φεγγαρι μου ψιθυριζε,
οτι το φως που με ελουζε δεν ηταν δικο μου αλλα δικο του,
κι αυτο με εκανε να ζηλεψω μια Αληθεια που ποτε δε θα αποκτουσα
οσο κι αν ματωνα κι αν εκλαιγα κι αν εσφιγγα τις γροθιες μου.

Αλλα ξερω τωρα οτι αυτο το σωμα που με αναπνεει σαν οξυγονο
ειναι απλα μια σταγονα, ενα δακρυ που επεσε απ το πουθενα,
βρωμικο και ατσαλο, σε μια τροχια απ το ματι της Ολοτητας
μεχρι το εδαφος, οπου θα χωριστει σε μικροτερα τμηματα
και το καθε ενα απο αυτα θα επιστρεψει εκει απ οπου προηλθε
στο πουθενα.

Ειναι απιστευτα σκληρο να φανταζομαι οτι καποτε απλα θα παψω να υπαρχω, οπως δεν υπηρχα πριν γεννηθω. 100 φορες πιο σκληρο, αν το σκεφτομαι πιωμενος. Η αναγκη μου να θεωρησω τον εαυτο μου αυτο-ανακυκλωμενο, ποναει επισης. Καμια αισθηση μοναδικοτητας και περηφανειας για τιποτα, περαν των αναγκων μου. Αν το παθος μου κρυβεται καπου βαθεια, αναμεσα στις σελιδες του ορατου και κατανοητου, ισως και να ψαξω να το βρω μεχρι να μη μπορω να σκεφτομαι πια για το εγω μου. Οταν το κρατησω σφιχτα στην αγκαλια μου, σα πατερας πανω απ το πτωμα του πρωτοτοκου του, ισως και να νιωσω οτι κατι πηγε καλα εδω μεσα. Και οτι ο χρονος μου εδω ειναι πολυτιμος, επειδη ακριβως καποτε θα παψω να υπαρχω, ετσι απλα, κυνηγωντας ενα παθος. Μεχρι τοτε ομως, ειμαι απλα ενα σωμα, τοποθετημενο ατσουμπαλα σε μια αλληλουχια σημειων.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Όνειρο#

Ήμουν με τον Λαρσαίο σε μια τεράστια έκταση. Τριγύρω μας, κόσμος, ο οποίος όμως έμοιαζε με συμπλέγματα από φιγούρες παρά για μοναδιαίες αναπαραστάσεις χαρακτήρα και προσωπικότητας. Μπροστά μας, ακριβώς, μια τεράστια λίμνη. Τεράστια όμως. Για κάποιο λόγο ήξερα ότι δεν έπρεπε να κολυμπήσουμε εκεί μέσα (φοβόμουν τη βρώμα) αλλά ο Λαρσαίος είχε βγάλει ήδη τη ψωλή έξω και βούτηξε τρέχοντας χαζοχαρούμενα προς το νερό. Ακολουθώντας τον, κατάλαβα ότι είμασταν οι μόνοι που κολυμπούσαμε. Η λίμνη ήταν σιωπηλή, ή για να το περιγράψη αλλιώς, έμοιαζε λες και την προηγούμενη μέρα είχαν πνιγεί μέσα της καμιά εκατοστάρα άνθρωποι και περίμενες να δεις τα κουφάρια τους να επιπλέουν μπροστά σου. Ακόμα κι έτσι όμως, δε σου έβγαζε κάτι το σκοτεινό ή απαισιόδοξο- μόνο κάτι σιωπηλό και ουδέτερο. Παρατήρησα επίσης ότι μέσα στη λίμνη, υπήρχαν μόνο τσούχτρες, και διάφορες νησίδες, στις οποίες νησίδες, κάθονταν έγγυες, με τουρλωμένες, τεράστιες κοιλιές που τις έψηνε ο ήλιος, ή κατ'επέκταση μάνες, με τα μούλικά τους από δίπλα. Αράζανε στο πηχτό χώμα της κάθε μικροσκοπικής νησίδας σαν φώκιες. Ο Λαρσαίος άλλαζε- το κατάλαβαινα, μέχρι που σε μια στιγμή είδα ότι η πλάτη του είχε ανοίξει πολύ, τα άκρα του άρχιζαν να εξαφανίζονταν και το κεφάλι του μπήκε μέσα στους ώμους του. Ήταν ένα σαλάχι από ανθρώπινο δέρμα, ένα σιχαμένο, ανώμαλο θέαμα. Τον έπιασα απ΄ό,τι είχε μείνει απ το πόδι του, και αυτός άρχισε να κολυμπάει κάτω απ το νερό με υπερφυσική ταχύτητα, παρασέρνοντάς με μαζί του. Και κάθε φορά που περνούσαμε από μια νησίδα με λεχώνες ή γκαστρωμένες, έβγαινε στην επιφάνεια και εκτόξευε τεράστιες ποσότητες νερού πάνω τους, κάνοντάς τες μούσκεμα, αν και υποπτευόμουν ότι τις έπνιγε, μαζί με τα παιδιά τους.

Hellboy106 CD-R out now


Kυκλοφόρησε και επισήμως το "Some people make better looking corpses than others" ντεμπούτο-cd του Hellboy106, σε καυλιάρικη συσκευασία με ριζόχαρτο και δώρο αυτοκόλλητο, για την cult-ιά της υπόθεσης. Όσο για το περιέχομενο του δισκίου, αυτό το ξέρουμε ήδη: Γαμημένος θόρυβος, μελετημένος και δομημένος, ποιοτικός και ειλικρινής. Ό,τι καλύτερο δηλαδή.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

"Γαμημένη Χελώνα"

Παρόλο που εκείνη η σερβιτόρα ήταν απελπιστικά ερεθιστική, κάτι μέσα μου με σκούνταγε και μου ψιθύριζε ότι ήταν τραβέλι- ότι το μουνί της είναι μόνο μια πληγή από μαχαιριά χειρούργου και τίποτε περισσότερο. Κάτι ανήθικα ψευδές φυσικά. Η κατάσταση δεν αλλάζει, όσα κείμενα και να γραφτούν, και το καταλαβαίνεις όταν πιάνεις τον εαυτό σου στη πλατεία της Φλώρινας, με το χιλιοστό διακοσιοστό όγδοο τσιγάρο να κρέμεται απ τα χείλη σα σακάτης που έπεσε κατά λάθος απ την αναπηρική καρέκλα και μια μέχρι πριν κρύα σοκολάτα να ανθίζει βγάζοντας μπουμπούκια, μπρος στη μάπα σου.Μάτια μισόκλειστα απ το χτεσινό (και τακτικό πλέον) μεθύσι, με placebo φιλοσοφίας υποσχέσεις για πανάκεια για την καθημερινότητά σου, αξύριστα μούτρα, η μύτη παρόλο που δε μπορεί να μυρίσει, είναι σίγουρη ότι η μπλούζα-φλοκάτη που φοράω εδώ και καμιά βδομάδα συνεχώς (και στον ύπνο ακόμα) αρχίζει να αποσυντίθεται απ τη βρώμα και τα μικρόβια. Οι μύες εδώ και 2 μήνες κρέμονται ανήμποροι να λειτουργήσουν- το λογικό αποτέλεσμα μιας κομπλεξικής εφηβείας που δίνει τη θέση της στην γκρίζα ενηλικίωση, ο σκεμπές φουσκώνει αργά αλλά σταθερά απειλώντας να μετατρέψει τον χρυσαυγίτη του απέξω σε σήμα/μασκότ της Michelline, o άνθρωπος-σαμπρέλα. Οι ορμόνες εκτοξεύονται στα ύψη διότι ο ήλιος, ο γαμημένος ήλιος δε μου κάνει το χατήρι να κρυφτεί, ώστε να κρυφτούν μαζί του και τα μέλη του σώματος των χιλιάδων γυναικείων παρουσιών που κάνουν πασαρέλα στο πεζόδρομο- ξεκινάει πάλι ο εμφύλιος του μυαλού και της δήθεν ψυχής, ορμόνες εναντίων έρωτα που λένε, η ζωώδης ανάγκη να γαμήσεις στριμώχνει στη γωνία του ρινγκ το συναίσθημα και την ειλικρίνεια απέναντι στο έτερον ήμισυ, οπότε και καταλήγεις να τον παίζεις στο pornhub μέχρι να βαρεθείς.

Όχι ότι οι διπλανοί είναι καλύτεροι. Ο σγουρομάλλης δαίμονας των γηπέδων, ο έκφυλος με τα γαλάζια μάτια επίσης σαπίζει αλλά το κρύβει καλύτερα με τις δαιδαλώδεις ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Πιο δίπλα, το υποκατάστατο του Speed των Soilwork με τη χειρότερη μοϊκάνα στην ιστορία της κομμωτικής δε τη παλεύει ούτε στάλα, θύμα κραιπάλης επίσης, οι υπόλοιποι απλά υπάρχουν (όπως κι όλοι μας) για να υπάρχουν μέσα στο περιβάλλον της καφετέριας. Σα πιόνια σε σκακιέρα, κινούμασταν στα τετράγωνα πλακάκια της πλατείας με προορισμό αποφασισμένο όχι από εμάς αλλά απ την ίδια τη Φλώρινα και το φάντασμα του Καντιώτη. Ναι, ξέρω ότι δεν έχει πεθάνει ο τύπος.

Το σπίτι κοινόβιο, αχούρι, βουνά από άπλυτα, στάχτες και πλαστικά ποτήρια σε ρόλο τασακιών παντού σα τρόπαια, το μπάνιο κερδίζει άνετα μια θέση στους πιο απαίσιους στάβλους της ιστορίας της ανθρωπότητας- ζηλεύω την κουφάλα τον Ηρακλή και το νταλαβέρι με τις κουράδες του Αυγεία, παραήταν εύκολο για άθλος. Ξεραμένο κάτουρο στο πλαστικό καπάκι της λεκάνης σε καλωσορίζει στο rollercoaster της προσβολής της ανθρώπινης υγιεινής, όπως και μια πινακίδα διαφήμισης ηχοσυστημάτων, που βουτήξαμε έξω από ένα μαγαζί το προηγούμενο πρωί, μες τη σούρα μας, με τον τυρναβιώτη παιδεραστή, μαζί με άλλη μια που διαφήμιζε τυρόπιτες από ένα φούρνο και δυο παλούκια με χοντρό σκοινί που ήταν μπροστά απ το γκαράζ της τράπεζας δίπλα απ το σπίτι μου- επίσης μέσα στο αχούρι μου κι αυτά. Φαγητό για κάποιο λόγο ελάχιστο, δε ξέρω κι εγώ γιατί τρώω τόσο λίγο- έχω την αίσθηση ότι όλη στην αίρεσή μας δε τρώμε αυτές τις μέρες γενικά. Και ο τρόμος του να συνειδητοποιείς ότι την επόμενη μέρα πρέπει αν φτιάξεις κουτάκια-ή-όχι/συσκευασία για ένα μαλακισμένο εργαστήρι, κάνει τα πάντα πιο επίπονα.

Οπότε. Λέω να κλείσω την πανέμορφη αυτή μέρα με μια υπόσχεση ότι η επόμενη θα ναι το ίδιο ανούσια με τη σημερινή- διότι ο κύκλος αυτός καυλώνει τη προκατασκευασμένη μιζέρια του μαζόχα μέσα μου. Ξες τώρα. Μακάρι να ήμουνα ποζεράς όπως η πλειοψηφία των γνωστών μου απ τη σχολή, για να μη με απασχολούσαν ρητορικές κουράδες κάθε μέρα. Αν μη τι άλλο θα χε και περισσότερη πλάκα.