Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Sound In Time


Συνειδητοποίησα προσφάτως ότι έχω καιρό να γράψω κάτι μουσικό. Έξυσα το κεφάλι μου με απορία, ήπια δυο γουλιές νερό, και με το που είδα το "Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ" του Σολζενίτσιν και συγκεκριμένα την απαράδεκτη ζωγραφιά της μάπας του, που'χει για εξώφυλο, συνειδητοποίησα επίσης ότι αυτό γίνεται κατά κύριο λόγο, επειδή δεν ακούω ιδιαίτερα μουσική πια.
Έλα όμως που τα βράδια δω χάμου φαντάζουν τόσο μεγάλα και στεγνά, που κάτι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να ξεχαστεί. Εκτός απ' το να κοιμηθεί. Ειδικά αν έχει παίξει μπουνιές με το Μορφέα άπειρες φορές στο παρελθόν και τώρα η πουστάρα με τη ρόμπα και το ασπρουλιάρικο δέρμα αρνείται να έρθει να τονε χουφτώσει για να τονε πάρει ο ύπνος.
Και κάτω από τα Γκούλαγκ, και δίπλα από την αυτοβιογραφία του Ελντριτζ Κλήβερ (που στη πραγματικότητα είναι μισή μαύρο μανιφέστο, μισό θε-μου-πέθανε-ο-Μάλκολμ-ΕΞ +ο πρώτος Χ-Man που πέρασε στην ιστορία+, και μισό πόσο-καυλωμένοι-ήταν-οι-μαύροι-τότε-για-λευκό-μουνάκι-σαν-σύμβολο-ελευθερίας-απέναντι-στον-λευκό-φασίστα), είδα την καμμένη κόπια μου σε παρακμιακό cd antegrammeno του "Sound In Time" των Lungfish. Ω φώτα!
Τόσο καιρό να μη γράψω ένα σωστό άρθρο για δαύτο.
Τώρα, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, το να ονομάζεις τον Σολζενίτσιν και τον Κλήβερ σε μια εισαγωγή κειμένου για το "Sound In Time" των Lungfish, είναι, στη καλύτερη, εκτός από άκυρο, και ψευτοεπίδειξη λιτερατούρικης επίγνωσης. Στο "Sound In Time" όμως υπάρχει λίγο απ' το πνεύμα και των δύο, όπως και αρκετών άλλων, είτε μέσω της κυκλικής προσέγγισης της μουσικής, είτε μέσω των μανιφέστων σουρεαλισμού/μαγείας/κοινωνικής αφύπνησης του σαλεμένου Daniel Higgs.


Ακόμα θυμάμαι τη πρώτη φορά που πήρα πρέφα αυτό το τύπο. Μέσω Lungfish, αλλά και solo πλέον, μιας και άργησα να τους προλάβω σα μπάντα πριν πέσουν σε χειμμερία νάρκη επ'αορίστου. Δε θα κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου, και θα πω ότι πρώτα απ'όλα, μου κανε εντύπωση η γενειάδα του. Το παρουσιαστικό του γενικότερα. Ανέκαθεν συμπαθούσα τους άντρες με γενειάδα, εκτός κι αν κρατούσαν κόφτη κάρβουνου και με πλησίαζαν με μισοχαμόγελο σαλεμένο, ψελίζοντας "Πάμε στα δάχτυλα του ποδιού τώρα, Ηλία!". Η παρουσία του γενικότερα- ένας σαλεμένος προφήτης να παλεύει μόνος του στη σκηνή, να χορεύει ιδιόμορφα, υπνωτισμένος από το μουσικό περίβλημα πίσω του, να εκτοξεύει κατάρες σε θεούς και δαίμονες τη μία σαν αφηνιασμένος, και την άλλη να μένει ακίνητος και να ψέλνει βελούδινα. Μεσμερίστηκα μεμιάς. Τα μουσικά ήταν αναπόφευκτο να μην έρθουν από κει και πέρα, καθώς, όπως κι εσείς φαντάζομαι τις περισσότερες φορές, για να μου αρέσει μια μπάντα, πρώτ' απ'όλα κοιτάω τη μουσική. Αλλά για να ΛΑΤΡΕΨΩ μια μπάντα, πρέπει να υπάρχει η εικόνα, η περσόνα, το ΤΣΑΦΦΦ που λέμε, το έστω-κάλπικο-μα-στην-ουσία-υπέροχο είδωλο, να σε αρπάξει απ' τα μαλλιά και να σε κάνει ό,τι θες.
Ναι, είμαι πουτάνα στη μουσική.
Ή μάλλον ήμουνα.
Από όλη τη δισκογραφία λοιπόν, το "Sound In Time" ξεχώρισε σχεδόν με το ζόρι. Φασιστικά, θα' λεγε κανείς. Ίσως επειδή εδώ συγκεκριμενοποιούν πιο πολύ το τι θέλουν να πετύχουν; Ίσως επειδή σε σημεία "βαράει" (και όπου "βαράει" στη συγκεκριμένη περίπτωση = ροκ'ν'ρολ, όχι " 'εβυ μιεταλλ") περισσότερο απ' τα άλλα; Δεν έχω καταλήξει ακόμα και ποτέ δε θα καταλήξω, ίσως.
Ένας δίσκος που ξεκινάει με μια πανέμορφη εισαγωγή με το επίσης πανέμορφο όνομα "Constellations", δε μπορεί να μη τραβήξει την προσοχή. Ούτε ένα "To Whom you were born", με το μετα-punk χλεμπόνι να γίνεται ένα με την κυκλοθυμική, σαγηνευτική μελωδία, και τον Higgs να σε ρωτάει στη μάπα, από πού, πότε και από ποιον προήλθες. Και όταν ο δίσκος αυτός συνεχίζει με το "Jonah", όπου ο Higgs μέσα σε rock'n'roll μοτίβα, άμεσα και ειλικρινή, σκούζει για "μισθούς αμαρτίας" και προειδοποιεί για το νέο κήτος που απειλεί να καταπιεί τον Ιωνά μέσα σου, ξέρεις ότι θα κολλήσεις, γιατί το ταξίδι είναι ήδη μαγικό.
Το "Solid State" είναι άρτια δομημένο, μινιμαλιστικό, και με δυο φωνές ταυτόχρονα να σε υποτάσσουν και από τα δύο ηχεία. Και γενικά, δε ξέρω αν υπάρχει κάποιο νόημα στο να σας χαλάσω εγώ το ταξίδι σας, επειδή με έπιασαν τα δικά μου τα γλυκούλια απόψε. Αλλά ταυτόχρονα θα ήταν έγκλημα να μη σταθώ έστω και λίγο στο τιτάνιο "Signpost", ένα μελαγχολικό παιάνα που ίσως γουστάρετε να σιγοτραγουδάτε καλοκαιρινά βράδια με τη πλάτη σε χαλίκια, στο αυτί του "αμόρε" σας, όχι επειδή σας έπιασαν τα εφηβικά σας και θυμηθήκατε μπαλάντες τύπου "Holiday" από Σκόρπιονς, αλλά επειδή κατανοείτε βαθύτερα ότι η μοναξιά σας, ακόμα κι όταν είστε με στρατό ολόκληρο από "έρωτες", είναι η μόνη αξιοσέβαστη πυξίδα στο ταξίδι από τη μήτρα ως τους σκώληκες κει χάμω.
"If you'll be my signpost, if you'll be my signpost" και οι φαντασματένιες νύφες του προφήτη στήσανε χορούς.

Πολλοί αποκαλούν μουσικά το δίσκο, "post-punk". Κι εγώ μαζί τους. Και όλοι εμείς είμεθα οι ίδιοι που θα τρέξουμε να ψαρώσουμε με τ τελευταίο ποστ-σκουπιδαριό-έκτρωμα που επειδή έχει τρία ακόρντα παραπάνω και σε σημεία "σκοτεινιάζει" (Ω ΓΟΥΑΟΥ), το λέμε "θρίμαβο της ατμόσφαιρας", "εξομολόγηση με το εγώ", "βουτιά στα ενδότερα", "χαρά του Γιουνγκ" κλπ κλπ. Εδώ μέσα μάγκες κρύβεται η μαγεία όλη, αρκεί να γουστάρεις να βουτήξεις. Ο δίσκος ο ίδιος άλλωστε, τελειώνει όπως ξεκινάει, με το "Constellations" σχεδόν ίδιο- ο κύκλος δηλαδή κλείνει, πήρες ό,τι είναι να πάρεις από το ταξίδι σου, αλλά όπως δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει και τέλος- και η ζωή σου συνεχίζει.



Είναι αλήθεια ότι πλατειάζω σε σημεία, και θα πλατειάσω λίγο ακόμα. Αλλά ξύνω το μουστάκι μου πιστεύοντας ότι όσοι γράφουμε δω μέσα, ό,τι μαλακία και να πούμε, τουλάχιστον θα είναι ειλικρινής. Μιλάω έτσι, ας πούμε, για ένα δίσκο, και κάποιος θα πει, "Σιγά τα ωά". Λογικότατο και πολύ υγιές. Άλλωστε, βρίσκεστε σε ένα χώρο που σχεδόν καθημερινά η αφεντιά μου παίρνει παραπάνω θάρρος απ'όσο ίσως πρέπει, για να σας ψιθυρίσει μεθυσμένα σκέψεις και εικόνες από τη ζωή του- ω "ζωή" του, 8 η ώρα το βράδυ λήγει κάθε μέρα η μέρα. Και κατανοώ ότι δεν μπαίνει κανείς σε blog για να διαβάζει ιστορίες της ζωής του άλλου, πόσο μάλλον αυτοσχέδια "ποίηση" με τη μέθοδο τριών δαχτύλων (a.k.a "ποιοοοοο πληκτρρρ δωωωω ααα; "φφφφ", "φ", ΤΣΑΚ-ΤΣΑΚ-ΤΣΑΚ). Ίσως έτσι να'ναι και το λογικό, τώρα που το σκέφτομαι, καθώς, αν θες να διαβάσεις τέτοια ΣΩΣΤΑ, πας δίπλα από το ιντερνέ-καφέ που συχνάζεις, σε ένα ωραίο μέρος που λέγεται "βιβλιοπωλείο" και αντί να χαλάσεις 5 ευρώ για να κάνεις τσατ ή να δεις μπλογκ ή να παίξεις ΝΤΟΤΑ (η μικρή εξερευνήτρια;), αγοράζεις ένα ωραίο πράμα με σελίδες και ενίοτε και χρωματιστό εξώφυλο.

Δεν ειρωνεύομαι.

Τώρα όμως μιλάμε για το "Sound In Time". Και δεν είμαστε μεθυσμένοι, κυρίως λόγω των κοινωνικών λειτουργών του χωριού και της αποτοξίνωσης που σημαίνει αυτόματα αυτό. Άρα κάνουμε μεγαλύτερη προσπάθεια για ειλικρίνεια σε προσωπικά στοιχεία, μιας και αύριο δε θα'χουμε την ψευδοάμυνα του "Τιιιι;; Τιλέειεδώρεμαλάκααα;! Ποιος το γραψε αυτό;!". Και μιλάμε σαν ερωτευμένες κορασίδες για ένα δίσκο τον οποίο για διάφορους λόγους και σε συγκεκριμένες φάσεις (ΧΑ- σας την έφερα!) τον ακούγαμε και θέλαμε απλά να βγάλουμε φτερά και να πετάξουμε μακριά απ'όλα, μετά δε, όσο προχωρούσε, απλά υποκύψαμε στα θέλγητρά του και κοιμηθήκαμε μαζί του, αποφασίζοντας πως είμαστε οι κυρίαρχοι του σύμπαντος, έστω και για μισή ώρα, επειδή ανακαλύψαμε από τι, από ποιον και πού προήρθαμε. Τα' χουμε ξαναπεί ίσως: λάστιχα λεωφορείου, ροχαλητά από τριγύρω, σκοτεινοί δρόμοι με ραμμένα στόματα, και πυγολαμπίδες αντί για πόλεις φωτισμένες- αυτός ο δίσκος ήταν τότε μόνο η "φωνή". Και η "ηχώ" μαζί, αν γουστάρετε. Εγώ γουστάρω.

Προτείνω ανεπιφύλακτα να τον ακούσετε. Για την ακρίβεια, κι επειδή δεν θέλω να γίνομαι βάρος και να τρώω ελεύθερο χρόνο από κανέναν, ειδικά από άτομα που δε ξέρω προσωπικά αλλά με κάνουν χαρούμενο με το να με επισκέπτονται πού και πού (διότι σε αυτούς που ξέρω προσωπικά αρκετά χρόνια, τους έπρηξα το πούτσο απίστευτα για να τον ακούσουν, χαρ-χαρ-χαρ), βρήκα ένα link στο google για mediafire:

http://www.mediafire.com/?03ywbelnjsd

Το δοκίμασα, δουλεύει.
Αν έχετε το χρόνο, θα ήταν ωραία διαδικασία για σας να το κατεβάσετε και να του ρίξετε μιαν αυτιά. Και μη το βιαστείτε. Κάντε το όταν θα είστε κιουλ και free απ'όλους και όλα, μοναχούλια που λένε, και αφεθείτε απλά. Νομίζω έτσι ίσως θα είναι πιο αποτελεσματικό- ακόμα καλύτερο αν το περάσετε σε mp3 players ή το κάψετε σε cd και το ακούτε ενώ ταξιδεύετε, στο δρόμο- είναι τέλεια μουσική ΚΥΡΙΩΣ για αυτό. Αν είναι και πρωινές ώρες πριν ξημερώσει το ταξίδι, ακόμα καλύτερα.
Αν το κατεβάσετε πάντως και το ακούσετε, κάντε μου τη χάρη να αφήσετε ένα comment να μου πείτε την άποψή σας. Ακόμα και ένα "Γαμήσου μαλάκα, έχασα τσάμπα ώρα με δαύτο το σκουπίδι" είναι καλό, δε θα με στεναχωρήσετε. Ίσα ίσα θα με κάνετε ένα χαρούμενο ρακούν. Και όσοι ήδη το χετε υπ'όψην, μαζευτείτε ντε, να ανταλλάξουμε εμπειρίες. Μη ντρέπεστε.

Και γω συνταξιδιώτης είμαι.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Για πάντα νέοι!


Άλλαξα λιγάκι το πρόσωπο του blog. Ένα χρωματάκι εδώ, ένας άλλος τίτλος εκεί... έχουμε και νέο σλόγκαν πλέον, όπως θα προσέξατε, είμαι σίγουρος, με το που ανοίξατε σήμερα τη σελίδα. Πιστό στις χριστιανικές παραδόσεις στις οποίες όλοι μας εντρυφήσαμε από μικροί, με σεβασμό και αγάπη στο ειλικρινές κωμικό συναίσθημα που τις διακατέχει.

"Πλοίο που αργεί, σκατά' ναι φορτωμένο" λοιπόν από σήμερα, αποχαιρετούμε προς το παρόν το ιδιοφυέστατο, μοναδικό "Τα ναυτάκια που γαμούσανε γίναν καπετανέοιο", το οποίο είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους θα παντρευτώ κάποτε τον Λαρσαίο, και ευελπιστούμε να συνεχίσουμε την παράδοση με τα ό,τι-να'ναι-όποτε-να'ναι-όπως-να'ναι posts που τόσο αγαπήθηκαν από τους 10 ανώμαλους που κυκλοφορούν πού και πού ελεύθεροι εδώ μέσα.
(Ξέρετε ποιοι είστε, ντροπή σας)
Και ελπίζουμε και να μας αξιώσει ο Τζαχόβα να κρατήσει τούτος ο σκουπιδότοπος αρκετό καιρό, ώστε και επισήμως να μπορούμε να περάσουμε και στην λεγόμενη και "τρίτη εποχή" για το μπλογκ, σπάζοντας ακόμα περισσότερα κλαπαναριά, αλλά δίνοντας στους εαυτούς μας την ευκαιρία να σκεφτούμε άλλο ωραίο σλόγκαν-παροιμία σαν τίτλο ("Μια φορά γαμιέται η παππαδιά", "Κεράτωσε τον άντρα σου μα μάγια μη του κάνεις", "Ο κουφός και ο κλανιάρης πάνε δίπλα στα νταούλια" κλπ κλπ)- τουλάχιστον όσον με αφορά, το ευχαριστιέμαι όσο λίγα πράματα.
(Υποννόησα δηλαδή πριν λίγο ότι υπήρχε και 1η και 2η εποχή δω μέσα; Και δε πήρα χαμπάρι τίποτα)

Τέλος, για να μη σας κουράζω άλλο με αερολογίες, όσο αερολάγνοι και να είμασθε όλοι κατά βάθος, να κάνω και μια έκκληση στον ένα από τους δυο εξαίσιους γραφιάδες: Βασίλη, ρε φίλε, αν το διαβάζεις αυτό, που μάλλον το κάνεις, αν έχεις κανα κείμενο στείλτο με e-mail ρε ψυχή- άλλαξα νούμερο και κάθε φορά που παίρνω το κινητό σου, το χάνω μυστηριωδώς- ας πάμε κόντρα στις δυνάμεις της μοίρας και τον Dormammu.
Όσο για το Λαρσαίο, με δυο-τρεις καμτσικιές ίσως ξεβαρεθεί.

Ηλίας όβερ και άουτ.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Γράφεις; Πούλα μούρη!



Αφορμή για αυτό το αρθράκι, είναι μια λογομαχία που είχα πριν λίγο καιρό με έναν νοματαίο επί του θέματος (και ήμουν ελάχιστα μεθυσμένος για να την ξεχάσω την επόμενη μέρα, ως είθισται). Είμαι ψιλιασμένος ότι οι μισοί που κάνετε τη τιμή στο σκουπιδότοπο μπλογκ μου να τον τσεκάρετε, παράλληλα γράφετε κιόλα- για διάφορους λόγους, και μαγκιά σας και μόκο μου. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα λοιπόν παλαιότερες αναρτήσεις και comments (ναι, το χω αυτό το ψώνιο), έπεσα πάνω στο εν λόγω comment (λες κι έχω πολλά- είδες τι σου είναι η σωστή παρουσίαση) από το κείμενο που χα αναρτήσει για το Μπουρανί το φετινό:

Ανώνυμος/Ανώνυμη:
Δεν θα γίνεις ποτέ o bukowski που ονειρεύεσαι μικρέ!

Και με έβαλε σε σκέψεις λοιπόν. Όχι τίποτα φάσης "επανεξέταση στόχων", "αλλαγή πλεύσης", "εσωτειρκή πάλη", "το θαλάσσιο το μονίμως αντιδραστικό" και τέτοιες πίπες. Ούτε καν για το αν τελικά ονειρεύομαι να γίνω ο Μπουκόφσκι (φαντάζομαι οι αναγνώστες μου το ξέρουν καλύτερα από μένα;). Αλλά για το "Μπουκόφσκι" του θέματος γενικότερα, όσον αφορά το φτύσιμο λέξεων στο χαρτί ή στην οθόνη, με δαχτυλοματσουκιές στο πληκτρολόγιο.

Και να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου εξαρχής: παίζει αυτό το κείμενο να μην αφορά κανέναν σας, μορφωμένα και καλαίσθητα άτομα σαν είστε (ειδάλλως δεν θα αράζαμε όλοι μαζί παρέα δω μέσα, σωστά;), και δεν είναι ούτε καν "απάντηση" και "γιο στην είπα" στον φίλο/φίλη Ανώνυμο Σχολιαστή του οποίου το comment και καταχράστηκα σαν παρουσίαση για αυτό το κείμενο (δεκτά όλα τα σχόλια και μαγκιά σας) και να με συγχωρέσει γι αυτό.

Είναι περισσότερο ένα μακροσκελές "σιχτιριμίρ" που ίσως γουστάρετε.
Και δεν έχω πιει αρκετά για να αρχίσω τους χείμαρρους ομοφυλοφιλικής ποίησης για πορτοκαλιά φώτα σε μπαρ και χελιδονάκια, όπως γίνεται αυτή τη περίοδο- από αύριο-μεθαύριο πάλι παληκάρια, μη μου ταράζεσθε.
Άλλωστε, μαζί τα βλέπουμε όλα τριγύρω μας.
Καπάτσοι μου σεις, να σας χαρώ, να πούμε.

*Το λοιπόν.
Υπήρχε κάποτε μια έννοια. Μια συμπαντική δύναμη. Που γεννήθηκε θαρρώ πριν τον άνθρωπο. Αλλά με το που πατήσαμε το πόδι μας στο φρέσκο κοκκινόχωμα, θα λεγε κανείς πως αυτή η έννοια, η δύναμη, μας καταχράστηκε σα γένος, και πήρε πλήρη υπόσταση μεμιάς. Η "παρακμή" που λεν και στο χωριό μου. Η παρακμή υπήρχε από τη στιγμή που το πρώτο τσουκνιδόχορτο του Οκτώβρη μαράθηκε, πριν καν προλάβει να το κατουρήσει στεγόσαυρος με ακράτεια. Αλλά σαν πήρε χαμπάρι ότι ένα νέο ζώο κυκλοφορεί στη πιάτσα, ένα μεγάλο ρεμάλι σα ράτσα, που κυνηγάει με ροπάλια και έχει μια τάση να κάνει σουβλάκι ό,τι έχει γεννητικά όργανα ασχέτως προέλευσης, ξεσπάθωσε. "Ώπα, δω είμεθα. Μαλάκα, δω είμεθα σου λέω, άραξε".

Φορέας. Γίναμε ιδανικότατος φορέας αυτής της έννοιας, μιας και, ω θεοί, από κάποιο διεστραμμένο συμπαντικό ανέκδοτο, κάποιος, κάτι, αποφάσισε ότι είμεθα σε θέση να ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΙ. Με τι; Με ΛΟΓΙΚΗ. Χαρές και πανηγύρια στα φωσφορούχα υπερόντα με τις τανάλιες στα χέρια και τα πλοκάμια στο πηγούνι- εδώ γελάμε φίλε Νιαρλαχοτέπ, ή, όπως τον γράφανε στις ελληνικές προχειράτζες-μεταφράσεις Λαβκραφτ του τότε (νουβέλλες λέει), ούτε καν "Νιαρλαχοτέπ", περισσότερο "Νρλχτπτπφφπτ" (αληθινή ιστορία).

Στη συνέχεια, και θα μου επιτρέψετε να τρέξω λιγάκι καθώς η ανασκόπηση της ανθρώπινης εξέλιξης στην Ιστορία δεν είναι δουλειά που πρέπει να παίρνεις στο χαλαρό και είναι τόσο βαρύ καθήκον στους ώμους που αν είσαι από χωριό σε γονατάει χάμου άνετα, στη συνέχεια λέγω, αρχίσαμε να τα τσινάμε και καταλήξαμε στο ότι, τι πιο kewl και υπεράψογο από το να αυτοφυλακιστούμε ανάμεσα σε γκρίζες ταφόπλακες με παραθύρια, και να στοιβαχτούμε σα τ'αρούρια στη σκιά τους. Θεσπίσαμε νόμους, οκέη, βγάλαμε πρότυπα συμπεριφοράς γενικώς σεβαστά και λειτουργικά για να συνεχίσουμε να ζούμε σαν αρούρια, νοπρόμπλεμ. Αλλά η παρακμή συνέχισε να μας κρέμεται απ' το κώλο σα ζοχάς συνταξιούχου ταυρομάχου.

Τώρα, δε θέλω να φανώ μηδενιστής. Ούτε δήθεν ελευθεριακός, ούτε δήθεν αντιδραστικό αρχίδι. Μ'αρέσει η εποχή μου. Δεν μπορούσες ποτέ άλλοτε να βλέπεις στο τετράγωνο μαγικό κουτί των θεών κοπέλες να κλαίνε για ηλίθιους λόγους και εσύ να λιώνεις στα χάχανα. Ούτε να σε αξιώσει ο θεός πριν να μπορείς να είσαι σε θέση να παραγγείλεις μέσω τελεμάρκετεν δονούμενο ξεφλουδιστή αβοκάντου που λάμπει στο σκοτάδι και χρησιμεύει και σαν όπλο για να απωθήσει βιαστές. Γουστάρω την γκρίζα εποχή μου, αν μη τι άλλο, επειδή έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια μια μικρο-ειρήνη: δε την ενοχλώ παραπάνω απ' όσο πρέπει, κι αυτή το μετριάζει απ τη μεριά της στο επίσης ελάχιστο. Αλλά ένα μανίκι, είναι ότι κάποια στιγμή, το εργαλείο που παλιά λεγότανε "ρόλος", μας ανέβηκε στη πλάτη και μας χαμαλίκωσε ασύστολα. Το ανθρώπινο ον, όσο και να λέει ότι διασκεδάζει με όλα, ακόμα και στα δύσκολα, πήρε τον εαυτό του, άκυρο, την περσόνα του, τόσο σοβαρά, που στο τέλος απορροφήθηκε από έναν κόσμο ιδεών που ούτε καν το ίδιο δε μπορεί να συλλάβει το εύρος του. Ο μπερτόλδος του ψες φοράει τη προβιά του εμπειρογνώμονα του σήμερα και κάνει παιχνίδι- αλλά με τα αλλαξοκωλίκια δαύτα απομακρυνόμαστε από το θέμα, και εν πάσει περιπτώσει, αν θέτε αναλύσεις μακροσκελείς και επιστημονικές και δομημένες και με επιχειρήματα, αρπάτε Κορνήλιο Καστοριάδη την άλλη φορά και όχι Αρκά, απ το βιβλιοπωλείο.
(ο Αρκάς γαμάει κωλαρίνους).
Ο άνθρωπος, ο, Τεράστιοοοος, ο ΤΙΤΑΝΑΣ, το ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΓΗ, ο Εξολοθρευτής-Ράμπος και Κορνήλιος Αγρίππας και Μεγαλέξανδρος και Μίστερ Εθνικά Μπούτια και Μέρκελ και Τζιμπρίλ Σισσέ μαζί, φοβάται. Όχι υγιέστατα πλέον. Φοβάται την ιδέα του φόβου. Φοβάται να φοβηθεί, κι αυτό τον τρομοκρατεί διπλά, δεν αυτοεξουδετερώνονται οι δύο φόβοι όπως ίσως θέλαμε να πιστεύουμε. Φοβάται ότι στην επόμενη στροφή θα πεθάνει. Φοβάται ότι θα χάσει όλα του τα μπικικίνια, τον μπερντέ (παρέμβαση χωριού: μπελντέ/μπλεντάκο) με μια στραβή της Κυβέρνησης. Φοβάται ότι ο μονάκριβος κανακάρης του θα μείνει άνεργος ή ότι η κοπελούδα που ταϊζει από τότε που την εκτόξευσε η γυναίκα του από το μουνί της, θα γίνει του σκοινιού και του παλουκιού.
Και...και...και...
και φοβάται...και φοβάται...και φοβάται.

Δε φταίει μόνο αυτός.
Πόσες και πόσες φορές δεν ακούμε για έργο που ξεπερνάει τον εφευρέτη;
Ε, μας αξίζουν συγχαρητήρια και μια αντρίκια αγκαλιά/χτύπημα στη πλάτη μέχρι να μελανιάσουμε, γι' αυτό τουλάχιστο.

Έτσι λοιπόν, μέσα από τον φόβο του φόβου (ω φόβε, φόβε), φτιάχνουμε κάλυπτρα. Στέγαστρα. Όπως και όταν ψήνς λουκάνικα και σπάλες το καλοκαίρι σε παραλία και σε πιάνει κωλοβρόχι (αγγελοκατούρημα στην αργκό, κάποια αργκό). Φροντίζουμε, αν πιάσουμε την όποια καλή (a.k.a να έχουμε να τρώμε και παραπάνω), να ειδωλοποιήσουμε, και να αντι-ειδωλοποιήσουμε καταστάσεις, αλλά κυρίως πρότυπα. Στην περίπτωση της παρακμής, το είδωλο και το αντι-είδωλο θαρρώ πως ταιριάζουν απόλυτα. Ταυτίζονται.

Διατί ο τάδε ροκστάρ που χτύπαγε πρέζες απ τα 12 και τώρα μιλάει με στραβωμένο μουσχαρόχειλο, εκτός απ τη μουσική πάντα, είναι τόσο θελκτικός; Διατί ο δείνα κινηματογραφιστής που έζησε στην ακολασία και τον κυνήγησαν οι δαίμονές του με τη μορφή μιας άκρης μαχαιριού ομοφυλόφιλου πρώην εραστή, είναι τόσο μεγαλόπνοος και εμπνευσμένος.
Διότι έχουμε ανάγκη από είδωλα.
Είδωλα. Idols.
Να μας βυζάξουν. Να είναι ό,τι δεν είμεθα και δε θα γίνουμε ποτέ.
Όχι επειδή δε θέλουμε, πάντα.
Επειδή φοβόμαστε να σκεφτούμε καν ότι φοβόμαστε να προσπαθήσουμε
να γίνουμε σαν αυτούς.

Πριν συνεχίσω, δύο σημειώσεις: (1) αποφεύγω να είμαι απόλυτος σε οτιδήποτε, όπως αποφεύγω ας πούμε, να χώσω ένα αγγούρι στο κώλο και να προχωρήσω γυμνός, ψέλνοντας "Ο Μωάμεθ μου κρέμεται απ τα κωλομπίθρουλα" σε συνοικία μουσουλμάνων. Άρα παρακαλώ μη ψαρώνετε- όπως έλεγε και ο μέγας Πανούσης, history has always two points. I'll give you some points, from my point of view. (2) Η συνεχής αναφορά στο "εγώ", μιλώντας για αυτά κι αυτά, γίνεται σχεδόν αναγκαία- δε ξέρω κανέναν άλλο εκτός από μένα και τα τσακίρικά μου μάτια, άρα, πώς να μιλήσω για άλλους; ε; ε;

Πάμε.

Προφανώς, το να καθίσεις να ξεκωλωθείς στο γράψιμο για τη παρακμή γενικότερα, ιδίως στις τέχνες, μιας και είμεθα κουλτουριαραίοι όλοι μας δω μέσα, είναι μαζοχιστικότατο. Σα να διαβάζεις αυτοβούλως και επαναλαμβανόμενα, το "Πρόσκληση για τσάι" της Βέφας, κάθε μέρα. Ας το περιορίσουμε. Αμέ. Ας το πάμε για το γράψιμο. Αφού γράφετε. Δε γράφετε; Γράφετε. Πάμε στο γερό Μπουκόφσκι λοιπόν.

Θεωρώ ότι το 90% όσων διαβάζουν τον πορνόγερο, τόσα χρόνια ακόμα μετά το θάνατό του, το κάνουν ελαφριά τη καρδία. Το κάνουν επειδή, ξέρεις, ο Μπουκόφσκι μιλάει για πουτάνες της ζωής του, βρώμα, σαπίλα, αλκοόλ. Και οι περισσότεροι είμαστε πολύ τεμπέληδες για να υφάνουμε τις δικές μας ιστορίες. Θα το πω πολύ εγωιστικά, πολύ γουρουνίσια, πολύ άκομψα και ίσως σας ψιλοενοχλήσει, αλλά επίσης και με μεγάλη ειλικρίνεια: γιατί να διαβάσω τον Μεγάλο Χανκ για τα αλκόλια, ας πούμε, όταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου πλέον, η μέρα μου σβήνει από τις 8 το βράδυ, μεθυσμένα; Είναι λάθος να λέμε ότι σε μερικά πράματα, καλή ώρα με τα γραπτά αυτουνού, πρέπει να ξύσεις λίγο παραπάνω το δέρμα των λέξεων; Διαφωνείτε ότι υπάρχει απίστευτη μελαγχολία, και τέλειο άσπρο μαύρο λυρικότητας/κυνισμού/ευαισθησίας, ΑΚΟΜΑ και στα περισσότερα κέιμενα, που απλά περιγράφει πώς έκοψε τις παρανυχίδες του, ή πώς η γάτα του τού κατούρησε τον υπολογιστάτορα και τον πήγε για σέρβις; Θέλετε να τα δείτε αυτά γυμνά, ολόκληρα μπροστά σας; Πάρτε τα τελευταία που βγαζε, γέρος πλέον, που έβλεπε το θάνατο να τον κοιτάει απ' τις γωνίες του σπιτιού του. Ψυχή. Και αν τα διαβάσετε και πείτε, "Άλλος άνθρωπος", μάλλον βγαίνω σωστός και κεράστε με μια μπύρα όταν με πετύχετε (όπου να'ναι θαμαι στη πρωτεύουσα, υπ'όψην).
Άλλωστε, τα βιβλία του Μπουκόφσκι, έχουν καταλήξει σαν του Βελουχιώτη τις (αυτο)βιογραφίες, στη χώρα μας: κάθε βδομάδα βγαίνει και από ένα.

(και επειδή αυτό είναι interactive κείμενο πλέον, και πειδη ξέρω πώς σκεπτόμεθα όλοι, όχι, φίλε Ανώνυμε του σχολίου του καταχρασσόμενου παραπάνω, δεν το λέω το παραπάνω σαν απάντηση/να σε θήξω. Γκέγκε;)

Ο άνθρωπος εκμαύλισε ακόμα και την παρακμή την ίδια, και μια ωραία πρωία, κατασκεύασε το "ντεκαντάνς". Αυτό το νερουλό, απαίσιο, ψεύτικο πράμα, που ικανοποιεί μόνο γεροντοκόρες συναισθημάτων και οπισθόβουλους διαθέσεων. Το κάλπικο, το μηδέν. Το ζερό. Ο Μπουκόφσκι είναι τέλειο παράδειγμα λογοτεχνικής καύλας αναγνωστών του: είναι σκατόγερος και με το να διαβάζουμε τα σκατά του, έχουμε αυτόματα καϊλα, περιπέτεια, είμαστε περπατημένοι, στις γκρίζες, μαλακισμένες ζωές μας. Γιο. Γιο.

Βέβαια, με αυτή τη λογική, θα πρεπε όποιο ανίκανο καθίκι αποφασίζει να καταστρέψει τη ζωή του και να γίνεται λιώμα καθημερινά, και τυγχάνει να γράφει παπαριές, να είναι λογοτέχνης.
Για να δούμε:




Αυτό δημιουργεί περιπλοκές.
Διότι κάποια στιγμή, αποφασίζεις να γράψεις. ΣΥΝΗΘΩΣ (το τονίζω άγρια), για να γράψεις, έχεις μια φωτιά να καίει, σα κύριο μοχλό/δύναμη, από γραπτά "μεγάλων ανθρώπων" που έτυχε να διαβάσεις. Και πολλοί απ αυτούς τους κυρίους, όντας σε άλλες εποχές, ή άλλης αντίληψης, ήτανε σάτυροι, βιαστές, μέθυσοι, πρεζάκια, δολοφόνοι, καταθληπτικοί, μούρλοι- και πολλές φορές ταυτόχρονα, καταπληκτικοί γραφιάδες.
Ο επίδοξος γραφιάς μας, λοιπόν, τι κάνει;
Διότι απ τη μία, θαυμάζει το γεγονός ότι έχουν αυτό το μπαγκράουντ και γαμάνε και δέρνουνε, από την άλλη, είναι πολύ χέστης για να δοκιμάσει να χτίσει παρόμοιο χαρακτήρα. ΠΡΟΣΟΧΗ: ΔΕΝ είσαι πρόβατο για να αφομοιώνεσαι απολύτως, μεμιάς, από ό,τι λαμβάνεις. Αλλά με τη προοπτική του ότι δε σε αφορούν τα έκτρωπα του καθενός που θαυμάζεις, τότε ούτως ή άλλως είσαι ωραία και αυτό το κείμενο-κουβέντα δε σε αφορά.
Άρα, τι κάνουν;
Γίνονται και καλά, κοινωνοί του ακραίου. Του ντεκαντάς. Όχι της παρακμής.
Του ντεκαντάνς.
Πολλοί θα πιούνε 10 μπυρες ένα βράδυ (όχι παραπάνω), θα γίνουνε κώλος (και προφανώς θα κάμουνε μαλακίες διότι δε το ελέγχουνε καθόλου) και θα κομπάζουν μεθαύριο στους φίλους ότι "Μαλάκα, γάμησέ τα, λιώσιμοοοοο ρεεεε, παρακμηηηηηη", και θα κοπανήσουνε με περίσσιο θάρρος τα πληκτρολόγιά τους το ίδιο απόγευμα για να περιγράψουν τον άθλο τους.
Και το μόνο που θα καταφέρουν είναι να μοιάζουν με τις χίπισσες-νεραϊδογκόμενες (δεσποινίς Pooka δεν εννοώ σας) της καφετέριας που με αντρική φωνή ξερνάνε φράσεις τύπου "Μαλακαααααα, μανιταριαααα ειπε αυτοςςςςςς, ειναι ΚΑΜΜΕΝΟΣΣΣΣΣΣ ρε ΦΙΛΕΕΕΕΕΕ σαν εμααααααςςςς".
Ή θα τους γυρίσει Βασιλάκης Καϊλας και θα σου πρήξουν το πούτσο επειδή ένα απόγευμα βάλανε ένα σαλάμι λιγότερο στο τρίτο τους τοστ, ή ότι έκαναν μπάνιο με χλιαρό νερό αντί για τίγκα Κόλαση του Δάντη σε Τέσσερις Τοίχους. Ή επειδή έκαναν την αντρίκια κίνηση να την πουν στον εισπράκτορα στο λεοφορείο για σχολή που τους είπε κάτι για τις τιμές εισητηρίων.

Πήγαινε με τα πόδια, μαλάκα.

Αυτοί οι τύποι, κάνουνε ζημιά, παιδιά. Αν όχι τίποτε άλλο, γαμάνε την έννοια του βιβλίου. Πλέον όλα είναι σελίδες και εξώφυλο, εκτός κι αν έχει μέσα αλατοπίπερο.
Και όπου λένε "αλατοπίπερο", φυσικά, γι' αυτούς:




Ο φόβος σου να κοιτάξεις το αύριο, είναι το δηλητήριο που θα σε κάνει όταν γεννοβολήσεις (και σιγά "μη δε γεννοβολήσεις", αντιδραστικέ μου εσύ λογοτέχνη της μαγκούρας της μάνας σου) να σχηματίσεις και άλλες λεγεώνες κομπλεξικών, ακαλαίσθητων μακάκων που θα πετάνε τα σοβαροφανή τους κουράδια στα πρόσωπα περαστικών, τουριστών της τέχνης. Ο φόβος σου να ζήσεις όπως ίσως θες αλλά δε σε αφήνει ο ρόλος σου, είναι η λεπίδα με την οποία θα σκίσεις τις τύχες όλων όσων έχουν τη γκαντεμιά να συναναστρέφονται, ή θα συναναστραφούν μαζί σου στο μέλλον, με διάφορους τρόπους.

Μπορείς για αρχή, πριν γράψεις, να επαναλάβεις το mantra με τον παπαγάλο:




Μετράει, δουλεύει.
Αλήθεια.

Από κει και πέρα, κλείνοντας ένα τεράστιο κείμενο, πειδή κουράστηκα, θα θεσπίσω σε παρόμοιες καταστάσεις σιχτιρίσματος, από σήμερα, τα Ειδικά Βραβεία Κωλοδαχτυλιάσματος (Ε.Β.Κ).




Τσαφ!
Πάρτα.

Κανονικά θα πρεπε να πέφτανε και άλλες ξήγες, ότι καθείς επιλέγει τι θέλει σα σκεπτόμενο άτομο, ότι όχι το μπεκρούλιασμα δεν είναι λύση για τίποτα συνήθως και δεν προτείνεται γενικώς, ότι οι εμπειρίες δεν είναι στραγάλια και η προσωπική έστω πρόοδος αυτοσκοπός,
και
μπλα
μπλα
μπλα
μπλα
μπλα

Μπλα.

Αλλά τα ξέρετε ήδη.
Φυσικά και τα ξέρετε ήδη.
Μη κουραζόμεθα λοιπόν.
Κρίμας είναι.

Άντε, αύριο πάλι.
Ωραία ήτανε σήμερα ε;
Αύριο μεθυσμένα ποστ πάλι,
να ταϊσω και το μπουκοφσκικό ντεκαντάνς μου πάλι ;)

(χρησιμοποίησα φατσούλα σε κείμενο.
τόσο ποταπός πια)

Καλενύχτες.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Βόυτσεκ


Και παρ'όλη τη φάση
παρ'όλη τη περίοδο
δε
μπόρεσα
ακόμα
και λιώμα
τόσον
τόσον
καιρό
να μισήσω
κανέναν.

Παρά
τον
εαυτό
μου.

Μεγάλη παγίδα
είναι
μεγάλη παγίδα.

Οι
λογοτέχνες
οι κατεστραμμένοι
που
άλλοι τους λεν
"καταραμένους"

περάσαν
τα
"-άντα"

άρα
ένας
μαλάκας
που
δεν τα έχει
περάσει
τα "-άντα"

τι
να
κάνει;

θύμα
εποχής
όπως
κι
εσείς.

Καταστρέφονται
όλα.

Έγραφε
από
μικρός
πολύ
μικρός.

Και
κάποια
στιγμή
κατάλαβε
ότι:

τριαντάρηδες
σαραντάρηδες
και βάλε
έχουν ίδιες
εμπειρίες
άρα
τι να κάνει
ο εικοσάρης-και-βάλε;

είναι ψεύτης;
είναι δήθεν;
μια ζωή
ήθελε
απλά
να γράφει.

Και μετά
τι;

όσα γράφει
δε θα τον πιστεύουν
διότι
-άρηδες
θα έχουν περισσότερο
credibility
κρεντιμπιλιτυ
παρόλο που
ζουν
ακόμα
με τις
ΜΑΝΕΣ
τους.

προσπάθησε
έστειλε
δω
κει
κειμενα
το μονο που ελαβε
ηταν
αποτυχία
πειδη
ειτε δεν ηταν
αρκετα
φιλοσοφημενος
ειτε
πειδη
δεν ηταν
αρκετα
μελετημενος.


εχουν πεθανει
εδω και καιρο
οι φαντασιωσεις
μην ανησυχειτε:
αλλα
παντα
οταν κατι
το κανεις
δω και
20 χρονια
περιμενεις
να
(καποια στιγμη)
εξαργυρωσει.

αν οχι;
που ειναι
και το πιο λογικο
ρεαλιστικο
απλα
κανεις μοκο
θετεις
"στοχους"
που ειναι
"ρεαλιστικοι"
σε σχεση
με το τι
σου λενε
(το δεχεσαι)
και απλα

τραγουδας
blues
λυπητερα
στο μπανιο
ακομα
κι
αν
δεν εχεις
φωνη
για
blues.

υπεροχη ειν
η ζωη
υπεροχη.

δεύερη φορά
"αυτοκτονίας"
πολύ
βαρύγδουπο
ακούγεται
καμία "πραγματικότητα"
δε θα αγγίξει
κανέναν
διότι
θα έχουμε όλοι
χιλιάδες παραδείγματα.

ας αγγίξουμε
ΔΥΟ
όχι παραπάνω
άτομα
προσωπικότητες
και θα
ζήσουμε
με τη
φαντασίωση
της
δήθεν
ευγενούς ήττας.

Κανένα
κόλπο
καμία
ευγένεια
κανένα
θάρρος.

Σιχάθηκα όλα
τα
πάντα
και μάντεψε, μάγκα:
δεν είμαι
καν
-άντα!

άρα αγνοείς.
και είμαι καλά.
και είμαστε καλά.

Ακόμα μια καύλα
φαντασίωση πέθανε
έστω και
αν
"θα θερίσουμε όπως
σπείραμε"

ή
αλλιώς

"ο χειμώνας
είναι
τόσο υπέροχος
χωρίς
ΧΩΡΙΣ
εμένα".

Βόυτσεκ,
πού,
πού σκατά
είμαστε;

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Χελιδόνια


Λέγαμε με το Νικόλα
για τις σκέψεις
πάλι στον ίδιο χώρο
στο ίδιο μπαράκι

Για τις σκέψεις που είναι αυτόβουλες
και αυτές που συνδέονται με το σώμα και τις αντιδράσεις του.

Η μόνη σκέψη που μπορώ
να δεχτώ
πλέον
κουρασμένος
είναι ότι ο καθείς
σκέφτεται
αναλόγως του πώς βλέπει
ένα χελιδονάκι.

Πάρε στη χούφτα σου
ή φούχτα σου
ένα χελιδονάκι
και δες πώς πεταρίζει
η ζέστα από τα φτερά, ας πούμε
το ελαφρύ τσίμπημα
απ τα νύχια στα πόδια του
το βλέμμα με τα γαλάζια μάτια
κατευθείαν στα δικά σου
τα πίπουλα
να πεταρίζουν αγχωμένα
η αίσθηση ότι
στα χέρια σου
έχεις κάτι που έχει καρδούλα
και πεταρίζει πάνω σου
ανήμπορη να κάνει κάτι άλλο
παρά να δεχτεί ό,τι μοίρα
της
χαρίσεις.

Κάπως έτσι πάνε και οι σκέψεις.
Συνέχεια το'χεις στο χέρι
το χελιδόνι
Και κάποια στιγμή
βαριέσαι
να σκέφτεσαι τι να το κάνεις
όταν έχεις μάθει να λυσσάς
με τα σαγόνια σου
και να του
καταπίνεις τα έντερα
ή όταν έχεις μάθει
να το κρατάς σε λήθη
χαϊδεύοντάς το
μέχρι να ψοφήσει,
αποφασίζεις ότι δε σε νοιάζει.

Τεντώνεις τα χέρια
και το παρατάς στη φωλιά του
ή αν μπορεί να πεταξει
να φύγει μακριά
από την χούφτα σου
τη "θεϊκή".

Η παγίδα είναι με το τελευταίο
χελιδόνι,
πάντα.
Ψοφάνε όλα τ'άλλα.
Μένει αυτό.
Έχεις στα χέρια σου
ό,τι μπορεί να συνεχίσει
μια ουρά
από πράξεις.

Και πάλι
"Φύγε απ τη χούφτα μου"
Φύγε.

Και μεταξύ τελευταίας μπύρας
και τελευταίου τσιγάρου
έφαγα αρκετό σοκ
για να αποβάλλω το λιοντάρι από μέσα μου,
αλλά να ξεκοιλιάσω και το τελευταίο χελιδόνι.

Διότι τα σέρνικα τα λιοντάρια
τεμπέληδες είναι.
Τα πουλιά όμως
όταν είναι να τα ταϊσεις
απ το χέρι σου
σκοτώνονται μεταξύ τους
με βιαιότητα
για να
φάνε.

Μια στάλα self promotion ακόμα

Ένας καλός κύριος με ένα μικρό distro στο εξωτερικό, αποφάσισε όλως περιέργως, ότι η μπάντα που φορμάραμε με τα παιδιά πριν ελάχιστα χρονάκια, οι Arkham Asylum, είναι ό,τι πρέπει για να μας κόψει κόπιες από το split-άκι που ετοιμάζαμε εδώ και κανα χρόνο σχεδόν (και που θα βγάζαμε με δικά μας έξοδα- a.k.a ποτέ). Μέχρι και αν γίνει τούτο, φόρτωσα στο mediafire το ένα εκ των δύο εν λόγω κομματιών, "A womb called Antarctica" για τη προσωπική σας καύλα και μόνο

εδώ:
http://www.mediafire.com/?wfonmemjt5z

Το δεύτερο δε το έχω στον υπολογιστάτορα, αλλά μπορείτε να το ακούσετε μέσω του παντοδύναμου extra fabulous Μαησπές

εδώ:
www.myspace.com/arkhamasylumgreece

Κατεβάστε, ακούστε, και αν γουστάτε αρκετά, αφήστε κανα comment, να ταϊσετε και τη ματαιοδοξία μου με το φτυάρι ολίγον τι.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Προνόμια


Προνόμιο είναι
να ρουφάς νικοτίνη από φτηνό τσιγάρο
στο ενδιάμεσο του πορτοκαλιού της λάμπας στο τραπέζι
μέσα στο μικρό μπαράκι
και να σου φαίνεται ότι
περνάνε αιώνες
μέχρι αυτό να σβήσει.

Και προνόμιο είναι
για λίγα λεπτά
όχι παραπάνω
να αισθάνεσαι ότι έπιασες το ταύρο απ τα κέρατα
και μέσα στη γλυκιά αυτή μελαγχολία
της προκατασκευασμένης ψευδονίκης
του ψευδοζενίθ
να παραιτείσαι απ'όλα
τουλάχιστον γι'απόψε
και να ρουφάς απλά
τη
μπύρα σου.

Και προνόμιο είναι
κάθε φορά που κοιτάς μια όμορφη γυναίκα
και σε κοιτάει και αυτή
ασχέτως του ποια είναι
και πώς είναι
και πώς λέγεται
και αν θα μάθεις και ποτέ δηλαδή,
να αισθάνεσαι ότι
της χάιδευες
τα μαλλιά
σε πολλές, διαφορετικές εποχές
και
χρονιές
με τις αντανακλάσεις των ματιών της
πάνω από φρέσκιες σταγόνες βροχής
στο νεογέννητο χορτάρι
την άνοιξη
με το χλωμό, ετοιμοθάνατο
μα τόσο υπέροχο ήλιο του Δεκέμβρη
να της λούζει το γυμνό της σώμα
με μπλε ακτίνες
το χειμώνα
με τη σιγουριά του ιδρώτα
και το κάψιμο απ τις πατούσες ως το κούτελο
απ' το ψημένο τσιμέντο
το καλοκαίρι
με πλατανόφυλα σιωπηλά
να της σκεπάζουν
τα μαλλιά ολόκληρα
το φθινόπωρο.

Και προνόμιο είναι
να περπατάς
έξω
το βράδυ
μια απ' τις ίδιες
τις ίδιες
τις ίδιες
νεκρές βραδιές
στη πόλη
και να θυμάσαι
πόσο αγαπάς
που υφαίνεις
μικρές,
ταπεινές,
πολύτιμες ιστορίες
μέσω αυτής
για σένα.

Και προνόμιο είναι
να ξέρεις πως
θα κοιτάξεις τώρα
τη μάπα σου στο καθρέφτη
και δε θα τον σπάσεις.

Αυτά
την επόμενη αυγή.

Ως τότε
ο Τζιμ Μόρισον
κρεμασμένος στο τοίχο δίπλα
με φτηνή κορνίζα
με κοιτάει
τίγκα
επίμονα
και απλά
αισθάνομαι
ένας
τυχερός
μπάσταρδος
γι'απόψε.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Ζωή σε 5 βήματα

-Σκηνή 1
Δωμάτιο με άμμο στο πάτωμα. Μοιάζει με έρημο.
Μικροσκοπικοί σκώληκες τρυπώνουν μέσα και έξω από το έδαφος.
Είσαι σίγουρος ότι,
αν μπορούσες να κόψεις τη σάρκα της ερήμου με μαχαίρι
μέσα στα εντόσθιά της θα χε σκουλήκια επίσης.
Ορίζοντας δεν υπάρχει
και ο ουρανός είναι κίτρινος
όπως και ο ήλιος
όπως και η άμμος
Ένας πίνακας του Βαν Γκογκ που τυφλώνει.
Περπατάς και σε ένα σημείο πέφτεις κάτω από τη πείνα
και πεθαίνοντας, συνειδητοποιείς ότι
έκανες μόλις δυο βήματα
δε ταξίδεψες καθόλου.
Τα σκουλήκια σε τραβάνε κάτω
και σιγομουρμουράει το κουφάρι σου πλέον
αμανέδες και κατάρες ταυτόχρονα.


-Σκηνή 2
Διαμέρισμα. Μεγαλώνει και μικραίνει κατά βούληση.
Δεν έχει έπιπλα, παρά μόνο ένα χαλί.
Αέρινες φιγούρες φέρνουν βόλτες στο σαλόνι
Μοιάζουν με αβατάρες ξεχασμένων θεών
τα γεννητικά τους όργανα γίνονται ατμός
και ξαναφυτρώνουν
κάθε δεύτερο που περνά.Ανοίγει η πόρτα
οι σκιές τρέχουν πανικόβλητες και μπαίνουν μες τους τοίχους
Μπαίνεις και ξαπλώνεις στο χαλί
σωριάζεσαι λιωμένος από αλκόλια
και μόλις πέσεις λιπόθυμος
οι σκιές επιστρέφουν και χορεύουν από πάνω σου
βγάζοντας μικροήχους, απαίσια τσιρίγματα
και αναλόγως των ορέξεων,
είτε θα σε χαϊδέψουν στοργικά
είτε θα σε ξυπνήσουν βίαια το βράδυ,
δείχνοντάς σου την πραγματική, απαίσια μορφή τους:
Εσένα στο καθρέφτη.
(Επαναλαμβάνεται επ αορίστου)


-Σκηνή 3
Μεγάλη αλάνα.
Καμμένα στάχια παντού, στάχτη στην ατμόσφαιρα
Στο βάθος, ίσα ίσα, σα κουκίδα, αχνοφαίνονται φιγούρες
να τριγυρνάνε σε κοπάδιασα μυρμήγκια
Αριστερά, μια σειρά ανεμόμυλοι που φέρνουν σβούρες
ρυθμικά, αργά, με θόρυβο αντίστοιχο
του να πατάς σε ξερά χόρτα το καλοκαίρι.
Κάθεσαι και παρατηρείς, απλά παρατηρείς
καθισμένος στα στάχια
Η κίνηση των ανενόμυλων σε κάνει να αισθάνεσαι γέρος
και κουρασμένος
αλλά ταυτόχρονα, παρατηρώντας τα κοπάδια από φιγούρες στο βάθος,
χαμογελάς και αισθάνεσαι ολοκληρωμένος για πρώτη φορά
μετά από καιρό.


-Σκηνή 4
Παλιός πεζόδρομος. Έχει λάμπες. Πολλές λάμπες.
Μεγάλα κόκκινα φώτα στα αριστέρά,
μπλε λάμψεις λυκόφωτος στα δεξιά,
άσπρη ομίχλη ευθεία μπρος
και κατάμαυρο, πίσσα σκοτάδι προς τα πίσω.
Πουλιά πετάνε από περιοχή σε περιοχή
και από χελιδονάκια
γίνονται εξωτικά αφρικανοπούλια
και οταν γυρίσουν πίσω,
προς το μαύρο,
απανθρακώνονται στιγμιαία
και ο σκελετός που μένει
είναι αυτός ενός νεογέννητου παιδιού.
Κάθεσαι στη μέση και προσπαθείς να αλλάξεις λάμπες
κλωτσώντας αδέξια τους σκελετούς των παιδιών
που σχηματίσανε βουναλάκια τριγύρω σου


-Σκηνή 5
Μεγάλος ωκεανός.
Με σειρές, σάρκες γης μακρουλές,
να σχηματίζουν σειρά, μία πίσω απ την άλλη.
Στο ενδιάμεσο κολυμπάνε τσούχτρες
μεγάλες τσούχτρες
μικρές
τσούχτρες εξωγήινες, με ουρές
ή κολλημένες σαν αλυσίδα, μαζί
σιαμαίες τσούχτρες
τσούχτρες-τιτάνες που πιάνουν όλο τον ωκεανό
(αλλά στέκουν σιωπηλές κι ακίνητες
σα να ονειρεύονται ενώ είναι νεκρές
όπως έλεγε ο μπάρμπας κάποτε)
και το πιο τρομακτικό ίσως,
τσούχτρες με μάτια ανθρώπινα.
Μια σειρά από άντρες, ντυμένους με προβιές
και χιτώνες πορφυρούς
με μάσκες οξυγόνου και ουλές τεράστιες στις κοιλιές
κάθε φορά που ο αέρας τους σήκωνε τα ρούχα
σε διατάζουν να κολυμπήσεις εκεί μέσα
και εσύ τρέμεις
όχι επειδή ίσως σε σκοτώσει κάποιο απαισιούργημα από δαύτα,
αλλά για να μη κολυμπήσεις δίπλα από τις τσούχτρες με τα μάτια
και αυτές απλά
σε κοιτάξουν

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Υγρά μπαρούτια και κανείς τριγύρω να ρουφήξει



Θα θελα σα δαιμονισμένος να γραφα μπαρουτοκαπνισμένες ιστορίες σήμερα
για τσιγαρίλα στο μπαρ, για "εξτραβαγκάντζες" του τίποτα που σβήνουν
όπως οι ήρωες της Ιστορίας σε μια κόλλα χαρτί,
για φιγούρες που χορεύουν μπρος απ τα τραπέζια,
προσφέροντας αφιλοκερδώς καθημερινές εμπειρίες ζωής.

Ποτέ δε μπόρεσα να γράψω μπαρουτοκαπνισμένες ιστορίες όμως.

Μόνο για το πορτοκαλί το βαθύ,
από τη λάμπα πετρελαίου στο τραπέζι,
που σβήνει αργά και μελετημένα
όπως και οι ανάσες ενός ατοιμοθάνατου.

Το καφέ και κόκκινο της μπάρας της ξύλινης
από τις αντανακλάσεις του τίποτα
δηλαδή εμάς
και του όλου,
δηλαδή των άψυχων αντικειμένων, σε κύκλους, σε κύκλους τριγύρω.

Το χρυσαφί που σιγοκαίει
στην άκρη φτηνών τσιγάρων
και απλώνεται από το λαιμό ως τα πλεμόνια
σαν φασαριόζος συγγενής σε οικογενειακό τραπέζι
που τον δέχεσαι χαμογελώντας
ενώ πονάς.

Το βαθύ μπλε του ορίζοντα
με μορφές να σούρνουν δερβίσικες φιγούρες
και πλοκάμια του "ίσως" να στροβιλίζονται αυτοβούλως
σιγομουρμουρώντας σου:
¨τίποτα δεν ειν εδώ
παρά τα ίδια και τα ίδια όπως πάντα"
Φχαριστήσου λοιπόν την απάτη.
Δώρο πολύτιμο.

Για τα μπουκάλια τα άδεια στα ράφια για ντεκόρ
που μετά από λίγο μοιάζουν με στόματα εμβρύων
σε σειρές, σε σειρές,
να περιμένουν το βυζί απ το Παράδεισο να το αρμέξουν με τα χείλια τους
φτύνοντας ενίοτε σταγόνες στα πλακάκια
παγίδες για μας, τους αμαθείς.

(66 είναι απ' αριστερά πάντως.
Τα μέτρησα ξανά σήμερα.)

Για την στιγμή που καθορίζει τα πάντα.
Που σου βγάζει το ενδότερο,
τη φωτιά στον ουρανίσκο που σου καίει κάθε μέρα,
και σε μετατρέπει, έστω και για λίγα δεύτερα,
στον ήρωα της δικιάς σου, προσωπικής ταινίας
(έστω και για λίγα δεύτερα)
Το τσακάλι το μικρό, και όλο το μπαρ γεμίζει άμμο
και θυμίζει έρημο.

Και αν σε αυτή
τη γλυκόπικρη,
πολύτιμη,
αγία στιγμή,
κατανοούσες κιόλας φίλε μου,
όλα αυτά που
κρύβεις
κάθε μέρα κάτω απ τα φουστάνια
της καθημερινότητάς σου,
ότι θα πρεπε να χοροπηδάνε σε άσπρα πέπλα
σαν ελιές μετά από ματσουκιές
δε θα χες χρόνο να γκρίνιαζες για τίποτα.

Αλλά τώρα γκρινιάζεις.
Και έτσι είναι καλύτερα.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

500 kms of Nails


Bleeding through a cancerhorse
Absorbin' life, like a sin.
Motherless dog seeking for a silver meaning
Sipping shame for two.

Limbs announce their once lost pride
towards a name, towards a meaning
Tires smashing every inch of satisfaction
towards a name, towards a number

Our old man, "Motherfucker"
spitting nails, spitting tar.