Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Όνειρα.


Ο ύπνος ήταν απαίσιος απόψε. Προσπαθούσα απ' τις 1 το πρωί να κοιμηθώ μα δε μπορούσε. Ξύπναγα, πεταγόμουν στον ύπνο μου, κοπανιόμουνα σα χταπόδι δηλαδής. Μαλακίες και πουστιές. Ξύπνησα πριν από λίγο, κοιτάω την ώρα ότι ήταν εφτά και είκοσι, και τριπαρισμένος πίστευα ότι κοιμήθηκα μέχρι τις 8 το βράδυ σχεδόν, παίρνοντας τηλέφωνο ένα φίλο, ξυπνώντας τον ξεδιάντροπα.

*Στο όνειρο:*
Όλα ξεκινούν σε ένα πάρκο. Τεράστιο, αχανές. Τίγκα στο σκοτάδι, μα φωτισμένο σε συγκεκριμένα σημεία από αόρατους προβολείς. Ήμουνα με μια θεια και τη γιαγιά μου τη κυρα-Κατίνα σε ένα τραπεζάκι. Μίλαγαν έντονα. Η κυρα-Κατίνα κατέληξε να μονολογεί. Κάτι για τη ξενιτιά και το θάνατο και τον πόλεμο. Είπε χαρακτηριστικά ότι "δεν υπάρχει ζωή, τι νομίζεις, είναι ένα μακρύ ταξίδι στην άκρη της νυχτιάς", σαν άλλος Σελίν. Τσαντίστηκα με τα βαρυσήμαντα που άκουγα και έφυγα με τα πόδια μεχρι την άκρη της νυχτιάς.

Στο σπίτι. Κάποιο σπίτι. Διαμέρισμα. Η μάνα μου ήταν έγγυος. Τούρλα κοιλιά. Έρχεται και μου λέει τρομαγμένη ότι είδε λέει ότι οι γείτονές μας, στο δίπλα διαμέρισμα, έχουν μια σβάστιγκα ζωγραφισμένη στο τοίχο. Λες και άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Αρχίζουν δηλαδή να σκάνε μές το σπίτι, απ' τη μπαλκονόπορτα, η οποία κάπως επικοινωνούσε με τη δικιά τους μπαλκονόπορτα, αρχίζουν να σκάνε ένα μάτσο σκατόφατσες. Ξεδοντιάρηδες ποντικομούρηδες με λειψά χαρακτηριστικά, βρώμικα, λιγδιάρικα μακριά μαλλιά, ενίοτε με ένα μάτι, όλοι ντυμένοι με τα ίδια κωλοκοστούμια. Ζητάγανε συνέχεια μπύρες και ναρκωτικά, μα δεν είχαμε τίποτα, άρα άρχισα να θυμώνω και απαιτούσα να βγουν έξω. Ο αρχηγός τους, σα να λέμε, ήταν ένας κοντός τυπάκος, αμούστακος, με κοντό μαλλί, μικρότερος σε ηλικιά από την αφεντιά μου, που κουβάλαγε σουγιά. Άρχισε να νταβατζηλικώνει άσχημα τους πάντες μας. Ενοχλητικός και τρομακτικός.

Μια σκατόφατσα έρχεται με ένα χασισοτσίγαρο. Πίνει μαζί με μένα και τους γονείς μου. Σε λίγα δεύτερα, κατεβάζοντας τη τελευταία μου τζούρα, το σπίτι έχει γεμίσει γυμνά κορμιά. Ένα ατελείωτο όργιο μαστουρωμένον σωμάτων, για την ακρίβεια. Δε ξέρω τι να κάνω. Δε ξέρω τι να πω. Όλοι χαμουρεύονται. Στο δωμάτιο, ένα κύμμα από νεαρούς τζιφοβόρους χίπηδες και χίπισσες έχει απλωθεί στο κρεβάτι και βογγάει. Γαμιούνται απίστευτα άγρια, μία από κεινες τις τύπισσες με καλεί και μου κλείνει το μάτι. Φεύγω απ' το δωμάτιο, μέσα μια απ' τα ίδια. Ένας λέει "άλλη ελευθερία θέλει το αχλάδι, και άλλη ελευθερία η αχλαδιά".

4 σχόλια:

γιώργος είπε...

τουλάχιστον δε βλέπεις μεταθέσεις και άτοπες εξορίες στην Ισπανία (?) :s

αλλά η μέση πολιτεία χάνετε στις αναθυμιάσεις. που είναι καλλίτερα;

Unknown είπε...

Αυτο το ονειρο μπορει καλλιστα να γινει βιβλιο. Εχει σεξ, βια, καλοστημενους χαρακτηρες και φιλοσοφικες προεκτασεις.

Unknown είπε...

Ηλιααααααααααααα!

θα σου πω κατι ασχετο με το μπλογκ, αλλα ωραιο.

http://oikotopia.gr/

Ψ Η Σ Ο Υ

Λιος είπε...

Το ξέρω μωρέ αυτό στη Βλάστη. Είχε πάει ένας καλός φίλος.
Τι να σου πω. Κάπου, ίσως, φέτο, πάμε κάμπιν ελεύθερο, αλλά δε νομίζω να ναι κει.