Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Καλός στα χαρτιά, λίγος στην ανάγκη


Αυτό το κείμενο
είναι ένας άτσαλος
γεμάτος σβουνιές βωμός λεκτικός
κατά πάσα πιθανότητα αχρείαστος
για τους καλούς φίλους
που δε φορτώνουν
προβλήματα πάνω μου
ενώ γω μεθυσμένος
το κάνω συχνά
σε αυτούς.

Για τις ωραίες στιγμές
που καθόμαστε
αμίλητοι όλοι
νεκρική σιωπή
και ακούμε
Sunn O)))
λες και είναι
καινούρια ανακάλυψη
στη μουσική
τόσα χρόνια μετά.

Για τις όσες φορές
ο Αλέξης
χτύπαγε ρυθμικά
το πόδι του στο πάτωμα
του Γιώργη
ακούγοντας Alice in Chains
ενώ ήταν τόσο
μακριά αυτοί
απ' το μουσικό του
σύμπαν.

Για όσες φορές
μια γυναίκα μας
έκανε να τσακωθούμε
και εν τέλει
να διώξουμε
τους αιρετικούς
τους φονιάδες
απ' το τόσο
σημαντικό μας
club.

Για όσες φορές
τους τα'πρηξα
με τα σαπισμένα μου δόντια
και τα πονεμένα μου
εσώτερα όργανα
((λες και αυτοί
δεν υποφέρανε σιωπηλά
κάθε μέρα))
και όσες φορές
ευγενικά
φύγανε απ' το σπίτι μου
δίχως να πουν τίποτα
επειδή
βρώμαγε απερίγραπτα
απ' τις σαπισμένες κάλτσες μου
με δέρμα πλέον
ψόφιας φάλαινας.

Για όσες φορές
περπατήσαμε
κόκκαλο
στο πεζόδρομο
και μοιραστήκαμε
την αηδία
για το
"μέσο άνθρωπο".

Για όσες φορές
αν τύχει να διαβάσουν δαύτες
τις λεξεις
θα χαμογελάσουν αμήχανα
και θα τα θεωρήσουν όλα αυτά
αμήχανα
ανούσια
όπως κι εγώ
τώρα που τα γράφω.

Είναι πανέμορφο
να ξέρεις
πως όσους
αγαπάς
στ'αλήθεια
θα τους χάσεις
στο άμεσο
μέλλον.

Χτίζεις έτσι
χαρακτήρα
μια Βαβυλώνα
με μαύρα
σαπισμένα
θεμέλια.

Τι είναι άλλωστε
περισσότερο αιώνιο
πέραν της
άλγεβρας
της ανάγκης;

Μια άβολη σκέψη για όποιον πρέπει να'ναι άβολη σκέψη


Στη τηλεόραση
έχει ένα
ξυρισμένο
αρρενωπό
φραγκάτο
πετυχημένο
τύπο
να λέει:

"Πρώτη φορά
κάνω σεξ
ξεμέθυστος".

Σκέφτομαι ότι
αν είναι
μια φορά μαλακία
να θεωρείς τις σούρες σου
ιερές και ιδιαίτερες,
είναι εκατό φορές
πιο χυδαίο
να τις κάνεις προϊόν
του τίποτα
της ανορεξικής φύσης
του εγώ σου.

Υπάρχουν θαρρώ
τρεις κατηγορίες ανθρώπων.

Αυτοί που πίνουν
από αδυναμία.

Αυτοί που πίνουν
για να προσποιηθούν ότι έχουν
αδυναμία.

Αυτοί που πίνουν
για να ηρεμήσουν
την αντίληψή τους.

Ο μέγιστος κανόνας
είναι
να δέχεσαι τις συνέπειες
της κατάχρησής σου.
Οι κλαψιάρηδες
είναι απλά
αχρείαστοι.

"Σ'αγαπώ"
"Δεν αγαπάς εμένα
μα τον εαυτό σου
που δε πίνει
επειδή είναι μαζί μου"
λέει στη σειρά αυτή
στη τηλεόραση
η γκόμενα
στον αγαπητικό της.

Μα ποιος τις πιστεύει
αυτές τις μαλακίες;

"Μη πίνεις
είσαι άρρωστος"
"Άντε γαμήσου
θα πιω όσο θέλω"
είναι πολύ μουρτζούφλικια
για τα ματάκια μας
άραγε
αυτή η απλή
αλήθεια;

Τώρα ο τύπος
αφού έφαγε τόνγκα
απ' τη γκόμενα
το παίζει μεθυσμένος
σε βαθμό υστερίας
κάθεται κάτω απ' το παράθυρό της
και γδύνεται και της φωνάζει.
Τι μαλακίες είναι αυτές;
Ποιος τα κάνει αυτά;
Ποιος τα χάφτει αυτά;

Αν θες να κάνεις
τη κατάχρηση
φάση πενταήμερης
κάντο με στυλ
ειδάλλως
χάσου απ' τα
μάτια μας.

Το τσιγάρο το δανεικό
σβήνει
βαριόμουνα να στρίψω
να'σαι καλά Αγγελική
για το καρκινοδάνειο.
Οι μπύρες όμως είναι ακόμα αρκετές.

Η ίδια φαγούρα με τραντάζει ακόμα
15 χρόνια μετά.

Μαστουρωμένα ραπάνια και ο Αγέλαστος Αγρότης


Η Τέχνη
είναι παζάρι
και
δημόσιες σχέσεις.

Ακόμα και
να φτιάνεις μαλακίες
αν ξέρεις
τους ΣΩΣΤΟΥΣ
ανθρώπους
είσαι ταυτόχρονα
"πετυχημένος".

Και έχει πλάκα
όσο πιο λέτσος
και αδιάφορος
προς τη Τέχνη είσαι
τόσο πιο πολύ
θες
μεγαλεία.

Σου δείχνει αυτό
ότι το δήθεν "όνειρο"
ζει.
Καληνύχτα.

Διότι λες ότι
αξίζεις τα μέγιστα
σε σχέση
με δαύτες
τις κατσαρίδες
δημοσίων
σχέσεων.

Σκέφτεσαι ότι
έχεις περάσει
πολλά βράδια
άυπνος
και νηστικός
από επιλογή καθαρά
για να
παράγεις μιαν απάτη
αλλά σε θεωρούν όλοι
κουράδα
βρωμιάρη
ρεμάλι.

Και ο τάδε
της τάδε
ταυτόχρονα
με το να είναι
πεντακάθαρος
απροβλημάτιστος
δίχως προσπάθεια
και ιδρώτα
είναι το
"Μεγάλο Όνομα".


Μετά
απλά γελάς
ξύνεις τον αφαλό σου
και λες απλά ότι
αν η ζωή είναι κοκκινόχωμα

τότε γω τρώω
τους δικούς μου καρπούς
και όχι
τις κονσέρβες τους.

Αν ο Αβραάμ ήταν αρμαντίλος


Η Βίβλος είναι ωραίο ανάγνωσμα
έχει σεξ
βία
ανωμαλία.

Σα Χολυγουντιανή
ταινία.

Πολλές ταινίες
πάω στοίχημα
εμπνεύστηκαν
από δαύτη.

Κάθε φορά που
ένα ζευγάρι
μαθαίνει στα κούτσικά του
πώς λέγονται στ'αλήθεια
τα γεννετικά τους όργανα
σπάει το πέπλο
σκατίλας
της οργανωμένης θρησκείας
και έρχονται όλοιο
πιο κοντά
στην ουσία
της πίστης τους.

Στη τηλεόραση έχει
ένα μάτσο μεσόκοπες
εβραιο-αμερικανίδες
που μιλάνε
όλη μέρα
για το σεξ.

Θεέ μου
έτσι είναι τα
πράματα σήμερα;
Είμαι τόσο νέος ακόμα
μα η χώρα
στην οποία
σπαταλώ
ιδρώτα και λεφτά
προσπαθεί να γίνει
Αμερική.

Ένας τύπος στη σειρά αυτή
πέταξε ένα τσιγάρο
κατά λάθος
στη πρωταγωνίστρια
με τη μεγάλη μύτη
και αυτή
μετά το "σοκ"
((το "σοκ
γελοία πράματα))
κατάλαβε ότι ο τύπος
ήταν
"πολύ σέξυ".

Είμαστε ράτσα
δοσύλογη
και συμφεροντολόγα.

Όσες φορές
έκαψα με τσιγάρο
γκόμενες
αυτές
έκλαιγαν
και με μισούσαν.

Θεε μου
η πούτσα μου
ξαναπονάει μετά από
αρκετό καιρό
κάθε φορά
ταυτόχρονα
μαζί με το σφίξιμο
στη κωλοτρυπίδα
στη Βίβλο
τι κάνανε άραγε με τις
πούτσες τους;
εκτός απ' το να
γαμάνε τις ίδιες τους
τις κόρες
και να τους τιμωρεί
ο "Θεός"
μετά.

Μια φορά
θυμάμαι
άκουγα τον Daniel Higgs σε δίσκο
"Say God" τον έλεγε το δίσκο
το ομώνυμο κομμάτι, δε,
ήταν 11 λεπτά
και επαναλάμβανε
ξανά και ξανά
την ίδια φράση
"Say God"
σε διαφορετικές προτάσεις
ταυτόχρονα έβλεπα στην τηλεόραση
μια διαφήμιση
επίμονη
με μαζασοκορσέδες
οι ίδιες ξερακιανές
ψεύτικες γκόμενες λέγανε
επί 11 λεπτά συνέχεια
"χάστε κιλά"
"χάστε κιλά"
σε διαφορετικές προτάσεις
υπέροχη σύμπτωση
αν ήταν σύμπτωση
δεν ήταν.

"Είναι η ίδια τακτική
μάρκετινγκ
ακριβώς και για τα δύο"
έλεγε ο Κώστας
και είχε απόλυτο
απόλυτο
δίκιο.

Τρύπια καμπούρα να στάζει νερό απ' τη καμήλα μας


Κάθε φορά
που κάθομαι να ζωγραφίσω
με τα πενάκια μου
αισθάνομαι άβολα
άσχημος άντρας
αλλά δε ντρέπομαι
για τίποτα.

Κάθε φορά
που κάθομαι να γράψω
με τα δάχτυλα-σφυριά μου
αισθάνομαι πανέμορφα
άντρακλας, Δαβίδ
αλλά ντρέπομαι
για όλα.

Κάθε φορά
που κοιτάω τη συντριπτική
πλειοψηφία έργων
συμφοιτητών μου
πιστεύω ακράδαντα
ότι αυτοί θα πλουτίσουν
στο μέλλον
μα εγώ θα'χω σχεδιάσει
με περισσότερη ουσία
συναίσθημα.

Κάθε φορά
που διαβάζω
έργα συνομήλικων, νέων γραφιάδων
ενίοτε αποσπάσματα
ήδη εκδιδόμενα σε βιβλία
πιστεύω ακράδαντα
ότι με κοροϊδεύουν
και τους βαριέμαι
ακίνδυνοι
προβλέψιμοι.

Μετά κοιτάω τα σχέδιά μου
και μου αρέσουν ακόμα
όσος καιρός και να
περάσει
ενώ με τα κείμενα
τα σιχαίνομαι
μου φαίνονται
νεκρά
άδεια
ανούσια.

Διότι ίσως
τα σχέδια δε με νοιάζουν τόσο
ενώ οι λέξεις
με ιντριγκάρουν
τόσα χρόνια ακόμα.

Πρέπει να σκάβω πολύ
με τις ώρες
στο φρέσκο χώμα
για να βρίσκω τους
καρπούς τους
και να τους ταξινομώ
να τους βάζω σε σειρά.

Μετά θυμάμαι ότι
ασχέτως πόσο
ενδιαφέρουσα
ζωή είχα
ως τώρα
είμαι ακόμα
πολύ νέος
για να πω
κάτι
ουσιώδες.

και οι καταχρήσεις
και η ρεμαλοσύνη
έχουν δύσει
απ' τη δεκαετία του '60
'70 πες ως τα τέλη της.

Αφού γράφω που γράφω
ας το γύρναγα
στην επιστημονική φαντασία
ό,τι μαλακία θες
αποκτά υπόσταση
μέσα στους δικούς σου κανόνες
μα για να φτιάσεις
εικονικό κόσμο
πετυχημένα
πρέπει να χεις
απέραντη γνώση του
ήδη υπάρχοντα.

Δεν έχω.

Ο μόνος κόσμος
που ξέρω
είναι ό,τι μοιρολατρεί
στην άκρη της γλώσσας μου
ό,τι μου ιντριγκάρει
τις κόρες των ματιών
ό,τι μου διαπερνάει
τα τούμπανα των αυτιών
ό,τι πιάνω
με τις άκρες των δαχτύλων.

Και αν μύριζα κιόλα
θα έλεγα περήφανα
"ό,τι μου γαργαλάει
τα μπαρουτοκαπνισμένα μου
ρουθούνια"
ή κάτι παρόμοιο
ψευτοκουλτουριάρικο.

Αυτά δεν επαρκούν
για τα όσα θέλησα ποτέ
να γράψω
από μικρός.

Το να φτιάνεις
το οτιδήποτε
είτε είναι βάρκα
από ξύλο
είτε ένα ποίημα
είτε ένας πίνακας
έχει σχέση
κυρίως
με τα αρχίδια
και τη ξερή σου
κεφάλα
και όχι με τα σαλόνια
τα σχολεία
και τη δήθεν
μόρφωση.

Μετά θυμάμαι ότι η "Τέχνη"
είναι μια παρωδία.

Και ο δημιουργός
ένα κορόιδο
ένα μηδενικό
ένα ζερό.

Και ότι έχεις ανάγκη
ή καθήκον
να είσαι ειλικρινής
και ασυμβίβαστος
στα βιώματά σου.

Να χεστούν οι κωλόγεροι
και όταν γεράσουμε μεις
θα πέσουμε
ή θα χεστούμε
ένα απ' τα δύο
ο νόμος του αρπακτικού μας
σύμπαντος.

Αλλά ως τότε
έχουμε χρέος
να νιώθουμε την ίδια φαγούρα
κάθε μέρα
που μας καλεί
να υψώνουμε ανάστημα
απέναντι στο σήμερα
και σε μας τους ίδιους
η αίσθηση του ότι
όσο μικρός και να'σαι
σε σχέση
με το πλανήτη
τον "κόσμο"
η μικροσκοπική
απειροελάχιστη
σκατούλα που θα αφήσεις
θα'ναι απολύτως
αδιαμφισβήτητα
ειλικρινής.

Και όταν τα φέρει έτσι
η ζωή
και συλλογιέσαι ότι
έχασες
κάθε αγώνα
που ξεκίνησες
αν μη τι άλλο
θα αισθάνεσαι
υπέροχα
που πάλαιψες
και δεν έμεινες αμέτοχος
απέναντι
στο κάλεσμα
της αγέλης
των βρωμόσκυλων
που είναι
εσύ
και ο
εαυτός σου.

Μολώχ με ραμμένο στομάχι


Ήμουνα 15
κοκαλιάρης και φοβισμένος
απ' το κόσμο
και παθιασμένα
προσπαθούσα να φτιάξω μύες
όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ
για να ξορκίσω
αυτή την αόρατη αίσθηση
απειλής
πάνω απ' τη κούτρα μου
που με κυνηγούσε
κάθε μέρα όλο και περισσότερο.

Ο Μιχάλης πρέπει να'ταν
ο πρώτος που μου κόλλησε το μικρόβιο
στα 15 του είχε σώμα 30άρη
σχεδόν παραμορφωμένα
σμιλεμένο
αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μαζί
καθημερινά
την άρση βαρών
και κόμπλεξ
σε ένα βρώμικο
φτηνογυμναστήριο
γεμάτο από νταλικιέρηδες
μπράβους
και νταβατζήδες.

Αυτός που το'χε
ήταν επίσης πρώην μπράβος
ούτε καν γυμναστής
και κοκορευότανε
ότι παλιά είχε φάει σφαίρα
ξυστά απ' το λαιμό
και επέζησε
από κωλοφαρδία.
Πλέον ήταν κοντόχοντρος
με μπάκα αξιέπαινη
έλεγε συνέχεια να τρώμε
σα βόδια κάθε πρωί
αυτά
κρέας
γάλα, χυμούς
και μπόλικο φυστικοβούτυρο
και το μεγαλύτερο
απόφθεγμα που ξεπήδησε
απ' τα βαριεστημένα, παρετημένα του χείλη
ήταν το, "Ο μεγαλύτερος εχθρός σου
είναι ο εαυτός σου".

Είχε και μια πλάκα χρυσή
πάνω απ' το γραφέιο του
που έλεγε,
"Να σέβεσαι
μα να μην εμπιστεύεσαι".
Αυτό πάντα μ'αρεσε
ακόμα μ'αρέσει.

Τα παιδιά του
ήταν τεράστια επίσης.
Ο γιος του πριν πάει φαντάρος
ήταν πάνω από 100 κιλά
και έμοιαζε ικανός
να σου ανοίξει τρύπα στο στήθος
με μια γροθιά μόνο.
Μετά το στρατό
γύρισε 40 κιλά ελαφρύτερος
και γεμάτος άγχος
και φοβίες.

Η κόρη του είχε γεμίσει μύες επίσης
έχωνε ένα σκασμό κιλά
στις μπάρες
και τα σήκωνε
ιδρώνοντας και βγάζοντας
πολεμικές κραυγές
μουσάτου Σπαρτιάτη
ενώ ξεκοιλιάζει
τον εχθρό της πατρίδας.

Ακόμα και το ροτβάιλέρ του
ήταν τεράστιο σα βούβαλος
απ' τα φάρμακα
συχνά πυκνά μαζεύονταν
3-4 πορτιέρηδες και έπαιζαν μαζί του
ενώ αυτό ήταν κλεισμένο
στη φωλιά του
στο μπαλκόνι
δίνοντάς του να δαγκάει μια σκούπα
και αυτό την έσπαγε στα δύο
απ, το ξύλο, απ' το κορμό
σαν οδοντογλυφίδα
δίχως να προσπαθεί καθόλου.

Ντόπερ-μαν
τι ροτβάιλερ και μαλακίες.
Σκυλί-φονιάς.

Μ'άρεσε εκεί
κανένας δε μ'ενοχλούσε
διότι ήμουνα απλά
μια ακτινογραφία ανθρώπου
παιδάκι
με μακρύ μαλλί
μπλουζάκι Iron Maiden αμάνικο
σαγιονάρες
και μια ιδέα τριχούλες
στο πηγούνι.
Κανένας δεν είχε χρόνο
να επικοινωνήσει με
έναν πιτσιρικά
όλοι θέλανε
να γίνουν Τιτάνες
να σκοτώσουν τους Ολύμπιους
της αντίπαλης γειτονιάς
και να βιάσουν
τις κόρες
των εχθρών
των αιρετικών.

Μέχρι που μια μέρα
ο Μιχάλης σταμάτησε απότομα
να έρχεται στο γυμναστήριο
ήθελε να ξεκινήσει πολεμικές τέχνες
κικ-μπόξιν για τους αδαείς.
Ήμασταν απλά δυο μαλάκες
νεαροί
πιτσιρικάδες και αβέβαιοι για το μέλλον
και είχαμε ήδη βγάλει πόρισμα
ότι το σχολείο είναι χάσιμο χρόνου
άρα έπρεπε κάπως
να περάσουν οι μέρες.

Παρήγγειλα απ' το γυμναστή
πρώην μπράβο
φάρμακα για φούσκωμα πανάκριβα
που δε μπορούσα να πληρώσω
και μετά έφυγα
την επόμενη μέρα
ακολουθώντας το Μιχάλη
στο κικ-μπόξιν
kick-boxing για τους αδαείς.

Νομίζω ακόμα με περιμένει
με τα φαρμάκια
στην αγκάλη
Λυπηρός γερο-μπάσταρδος,
εικόνα γκρίζα του παλιού του εαυτού
μα ωραίος
ωραίος άντρας
με τα όλα του.

Το κικ-μπόξιν
ή kick-boxing
ήταν ένα ναυάγιο.
Αυτός που είχε τη "σχολή"
εμφανίστηκε μια φορά
στους 2-3 μήνες
τελικά μάθαμε ότι απλά
διακινούσε ντρόγκια
και εκπαίδευε μπράβους
((πχ εμάς τους
νιούμπηδες))
για να παίζουν ξύλο
με άλλους μπράβους
για "περιοχές ισχύος"
στη πόλη.

"Εγώ έχω από δω ως εδώ,
συ δίνεις κει ως εκεί,
γκέγκε;"

Μας προπονούσε ένας μακρυμάλλης αγέλαστος
φονικός τύπος στο ξύλο
συχνά-πυκνά ξεχνιότανε
και μας έδερνε
μέχρι να ξεράσουμε στο μπάνιο
ή να ματώσουμε απ' τα αυτιά
μετά από κλωτσήδι στο κεφάλι
από νύχια ξεχασμένα να κοπούν

και πάλι,
ο πούστης,
δε βάραγε με όλη του
τη δύναμη.

Τελικά την έκανα κι από κει
δεν είχα το στομάχι
για παρανομίες
τέτοιου είδους, τελικά.
Ακόμα και σήμερα
το ίδιο χέστης είμαι
αλλά τουλάχιστον
το ξεχνάω πιο συχνά
από ποτέ, πλέον.

Τελικά κατέληξα σ'ενα μικρό
φτωχογυμναστήριο που άνοιξε
στο δίπλα χωριό
ή "πόλη".
Το δούλευε ένας αμφιλεγόμενης
σεξουαλικότητας τύπος
λεπτός και με μπάκα
αγύμναστος
κανένα κύρος
μαζί με τους ηλικιωμένους
γονείς του
πολύ αγνοί άνθρωποι
απονήρευτοι
για το κόσμο γύρω τους.

Οι πελάτες ελάχιστοι
παράδεισος
ντρεπόμουνα απίστευτα να αισθάνομαι
ότι υπάρχω ανάμεσα σε όλους
μέσα στα βάρη
και των ιδρώτα
το δικό μου και άλλων.
Πέρασαν χρόνια
είχα πέσει με τα μούτρα
στα 17 μου είχε ήδη
σωματότυπο 30άρη
μυώδους 30άρη
και ήθελα κι άλλο, κι άλλο,
δε κάπνιζα,
δεν έκανα καμία κατάχρηση,
ούτε μπύρα έπινα
ούτε σουβλάκι δεν έτρωγα.

Στα 18 περπάταγα κορδωμένος
στο δρόμο
τρομακτικός άνθρωπος
με ξυρισμένο κεφάλι
και αξούριστα μούτρα
μπορούσα να σηκώσω καμιά 200αριά κιλά
στη πλάτη
αλλά πάλι κάτι έλειπε
συνέχιζα να φοβάμαι
το κόσμο
και έβλεπα σιγά σιγά
ότι όλος αυτός ο αγώνας
ήταν κούφιος
μαλακισμένος
ανούσιος.

Είχα τις πρώτες μου προτάσεις
για να δουλέψω "πόρτα"
μα χεζόμουνα πάνω μου
στην ιδέα της πολυκοσμίας
και ποιος ήμουνα εγώ
να λέω σε άλλους
"Εσύ δε μπαίνεις"
και ενίοτε
να παίζω ξύλο
για να αποδείξω σε τρίτους
ότι "αξίζω
να'μαι πορτιέρης";

Μαλακίες.
Η αντρίλα
έπρεπε να'ναι
κάτι άλλο
απ'αυτό.

Άλλωστε
ήμουνα τόσο δυνατός ώστε να σηκώσω
4-5 άντρες πάνω μου
μα ταυτόχρονα
τόσο αδύναμος
όσο κι ένα βρέφος
ανώριμος
πιτσιρικάς.

Άρχισα τότε
να ενδίδω περισσότερο
στις ευτελείς απολαύσεις
τις "αδυναμίες" για τους πολλούς
να πάνε στο διάλο
οι "πολλοί".

Ξαναπροσπαθησα
μετά από λίγα χρόνια
να μπω στα λούκια
της μπάρας
τα κατάφερα στην αρχή, πολύ αρχή
μα ο τρόπος ζωής μου πλέον
δε σήκωνε
πολλύ υγεία.

Το τελευταίο γυμναστήριο που πήγα
το'χε ένας εύσωμος
καλοφροντισμένος νεαρός
ο "Ντάνη"
που είχε ακούσει λάθος
το όνομά του στην αρχή
και για μήνες
τον φώναζα
"Γιάννη".

Το δούλευε μαζί με έναν άλλο
πυροσβέστη νομίζω
που φόραγε μέρα νύχτα
ένα καπέλο.

Πιστεύω ότι
είχε μεγάλο μπιφτέκο
στη κεφάλα.

Ωραίοι τύποι.
Μιλάγαμε όλη μέρα
για γκόμενες
ποδόσφαιρο
και ό,τι άλλο
κλισέ
μπορεί να φέρει στο μυαλό του
ένας άντρας.

Αλλά ακόμη
η απειλή κρεμότανε
σα νεκρός αλογοκλέφτης
στο κούτελό μου
έχυνε ενώ ξεψυχούσε
κάθε βράδυ
πριν ξαναγεννηθεί το
επόμενο πρωί
γεννοβόλαγε μανδραγόρες
στις λίγες τρούχες
της κεφάλας μου.

Το κόλπο ήτανε απλό
και κάποια χρόνια άρνησης
απλά περιορίζανε την
κατάσταση αυτή
καθ'εαυτή
αγκάλιασε τους δαίμονές σου
άστους να σουλατσάρουνε λεύτερα
σε ό,τι θεωρείς άγιο και πολύτιμο
διάλα και ξαναχτίσε
υποκλίσου σε άγνωστες θεότητες
μόνο και μόνο
για να τις φτύσεις τάλαρα
στη μάπα
το επόμενο πρωί.

Οι γέροι θα μας τα πουν καλύτερα
για μαθήματα ζωής
και χαμένες ευκαιρίες.

Μου τη δίνουν
οι περισσότεροι γέροι.

Αλλά αν είναι να επιλέξεις
μεταξύ του
να γίνεις ρουκέτα
και να σβήσεις πρόωρα
στο χειμωνιάτικο ουρανό
και να ριζώσεις
στη γη
για αιώνες μέχρι να γίνεις
κουφάλα

Ανάψτε μου
τη κωλοτρυπίδα
σήμερα κιόλας.

Και αυτό
το λέει
ένας μεγάλος
χέστης.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Δυο φαντασιώσεις για το ρύζι και τη μπύρα


Θα πρεπε να'μαι καουμπόης
να σαλαγάω με το πράσινο φουλάρι μου
σε μεταμεσονύχτια λειβάδια
με παπαρούνες να φτύνουν
κύκλάκια καπνού
άρρωστη γύρη-βενζίνα.

Φαντάσου για λίγο.
Αν τα βιβλία είναι όντως
τα πιο θανάσιμα όπλα
πώς θα ήταν
σε μια αντίστοιχη
αναμέτρηση-πιστολίδι
μέχρι θανάτου;

"Αργκχχ, Άσχημε Τζακσον,
παλιοκάθαρμα,
ξεφύλισσες πιο γρήγορα
τα "Σταφύλια της Οργής"
από εμένα-
θα τα πούμε στη Κόλαση!"

Άσχημος Τζάκσον:
ο άνθρωπος που διαβάζει Στάινμπεκ
πιο γρήγορα και απ' τον ίσκιο του.

Ή να ήμουνα μπαρόβιος
στο τελευταίο καζίνο της ερήμου,
στο μπαρ του καζίνο,
να τα πίνω κάθε βράδυ ως αργά
με ανδροειδή, μεταλλαγμένους,
μεταζητιάνους
και τσοπανόσκυλα με τσιπάκια AI
που καπνίζουν μανιωδώς στριφτά
γλύφουν με τις γλωσσάρες τους το ένα ποτήρι
ουίσκυ μετά το άλλο
και βρίζουν σα ταξιτζήδες σε
μποτιλιάρισμα.

"Γεια σου, Ρεξ"
"Γάμα μας. Έχω νεύρα"
"Τι έγινε;"
"Έβγαλα σκουλήκια στο κώλο μου και με τρίβουν και με τσούζουν σα χίλιοι διάολοι. Φρέντυ! Το γνωστό!"
"Λυπάμαι που το ακούω"
"Χέστηκα. Έχεις φωτιά;"

Αντ'αυτού
μασάω ινδικό ρύζι
και ρουφάω ζύθο
περιμένοντας δίχως ελπίδες
να νυστάξω αρκετά
κι απόψε
μέχρι να ξαναμασουλήσω ινδικό ρύζι
και να ξαναρουφήξω ζύθο
αύριο.

"Ε, Ρεξ, σ'αρέσει ο Coolidge;"
"Γάμησέ μας, αστειάτορα. Θα μπεις all in σε αυτό το γύρο ή όχι;"

Όχι απόψε, Ρεξ.
Ψιλονύσταξα.

Ο Ραμπελαί γελάει πίσω απ' τη καρέκλα σου


Πρέπει κανείς να'ναι παιδί της εποχής του.

Παλαιότερα μπορούσες να βρεις μια γραφομηχανή
δίχως να ψάχνεις σε παλιατζίδικα
αλλά δε με ενδιέφερε
διότι ήμουνα πολύ πιτσιρικάς
για να με νοιάξει κάτι τέτοιο
και έγραφα σε χαρτί.

Πλέον θα'θελα μία
που να λειτουργεί στην εντέλεια
και όχι αυτό το απολειφάδι
στο σαλόνι της γκόμενάς μου
το διακοσμητικό
μα δε μπαίνω στο κόπο να ψάξω καν
και γράφω πλέον σε πληκτρολόγια
και λιγότερο συχνά
σε χαρτί, ακόμα.

Πιστεύω στη μυστικιστική
ενέργεια,
τη δύναμη του μέσου
πιστεύω πως άλλα παράγει
ο νους με το χέρι
και το μολύβι και το μελάνι
άλλα με το πληκτρολόγιο
άλλα με τα πλήκτρα
της γραφομηχανής
και άλλα
όταν γράφεις
με σπασμένα κλαριά
στη βρεμμένη άμμο
σε άδειες παραλίες
το καταχείμωνο.

Ή ίσως ο νους
φτύνει τα ίδια
ξανά και ξανά
μα σου μεταφράζονται
διαφορετικά τελείως
αναλόγως το μέσο.

Δε θα πρεπε κανείς να ρωτάει
"γιατί να γράψω"
είναι σα να ρωτάει
γιατί να δημιουργήσει
γιατί να εκφραστεί.

Σιχαίνομαι αυτά τα
παιδικά συμπεράσματα
"παιδικά"
μέσα στην αυταπόδεκτη
οικουμενική τους ισχύ.

Μα τι να κάνεις;
Λάθος είναι;

Γράφεις και ζωγραφίζεις και σκαλίζεις
πέτρα ή ξύλο
ή απλά τη μύτη σου
επειδή
δεν έχεις άλλο τρόπο
να αισθανθείς
λιγότερο άχρηστος
ή ξένος
σε αυτό το τυφώνα
από ερεθίσματα
και εμπειρίες
που σου
επιβάλλανε.

Και είμαι απόλυτος
και ξιπασμένος γι'αυτό
το συμπέρασμα
λες και έχω το δικαίωμα
στη μέση σχεδόν της
δεύτερης δεκαετίας
που αναπνέω από
χόμπυ.

Χομπίστας αναπνευστής.

Σταμάτησα να κουβεντιάζω
για καλλιτεχνίες
τη στιγμή που κούτσικος
περιέγραψα μια μέρα
στο πατέρα μου
ένα παλιρροϊκό κύμα
που είδα στη τηλεόραση
σαν "το Ποσειδώνα
με τα άσπρα του άλογα"
((ο αφρός, η ορμή
η δύναμη που διαλύει πολιτείες))
κι αυτός κουρασμένος
αξύριστος
μου είπε,
"Παράτα μας ρε Ηλία,
παλιρροϊκά κύματα και Ποσειδώνας
και μαλακίες"
και τότε ήξερα πως
μέχρι να καταλήξω στο μέλλον
μίζερος οικογενειάρχης
με κακομαθημένα κωλόπαιδα
και σκυλίσια ζωή,
θα γράφω στιχάκια
δίχως ουσία
και θα θέλω να τα
αφήσω να βγουν παραέξω
και να αισθανθώ
υπέροχος,
υπέρογκος.

Στην εποχή του blog,
κάθε εκκεντρικότητα,
κάθε μαλακία του εγκεφάλου
αποκτά νόημα
και είσαι
ό,τι γράφεις.

Κάποια στιγμή
μεταξύ άλλων
διάβασα Μπουκόβσκι
και πέρασαν χρόνια
μέχρι να κατανοήσω και να βιώσω
τη ποίηση και τη κρυμμένη του
ευαισθησία
και αργότερα άρχισα να κάνω πλάκα
με δαύτον
πίνοντας ο ίδιος
σα πούστης
και μιλώντας με άτομα
υπέροχα
που σήκωναν κωλοδάχτυλο
στους νόμους
της πολιτείας
και της ζωής
ενίοτε.

Τότε γεννήθηκε η μαγεια.

Δε πιστέυω ότι
ο δημιουργός
οφείλει να υποφέρει
ντε και καλά
ψυχαναγκαστικό κωλόψαρο
του ωκεανού
απαιτήσεων του πούτσου
τρίτων'
μελοδραματικές μαλακίες
ψευτοκουλτούρες πολλές φορές
από άνευρους κωλοέφηβους
στο νου
ή υπερδραματικές
πουστάρες
που αισθάνονται ότι όλος ο κόσμος
τους χρωστάει
ένα σαλιωμένο τσιμπούκι
επειδή μικρότεροι
σήκωσαν ένα φτυάρι
παραπάνω.

Ο δημιουργός είναι εκεί
για να υπάρχει
έτσι,απλά
για να αμφιβάλλει
γα τον ίδιο του
τον εαυτό
και ίσως κάποτε
να συγκινήσει
μια καρδιά,
αν είναι τυχερός
και να γελάσει στο τέλος
ξύνοντας το πάνω του
χείλος ευχαριστημένα
ενώ ταυτόχρονα
θα φουντάρει
στο απόλυτο
υγρό
τίποτα
της κόλασης
που ο ίδιος
έφτιαξε
για αυτόν
με χαμόγελο
και πείσμα.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Τα θηρία και οι ζογκλέρ 2


Είχε μια εκπομπή μεταμεσονύχτια σε μεγάλο κανάλι. Παρακολουθώ από συνήθεια. Αυτή η εκπομπή φωνάζει με μανία το ότι προβάλλει, με ηθοποιούς, αναπαραστάσεις αληθινών γεγονότων. Μάλιστα, στο τέλος, με κίτρινα γράμματα, μας πληροφορεί το τι έγινε στη συνέχεια, στα όσα δε πρόλαβε ο σκηνοθέτης να αποθανατίσει με τη κάμερά του. Παρακολουθώ από συνήθεια, αλλά θα ήμουνα μεγάλος ψεύτης αν δεν παραδεχόμουνα το ότι με έλκει αυτή η ανθρώπινη, εικονική μιζέρια. Στην εποχή μου, πολλοί έχουν δεχτεί αρκετές μιζέριες. Μέσα σε αυτούς, κι εγώ. Κι εσύ. Κι αυτός. Η κατάρα και η ευλογία της εποχής.

Στο επεισόδιο αυτό, είχε μια σειρά από γκόμενες που καταλήξανε ότι της βίασε ο ίδιος μασκοφόρος. Ωραία απεικόνιση απ' το σκηνοθέτη. Συναισθηματικά ορθή. Με μπόλικο κόκκινο και πλάνα σε slow motion με ιδέες γεννητικών οργάνων ξεσκισμένες. Η πρωταγωνίστρια μάζεψε μια ομάδα επίλεκτων γκομενών βιασμένων και στο τέλος παγιδέψανε τον βιαστή, αφού ανακαλύψανε ότι ήτανε ένα ντελίβερυ μπόυ, σε ένα γκαράζ, και του σπάσανε τα μούτρα- τον σκοτώσανε με σφυριά και κατσαβίδια, όλες μαζί.

Μ'αρέσει που το θέμα του βιασμού είναι ταμπού και μετά συμβαίνει στη μάπα μας. Σαν ψωλαράς-σέρνικος σίγουρα θα γούσταρα να μα'σταν ακόμα στις σπηλιές και να κοπάναγα με ροπάλια γκόμενες, σούρνοντάς τες στη σπηλιά-μεζονέτα μου για ρομαντικά δείπνα με πούτσα και σάρκα τρικεράτωψ. Μετά, ξεκινάς να νοιάζεσαι για το αντίθετο φύλο. Εκρήξεις στον εγκέφαλο. ΘΕΣ να διασφαλίσεις τη σιγουριά του ότι το έτερον ήμισύ σου θα είναι ασφαλέστατο- για να το διακορεύσεις με την ησυχία σου. Εκατομμύρια σπερματοζωάρια σκορπισμένα εδώ κι εκεί- αν είναι η γκόμενα μεθυσμένη, αυτό πιάνεται για βιασμός; Ή απλά για μαλακία εγκεφάλου γυναικείου; Η υπεραισιοδοξία για το πούτσο σου πιάνεται για "καλώς εννοούμενο προσόν του είδους" ή το παραγαμάς;
Υπέροχα δουλεύουμε. Υπέροχα επεξεργαζόμαστε το τίποτα μέσα απ' τις πούτσες και τα μουνιά μας- και παράγουμε και άλλο, ακόμα περισσότερο τίποτα. Τϊποτα- όπως κι εμείς, όπως και οι γερασμένες θεότητες-γονείς πριν από μας.
Ξεκολλάτε από δαύτα.
Αιχμηρά αντικείμενα.
Θα βάζατε μαχαίρια στο κρεβάτι σας, ενώ κοιμάστε;

Θυμάμαι μια φορά που πήγανε να βιάσουνε τη μάνα μου σε ένα δρομάκι. Ήτανε με το αμάξι, την άρπαξε ο τύπος απ' το παραθύρι.

"Έλα δω μωρή πουτάνα"

Έβαλε μπρος και την έκανε.

Το σύμπαν είναι μια πουτάνα. Με υγρό μουνί. Ό,τι γίνει εδώ, έχει ήδη γίνει πεντακόσιες χιλιάδες φορές εκεί και παραπέρα. Ό,τι μας χωρίζει, στη πραγματικότητα μας ενώνει μεσω των λεπτομεριών- αλλά είμαστε όλοι πολύ αρχίδια για να νοιαστούμε παραπάνω. Δε μας αδικώ. Μέσα σ'όλα, μέσα στα σκατά, είναι και οι μύγες. Τρώω με μεγάλη περηφάνεια ό,τι απομένει απ' τη Τεράστια Κουράδα για πάρτη μου. Και χαίρομαι που ακόμα μπορώ να τρώω.

Πείτε αλήθεια, κι εσείς το ίδιο;
Ε;

Με καταθλίβει η Πάτρα. Μου ρίχνει τις άμυνες.
Τα πρεζάκια χάμω ηρεμήσανε. Νομίζω ο τύπος βάραγε το κεφάλι της γκόμενάς του, ο Αλλάχ να τη κάνει, σε κάποιο έπιπλο, μέχρι αυτή να ηρεμήσει. Ελπίζω να ηρέμησε. Ή να τη σκότωσε. Δε ξέρω και δε με νοιάζει. Η ησυχία είναι ένα πειθήνιο σκυλί, αν το τιθασεύσεις αρκετά, για χρόνια, στη ζωή σου. Κάθε φράση πρέπει να'ναι καινούρια, και όμως, παραμένει το ίδιο παλιά και σκουριασμένη με πριν. Με πριν χρόνια. Αποτυχία. Μαλακία. Όταν μιλάς σα να'σαι 40-άρης ενώ σου μένουν λίγο λιγότερα από 20 χρόνια για να φτάσεις αυτό το τίτλο τιμής, ξέρεις ότι κάτι πάει στραβά. Λάθος βάσεις. Λάθος ερεθίσματα ίσως.

Οι μπύρες τελειώσανε. Θέλω σα τρελός να πάω να αγοράσω κι άλλες, αλλά δε το κάνω. Όχι λόγω σεβασμού στη συγκάτοικο, και κατ' επέκτασην σύντροφο στο σεξ. Αλλά όλα είναι κλειστά εδώ πέρα. Πρέπει να περπατήσω. Μ'αρέσει να περπατάω τη νυχτιά μεθυσμένος. Αισθάνομαι παντοδύναμος. Αλλά όχι στη Πάτρα. Η Πάτρα μου ρίχνει τις άμυνες.

Λίγες πατάτες φούρνου ακόμα.
Κακομαθημένο κωλόπαιδο, αυτό γίνομαι, κάθε φορά που έρχομαι δω πάνω. Με φροντίζουν δίχως αντάλλαγμα. Μ'αρέσουν τα βουνά μου. Δε με απογοητεύουν. Είσαι μόνος ενάντια σε όλους. Και κάνεις επιλογές επίπονες. Εδώ πέρα είναι όλα εύκολα.
Θέλω να κατέβω χωριό. Να κλαδεύω και να σκάβω και να κερδίζω το αλκοόλ μου.
Θα σας πω εγώ τότε.
Θα είμαι ο Χαμουραμπής και ο Χαμούρας ταυτόχρονα.
Θα ελέγχω και θα διατάσσω και θα κρίνω και θα γαμάω και δέρνω.

Λίγες πατάτες φούρνου ακόμα.

Τα θηρία και οι ζογκλέρ


Στο σκοτάδι το χέσιμο αποκτά τελετουργική υφή. Δε μ'αρέσει. Είμαι τεμπέλης και προτιμώ να ξεφυλλίζω το οτιδήποτε, περιμένοντας την καφετιά ευλογία να χυθεί στη λιμνούλα του πορσελάνινου Ιορδάνη απ' αυτόν τον αργοπορημένο προσκυνητή. Θεέ μου, σιχαίνομαι τη Πάτρα. Η Πάτρα είναι ο διάολος. Περισσότερο και απ' τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία. Δε ξέρω γιατί. Η Αθήνα με ενοχλεί επίσης, με αρρωσταίνει, μα μπορώ να κατανοήσω το σούσουρό της. Η Αθήνα είναι ολόκληρη μια Φασαρία. Είναι η avatara της μπίχλας και του θορύβου και όλα είναι γραμμικά. Μια ζούγκλα από τσιμέντο που με τα χρόνια αγριεύει κι άλλο, κι άλλο... η Θεσσαλονίκη με μπερδεύει απίστευτα. Η Πάτρα είναι ένα κενό, ένα τίποτα. Καμία ομορφιά, κανένα συναίσθημα πάνω της. Οι ίδιοι οι αργόσχολοι φοιτητές της, που την έχουν μολύνει, όπως πολλές άλλες πόλεις, μοιάζουν να μη τη σέβονται διόλου. Περπατάν στους δρόμους έτοιμοι να ρουφήξουν γεννετικά όργανα αδιακρίτως, έχουν τη πεποίθηση ότι τα πάντα είναι έτοιμα και καλοπληρωμένα. Θρασύτατα όντα. Οι μετανάστες πληθαίνουν συνεχώς, και μα τη πίστη μου, είναι πολύ πιο ντόμπροι απ' τους κατοίκους τους ίδιους. Όσο και να στραβοκοιταζόμαστε μεταξύ μας ανά καιρούς, στα τρένα και στα λιμάνια και στις πλατείες κοντά σε αυτά. Τους μαζεύανε μια περίοδο και τους διαολοστέλανε στη ΜΟΜΑ, Ριγανόκαμπο κοντά δεν είν'αυτό; Δε ξέρω. Είμαι σκράπας στη γεωγραφία γενικότερα. Τους βάζανε να μαζεύουν φράουλες για πενταροδεκάρες και να μένουνε σε σκηνές δέκα-δέκα, παστωμένοι σα κονσέρβες. Στην Αθήνα ήδη έχουν χωριστεί οι περιοχές μεταξύ μεταναστών και κατοίκων της πόλης, άτυπα, παράνομα. Στη Πάτρα ακόμα φωνάζουνε για το πού θα τους χτίσουνε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δηλαδή ξενώνες φιλοξενίας.
Καταλάβατε τι εννοώ τώρα;

Ονειρεύομαι μια πόλη ανώμαλη, χαοτική, απείθαρχη όχι μόνο σε ανθρωπίνως παραγόμενα μέσα ελέγχου, μα και στην ίδια της τη μορφή και την ουσία. Μια πόλη επιστημονικής φαντασίας, γεμμάτη από τσιμέντο, με διάφορες ράτσες θηλαστικών να γυροφέρνουν τα δρομάκια της. Λεοπαρδάλεις να χαϊδεύονται και να γλείφονται στα παρκάκια, κάνοντας επίθεση σε περαστικούς και ξεκοιλιάζοντάς τους, ελέφαντες με τσιπάκια στον εγκέφαλο και βιονικές προβοσκίδες, να έχουν ανοίξει μαγαζιά, περίπτερα, να μπορείς να πιάσεις κουβέντα μαζί τους, και όταν χέζουν, να χέζουν σε στικάκια usb και να πετάμε τα trash data σκατά σε εικονικούς σκουπιδότοπους. Μεταλλαγμένοι απ' τα καυσαέρια και το fast food να τριγυρνάνε δίχως σκοπό από πολυκατοικία σε πολυκατοικία, και μετά στα παγκάκια, θύματα της Πρόνοιας. Αεροπλάνα που θα κινούνται με σκατα αντί για καύσιμα, αμάξια με υπερταχύτητες που θα κινούνται με σκατά αντί για βενζίνα, θάλασσες καταγάλανες που δε θα είναι πραγματικές, παρά μόνο προγράμματα από υπολογιστές, να κολυμπάνε οι συνταξιούχοι, με τα νέα φαρμάκια που τους επιτρέπουν να παρασιτούν στο κόσμο μέχρι τα 230 και βάλε, να νομίζουνε ότι κολυμπάνε, να χουν την αίσθηση ότι κολυμπάνε. Με 500,000 διαφορετικές θρησκείες, σέκτες, θεότητες. "Om gam, ganapataye Namaha" σε ένα βιομηχανικό Γκανέσα με λειψό πουτσάκο, αγάλματα της Θεάς Τσούχτρας στις πλατείες, της Θεάς Τσούχτρας με τα ανθρώπινα γυναικεία μάτια, ταύροι βαμμένοι χρυσοί κάθε πρώτη μέρα του χρόνου να τους σφάζουνε και να πετάνε το φρέσκο κρέας τους στους απόρους, τις καρδιές θα τις πλαστικοποιούν και θα τις βάζουνε στο Υπουργείο Κατάρρευσης οι αρμόδιοι φορείς κάθε χρονιά που περνάει, πίνοντας ροζ σαμπάνιες και τσουγκρώντας τα ποτήρια τους με περηφάνια, που για μια χρονιά ακόμα, είναι όλοι ζωντανοί. Θα υπάρχουν ακόμα κοινωνικές τάξεις. Άλλωστε, ο ουρανός θα χει εξαφανιστεί, θα υπάρχει μόνο ένα τεράστιο, κατάμαυρο πέπλο, με ασημένιες λάμψεις να γυροφέρνουν μέσα του σαν ξεπεσμένες πυγολαμπίδες, και ένα τεράστιο σύννεφο σα το Μάτι του Θεού να κοιτάει τα πάντα. Και η κόρη του να κινείται. Και κανείς δε θα ξέρει τι είναι αυτό. Μα όλοι ακόμα θα αρνούνται το Θεό.
Αφού λοιπόν θα χει πεθάνει ο ουρανός, θα χει πεθάνει και η τελευταία ελπίδα για να υπάρχει ισότητα. Ο άνθρωπος θεώρησε ότι το χώμα, όπως και ο ουρανός, είναι το ίδιο ανούσια, μακρινά. Αφού δε μπόρεσε να κατανοήσει ότι το χώμα είναι πιο κοντά στα πόδια απ' ότι ο ουρανός, την ίδια στιγμή, έχασε και το ένα, και το άλλο. Οι Ανώτεροι θα είναι ντυμένοι με δέρματα σπάνιων κτηνών, κάποτε αντικείμενα κρυπτοζωολογικών μελετών μα πλέον πειθήνια σα κατοικίδια, θα ναι ντυμένοι με δαύτα και θα γυροφέρνουν, γυμνοί και ελεύθεροι, στα Ανώτερα Επίπεδα της Κυψέλης-Πολιτείας. Οι Μέσοι, θα'ναι στα διαμερίσματα, στις πολυκατοικίες, στις παλιές μισοκατεδαφισμένες κοινότητές τους. Όπως παλιά. Μα θα ιδρώνουν πολύ για να τα βγάζουν πέρα με τις νέες εξελίξεις. Οι Κατώτεροι, θα μένουν στις παραλίες με τα Κειμήλια του Παρελθόντος. Παλαιά σκάφη ιστορικής αξίας, αγάλματα του παρελθόντος, πίνακες ζωγραφικής του Delacroix- όλα αυτά θα'ναι μηδαμινής σημασίας. Άχρηστα. Ανούσια. Οι Κατώτεροι θα μένουν στις παράγκες τους, στις παραλίες, και θα τις διακοσμούν με αυτά τα έργα, μη ξέροντας τι ακριβώς είναι- μα θα τους αρέσουν πολύ. Θα χουν καθαρό νερό, το ελάχιστο που χει απομείνει, μη εικονικό. Μα δε θα'χουν φαγητό και πόσιμο νερό και εκπαίδευση και λόγο σε οτιδήποτε.
Οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν ότι το "Μάτριξ" και ο κυβερνοχώρος είναι πιο φτηνά απ' όσο νομίζουν. Δεν έκρυβε καμία αλήθεια το κωλομηχάνημα κει μέσα, ούτε τα μηχανήματα είχαν κάτι σα συλλογικό υποσυνείδητο. Απλά υπήρχαν. Σα διασκέδαση. Τη δεκαετία του 70 και πιο παλιά, λέγανε ότι το 2000, άντε 2010, θα'χαμε ρομπότ με συνείδηση και εξωγήινους κατακτητές και σουλάτσες στο κυβερνοχώρο. Τίποτα δε βγήκε σωστό, τουλάχιστον όχι έτσι. Ούτε στο μέλλον θα'χουμε τίποτα. Απλά θα ευχαριστιούνται όλοι με το ότι είναι ακόμα ζωντανοί. Μα δε θα χαρίζουν κάστανο. Θα παραμένουμε όλοι υπερόπτες, βουλημικά κτήνη. Έτσι μας έφτιαξε αυτός ή αυτό που μας έφτιαξε.
Σε αυτή τη πολιτεία, το χρήμα θα'ναι είδος προς εξέταση. Ένας καλός φίλος, απίστευτος, αδερφικός, βαθιά μορφωμένος άνθρωπος, έλεγε ότι ο θείος του ο πούστης πιστεύει ακράδαντα ότι πλέον περάσαμε στην εποχή των σχιστομάτηδων. Στα "Shadowrun" παίγνια, στη φουτουριστική τους πολιτεία, είχαν για νόμισμα το "nuyen". Nuyen. New yen. Αχά. Αλλά οι Ιάπωνες θα χουν σκορπιστεί. Οι άραβες και όλοι οι σκουρόχρωμοι πετσετοφορείς εις τη κεφαλή θα χουν εξαλειφθεί από μόνοι τους, όσοι μείνουν, δε, θα σκορπιστούν επίσης. Μη τα μακρυγορούμε. Νομάδες όλοι, κάτω απ' την επήρεια της Νέας Πραγματικότητας. Όροι όπως "Νέα Τάξη Πραγμάτων" από κρυφοφασίστες θα είναι άκυροι, ακυρότατοι. Καμία τάξη πραγμάτων εδώ. Άναρχες πόλεις που χτίζονται μόνες τους από αόρατα δάχτυλα, τα οποία αόρατα δάχτυλα, ακόμα επιμένουν να χωρίζουν όπως είπαμε, τους ανθρώπους σε κάστες, σε επίπεδα κοινωνικά. Τα ρεμάλια θα είναι το ίδιο ρεμάλια- θα μπεκροπίνουν τα τοξικά αλκόλια τους, θα γλείφουν κώλους, θα λένε πρόστυχα ποιήματα στις πλατείες και θα πεθαίνουν σε τρεις βδομάδες ο καθένας. Στις παλιές εγκαταλελειμμένες αποθήκες τότε-ψαράδων, στα λιμάνια, θα στεγάζονται κρυφοί ναοί και θα κατοικοεδρεύουν ξεπεσμένες θεότητες- που θα ζουν όσο τους θυμάται έστω και ΕΝΑΣ (1).
Στις πόλεις αυτές, το υπερφυσικό μέσω της υπερβολικής πίστης-προσήλωσης θα γίνεται ένα με την εξέλιξη και τη ροή του θέματος. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ανακάλυψη; Ή μάλλον, όχι ανακάλυψη. Το ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ φαινόμενο, που κανείς δε θα καταφέρει να εξηγήσει ποτέ (μετά το μεγάλο μάτι στο νεκρό ουρανό): οι Πόρτες. Παντού θα υπάρχουν πόρτες. Πύλες. Μια Πύλη μπορεί να είναι ένα μαξιλάρι, ένας αναπτήρας, μια πόρτα, ένας τοίχος, ένα ανθρώπινο ον, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Η Πόρτα θα ανοίξει από μόνη της, αν, και μόνο αν, υπάρχει το σωστό "κλειδί". Το οποίο "κλειδί" θα είναι οτιδήποτε, ένα μαξιλάρι, ένας αναπτήρας, μια πόρτα, ένας τοίχος, ένα ανθρώπινο ον, ένα ωραίο τσιμπούκι απ' τη γκόμενά σου, οτιδήποτε. Με σαγηνεύει η λογική του Planescape, και το Planescape:Torment είναι μια εμπειρία από μόνη της. Γι'αυτό και το δάνειο από κει. Αγάπη μεγάλη.
Πόρτες. Ναι.
Οι Πόρτες θα ανοίγουν στους μη γνώστες στο έτσι, ξαφνικά. Και θα τους παρασέρνουν στο τίποτα. Ή, μερικές φορές, στο απόλυτο Τϊποτα. Χαμένες ψυχές παντού. Μια μέθοδος του Σύμπαντος να καθαρίζει από μας, τη κωλοφάρα μας. Αυτοανακύκλωση δε θέλαμε, κωλόπαιδα; Κακομαθημένοι; Ε; Πάρτε την. Κάθε δεύτερο, κινδυνεύεις να χαθείς στο Τίποτα. Κάνε τη ζωή σου ακόμα πιο δημιουργική. Πιο ανθρώπινη. Σωστά;
Δε θα το κάνεις.

Και μέσα σε όλα αυτά;
Ένας ήσυχος βουκολικός τόπος της Ησυχίας, για να υπάρχουμε και μεις οι ακοινώνητοι μπάσταρδοι και να πίνουμε με την ησυχία μας.
Ναι.
Ένα παράλληλο σύμπαν, μακριά απ' όλα, με τα βασικά, απ' ό,τι έχει απομείνει απ' τη Φύση, για να επιβιώνουμε ανενόχλητοι.
Η "Ζώνη της Ησυχίας".
Ωραία ακούγεται, ε;

Στη Πάτρα με φιλοξενεί η γκόμενά μου η Αγγελική. Βάλθηκε να παρατήσει τις σπουδές της και να περάσει Καλών Τεχνών. Της εξήγησα το δύσκολο του πράγματος. Όχι λόγω "Τέχνης". Να πάει να γαμηθεί η "Τέχνη". Τι είναι; Ξέρει κανείς; Θα σου πω εγώ. Είναι μια χαζοβιόλα γκόμενα που αν της πεις τα σωστά λογάκια ενώ την έχεις σουρώσει, στο μπαρ της αντίληψης, θα σου κάτσει το ίδιο βράδυ.
((Αρχίζω και μιλάω σα τον Γιώργη. Μακάρι να μπορούσα να πιάσω έστω και ένα δέκατο της ελευθεριακής του, χύμα αντίληψης του κόσμου. Θα ήμουνα απίστευτα χαρούμενος. Ειλικρινής. Παντοδύναμος. Τώρα απλά προσποιούμαι))
Λόγω εξεταστών. Λόγω του παρασκηνίου. Ό,τι ισχύει εδώ, ισχύει κι εκεί, και vice versa. "Στην Τέχνη δε θα πρεπε να ισχύουν αυτά".
Καλημέρα. Κοιμήθηκες καλά, μωρό μου;

Στο ισόγειο μένει ένα σμήνος από πρεζόνια. Χέζεις και τους ακούς να φωνάζουν με πάθος. Βραχνιασμένα, δίχως ροή, όποτε να'ναι.

"Τάκη. Ταααααααακη! Ταααααααααααακη!"
"Άντε γαμήσου ρε. Άντε γαμήσου ρε. Άντε γαμήσου ρε"
"Θα μου πεις μένα πόσα έχω; Θα μου πεις μένα πόσα έχω;"
"Α στο διάλο γελάδα. Α ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΓΕΛΑΔΑ"

Πρεζάκικα mantras.
Δε μ'ενοχλούν. Μαθαίνεις πράγματα.
Καταχράσσονται το χώρο μιας μισόμουρλης γριάς. Η Αγγελική μου'λεγε ότι συχνά πυκνά κει κάτω μυρίζει χορτίλα αφάνταστη. Τους είδα κιόλας, αξούριστοι με τατουάζ, με μια απερίγραπτη γκόμενα με κατσαρά μαλλιά κοτσίδα, γυαλιά, λεπτή και αφυδατωμένη, να γυροφέρνει ανάμεσά τους και να φωνάζει ό,τι της κατέβει. Δεν είμαι σε θέση να σηκώνω το δάχτυλο σε κανέναν, ακόμα κι αν απωθούμαι απερίγραπτα απ' το μπούσουλα, το έκτρωμα που λέγεται "ηρωίνη". Χρειάζεται να χεις κάνει κάποια κατάχρηση, έστω και σε ένα επίπεδο (αυτό δε το κρίνεις ποτέ εσύ, απ' ότι κατάλαβα, και πάντα υπάρχει ο x, y που θα σε κοιτάξει με ύφος Καρδηναλίου Κατάχρησης και θα σου πει ότι είσαι λίγος, ούτως ή άλλως) συγκεκριμένο, για να κατανοήσεις ότι δεν είσαι ανώτερος του οποιουδήποτε, τουλάχιστον στο γεγονός ότι αναπνές το ίδιο με αυτόν. Δε με ενοχλούν. Μου αρέσει ο θόρυβος. Είναι σα να ζεις κάθε μέρα, σουρωμένος, σε διήγημα του Μπουκόβσκι. Να πάει να γαμηθεί κι αυτός.
Σκεπτόμουνα σήμερα να επικοινωνήσω με τον κάτοχο της πολυκατοικίας. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Με τον Μεγάλο Ρυθμιστή της Ορθογώνιας Τσιμεντόπλακας που μένουμε, έστω. Δε με ενοχλούν οι πρέζοι από κάτω. Αλλά ενοχλούν όλους τους άλλους. Να του πω, αν είναι, να μαζέψω μια ομάδα από άτομα απ' την πρωτεύουσα, να τους σπάσουμε στο ξύλο, να τους φοβερίσουμε, και να τους διώξουμε μια και καλή. Μισά σε μένα, μισά σε δαύτους. Αρχίδια συννενόηση. 1/3 σε μένα, τα υπόλοιπα σε δαύτους, αλλά δε βαριέσαι. Χρειάζομαι λεφτά.

"Δεν υπάρχει κάτοχος πολυκατοικίας, όπως το λες" μου είπε η Αγγελική.
"Μαλακία".

Συνεχίζουν να μη με ενοχλούν πάντως. Αλήθεια.
Γουστάρω να ακούω τις κραυγές μάχης τους.
Αλλά αν αύριο μου δίνανε αρκετό μπερντέ
και μου λέγανε να τους εξαφανίσω απ' τη γειτονιά,
μεθαύριο δε θα τους άκουγα πλέον.

Στη τηλεόραση τραγουδάνε. Η ένταση είναι στο μηδέν. Προτιμώ να ακούω τον Wino να ψέλνει βραχνιασμένα και τον Τζίμμη να λέει για το "Τέλος". Και να σκοτώσει το πατέρα του, και, Μάνα, να σε...
Χα.
Γιατί είμαστε τόσο φλώροι;
Το μαχαίρι είναι δίκοπο. Δεν είμαι ελιτιστής της μουσικής. Γουστάρω τη μουσική. Το να πεις ότι είμαι "ανοιχτόμυαλος" είναι επίσης δίκοπο μαχαίρι. Ισοδυναμεί με το να πεις ότι είσαι ένα πούστικο κάθαρμα που μας το παίζεις ιστορία. Μ'αρέσει η rock μουσική, όσο βαριά και χυδαία να είναι, είτε ο τραγουδιάρης σκούζει σα γουρούνι, είτε βγάζει τα σώψυχά του, είτε τα όργανα βαράνε σα κομπρεσέρ, είτε απλά βαράνε τρεις νότες το λεπτό. Τριγύρω επικρατεί ένα χάος. Πολλοί πιστεύουν ότι δε πρέπει να ασχολούμαστε με το "overground" της κοινωνίας της μουσικής γύρω μας, διότι δε μας αφορά. "Είναι για χαζούς". Οι ίδιοι είναι που στο μέλλον φοράνε κοστουμάρες και εκσφενδονίζουν πιάτα, και όταν τους ρωτάς για το Lemmy, σου λένε "A, de pethane akoma aftos?". Πρέπει, όσο έχεις αντίληψη, να την εξασκείς. Για πολλά. Μην είσαι προσκοπάκος. ΤΙΠΟΤΑ απ'όσα πεις δε θα αλλάξει το κόσμο, εκτός κι αν είσαι ο Ντοστογιέφσκι ή ο Σελίν και πάει λέγοντας.
((Σελίν. Ναι. Σωστά. Αν διαβάσετε το Μπουκόβσκι, θα τον αναφέρει συχνά. Ναι, απ' το Μπουκόβσκι τον έμαθα πριν πολλά χρόνια. Ναι, Ο Σελίν γαμάει.))
ΤΙΠΟΤΑ απ' όσα σκεφτείς, δεν είναι δικό σου- θα το'χει σκεφτεί μια αδερφική ψυχή πολύ μακριά, ή πολύ δίπλα από σένα- κι αυτό είναι το υπέροχο.
Αλλά πρέπει να χεις χιούμορ. Ή να προσπαθείς να'χεις. Αξίζει να'σαι σκατόγερος απ' τα 18; Αγνόησε τα σινιάλα μιζέριας. Μακάρι. Κοίτα τριγύρω σου: αλήθεια, γιατί κυκλοφορεί τόσο σκατομουσική; Αδερφές. Ναι. Αδερφές. Ακόμα κι αν τρίψουν σε ένα μήνα όσες κλειτορίδες δε θα τρίψεις εσύ σε όλη σου τη ζωή, ναι, είναι αδερφές. Με ζελιασμένα μαλλιά, τέλεια χαρακτηριστικά, φανταχτερά ρούχα, πιθανώς μεγάλες ψωλές, αυτές που θα κάνουν τη γκόμενά σου, ίσως, αν έχεις μπλέξει με μαλακισμένη γκόμενα, να φαντασιώνεται και να χύνει μόνη της τα βράδια μακριά σου.
Φανταχτεροί άνθρωποι. Τέλειοι. Με όλα έτοιμα στη ζωή τους. Με θράσος.
Με μηδέν ντροπή.
Χρειάζεται να ντρέπεσαι για πράγματα.
Αλήθεια.

Αυτούς τους τέλειους ήθελα, και θέλω ακόμα, κάθε βράδυ σούρας, να τους σπάσω τα μούτρα. Τους παρατηρούσα κάθε μέρα, ξεμέθυστος, ή μάλλον πριν μεθύσω για τη μέρα, στις καφετέριες, στα μπαράκια. Σε κοιτάζανε, λάμποντας, με ξιπασιά, δίπλα από πλαστικές γκόμενες δίχως ζωή, σε κοιτάζανε με περιφρόνηση και δήθεν επιθετικά.
Πώς θα έλεγε ένα ποντίκι ομοφυλόφιλο στη φάκα του;

"Σκουυυυιιιιιικ μωρέ, θα σε γρατζου-νί-σω"/

Και κάθε φορά που μεθυσμένα θα κατηφόριζα τα βράδια τα πεζοδρόμια, οι ίδιοι, με τις ίδιες άψυχες κούκλες γύρω τους, ή άλλες εξίσου άψυχες, όταν τους κοίταζα στα μάτια, face to face κατά τας Γραφάς, θα κλάνανε μέντες και θα περπατάγανε μακριά. Όσα μούσκουλα και να' χανε, όσο μάγκες και να νομίζανε ότι είναι.

Να μάθεις να χάνεις.
Να μάθεις να πέφτεις, καλύτερα.
Αυτό είναι το μάθημα της ζωής.
Αν δε πέσεις, δε ξανασηκώνεσαι.
Αν δε ξανασηκωθείς, αν δεν έχεις ήδη πέσει, δε ζεις.
Τελεία.
Ευχαριστώ πολύ.

Η Αγγελική βγήκε απ' το μπάνιο και είναι γυμνή. Η τελευταία Diabrau της πρώτης τετράδας της διπλής αδειάζει. Θέλω λίγο αγάπη, όπως "αγάπη" μεταφράζεται ο στοματικός έρωτας στους χασομέρηδες.
Και τα πρεζόνια από χάμου πριν λαλούσαν σα παγώνια, και τώρα μένουν σιωπηλά, σχεδόν νεκρά.
Υπενθυμίζοντάς μου το Συμπαντικό Ανέκδοτο που παίχτηκε, και συνεχίζει να παίζεται, εις βάρος όλων μας.

Όμορφες νυχτιές, έρχονται κατευθείαν πάνω μας.
Ακούστε.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ξημέρωμα με βότκα 1


Ήταν εκείνη η περίοδος που ένιωθα γαμάτος μέσα στη μηδενική ανοχή της καθημερινότητας. Κάθε μέρα και μια ανακάλυψη- μια ανακάλυψη για το πόσο μπορείς να στρετσάρεις τις αντοχές και τις ανοχές. Κυρίως των θηλαστικών που σε συντροφεύουν, με τίτλους τιμής όπως "φίλοι" και "αδέρφια". Ενίοτε και με ψιλοφλερταρίσματα υπερκοινωνικότητας, εξωγήινης προς εσένα ανέκαθεν μα ωθούμενης από αρκετές σταγόνες ασημένιες παραπάνω, φλερταρίσματα λόγου που κατέληγαν σε βατερλώ επικοινωνιακά.

Ήμουνα μια γελάδα βρωμιάρα σε ένα σταύλο τσιμεντούπολης. Σχεδόν ένιωθα πάλι πιτσιρικάς, λες και ακόμα τριγύρνα σε κείνη τη μουνότρυπα που αποκαλούσαμε τότε οικογενειακώς σπίτι, καπελωμένη από ένα μάτσο άρρωστα, χαρακωμένα κτήρια με ραμμένα στόματα, χωμένα όλα αυτά στην κοιλιά της πιο σιχαμένης γειτονιάς που γνώρισα ως τώρα. Μείον την ακαταστασία. Ω ναι, τότε, μιας και οι γονείς μου δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τη χαρά του να έχεις οικονομική άνεση, άρα να'σαι χουβαρντάς δράσεων, το ριχναν όλη μέρα στη καθαριότητα. Στις αντιδράσεις. Οι οποίες και σε κάνουν να ξεχνιέσαι. Όχι, το διαμερισματάκι μου ήταν βρώμικο, πολύ βρώμικο. Ανιοδιοτελώς βρώμικο, θα έλεγε κανείς. Μου χάριζε την άνεσή μου, μέσα στη μπίχλα και την ακαταστασία, και γω του πρόσθετα, λιθαράκι, λιθαράκι, και από ένα ακόμα κομμάτι για το Ζιγκουράτ της Παρακμής που χτιζόταν εκεί μέσα. Καρέκλες αναποδογυρισμένες και πεταμένες μέχρι να τις μαζέψει κάποιος για να κάτσει, βουνά από χαρτούρα, μπουκάλια άδεια, κουτάκια μπύρας, πεταμένα βιβλία σε λεγεώνες σχεδόν παραταγμένα, ρούχα. Πολλά ρούχα. Ένιωθα ζεστασιά βλέποντάς τα να σχηματίζουν λιμνούλες από μπαμπάκι και πολυεστέρα στο κάθε πιθανό σημείο, ανεξάρτητα από τον ιδρώτα μου και τη βρωμιά της τρίχας μου. Ήταν ΕΛΕΥΘΕΡΑ!
Απέφευγα επίσης να μπαίνω στο μπάνιο μου. Πολλές κοιλίδες από σκατά παντού, κωλόχαρτα έκαναν ταπετσαρία στο τοίχο, το κατουρλιό είχε σχηματίσει μια φρέσκια, χρυσαφιά κρούστα στη λεκάνη. Αστειευόμενοι, λέγαμε με τους συνάδελφους εις την καθημερινότητα ότι αν κοιτάξεις έντονα στη κρούστα, και μετά στο νερό, στο πάτο της λεκάνης, βλέπεις σεραφείμ να σου χαμογελάνε και να σου κλείνουν το μάτι. Η Βρωμιά είχε έρθει στο επίπεδο του Αμήν και του Ινσαλάχ και πάλι.
"Αν θέλει ο Θεός".
Σωθήκαμε.

Κάθε μέρα, κατέβαζα ένα με δύο μπουκάλια βότκα, σκέτη. Δε θυμάμαι πώς και γιατί ξεκίνησε το βίτσιο αυτό το ρωσόλαγνο. Διάολε, η μόνη σχέση που χα με τη Ρωσία είναι μια μπλούζα κοντομάνικη που μου χαν δώσει στο λύκειο, της ΚΝΕ, που γραφε "Αλληλεγγύη στη σοσιαλιστική Κούβα" ((κουσούρι από το μανιφέστο του Μαρξ , τα χρόνια που ακολούθησαν, δε, μεθυσμένος, σχημάτισα ένα μακρουλοκανιάρικο "ν" εκεί που είχε το σήμα της ΚΝΕ και συμπλήρωσα "ΚΝΙΚΕ" εις την αγγλιστίν, ταυτόχρονα επέμεινα να γράψω τη λέξη "σκατά" πάνω από την αλληλεγγύη μπλαμπλαμπλα)). Θα' πρεπε να μουνα Κοζάκος στη προηγούμενη ζωή μου. Να έπαιζα αυτό το παιχνίδι με τα σφηνακοπότηρα, να μαστίγωνα τους πάντες που δε θα πίνανε σκέτη τη βότκα τους και μετά να γύριζα σπίτι, να σφαλιάρωνα τη γυναίκα μου και να τάιζα το γεράκι μου. Ωραία ζωή. Χλιδάτη.
Σιχαινόμουνα όμως με όλο μου το είναι τη λέξη "παρακμή" και περισσότερο απ' όλα, όταν αυτή η λέξη, στα λάθος, αμύητα στόματα, ηχούσε σαν "ντεκαντάνς". "Ντεκαντάνς", άνθρωπε του 2000φεύγα, ιδού το κατόρθωμά σου. Πήρες τη σκατίλα και την έκανες μετροσέξουαλ. Ξύρισες τα αρχίδια του Γηρυώνη. Δεν ήταν παρακμή. Είχα κλείσει σχεδόν τον τρίτο μήνα της καθημερινής κατάχρησης βότκας. Οι λίγοι φίλοι οι αδερφικοί, μου φωνάζανε για το ότι έχουν να μου μιλήσουν σα να μαστε άνθρωποι, ξεμέθυστο δηλαδή, πολύ καιρό τώρα. Κάθε μέρα, τα πρωινά, όπως είναι φυσικό, πόναγα απίστευτα, μερικά βράδια δε, είμαι σίγουρος ότι χεζόμουνα απ' το φόβο μου, απ το σκοτάδι και το τίποτα σε συνδιασμό με τον αφόρητο πόνο σε όλο το σώμα, πολύ περισσότερο απ' ό,τι μπορώ να θυμηθώ τώρα. Μα ήμουν καλά. Πολύ καλά, για την ακρίβεια, ευχαριστώ πολύ! Πέρναγα τις μέρες μου θαυμάσια. Δε σκεφτόμουν. Βαριά λέξη. Μερακλίδικη. Μα είναι αλήθεια. Ήμουν ευτυχισμένος που μπορούσα να κρατήσω το πρόγραμμά μου με τη σχολή μου σε μια σειρά. Κάθε πρωί ήμουν στην ώρα μου για να παράγω Τέχνη! Αυτή τη πουτάνα, ναι. Δεν έδωσα αφορμή σε κανένα για την απόδοσή μου, μόνο για την εμφάνισή μου, η οποία σταδιακά γινόταν όλο και χειρότερη. Βαριόμουν ακόμα και να ζητήσω να με κουρέψουν οι φίλοι με την ψιλή, όπως γινόταν ανέκαθεν, και αυτοί από τη μεριά τους, φυσιολογικότατα, δε μπαίναν στο κόπο να πάρουν τη πρωτοβουλία να με ξυρίσουν, με αποτέλεσμα να αφήσω ένα σεβαστό ποσό τρούχας στη κεφαλή μου, και ένα μεγάλο πάκο από μούσια στο υπόλοιπο πρόσωπο. Το ξυρισμένο κεφάλι δε θέλει ευθύνες, απλά βαζελίνα για να λάμπει στο φως του ηλιάτορα του παντο-παντοκράτορα. Άπλυτα όλα. Απέφευγα το σαπούνι και το νερό με πάθος. Χάσιμο χρόνου, όταν θα μπορούσες να πιεις λίγο παραπάνω. Το ίδιο και με το οτιδήποτε είχε σχέση με καθαριότητα, ακόμα και τις μπατονέτες και την οδοντόβουρτσα. Φορούσα τα ίδια ρούχα ξανά και ξανά, ένα τζην που είχε μουλιάσει απ' τον ιδρώτα των παπαριών μου, ένα μακρυμάνικο σκούρο μπλε με πράσινα μανίκια, ζαρωμένο και καταποντημένο, ή εναλλάξ μια άσπρη μακρυμάνικη μπλούζα που θαρρώ, κάποτε, δίχως τους λεκέδες από λάδια και αλκοόλ, έμοιαζε σαγηνευτικότατη, τα ίδια παπούτσια που μου μόλυναν τις άκρες των δαχτύλων. Άλλαζα μόνο μποξεράκια. Ο κώλος μου ήταν πολύτιμος όσο τίποτε άλλο. Πολλοί θα συμφωνήσουν μαζί μου. Το ξέρω.

Ήταν όλα υπέροχα. Η μέρα μου σταμάταγε νωρίς το απόγιομα, μα το χειμώνα στα βουνά, ήδη από της 19:00, ήταν τίγκα σκοτάδι, τη χειμωνιά. Υπέροχες συνθήκες για ασκητισμό. Είχα ήδη σταματήσει να τρώω ιδιαίτερα, όχι λόγω έλλειψης λεφτών. Ήμουν αρκετά τυχερός ώστε, σπουδάζοντας, να έχω ένα ποσό, ούτε αρκετό αλλά ούτε και ελαχιστότατο, ώστε να τα βγάζω πέρα, προσφορά του πατέρα μου, που αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψω τη σχολή για να δουλεύω μέρα νύχτα για να ρεφάρω. Άλλωστε, αυτό το έκανα όποτε έπιανα δουλειές του ποδαριού, και συνήθως κακοπληρωμένες, σκυλίσιες. Ο πατέρας μου μού έμαθε να προσπαθώ και να ιδρώνω. Ωραίος άνθρωπος. Συζητίσιμος όπου πρέπει, αλλά πουθενά αλλού. Περισσότερο έκοβα απ' το φαγητό, για να αγοράζω περισσότερο αλκοόλ. Είχα μάλιστα υιοθετήσει για ένα διάστημα μια δίαιτα με ποπκόρν και βότκα. Έλιωνε το ποπκόρν στο στομάχι και χόρταινες. Ταυτόχρονα, ήμουν ευλογημένος με άτομα που νοιάζονταν ο ένας για τον άλλο ((κι εγώ γι'αυτούς και αυτοί για μένα)), οπότε ήμουν συχνά πυκνά καλεσμένος σε κάποιο τραπέζι ή έστω, συνάθροιση-μικρογραφία ταπεινή λουκούλειου γεύματος με φαγητό από σουβλατζίδικα.
Το πρωί ξύπναγα νωρίς. Δεν είχα πονοκέφαλο. Δε ξέρω γιατί. Αλλά δεν είχα πονοκέφαλο σχεδόν ποτέ. Πολλές φορές, πάντως, ξύπναγα μεθυσμένος. Σε τέτοιες καταστάσεις, απ' την άλλη, χάνεις ολόκληρες μέρες και νύχτες απ' το κενό, την αμνησία. "Τι έκανα"; "Τι είπα και σε ποιον"; Δε μάθαινες ποτέ. Σε ιντριγκάρει ως ένα σημείο. Μα ναι.
Κατηφόριζα προς τη σχολή, άναβα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και αν είχε μείνει κάποια μπύρα από το χτεσινό βράδυ, αν είχα αγοράσει μπύρα, την έπινα σπίτι πριν κλείσω τη πόρτα. Έκανα ό,τι ήταν να κάνω στη σχολή, δίχως γκρίνιες ή ιστορίες. Παρήγαγα το ω-μα-τόσο-βαρυσήμαντο έργο μου και την έκανα. Έφτανε μεσημέρι, άραζα λίγο με μερικά πολύ όμορφα, ανεπανάληπτα άτομα, και στη συνέχεια αγόραζα το αλκοόλ μου. Άρχισα να πίνω ακούγοντας μουσική. Αντρίκια, μουστακέικη rock' n roll. Ω ναι. Μόνο αυτό ήθελα. Διάβαζα κείμενα, από βιβλία ή το ιντερνέ, έπινα κι άλλο, άρχιζα δειλά δειλά να πληκτρολογώ το ω-μα-τόσο-βαρυσήμαντο έργο μου. Ένιωθα ολοκληρωμένος, ζεστός και μουδιασμένος υπέροχα. Δεν είχα ανάγκη κανέναν και τίποτα. Ραμσής Β' ο "Μεγάλος". Τι να έκλανε μπρος μου κι αυτός; Κοίταγα τη νύχτα απ' το παράθυρο, με τον ελάχιστο κόσμο να περιπλανιέται άσκοπα, χάζευα φωτογραφίες από γάτες στο διαδίκτυο και μελαγχωλόντας, θυμώμενος τις δικές μου, έγραφα σε κόλλες Α4 με μαρκαδοράκι, στιχάκια για αυτές, σχεδόν ερωτικά. Σουρωμένος είχα πάρει απόφαση ένα βράδυ να πάρω τηλέφωνο την γιαγιά μου και να της τα απαγγείλω, όντας το μόνο άτομο που τις αγάπησε ποτέ όσο εγώ. Χαίρομαι που δε το έκανα. Οι γάτες μου ήταν όλες χοντρές, κατσούφες, βρωμιάρες. Αντικείμενα λατρείας μα για μένα και μόνο για μένα.

Εκείνη τη περίοδο είχα παρατήσει, σουρωμένος, την μικρούλα, φτιαγμένη από σταλακτίτες γυναίκα που με ιντρίγκαρε και με ιντριγκάρει ακόμα και σήμερα απίστευτα, σε όλα τα επίπεδα, για χάρη μιας άλλης. Λιγότερο συναρπαστικής από όποια οπτική γωνιά και να το βλεπες, πιεστικής. Μα καλός άνθρωπος όπως αποδείχτηκε. Την φώναζαν Άννα και είχε μια μανία να μαγειρέυει και να κάνει σεξ. Μικροσκοπικός άνθρωπος, παθιασμένος. Δε μπόρεσα ποτέ να ολοκληρώσω μαζί της, δε με ενδιέφερε, δε το ήθελα, μα πιστέψτε με, έφαγα του σκασμού, τη σύντομη περίοδο που ανεχόμασταν ο ένας τον άλλο. Ένα βράδυ, σπίτι μου, προσπάθησα να της εξηγήσω κάτι (δε θυμάμαι τι), σουρωμένος, φωνάζοντας σα λιοντάρι και σβήνοντας ένα τσιγάρο στη παλάμη μου με λύσσα, το οποίο στη συνέχεια έκαψε ένα μέρος απ' το καναπέ μου. Μικροσκοπική, μαύρη τρυπούλα. Ακριβώς όπως και η Άννα. Η οποία και έτρεξε κλαίγοντας στο μπάνιο. Ησυχία για ώρες. Στη συνέχεια ήρθε και έκλαιγε πάνω μου, μα δε με ένοιαζε τίποτα, μέσα στη γλυκιά μου νιρβάνα. Πέταγα δυο-τρεις λέξεις "ηρεμίας", μα έβλεπα απερίσπαστα τηλεόραση. Νομίζω είχε ένα αστυνομικό θρίλερ. Σειρά ήταν. Με ένα μανιώδη βιαστή. Καλά περνάνε αυτοί, σκεφτόμουνα, και ρούφαγα ό,τι μπύρα είχε μείνει από χτεσινά ποτήρια άλλων.
Μια άλλη φορά απλά παραιτήθηκα απ' όλα και ξεκαθάρισα πως δε θα μου αλλάξει κανένας, και σημαντικότερα, καμία, τίποτα. Το προϊόν σας είναι αυτό, δεσποινίς μου. Κοιτάτε το στα δόντια, το κοιτάξατε στα δόντια πριν το πάρετε, σωστά; Το μουλάρι σας ήταν ελλατωματικό. "Ελλατωματικό" για σας, πάντα.

Είχε πλάκα, όταν μια μέρα στη σχολή, σούρνοντας τα μουδιασμένα μου γόνατα και κοιτώντας το κόσμο απ' τα νεκρά μάτια εντόμου μου, η Άννα πλησίασε και βγάζοντάς με έξω, άρχισε να μου μιλάει. Λακωνικά αλλά με ουσία.

-Λοιπόν. Τελειώνει εδώ το πράμα.
-Ναι.
-Δε μπορώ άλλο. Με αρρώστησες και μένα.
-Χμ.
-Δε θέλω να σε ξέρω, δε θέλω να μου μιλάς, δε θέλω να ξέρω ότι υπάρχεις.
-Αν αυτό είναι το καλύτερο για σένα, Αννούλα, τότε...
-Αυτό. Γεια σου.

Είχε πολύ δίκιο με το μέρος της. Μα δεν αισθάνομαι καθόλου κάθαρμα, όταν σήμερα δε μετανιώνω για τίποτε απ' όλα. Η ανοχή είναι προσών ή κατάρα ταυτόχρονα, και ο καθείς θα πρέπει να έχει τη γνώση για να σπαταλήσει εκεί που πρέπει. Όταν φωνάζω πως καλύτερα είναι να με αφήσεις ήσυχο, εσύ, καλύτερα για όλους, και η ψευδαίσθηση της αγάπης, η μαλακισμένη συναισθηματική ουτοπία δεν αφήνει εσένα, να αποδεσμευτείς από τη μάπα μου και τα κλάματα, τότε εγώ απλά θα ρευτώ παραπάνω και θα κοιμηθώ το βράδυ ξύνοντας το κωλομάγουλο το δεξί με περισσότερο πάθος.
Η όμορφη κατάληξη για μένα πάντως είναι ότι στη συνέχεια, η γυναίκα μου από σταλακτίκες φτιαγμένη, με δέχτηκε πίσω, μίζερο και σακάτη, και μάλιστα με φρόντισε πανέμορφα. Ωραία γυναίκα. Πολύτιμη. Όταν ξαναδεθήκαμε, κάναμε έρωτα με πορτοκαλί φως από πορτοκαλιά λάμπα, γεμάτοι ιδρώτα, λες και αύριο τελείωναν τα πάντα μα δε βιαζόμασταν. Τελείωσα πάνω στο στήθος της και αισθανόμουνα ότι είχα πηδήξει την Κόρη του Αυτοκράτορα, του Θεού του ίδιου, και το επόμενο πρωί θα πέθαινα, μα δε με ένοιαζε, καθώς ξάπλωνα και ένιωθα τα κατσαρά, βαμμένα μαύρα μαλλιά της να μου γαργαλάνε τον αφαλό. Ο Ουροβόρος. Το μηδέν και το άπειρο μαζί.
Ωραίες νυχτιές εκείνες.

Συνέχιζα να αποφεύγω το μπάνιο. Έμπαινα μέσα για να κατουρήσω, να χέσω και να ρίξω νερό στη κούτρα μου. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Περισσότερο από τους ξεραμένους σκατολεκέδες, σα γλυπτά του Duchamp, στη λεκάνη, με ενοχλούσε ο καθρέφτης. Ο καθρέφτης ήταν εχθρός. Ρουφιάνος. Δοσύλογος. Όταν έμπαινα μέσα στο μπάνιο δε τον κοίταζα σχεδόν ποτέ. Ούτε κοιταζόμουνα ιδιαίτερα σε τζαμαρίες καταστημάτων ή παράθυρα ή σε καθρέφτες από σπίτια άλλων. Σκοτίστηκα για τη μούρη μου. Δε με ένοιαζε η μούρη μου. Το δέρμα μου το ένιωθα να φεύγει σα του φιδιού, κάτι που δεν ίσχυε- στη πραγματικότητα, ένιωθα να φεύγει η ψυχή μου, βαριεστημένη απ' το πολυάσχολο τίποτα των υποχρεώσεων. Σιχαμένη από τη καθημερινή αλκοολορουτίνα- τι να σου κάνω, μανάρα μου; Κι εγώ δε σε παρήγγειλα. Μαζί μας ράψανε αόρατα δάχτυλα κάπου, κάπως, κάποτε, μας βαφτίσανε Ηλία, μας πλάσανε στρογγυλούς και μηδαμινούς, έμβρυα από πλαστελίνη, και μας πετάξανε σε ένα από τα Μητροκάλαθα της Θνητότητας.
Ένα βράδυ, μετά από μάζωξη στο σπίτι μου με βαρβάτες καταχρήσεις, ξεχάστηκα και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη. Του έδωσα μια γροθια και τον έκανα θρύψαλα. Βγήκα έξω με ελάχιστα ματωμένο χέρι ((τα παλιά χρόνια της τεστοστερόνης και των 100 κιλών μυών και αντρίλας έκαναν το θαύμα τους εδώ, απροσδόκητα)) και μάζεψα σε μια σακούλα τα απομεινάρια.

-Έη, Ηλία, να τη κρατήσεις τη σακούλα.
-Χμ; Γιατί;
-Πλάκα κάνεις; Είναι και γαμώ τα όπλα.

Δημιουργικότης, ω Μήτηρ της Ουτιδανότητας.
Πουτάνα Καντήλα.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Όνειρα.


Ο ύπνος ήταν απαίσιος απόψε. Προσπαθούσα απ' τις 1 το πρωί να κοιμηθώ μα δε μπορούσε. Ξύπναγα, πεταγόμουν στον ύπνο μου, κοπανιόμουνα σα χταπόδι δηλαδής. Μαλακίες και πουστιές. Ξύπνησα πριν από λίγο, κοιτάω την ώρα ότι ήταν εφτά και είκοσι, και τριπαρισμένος πίστευα ότι κοιμήθηκα μέχρι τις 8 το βράδυ σχεδόν, παίρνοντας τηλέφωνο ένα φίλο, ξυπνώντας τον ξεδιάντροπα.

*Στο όνειρο:*
Όλα ξεκινούν σε ένα πάρκο. Τεράστιο, αχανές. Τίγκα στο σκοτάδι, μα φωτισμένο σε συγκεκριμένα σημεία από αόρατους προβολείς. Ήμουνα με μια θεια και τη γιαγιά μου τη κυρα-Κατίνα σε ένα τραπεζάκι. Μίλαγαν έντονα. Η κυρα-Κατίνα κατέληξε να μονολογεί. Κάτι για τη ξενιτιά και το θάνατο και τον πόλεμο. Είπε χαρακτηριστικά ότι "δεν υπάρχει ζωή, τι νομίζεις, είναι ένα μακρύ ταξίδι στην άκρη της νυχτιάς", σαν άλλος Σελίν. Τσαντίστηκα με τα βαρυσήμαντα που άκουγα και έφυγα με τα πόδια μεχρι την άκρη της νυχτιάς.

Στο σπίτι. Κάποιο σπίτι. Διαμέρισμα. Η μάνα μου ήταν έγγυος. Τούρλα κοιλιά. Έρχεται και μου λέει τρομαγμένη ότι είδε λέει ότι οι γείτονές μας, στο δίπλα διαμέρισμα, έχουν μια σβάστιγκα ζωγραφισμένη στο τοίχο. Λες και άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Αρχίζουν δηλαδή να σκάνε μές το σπίτι, απ' τη μπαλκονόπορτα, η οποία κάπως επικοινωνούσε με τη δικιά τους μπαλκονόπορτα, αρχίζουν να σκάνε ένα μάτσο σκατόφατσες. Ξεδοντιάρηδες ποντικομούρηδες με λειψά χαρακτηριστικά, βρώμικα, λιγδιάρικα μακριά μαλλιά, ενίοτε με ένα μάτι, όλοι ντυμένοι με τα ίδια κωλοκοστούμια. Ζητάγανε συνέχεια μπύρες και ναρκωτικά, μα δεν είχαμε τίποτα, άρα άρχισα να θυμώνω και απαιτούσα να βγουν έξω. Ο αρχηγός τους, σα να λέμε, ήταν ένας κοντός τυπάκος, αμούστακος, με κοντό μαλλί, μικρότερος σε ηλικιά από την αφεντιά μου, που κουβάλαγε σουγιά. Άρχισε να νταβατζηλικώνει άσχημα τους πάντες μας. Ενοχλητικός και τρομακτικός.

Μια σκατόφατσα έρχεται με ένα χασισοτσίγαρο. Πίνει μαζί με μένα και τους γονείς μου. Σε λίγα δεύτερα, κατεβάζοντας τη τελευταία μου τζούρα, το σπίτι έχει γεμίσει γυμνά κορμιά. Ένα ατελείωτο όργιο μαστουρωμένον σωμάτων, για την ακρίβεια. Δε ξέρω τι να κάνω. Δε ξέρω τι να πω. Όλοι χαμουρεύονται. Στο δωμάτιο, ένα κύμμα από νεαρούς τζιφοβόρους χίπηδες και χίπισσες έχει απλωθεί στο κρεβάτι και βογγάει. Γαμιούνται απίστευτα άγρια, μία από κεινες τις τύπισσες με καλεί και μου κλείνει το μάτι. Φεύγω απ' το δωμάτιο, μέσα μια απ' τα ίδια. Ένας λέει "άλλη ελευθερία θέλει το αχλάδι, και άλλη ελευθερία η αχλαδιά".

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 17


Ο Αγγελάκας τραγούδαγε σε ένα ξενοδοχείο
της Μέσης Πολιτείας
υπερχλιδάτο
ψες

Μας έβαλε σε κόπο,
μεθυσμένους, να περπατάμε
τη μισή Μέση Πολιτεία
ασταμάτητα

Εν τέλει μας ξεπλήρωσε
μιας και
ούτως ή άλλως δε θα τον
ακούγαμε

αλλά πήγαμε από πίσω
στα σκοτάδια
στο εξωτερικό μπαρ
με τη πισίνα

δεν ήτανε ψυχή
και ο κύριος 6
έκλεψε
μια σαμπάνια

"χάι κλας" κεφάλι
όμορφο
αποτελεσματικό
και ειλικρινές
γι'αυτό μάλλον τώρα
μου είναι έτοιμο
να εκραγεί.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΦΕΓΓΑΡΙ


Συνέχεια λες
εδώ κι εκεί
σκοτάδι και φως υπέρλαμπρο
Νόμος της Ουσίας
της Ποίησης.

Αρχίδια.
Βότκες
φτηνόμπυρες
από απόγιομα
τότε που ο ήλιος ήταν
δειλό παπάρι
ανάμεσα στα σύννεφα
που τα είχαν χύσει,
Τιτάνες της Ιστορίας μας,
πιο πριν,
για να'ναι άσπρα
κάτασπρα
Αρχίδια
και λοιπόν;
Το στόμα
του κροκόδειλου
απαίσιου, απωθητικά απαίσιου,
να ναι ορθάνοιχτο
και μετά;

"ΚΑΙ ΜΕΤΑ; Ε;"
"ΒΟΥΛΩΤΟ1
ΚΑΙ; ΚΑΙ;"


"Σούπερ σταρς"
πυροτεχνήματα
βαριομάρα
χωριό ισούται με
ΕΘΙΜΑ.
Περήφανος για τα έθιμα.
Μετά;
ΑΡΧΙΔΙΑ.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Συλλογή για πάρτη σας: vol.1!


Μπήκε το καλοκαίρι.
Στα παπάρια μας θα μου πείτε. Ή ίσως όχι. Αναλόγως της σφιγγοκωλαρίασης που μας μαστιγώνει. Και δε θα'χετε και άδικο εδώ που τα λέμε. Καλοκαίρι προς το παρόν για εδώ πάνω = χήνες να γκαρίζουν + μωβομπλε σαπισμένα ούλα + κουφόβραση το πρωί να σε ξυπνάει με χριστοπαναγίες και ντίρλες από ψύχρα το βράδυ να σε ξυπνάνε με χριστοπαναγίες.

Μέσα στο όλο fun του κλίματος, είπα να σας γράψω μια συλλογούλα, που ανέβασα στο mediafire, για να πιείτε 3 μπύρες παραπάνω στην υγειά μου. Τίποτα πρωτότυπο εδώ, απλά ωραία, καυλωτικά rock (ή προσεγγίζοντα τον όρο "rock") κομμάτια σε διάφορες μορφές του συγκεκριμένου ήχου, που προκαλούν στύσεις και εκσπερματώσεις, ύπο τον γενικό τίτλο "Crocodile Boozedications". Volume 1, μιας και έχω(έχουμε) σκοπό να υπάρξει και volume 2. Έτσι για το γαμώτο.

Το link είναι εδώ:
http://www.mediafire.com/?vfmmjwyutzy

Τα κομμάτια, λέτε;

1)ENTOMBED- "TO RIDE, SHOOT STRAIGHT AND SPEAK THE TRUTH"
Δε ξέρω τι πάει να πει "death n' roll", όπως το λένε για τους εν λόγω τύπους, για να περιγράψουν τη μουσική τους. Ξέρω όμως ότι το εν λόγω κομμάτι είναι βαρβάτο, αντρίκιο και βαράει στο ψαχνό. Με groove που σκοτώνει. Rock n' roll τα λέω γω κάτι τέτοια.

2)CLUTCH- "MOTHERLESS CHILD"
Μπαντάρα, ιδρώτας και αντρίλα και μαγκιά. Απ' το τελευταίο, ατόφιο ροκενρόλ δίσκο τους. Τίγκα μαγκιά όμως.

3)MOTORHEAD- "LOVE ME LIKE A REPTILE"
Είναι Motorhead --> άρα δε μιλάμε πλέον για μουσική μα για αντιληπτικό κώδικα στη ζωή την ίδια --> άρα η επαφή με τέτοιες μπάντες δε προσεγγίζει πλέον το "ακούω" μα το "νιώθω και προσπαθώ να καταλάβω" --> άρα, ξέρω γω. Ακούτε το. Όλοι μας. Και όσοι έχουμε βαρεθεί να το ακούμε. Να το ξανακούσουμε. Ξανά και ξανά.

4)LUNGFISH - "JONAH"
Τα χουμε ξαναπεί για δαύτους.

5)ROKY ERICKSON- "TWO HEADED DOG (RED TEMPLE PRAYER)"
Όταν η παράνοια συναντά τη ταλεντάρα, όταν το κάψιμο απ' το LSD συναντά την θρασύτατη, ειλικρινέστατη rock τραγουδοποιία, τέτοια διαμάντια βγαίνουν. Άσε που παίζει ο τύπος όντως να βλεπε δικέφαλα σκυλιά μπρος του τότε. Γι'αυτό και τόσο πάθος.

6)TROUBLE- "COME TOUCH THE SKY"
Απ' τους δίσκους που ξεφτιλίζουν τον όρο "stoner" με ευκολία. Περισσότερο rock και από 56,878 μιμητές των Kyuss.

7)ORANGE GOBLIN- "THE ALE HOUSE BRAVES"
Αν υπάρχει "stoner", τότε για δαύτους πρέπει να βγει μουσικός ορισμός φάσης "alcoholer". Βαρέλια και ρέγουλα που εξαφανίζονται στο ηλιοβασίλεμα ντροπιασμένα από τη μηδαμινή ουσία της ίδιας τους της ύπαρξης.

8)SPICE AND THE RJ BAND- "NO ONE TOLD ME"
Όταν μια ΦΩΝΑΡΑ αποφασίζει να ανοιχτεί ακόμα περισσότερο, μουσικά φτιάχνει ευκολομνημόνευτα, μα απίστευτα κολληματικά και δουλεμένα μαγκιόρικα, χυδαία κομμάτια, και στιχουργικά στα λέει χύμα, απλά και κατανοητά. Είμαστε δω και γουστάρουμε όλοι. I was searching for a drug, for me.

9)DANIEL HIGGS- "ALL CHERISHED THINGS"
Αν δε το ξέρατε, τον μάθατε από δω μέσα. Στα solo του ταξιδεύει σε παράλληλα σύμπαντα, κει που μαστουρωμένοι ασκητές ξεκωλιάζουν το σιτάρ παρέα με φαφούτηδες μπαντζογρατζουνιστές, και όλοι μαζί σιγοντάρονται από μια σέκτα τροβαδούρων της Αποκάλυψης που ψέλνουν άτσαλα, άναρχα, σουρεάλ στιχάκια για την μη-ύπαρξη και τις κινητήριες δυνάμεις της δήθεν πραγματικότητας. Ακούγεται κλισέ, μα ναι: Τέτοιες μουσικές τις θες για να τριπάρεις.

10)OMAR SOYLEYMAN- "LEH JANI"
Έκπληξη!
(και γαμάει)

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 16


Οι προσκυνητές μαζεύτηκαν και ετοιμάζονται για μαζική αναχώρηση. Περπατώντας τα κορφοβούνια ντυμμένοι σαν γιατροί τη περίοδο της πανούκλας. Τρομακτικό θέαμα. Υπερτροφικά, κατάμαυρα πουλιά, ανθρωπόμορφα, σιωπηλά και βλοσυρά. Που, παρεμπιπτόντως, δε πιστεύουν σε κάποιο θεό. Προσκυνάνε απλά για να προσκυνήσουν, και γι'αυτό το λόγο οι κάτοικοι της Μέσης Πολιτείας τους θεωρούν άγιους και ανθρώπους χρήζοντες σεβασμού, γενικότερα. Ο κύριος 4 τους σκιάζεται σα θέαμα, μη μπορώντας να βρει κάτι αγνό πάνω τους. Ή ίσως επειδή θεωρούνται παράδειγμα αγνότητας από όλους εκτός από αυτόν.

Το μπάνιο του κυρίου 1 έχει γεμίσει μυρμήγκια. Το μεσημέρι, κάποια συγκεκριμένη ώρα, κλάνουν όλα μαζί, και σε συνδιασμό με τη κουφόβραση, λένε πως βρωμάει απίστευτα. Τα μυρμήγκια της Μέσης Πολιτείας είναι τριχωτά και τεμπέλικα. Λιονταρομέρμηγκες. Σέρνικα-θηλυκά όμως. Σκαρφαλώνουν στη μπανιέρα βαριεστημένα και μένουν εκεί μέχρι να πεθάνουν της πείνας.

Ο κύριος 3 καθόταν και έκανε κυκλάκια με το καπνό και το σάπιο του δόντι είχε μισοπεταχτεί όξω, πονώντας πλέον αφόρητα και απαγορεύοντάς του να φάει οτιδήποτε για το υπόλοιπο της μέρας. Ο κύριος 1 ξεπάγωνε γρανίτα μοσχαράκι από τη κατάψυξη και την έλιωνε σε κατσαρόλα με ζεστό νερό, καπνίζοντας επίσης αρειμανίως. Τα κυκλάκια του ενός ενώνονταν με τα συννεφάκια του άλλου και καμώνονταν ότι δήθεν φτιάχνανε το σύμπαν απ' το μηδέν, ξανά, σε συνθήκες δωματίου πάντα. Προς το παρόν ήταν στη φάση που άνοιγαν το τίποτα, το χάος, και προσπαθούσαν να το στραγγίσουν, φτιάχνοντας χώρο, συγκεκριμενοποιώντας το. Στυ συνέχεια θα πέταγαν ένα κομμάτι αγγούρι και μια ντομάτα σχισμένη στη μέση, μέσα στη καπνίλα του πάγκου της κουζίνας, και θα δίνανε τα χέρια περήφανα, όντας έχοντας φτιάξει τους πρωτόπλαστους. Αποφάσισαν να πάρουν ρεπό από τη πρώτη μέρα κιόλας της Δημιουργίας, αποφεύγοντας να βιαστούν για να κάνουν τα ίδια λάθη με τον πρώτο μάστορα που είχε αναλάβει το ίδιο έργο πριν αιώνες ολόκληρους ((φιλότιμο παιδί, μα άπειρο, δεν είχε ψηθεί ακόμα για τέτοιου βεληνεκές εργασίες)). Ο κύριος 5 προσπαθούσε να βρει δημιουργικό τρόπο για να περάσει η υπόλοιπη μέρα, παίρνοντας τηλέφωνο γνωστούς κι αγνώστους, αναζητώντας καθόλου χάχα. Ήταν εκπληκτική η αφοσίωσή του στο θέμα.

Έλιωσαν και τα τελευταία φρούτα στα ξύλινα τραπέζια μας, οι μπανάνες γίνανε πολτός, και απέξω οι χήνες να ακούγονται από μακριά, απ' το ποτάμι, να γκαρίζουν θρασύτατα, η μία στην άλλη, για όσην ώρα μπορούσε να αντέξει ανθρώπινο αυτί πριν του σπάσει το τύμπανο. Πείνα και πόνοι που θα λειτουργούσαν σα το καλύτερο δυνατό μάθημα, αν υπήρχε η διάθεση για πνευματικές αθλοπαιδείες, εκείνη τη περίοδο. Κανένας όμως δε πήδηξε βίαια την αλήθεια παραπάνω απ' όσο έπρεπε, ποτέ. Άντε βγάλε άκρη με τις ψευτοευλογίες, στην αρχή της κάθε βδομάδας. "Ίσως θα'πρεπε και μεις να ντυθούμε σα γιγάντια πουλερικά και να πάμε ινκόγκνιτο με κείνους τους προσκυνητές, να δούμε τι σκατά κάνουν πάνω στους χωματόδρομους, μόνοι τους". Κανένας δεν χασκογέλασε καν. "Τι κάνουν; Να σου πω εγώ. Πηδάει ο ένας τον άλλο. Αυτό κάνουν. Ούτε προσκυνάνε τη γη, ούτε τίποτα. Περπατάνε με τις ώρες, σε βαθμό λιποθυμίας απ' τη ζέστα, για να πηδηχτούν". Οι μπανάνες έλιωναν ακόμα. "Δε το πιστεύω ιδιαίτερα. Πολύ ρηχό". "Ναι αλλά έχει βάση". Το δόντι και οι πνεύμονες πόναγαν ακόμα. "Στρίψε μου ένα τσιγάρο σε παρακαλώ. Αισθάνομαι άσχημα". Τα μυρμήγκια κλάνανε ακόμα. "Δεν είσαι άσχημα. Τεμπέλης είσαι". Τα κυκλάκια ανεβαίναν στο ταβάνι και τα κατασπάραζε η λάμπα.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 15


Ακόμα κουνιέται το δόντι
που έχει σαπίσει με το καιρό, τις βότκες
και με βοηθάει να σπάω τη μονοτονία
διαλύεται η ψευδαίσθηση του εγώ
μέσω της γιγάντωσής της
και τι να κάνεις;

Διαφορετικά, πεντακόσιες χιλιάδες χρώματα απόψε
από εδώ, εκεί
η προσωπική κληρονομιά
το άλλοθι,
το μηδέν,
η έναρξη που δεν
έχει λήξη.

Παραπατώντας,
όπως άλλοτε
και όπως πάντα,
χείλια βαμμένα γυναικεία
άδεια σφηνακοπότηρα
το αντίστοιχο της υπευθυνότητας
με περίσσια χρώματα
πόσα έχετε αντιληφθεί,
μικροί, ταπεινοί λέμουροι
όπως και μεις;

Ένα μαξιλάρι
μια στιγμή,
έστω,
λίγες παραπάνω
στιγμές,
εδώ είμεθα
και αναμένουμε
κλεισμένοι στα σπάργανα της φωλιάς
από χόρτα και άχυρα,
να μας ταϊσεις,
ω,
Μάνα της Έμπνευσης
που μας έχεις
εγκαταλείψει
τόσο καιρό
μα τόσο καιρό.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 14


Μια σειρά από εικόνες
μεταξύ άβολων καταστάσεων και
καμμένων τοστ μουχλιασμένου τυριού
με εικόνες να καταπίνουν πετριές
να κυμματίζουν
μπρος στη μάπα, τη ταλαίπωρη μάπα,
ένα δεύτερο είναι τέσσερα δεύτερα και
μισή ζωή ακόμα σε άλλο χωροχρόνο,
χωρίζεται η πόλη στα δύο
στα νότια το χάος
τα φώτα η Βαβυλώνα τα Σόδωμα και Γόμμορα και Ζεραϊμ
και το αυτοαναφλεγόμενο απόλυτο ()
ενώ βόρεια η έρημος
ο αγέρης σιωπηλός
μέσα στη τσιμεντίλα
που ήταν λες και
άνοιγε τα χέρια της
να μας αφήσει να μπούμε
μέσα της
στη ζέστα του στήθους της
απέναντι από το εξαίσιο
μα τόσο περίεργα ελεγχόμενο
συναίσθημα του ότι
εκμηδένισες και την τελευταία
περίπτωση για να
ηρεμήσεις λίγο παραπάνω
απ' το προβλεπόμενο
απόψε μα τι να γίνει
η νυχτιά μένει το ίδιο
ανούσια και αγάμητη
και με ξεραμένες ρώγες να κρέμονται
από ζαρωμένα βυζιά
το τρίτο πρόσωπο της Θεάς
η Μέγαιρα, η ώρα να σηκώσεις τα μανίκια
να φας τα σκατά και να
δυναμώσεις για το αύριο.

Ίδια λαμόγια
σκέψης και ενστίκτου
να σηκώνουν εικόνες
από βρέφη να
έλκονται από τον ίδιο τους
τον ομφάλιο λώρο
μέχρι να φτάσουν στο επίπεδο
της λάσπης
και να μηδενιστούν κι αυτά
στο ενδιάμεσο της
πράξης και του
παντελώς τίποτα
όπως και χτες
έτσι και αύριο
σαφώς.

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Νεκροί ταύροι.


*1*
-Απόψε είναι η νύχτα των 7 σκυλιών.
-Αχά.
-Αλυχτούν το ένα μετά το άλλο και μετά λαμβάνουν ρόλους.
-Ρόλους.
-Το ένα είναι το φεγγάρι. Κλαίει για τις αμαρτίες σου και μετά σε συνοδεύει σε χωράφια νεκρά.
-Χαρωπός φίλος.
-Το άλλο είναι ο ήλιος. Σε παινεύει και μετά σε χαμηλώνει στο έδαφος σα σκουλήκι.
-Αρχίδι.
-Το τρίτο σκυλί είναι ο Γκανέσα. Αφαιρεί τα εμπόδια.
-Τον θέλω τον τύπο.
-Πάρε τζούρα.
-Αχμφφφ, χμφφ, συνέχισε.
-Το τέταρτο είναι κόκκαλα και λάσπη. Ό,τι έφτιαξε κάποτε τον Tezcatlipoca και ακόμα βολοδέρνει στο μηδέν, και σου στραγγίζει τα ζουμιά του σώματος...
-Πφφφχμμφφ, θα μεθύσει...
-Το πέμπτο σκυλί, οι ιδέες. Τεράστιοι διάδρομοι με κλειδαμπαρωμένα συρτάρια, μερικά εκ των οποίων ανοίγουν βίαια κάθε δεύτερο, φτύνοντας χαρτιά, χαρτούρα, ιδιοκτησία των αιώνιων Λογιστών του Σύμπαντος...
-Βαρετό...βαρετό, βαρετό. Όλοι οι λογιστές είναι οι ίδιοι.
-Ναι.
-Πάρε τζούρα.
-Χμφφφ...
-Συνέχισε.
-Το...το έκτο... το έκτο είναι η Άτις. Οργή, μανία. Αυτοκαταστροφή. Καθισμένη πάνω στη φοινικιά...
-Αστεία θα'ναι η καριόλα.
-Το...το έβδομο σκυλί...
-Ναι, ναι. Συνέχισε.
-Το έβδομο σκυλί δεν είναι.
-Χμφ;
-Αυτό.
-Τι αυτό;
-Αυτό. Πάρε τζούρα.
-Να σου πω. Όχι. Δε θέλω τζούρα. Κάτσε ρε! Καθόμαστε στη θάλασσα το βράδυ και μου λες ένα μάτσο μαλακίες...ένα μάτσο μαλακίες για σκυλιά και συμβολισμούς! Μαστουρώνουμε, μαλακιζόμαστε...και μετά τι;
-Τι;
-Στο τέλος δε λες τίποτα! Τι είναι το τελευταίο σκυλί;! Τι σημαίνει;! Δε με νοιάζει, μα...μα...πρέπει να μου πεις! Να κλείσει η ιστορία!
-Αχά...πφφφφχχχχχφφφ...
-Σταμάτα! Αρκετά! Πες μου τι είναι το τελευταίο σκυλί! Τι σκατά συμβολίζει;!
-Κοίτα λίγο δω.
-Πού;
-Εδώ.
-Στο νερό; Στη θάλασσα;
-Στο καθρέφτη.
-....
-Βρωμόσκυλα. Αυτό.
-Μεγάλη απογοήτευση η ιστορία.
-Κι όμως. Κάθε τι που θέλει να μαγεύεται από φολκλόρ, μυθολογίες, θρησκείες, μυστικισμούς και συμβολισμούς, δε πρέπει να ξεχνάει αυτό:...
-"Ότι είναι βρωμόσκυλος". Να'σαι καλά. Κερνάω βότκες.
-Μα ναι. Μα ναι.

*2*
-Κοίτα τη λασπούρα ευθεία μπρος.
-Ναι. Κόκκινη και καφετιά. Μαζί με τη βροχή.
-Πάρε μια χούφτα και κάντηνα ανθρωπάριο.
-Μπα;
-Ανθρωπάριο.
-Ξέρω τι πας να κάνεις. Αλλά αν είναι να κάνω ζημιά σε άνθρωπο, πρέπει να έχω και κάποιο στοιχείο του σώματός του.
-Δε θα κάνεις ζημιά σε κανένα. Μαλακίες είναι αυτές.
-Και τότε ποιος ο σκοπός;
-Απλά πάρε λασπούρα και φτιάξε ανθρωπάρια.
-Ορίστε. Χμφ. Πάρε μια γουλιά.
-Δε θέλω.
-Ωραία. Να. Ένα ανθρωπάριο.
-Παραμορφωμένο είναι.
-Ναι. Μάτια δε χρειάζεται, παρά μόνο τρύπες εντόμου. Στόμα, μια τρούπα. Μύτη; Μπα. Δυο τρύπες. Αυτιά; Ούτε καν.
-Φτιάξε άλλα δύο.
-Αμέ.
-Έτοιμα;
-Ναι, ναι.
-Βάλτα μαζί.
-Χμφ...γαμιούνται;
-Παρατήρησε.
-Γαμιούνται.
-Ναι,ναι.
-Μα, γαμιούνται!
-Τι άλλο;
-Τίποτα! Γαμιούνται!
-Ναι, και...;
-Τι "και"; Πετάει το ένα τα μάτια στο άλλο! Και δεν τους έφτιαξα καν γεννητικά όργανα!
-Τι άλλο; Τι άλλο;
-Τίποτε άλλο! Γαμιούνται! Αυτό! Φινίτο! Αυτό!
-Τώρα τι κάνουν;
-Μα...; Τώρα δεν υπάρχουν ανθρωπάρια από λάσπη!
-Ενώθηκαν όλα μαζί σε βίαιη παρτούζα.
-Ναι...και...χμφ; Έφτιαξαν κάτι σαν...σαν σαρανταποδαρούσα;
-Κάμπια.
-Τρώει το ένα το άλλο.
-Εσύ τι είσαι;
-Λάσπη;
-Και κάμπια, ίσως;
-Και τρώω; Τρώω τα πάντα; Είναι δίκαιο αυτό;
-Τι ρωτάς;
-Ρωτάω...δηλαδή...ποτέ δεν έτρωγα κανέναν. Απλά κοίταζα τη δουλειά μου. Έπινα, έγραφα, ζωγράφιζα, δούλευα. Δεν έφαγα κανέναν.
-Κοίτα τη κάμπια. Τη σαρανταποδαρούσα, αν θες.
-Ναι, η αλήθεια είναι ότι δε κατανοείς τι είναι μεμιάς...
-Κοίτα και τα αστέρια.
-Ναι. Και;
-"Όπως ψηλά, έτσι και χαμηλά". Αυτό λέγανε.
-Δηλαδή;
-Το σύμπαν τρώει τα μηδενικά ψηφία του χώρου όπως και η κάμπια τη λάσπη. Ή καλύτερα, το φύλλο του φυτού. Εσύ γιατί να κάνεις αλλιώς;
-Διότι σκέφτομαι.
-Και το γεγονός της σκέψης αρκεί;
-Ίσως όχι, μα έχω και συνείδηση.
-Ποιος στην επέβαλλε;
-Κανένας, εγώ την έφτιαξα.
-Από τι;
-Από εμπειρίες και καρφιά και μνήμες.
-Και αυτές ποιος στις έβαλε στη κούτρα;
-Η ζωή. Τα πρόσωπα. Οι καταστάσεις.
-Η ζωή είναι χρόνος. Ο χρόνος είναι σπείρα χρυσή και συνέχεια κάνει την ίδια κυκλική κίνηση μέχρι να εξολοθρευτεί από μόνος του, και έρθει το τέλος. Τα πρόσωπα είναι αντανακλάσεις του χτες, του σήμερα και του αύριο. Αλληλεπιδρούν με σένα μέχρι να έρθει το τέλος της ωρίμανσης των αισθήσεων. Οι καταστάσεις είναι τα μπασταρδοπαίδια της στιγμής. Επιλογές, τυχαία αποτελέσματα, μέχρι να σβήσουν στο σκότος της απόλυτης έννοιας της ελεύθερης βούλησης, στο τέλος. Άρα τι μένει;
-Το τέλος;
-Φέρε μου μια γουλιά.
-Πάρτη. Και πάμε σπίτι. Νύσταξα.

*3*
-Πάντα θα σ'αγαπάω.
-Μεγάλα λόγια.
-Είναι μεγάλα επειδή τα εννοώ.
-Εννοείς τι;
-Ότι σ'αγαπάω, τι ερώτηση είναι αυτή;
-Ερώτηση περιστάσεως.
-Διασκεδάζεις να με τρομάζεις. Και ενίοτε να με θυμώνεις.
-Τι είναι η ζωή χωρίς αλατοπίπερο;
-Να μου λείπει αυτό το αλατοπίπερο. Είναι ανούσιο.
-Για σένα.
-Για όλους με μυαλό που λειτουργεί καλά.
-Δείξε μου ένα, να σου δώσω ό,τι θες.
-Αρκετά. Απλά πες μου ότι μ'αγαπάς.
-Μα, σ'αγαπάω, είμαι σίγουρος γι'αυτό. Σ'αγάπαγα και πριν σε γνωρίσω. Σ'αγάπαγα και στην Βαβυλώνα, στη Μεσοποταμεία, στον Τίγρη και Ευφράτη.
-Τότε δεν είμασταν καν ιδέα.
-Είμασταν ιδέα στο μυαλό άλλων.
-Μαλακίες. Το ίδιο τσιμέντο θα κοιτάμε και το ίδιο πράσινο. Και αύριο. Και μεθαύριο.
-Αντιμεθαύριο θα'ναι το μαύρο και το ασημί.
-Ο Πικάσσο στα 16 είχε μάθει όλα όσα μπορούσε να μάθει. Ήταν άρχοντας.
-Μη ξύνεις πληγές. Το δεχτήκαμε όλοι αυτό, στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας, πλέον.
-Ο Πικάσσο είναι ο Ιησούς.
-Ο Ιησούς ήταν ο Πάνας, έλεγε ο Γκιμπράν.
-Ωραίος ο Γκιμπράν. Υπέροχος. Αισιόδοξος.
-Ναι. Ωραίος.
-Εσύ είσαι απαισιόδοξος. Με μαυρίζεις.
-Γι'αυτό με γουστάρεις τόσα χρόνια.
-Κάνεις λάθος.
-Όταν ένας έχει τατουάζ στο κώλο το σήμα της αιωνιότητας, τι έχει σημασία να γνωρίζει;
-Την έννοιά του; Του τατουάζ;
-Έχει σημασία να γνωρίζει τον κώλο του. Και την κωλοτρυπίδα του. Να κάνει ειρήνη μαζί της. Ειδάλλως είναι μαλάκας.
-Να σου πω. Κουράστηκα. Με κούρασες όπως πάντα. Θέλω να ξαπλώσω πάνω σου. Γυμνή.
-Ελεύθερα.
-Και εδώ που είμαι...
-Ναι;
-Εδώ που έχω το κεφάλι μου, ακούω τη καρδιά σου.
-Ναι ε;
-Ναι. Και είναι μεγάλη, κόκκινη και χτυπάει άναρχα. Και μιλάει.
-Και τι λέει;
-Λέει ότι μ'αγαπάς πολύ.
-Μωρό μου;
-Ναι;
-Το κεφάλι σου.
-Ναι;
-Το χεις στα δεξιά του στήθους μου.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Αυτή η εποχή είν' ερωμένη μας.

Απόψε η χαραυγή μοιάζε με εποχή ολόκληρη
ντυμένη με τα νυφικά της
παραπονιέται συνέχεια που πατάει καθ'όλη τη διαδρομή
προς το Ναό
σκυλόσκατα, λιωμένα μούσμουλα και χλέπες.
Τυφλή, μουγγή, με δέρμα από την άμμο
και μουνί από αρουραίους.

Χειρονομίες προς αυτήν ήταν έξοδοι, έξοδοι ανάγκης,
τραγούδια από στάχτες και η γενειάδα του παλιού μας του αυτοκράτορα,
να λούζει τη πλάση όλη και να φτιάνει
λιμνούλες με αλιγάτορες και
βρέφη που όταν κλαψουρίζουνε
φτύνουν απ' τα μάτια διαμάντια.

Η βότκα τελείωσε,
ο καπνός πύκνωσε και το δωμάτιο γέμισε
από μορφές ανήλικων που χάνονταν με τον αέρα διαλύονταν
να πιπιλίζουν σεξουαλικά τα χείλια τους στο τίποτα
ζητώντας σχεδόν φασιστικά να το παίξω κύκνος
και να τρυπήσω με τα δόντια μου το ίδιο μου το στέρνο
για να τα θρέψω με το αίμα
και τον ιδρώτα μου.