Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ξημέρωμα με βότκα 1


Ήταν εκείνη η περίοδος που ένιωθα γαμάτος μέσα στη μηδενική ανοχή της καθημερινότητας. Κάθε μέρα και μια ανακάλυψη- μια ανακάλυψη για το πόσο μπορείς να στρετσάρεις τις αντοχές και τις ανοχές. Κυρίως των θηλαστικών που σε συντροφεύουν, με τίτλους τιμής όπως "φίλοι" και "αδέρφια". Ενίοτε και με ψιλοφλερταρίσματα υπερκοινωνικότητας, εξωγήινης προς εσένα ανέκαθεν μα ωθούμενης από αρκετές σταγόνες ασημένιες παραπάνω, φλερταρίσματα λόγου που κατέληγαν σε βατερλώ επικοινωνιακά.

Ήμουνα μια γελάδα βρωμιάρα σε ένα σταύλο τσιμεντούπολης. Σχεδόν ένιωθα πάλι πιτσιρικάς, λες και ακόμα τριγύρνα σε κείνη τη μουνότρυπα που αποκαλούσαμε τότε οικογενειακώς σπίτι, καπελωμένη από ένα μάτσο άρρωστα, χαρακωμένα κτήρια με ραμμένα στόματα, χωμένα όλα αυτά στην κοιλιά της πιο σιχαμένης γειτονιάς που γνώρισα ως τώρα. Μείον την ακαταστασία. Ω ναι, τότε, μιας και οι γονείς μου δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τη χαρά του να έχεις οικονομική άνεση, άρα να'σαι χουβαρντάς δράσεων, το ριχναν όλη μέρα στη καθαριότητα. Στις αντιδράσεις. Οι οποίες και σε κάνουν να ξεχνιέσαι. Όχι, το διαμερισματάκι μου ήταν βρώμικο, πολύ βρώμικο. Ανιοδιοτελώς βρώμικο, θα έλεγε κανείς. Μου χάριζε την άνεσή μου, μέσα στη μπίχλα και την ακαταστασία, και γω του πρόσθετα, λιθαράκι, λιθαράκι, και από ένα ακόμα κομμάτι για το Ζιγκουράτ της Παρακμής που χτιζόταν εκεί μέσα. Καρέκλες αναποδογυρισμένες και πεταμένες μέχρι να τις μαζέψει κάποιος για να κάτσει, βουνά από χαρτούρα, μπουκάλια άδεια, κουτάκια μπύρας, πεταμένα βιβλία σε λεγεώνες σχεδόν παραταγμένα, ρούχα. Πολλά ρούχα. Ένιωθα ζεστασιά βλέποντάς τα να σχηματίζουν λιμνούλες από μπαμπάκι και πολυεστέρα στο κάθε πιθανό σημείο, ανεξάρτητα από τον ιδρώτα μου και τη βρωμιά της τρίχας μου. Ήταν ΕΛΕΥΘΕΡΑ!
Απέφευγα επίσης να μπαίνω στο μπάνιο μου. Πολλές κοιλίδες από σκατά παντού, κωλόχαρτα έκαναν ταπετσαρία στο τοίχο, το κατουρλιό είχε σχηματίσει μια φρέσκια, χρυσαφιά κρούστα στη λεκάνη. Αστειευόμενοι, λέγαμε με τους συνάδελφους εις την καθημερινότητα ότι αν κοιτάξεις έντονα στη κρούστα, και μετά στο νερό, στο πάτο της λεκάνης, βλέπεις σεραφείμ να σου χαμογελάνε και να σου κλείνουν το μάτι. Η Βρωμιά είχε έρθει στο επίπεδο του Αμήν και του Ινσαλάχ και πάλι.
"Αν θέλει ο Θεός".
Σωθήκαμε.

Κάθε μέρα, κατέβαζα ένα με δύο μπουκάλια βότκα, σκέτη. Δε θυμάμαι πώς και γιατί ξεκίνησε το βίτσιο αυτό το ρωσόλαγνο. Διάολε, η μόνη σχέση που χα με τη Ρωσία είναι μια μπλούζα κοντομάνικη που μου χαν δώσει στο λύκειο, της ΚΝΕ, που γραφε "Αλληλεγγύη στη σοσιαλιστική Κούβα" ((κουσούρι από το μανιφέστο του Μαρξ , τα χρόνια που ακολούθησαν, δε, μεθυσμένος, σχημάτισα ένα μακρουλοκανιάρικο "ν" εκεί που είχε το σήμα της ΚΝΕ και συμπλήρωσα "ΚΝΙΚΕ" εις την αγγλιστίν, ταυτόχρονα επέμεινα να γράψω τη λέξη "σκατά" πάνω από την αλληλεγγύη μπλαμπλαμπλα)). Θα' πρεπε να μουνα Κοζάκος στη προηγούμενη ζωή μου. Να έπαιζα αυτό το παιχνίδι με τα σφηνακοπότηρα, να μαστίγωνα τους πάντες που δε θα πίνανε σκέτη τη βότκα τους και μετά να γύριζα σπίτι, να σφαλιάρωνα τη γυναίκα μου και να τάιζα το γεράκι μου. Ωραία ζωή. Χλιδάτη.
Σιχαινόμουνα όμως με όλο μου το είναι τη λέξη "παρακμή" και περισσότερο απ' όλα, όταν αυτή η λέξη, στα λάθος, αμύητα στόματα, ηχούσε σαν "ντεκαντάνς". "Ντεκαντάνς", άνθρωπε του 2000φεύγα, ιδού το κατόρθωμά σου. Πήρες τη σκατίλα και την έκανες μετροσέξουαλ. Ξύρισες τα αρχίδια του Γηρυώνη. Δεν ήταν παρακμή. Είχα κλείσει σχεδόν τον τρίτο μήνα της καθημερινής κατάχρησης βότκας. Οι λίγοι φίλοι οι αδερφικοί, μου φωνάζανε για το ότι έχουν να μου μιλήσουν σα να μαστε άνθρωποι, ξεμέθυστο δηλαδή, πολύ καιρό τώρα. Κάθε μέρα, τα πρωινά, όπως είναι φυσικό, πόναγα απίστευτα, μερικά βράδια δε, είμαι σίγουρος ότι χεζόμουνα απ' το φόβο μου, απ το σκοτάδι και το τίποτα σε συνδιασμό με τον αφόρητο πόνο σε όλο το σώμα, πολύ περισσότερο απ' ό,τι μπορώ να θυμηθώ τώρα. Μα ήμουν καλά. Πολύ καλά, για την ακρίβεια, ευχαριστώ πολύ! Πέρναγα τις μέρες μου θαυμάσια. Δε σκεφτόμουν. Βαριά λέξη. Μερακλίδικη. Μα είναι αλήθεια. Ήμουν ευτυχισμένος που μπορούσα να κρατήσω το πρόγραμμά μου με τη σχολή μου σε μια σειρά. Κάθε πρωί ήμουν στην ώρα μου για να παράγω Τέχνη! Αυτή τη πουτάνα, ναι. Δεν έδωσα αφορμή σε κανένα για την απόδοσή μου, μόνο για την εμφάνισή μου, η οποία σταδιακά γινόταν όλο και χειρότερη. Βαριόμουν ακόμα και να ζητήσω να με κουρέψουν οι φίλοι με την ψιλή, όπως γινόταν ανέκαθεν, και αυτοί από τη μεριά τους, φυσιολογικότατα, δε μπαίναν στο κόπο να πάρουν τη πρωτοβουλία να με ξυρίσουν, με αποτέλεσμα να αφήσω ένα σεβαστό ποσό τρούχας στη κεφαλή μου, και ένα μεγάλο πάκο από μούσια στο υπόλοιπο πρόσωπο. Το ξυρισμένο κεφάλι δε θέλει ευθύνες, απλά βαζελίνα για να λάμπει στο φως του ηλιάτορα του παντο-παντοκράτορα. Άπλυτα όλα. Απέφευγα το σαπούνι και το νερό με πάθος. Χάσιμο χρόνου, όταν θα μπορούσες να πιεις λίγο παραπάνω. Το ίδιο και με το οτιδήποτε είχε σχέση με καθαριότητα, ακόμα και τις μπατονέτες και την οδοντόβουρτσα. Φορούσα τα ίδια ρούχα ξανά και ξανά, ένα τζην που είχε μουλιάσει απ' τον ιδρώτα των παπαριών μου, ένα μακρυμάνικο σκούρο μπλε με πράσινα μανίκια, ζαρωμένο και καταποντημένο, ή εναλλάξ μια άσπρη μακρυμάνικη μπλούζα που θαρρώ, κάποτε, δίχως τους λεκέδες από λάδια και αλκοόλ, έμοιαζε σαγηνευτικότατη, τα ίδια παπούτσια που μου μόλυναν τις άκρες των δαχτύλων. Άλλαζα μόνο μποξεράκια. Ο κώλος μου ήταν πολύτιμος όσο τίποτε άλλο. Πολλοί θα συμφωνήσουν μαζί μου. Το ξέρω.

Ήταν όλα υπέροχα. Η μέρα μου σταμάταγε νωρίς το απόγιομα, μα το χειμώνα στα βουνά, ήδη από της 19:00, ήταν τίγκα σκοτάδι, τη χειμωνιά. Υπέροχες συνθήκες για ασκητισμό. Είχα ήδη σταματήσει να τρώω ιδιαίτερα, όχι λόγω έλλειψης λεφτών. Ήμουν αρκετά τυχερός ώστε, σπουδάζοντας, να έχω ένα ποσό, ούτε αρκετό αλλά ούτε και ελαχιστότατο, ώστε να τα βγάζω πέρα, προσφορά του πατέρα μου, που αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψω τη σχολή για να δουλεύω μέρα νύχτα για να ρεφάρω. Άλλωστε, αυτό το έκανα όποτε έπιανα δουλειές του ποδαριού, και συνήθως κακοπληρωμένες, σκυλίσιες. Ο πατέρας μου μού έμαθε να προσπαθώ και να ιδρώνω. Ωραίος άνθρωπος. Συζητίσιμος όπου πρέπει, αλλά πουθενά αλλού. Περισσότερο έκοβα απ' το φαγητό, για να αγοράζω περισσότερο αλκοόλ. Είχα μάλιστα υιοθετήσει για ένα διάστημα μια δίαιτα με ποπκόρν και βότκα. Έλιωνε το ποπκόρν στο στομάχι και χόρταινες. Ταυτόχρονα, ήμουν ευλογημένος με άτομα που νοιάζονταν ο ένας για τον άλλο ((κι εγώ γι'αυτούς και αυτοί για μένα)), οπότε ήμουν συχνά πυκνά καλεσμένος σε κάποιο τραπέζι ή έστω, συνάθροιση-μικρογραφία ταπεινή λουκούλειου γεύματος με φαγητό από σουβλατζίδικα.
Το πρωί ξύπναγα νωρίς. Δεν είχα πονοκέφαλο. Δε ξέρω γιατί. Αλλά δεν είχα πονοκέφαλο σχεδόν ποτέ. Πολλές φορές, πάντως, ξύπναγα μεθυσμένος. Σε τέτοιες καταστάσεις, απ' την άλλη, χάνεις ολόκληρες μέρες και νύχτες απ' το κενό, την αμνησία. "Τι έκανα"; "Τι είπα και σε ποιον"; Δε μάθαινες ποτέ. Σε ιντριγκάρει ως ένα σημείο. Μα ναι.
Κατηφόριζα προς τη σχολή, άναβα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και αν είχε μείνει κάποια μπύρα από το χτεσινό βράδυ, αν είχα αγοράσει μπύρα, την έπινα σπίτι πριν κλείσω τη πόρτα. Έκανα ό,τι ήταν να κάνω στη σχολή, δίχως γκρίνιες ή ιστορίες. Παρήγαγα το ω-μα-τόσο-βαρυσήμαντο έργο μου και την έκανα. Έφτανε μεσημέρι, άραζα λίγο με μερικά πολύ όμορφα, ανεπανάληπτα άτομα, και στη συνέχεια αγόραζα το αλκοόλ μου. Άρχισα να πίνω ακούγοντας μουσική. Αντρίκια, μουστακέικη rock' n roll. Ω ναι. Μόνο αυτό ήθελα. Διάβαζα κείμενα, από βιβλία ή το ιντερνέ, έπινα κι άλλο, άρχιζα δειλά δειλά να πληκτρολογώ το ω-μα-τόσο-βαρυσήμαντο έργο μου. Ένιωθα ολοκληρωμένος, ζεστός και μουδιασμένος υπέροχα. Δεν είχα ανάγκη κανέναν και τίποτα. Ραμσής Β' ο "Μεγάλος". Τι να έκλανε μπρος μου κι αυτός; Κοίταγα τη νύχτα απ' το παράθυρο, με τον ελάχιστο κόσμο να περιπλανιέται άσκοπα, χάζευα φωτογραφίες από γάτες στο διαδίκτυο και μελαγχωλόντας, θυμώμενος τις δικές μου, έγραφα σε κόλλες Α4 με μαρκαδοράκι, στιχάκια για αυτές, σχεδόν ερωτικά. Σουρωμένος είχα πάρει απόφαση ένα βράδυ να πάρω τηλέφωνο την γιαγιά μου και να της τα απαγγείλω, όντας το μόνο άτομο που τις αγάπησε ποτέ όσο εγώ. Χαίρομαι που δε το έκανα. Οι γάτες μου ήταν όλες χοντρές, κατσούφες, βρωμιάρες. Αντικείμενα λατρείας μα για μένα και μόνο για μένα.

Εκείνη τη περίοδο είχα παρατήσει, σουρωμένος, την μικρούλα, φτιαγμένη από σταλακτίτες γυναίκα που με ιντρίγκαρε και με ιντριγκάρει ακόμα και σήμερα απίστευτα, σε όλα τα επίπεδα, για χάρη μιας άλλης. Λιγότερο συναρπαστικής από όποια οπτική γωνιά και να το βλεπες, πιεστικής. Μα καλός άνθρωπος όπως αποδείχτηκε. Την φώναζαν Άννα και είχε μια μανία να μαγειρέυει και να κάνει σεξ. Μικροσκοπικός άνθρωπος, παθιασμένος. Δε μπόρεσα ποτέ να ολοκληρώσω μαζί της, δε με ενδιέφερε, δε το ήθελα, μα πιστέψτε με, έφαγα του σκασμού, τη σύντομη περίοδο που ανεχόμασταν ο ένας τον άλλο. Ένα βράδυ, σπίτι μου, προσπάθησα να της εξηγήσω κάτι (δε θυμάμαι τι), σουρωμένος, φωνάζοντας σα λιοντάρι και σβήνοντας ένα τσιγάρο στη παλάμη μου με λύσσα, το οποίο στη συνέχεια έκαψε ένα μέρος απ' το καναπέ μου. Μικροσκοπική, μαύρη τρυπούλα. Ακριβώς όπως και η Άννα. Η οποία και έτρεξε κλαίγοντας στο μπάνιο. Ησυχία για ώρες. Στη συνέχεια ήρθε και έκλαιγε πάνω μου, μα δε με ένοιαζε τίποτα, μέσα στη γλυκιά μου νιρβάνα. Πέταγα δυο-τρεις λέξεις "ηρεμίας", μα έβλεπα απερίσπαστα τηλεόραση. Νομίζω είχε ένα αστυνομικό θρίλερ. Σειρά ήταν. Με ένα μανιώδη βιαστή. Καλά περνάνε αυτοί, σκεφτόμουνα, και ρούφαγα ό,τι μπύρα είχε μείνει από χτεσινά ποτήρια άλλων.
Μια άλλη φορά απλά παραιτήθηκα απ' όλα και ξεκαθάρισα πως δε θα μου αλλάξει κανένας, και σημαντικότερα, καμία, τίποτα. Το προϊόν σας είναι αυτό, δεσποινίς μου. Κοιτάτε το στα δόντια, το κοιτάξατε στα δόντια πριν το πάρετε, σωστά; Το μουλάρι σας ήταν ελλατωματικό. "Ελλατωματικό" για σας, πάντα.

Είχε πλάκα, όταν μια μέρα στη σχολή, σούρνοντας τα μουδιασμένα μου γόνατα και κοιτώντας το κόσμο απ' τα νεκρά μάτια εντόμου μου, η Άννα πλησίασε και βγάζοντάς με έξω, άρχισε να μου μιλάει. Λακωνικά αλλά με ουσία.

-Λοιπόν. Τελειώνει εδώ το πράμα.
-Ναι.
-Δε μπορώ άλλο. Με αρρώστησες και μένα.
-Χμ.
-Δε θέλω να σε ξέρω, δε θέλω να μου μιλάς, δε θέλω να ξέρω ότι υπάρχεις.
-Αν αυτό είναι το καλύτερο για σένα, Αννούλα, τότε...
-Αυτό. Γεια σου.

Είχε πολύ δίκιο με το μέρος της. Μα δεν αισθάνομαι καθόλου κάθαρμα, όταν σήμερα δε μετανιώνω για τίποτε απ' όλα. Η ανοχή είναι προσών ή κατάρα ταυτόχρονα, και ο καθείς θα πρέπει να έχει τη γνώση για να σπαταλήσει εκεί που πρέπει. Όταν φωνάζω πως καλύτερα είναι να με αφήσεις ήσυχο, εσύ, καλύτερα για όλους, και η ψευδαίσθηση της αγάπης, η μαλακισμένη συναισθηματική ουτοπία δεν αφήνει εσένα, να αποδεσμευτείς από τη μάπα μου και τα κλάματα, τότε εγώ απλά θα ρευτώ παραπάνω και θα κοιμηθώ το βράδυ ξύνοντας το κωλομάγουλο το δεξί με περισσότερο πάθος.
Η όμορφη κατάληξη για μένα πάντως είναι ότι στη συνέχεια, η γυναίκα μου από σταλακτίκες φτιαγμένη, με δέχτηκε πίσω, μίζερο και σακάτη, και μάλιστα με φρόντισε πανέμορφα. Ωραία γυναίκα. Πολύτιμη. Όταν ξαναδεθήκαμε, κάναμε έρωτα με πορτοκαλί φως από πορτοκαλιά λάμπα, γεμάτοι ιδρώτα, λες και αύριο τελείωναν τα πάντα μα δε βιαζόμασταν. Τελείωσα πάνω στο στήθος της και αισθανόμουνα ότι είχα πηδήξει την Κόρη του Αυτοκράτορα, του Θεού του ίδιου, και το επόμενο πρωί θα πέθαινα, μα δε με ένοιαζε, καθώς ξάπλωνα και ένιωθα τα κατσαρά, βαμμένα μαύρα μαλλιά της να μου γαργαλάνε τον αφαλό. Ο Ουροβόρος. Το μηδέν και το άπειρο μαζί.
Ωραίες νυχτιές εκείνες.

Συνέχιζα να αποφεύγω το μπάνιο. Έμπαινα μέσα για να κατουρήσω, να χέσω και να ρίξω νερό στη κούτρα μου. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Περισσότερο από τους ξεραμένους σκατολεκέδες, σα γλυπτά του Duchamp, στη λεκάνη, με ενοχλούσε ο καθρέφτης. Ο καθρέφτης ήταν εχθρός. Ρουφιάνος. Δοσύλογος. Όταν έμπαινα μέσα στο μπάνιο δε τον κοίταζα σχεδόν ποτέ. Ούτε κοιταζόμουνα ιδιαίτερα σε τζαμαρίες καταστημάτων ή παράθυρα ή σε καθρέφτες από σπίτια άλλων. Σκοτίστηκα για τη μούρη μου. Δε με ένοιαζε η μούρη μου. Το δέρμα μου το ένιωθα να φεύγει σα του φιδιού, κάτι που δεν ίσχυε- στη πραγματικότητα, ένιωθα να φεύγει η ψυχή μου, βαριεστημένη απ' το πολυάσχολο τίποτα των υποχρεώσεων. Σιχαμένη από τη καθημερινή αλκοολορουτίνα- τι να σου κάνω, μανάρα μου; Κι εγώ δε σε παρήγγειλα. Μαζί μας ράψανε αόρατα δάχτυλα κάπου, κάπως, κάποτε, μας βαφτίσανε Ηλία, μας πλάσανε στρογγυλούς και μηδαμινούς, έμβρυα από πλαστελίνη, και μας πετάξανε σε ένα από τα Μητροκάλαθα της Θνητότητας.
Ένα βράδυ, μετά από μάζωξη στο σπίτι μου με βαρβάτες καταχρήσεις, ξεχάστηκα και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη. Του έδωσα μια γροθια και τον έκανα θρύψαλα. Βγήκα έξω με ελάχιστα ματωμένο χέρι ((τα παλιά χρόνια της τεστοστερόνης και των 100 κιλών μυών και αντρίλας έκαναν το θαύμα τους εδώ, απροσδόκητα)) και μάζεψα σε μια σακούλα τα απομεινάρια.

-Έη, Ηλία, να τη κρατήσεις τη σακούλα.
-Χμ; Γιατί;
-Πλάκα κάνεις; Είναι και γαμώ τα όπλα.

Δημιουργικότης, ω Μήτηρ της Ουτιδανότητας.
Πουτάνα Καντήλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: