Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Γράφεις; Πούλα μούρη!



Αφορμή για αυτό το αρθράκι, είναι μια λογομαχία που είχα πριν λίγο καιρό με έναν νοματαίο επί του θέματος (και ήμουν ελάχιστα μεθυσμένος για να την ξεχάσω την επόμενη μέρα, ως είθισται). Είμαι ψιλιασμένος ότι οι μισοί που κάνετε τη τιμή στο σκουπιδότοπο μπλογκ μου να τον τσεκάρετε, παράλληλα γράφετε κιόλα- για διάφορους λόγους, και μαγκιά σας και μόκο μου. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα λοιπόν παλαιότερες αναρτήσεις και comments (ναι, το χω αυτό το ψώνιο), έπεσα πάνω στο εν λόγω comment (λες κι έχω πολλά- είδες τι σου είναι η σωστή παρουσίαση) από το κείμενο που χα αναρτήσει για το Μπουρανί το φετινό:

Ανώνυμος/Ανώνυμη:
Δεν θα γίνεις ποτέ o bukowski που ονειρεύεσαι μικρέ!

Και με έβαλε σε σκέψεις λοιπόν. Όχι τίποτα φάσης "επανεξέταση στόχων", "αλλαγή πλεύσης", "εσωτειρκή πάλη", "το θαλάσσιο το μονίμως αντιδραστικό" και τέτοιες πίπες. Ούτε καν για το αν τελικά ονειρεύομαι να γίνω ο Μπουκόφσκι (φαντάζομαι οι αναγνώστες μου το ξέρουν καλύτερα από μένα;). Αλλά για το "Μπουκόφσκι" του θέματος γενικότερα, όσον αφορά το φτύσιμο λέξεων στο χαρτί ή στην οθόνη, με δαχτυλοματσουκιές στο πληκτρολόγιο.

Και να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου εξαρχής: παίζει αυτό το κείμενο να μην αφορά κανέναν σας, μορφωμένα και καλαίσθητα άτομα σαν είστε (ειδάλλως δεν θα αράζαμε όλοι μαζί παρέα δω μέσα, σωστά;), και δεν είναι ούτε καν "απάντηση" και "γιο στην είπα" στον φίλο/φίλη Ανώνυμο Σχολιαστή του οποίου το comment και καταχράστηκα σαν παρουσίαση για αυτό το κείμενο (δεκτά όλα τα σχόλια και μαγκιά σας) και να με συγχωρέσει γι αυτό.

Είναι περισσότερο ένα μακροσκελές "σιχτιριμίρ" που ίσως γουστάρετε.
Και δεν έχω πιει αρκετά για να αρχίσω τους χείμαρρους ομοφυλοφιλικής ποίησης για πορτοκαλιά φώτα σε μπαρ και χελιδονάκια, όπως γίνεται αυτή τη περίοδο- από αύριο-μεθαύριο πάλι παληκάρια, μη μου ταράζεσθε.
Άλλωστε, μαζί τα βλέπουμε όλα τριγύρω μας.
Καπάτσοι μου σεις, να σας χαρώ, να πούμε.

*Το λοιπόν.
Υπήρχε κάποτε μια έννοια. Μια συμπαντική δύναμη. Που γεννήθηκε θαρρώ πριν τον άνθρωπο. Αλλά με το που πατήσαμε το πόδι μας στο φρέσκο κοκκινόχωμα, θα λεγε κανείς πως αυτή η έννοια, η δύναμη, μας καταχράστηκε σα γένος, και πήρε πλήρη υπόσταση μεμιάς. Η "παρακμή" που λεν και στο χωριό μου. Η παρακμή υπήρχε από τη στιγμή που το πρώτο τσουκνιδόχορτο του Οκτώβρη μαράθηκε, πριν καν προλάβει να το κατουρήσει στεγόσαυρος με ακράτεια. Αλλά σαν πήρε χαμπάρι ότι ένα νέο ζώο κυκλοφορεί στη πιάτσα, ένα μεγάλο ρεμάλι σα ράτσα, που κυνηγάει με ροπάλια και έχει μια τάση να κάνει σουβλάκι ό,τι έχει γεννητικά όργανα ασχέτως προέλευσης, ξεσπάθωσε. "Ώπα, δω είμεθα. Μαλάκα, δω είμεθα σου λέω, άραξε".

Φορέας. Γίναμε ιδανικότατος φορέας αυτής της έννοιας, μιας και, ω θεοί, από κάποιο διεστραμμένο συμπαντικό ανέκδοτο, κάποιος, κάτι, αποφάσισε ότι είμεθα σε θέση να ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΙ. Με τι; Με ΛΟΓΙΚΗ. Χαρές και πανηγύρια στα φωσφορούχα υπερόντα με τις τανάλιες στα χέρια και τα πλοκάμια στο πηγούνι- εδώ γελάμε φίλε Νιαρλαχοτέπ, ή, όπως τον γράφανε στις ελληνικές προχειράτζες-μεταφράσεις Λαβκραφτ του τότε (νουβέλλες λέει), ούτε καν "Νιαρλαχοτέπ", περισσότερο "Νρλχτπτπφφπτ" (αληθινή ιστορία).

Στη συνέχεια, και θα μου επιτρέψετε να τρέξω λιγάκι καθώς η ανασκόπηση της ανθρώπινης εξέλιξης στην Ιστορία δεν είναι δουλειά που πρέπει να παίρνεις στο χαλαρό και είναι τόσο βαρύ καθήκον στους ώμους που αν είσαι από χωριό σε γονατάει χάμου άνετα, στη συνέχεια λέγω, αρχίσαμε να τα τσινάμε και καταλήξαμε στο ότι, τι πιο kewl και υπεράψογο από το να αυτοφυλακιστούμε ανάμεσα σε γκρίζες ταφόπλακες με παραθύρια, και να στοιβαχτούμε σα τ'αρούρια στη σκιά τους. Θεσπίσαμε νόμους, οκέη, βγάλαμε πρότυπα συμπεριφοράς γενικώς σεβαστά και λειτουργικά για να συνεχίσουμε να ζούμε σαν αρούρια, νοπρόμπλεμ. Αλλά η παρακμή συνέχισε να μας κρέμεται απ' το κώλο σα ζοχάς συνταξιούχου ταυρομάχου.

Τώρα, δε θέλω να φανώ μηδενιστής. Ούτε δήθεν ελευθεριακός, ούτε δήθεν αντιδραστικό αρχίδι. Μ'αρέσει η εποχή μου. Δεν μπορούσες ποτέ άλλοτε να βλέπεις στο τετράγωνο μαγικό κουτί των θεών κοπέλες να κλαίνε για ηλίθιους λόγους και εσύ να λιώνεις στα χάχανα. Ούτε να σε αξιώσει ο θεός πριν να μπορείς να είσαι σε θέση να παραγγείλεις μέσω τελεμάρκετεν δονούμενο ξεφλουδιστή αβοκάντου που λάμπει στο σκοτάδι και χρησιμεύει και σαν όπλο για να απωθήσει βιαστές. Γουστάρω την γκρίζα εποχή μου, αν μη τι άλλο, επειδή έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια μια μικρο-ειρήνη: δε την ενοχλώ παραπάνω απ' όσο πρέπει, κι αυτή το μετριάζει απ τη μεριά της στο επίσης ελάχιστο. Αλλά ένα μανίκι, είναι ότι κάποια στιγμή, το εργαλείο που παλιά λεγότανε "ρόλος", μας ανέβηκε στη πλάτη και μας χαμαλίκωσε ασύστολα. Το ανθρώπινο ον, όσο και να λέει ότι διασκεδάζει με όλα, ακόμα και στα δύσκολα, πήρε τον εαυτό του, άκυρο, την περσόνα του, τόσο σοβαρά, που στο τέλος απορροφήθηκε από έναν κόσμο ιδεών που ούτε καν το ίδιο δε μπορεί να συλλάβει το εύρος του. Ο μπερτόλδος του ψες φοράει τη προβιά του εμπειρογνώμονα του σήμερα και κάνει παιχνίδι- αλλά με τα αλλαξοκωλίκια δαύτα απομακρυνόμαστε από το θέμα, και εν πάσει περιπτώσει, αν θέτε αναλύσεις μακροσκελείς και επιστημονικές και δομημένες και με επιχειρήματα, αρπάτε Κορνήλιο Καστοριάδη την άλλη φορά και όχι Αρκά, απ το βιβλιοπωλείο.
(ο Αρκάς γαμάει κωλαρίνους).
Ο άνθρωπος, ο, Τεράστιοοοος, ο ΤΙΤΑΝΑΣ, το ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΓΗ, ο Εξολοθρευτής-Ράμπος και Κορνήλιος Αγρίππας και Μεγαλέξανδρος και Μίστερ Εθνικά Μπούτια και Μέρκελ και Τζιμπρίλ Σισσέ μαζί, φοβάται. Όχι υγιέστατα πλέον. Φοβάται την ιδέα του φόβου. Φοβάται να φοβηθεί, κι αυτό τον τρομοκρατεί διπλά, δεν αυτοεξουδετερώνονται οι δύο φόβοι όπως ίσως θέλαμε να πιστεύουμε. Φοβάται ότι στην επόμενη στροφή θα πεθάνει. Φοβάται ότι θα χάσει όλα του τα μπικικίνια, τον μπερντέ (παρέμβαση χωριού: μπελντέ/μπλεντάκο) με μια στραβή της Κυβέρνησης. Φοβάται ότι ο μονάκριβος κανακάρης του θα μείνει άνεργος ή ότι η κοπελούδα που ταϊζει από τότε που την εκτόξευσε η γυναίκα του από το μουνί της, θα γίνει του σκοινιού και του παλουκιού.
Και...και...και...
και φοβάται...και φοβάται...και φοβάται.

Δε φταίει μόνο αυτός.
Πόσες και πόσες φορές δεν ακούμε για έργο που ξεπερνάει τον εφευρέτη;
Ε, μας αξίζουν συγχαρητήρια και μια αντρίκια αγκαλιά/χτύπημα στη πλάτη μέχρι να μελανιάσουμε, γι' αυτό τουλάχιστο.

Έτσι λοιπόν, μέσα από τον φόβο του φόβου (ω φόβε, φόβε), φτιάχνουμε κάλυπτρα. Στέγαστρα. Όπως και όταν ψήνς λουκάνικα και σπάλες το καλοκαίρι σε παραλία και σε πιάνει κωλοβρόχι (αγγελοκατούρημα στην αργκό, κάποια αργκό). Φροντίζουμε, αν πιάσουμε την όποια καλή (a.k.a να έχουμε να τρώμε και παραπάνω), να ειδωλοποιήσουμε, και να αντι-ειδωλοποιήσουμε καταστάσεις, αλλά κυρίως πρότυπα. Στην περίπτωση της παρακμής, το είδωλο και το αντι-είδωλο θαρρώ πως ταιριάζουν απόλυτα. Ταυτίζονται.

Διατί ο τάδε ροκστάρ που χτύπαγε πρέζες απ τα 12 και τώρα μιλάει με στραβωμένο μουσχαρόχειλο, εκτός απ τη μουσική πάντα, είναι τόσο θελκτικός; Διατί ο δείνα κινηματογραφιστής που έζησε στην ακολασία και τον κυνήγησαν οι δαίμονές του με τη μορφή μιας άκρης μαχαιριού ομοφυλόφιλου πρώην εραστή, είναι τόσο μεγαλόπνοος και εμπνευσμένος.
Διότι έχουμε ανάγκη από είδωλα.
Είδωλα. Idols.
Να μας βυζάξουν. Να είναι ό,τι δεν είμεθα και δε θα γίνουμε ποτέ.
Όχι επειδή δε θέλουμε, πάντα.
Επειδή φοβόμαστε να σκεφτούμε καν ότι φοβόμαστε να προσπαθήσουμε
να γίνουμε σαν αυτούς.

Πριν συνεχίσω, δύο σημειώσεις: (1) αποφεύγω να είμαι απόλυτος σε οτιδήποτε, όπως αποφεύγω ας πούμε, να χώσω ένα αγγούρι στο κώλο και να προχωρήσω γυμνός, ψέλνοντας "Ο Μωάμεθ μου κρέμεται απ τα κωλομπίθρουλα" σε συνοικία μουσουλμάνων. Άρα παρακαλώ μη ψαρώνετε- όπως έλεγε και ο μέγας Πανούσης, history has always two points. I'll give you some points, from my point of view. (2) Η συνεχής αναφορά στο "εγώ", μιλώντας για αυτά κι αυτά, γίνεται σχεδόν αναγκαία- δε ξέρω κανέναν άλλο εκτός από μένα και τα τσακίρικά μου μάτια, άρα, πώς να μιλήσω για άλλους; ε; ε;

Πάμε.

Προφανώς, το να καθίσεις να ξεκωλωθείς στο γράψιμο για τη παρακμή γενικότερα, ιδίως στις τέχνες, μιας και είμεθα κουλτουριαραίοι όλοι μας δω μέσα, είναι μαζοχιστικότατο. Σα να διαβάζεις αυτοβούλως και επαναλαμβανόμενα, το "Πρόσκληση για τσάι" της Βέφας, κάθε μέρα. Ας το περιορίσουμε. Αμέ. Ας το πάμε για το γράψιμο. Αφού γράφετε. Δε γράφετε; Γράφετε. Πάμε στο γερό Μπουκόφσκι λοιπόν.

Θεωρώ ότι το 90% όσων διαβάζουν τον πορνόγερο, τόσα χρόνια ακόμα μετά το θάνατό του, το κάνουν ελαφριά τη καρδία. Το κάνουν επειδή, ξέρεις, ο Μπουκόφσκι μιλάει για πουτάνες της ζωής του, βρώμα, σαπίλα, αλκοόλ. Και οι περισσότεροι είμαστε πολύ τεμπέληδες για να υφάνουμε τις δικές μας ιστορίες. Θα το πω πολύ εγωιστικά, πολύ γουρουνίσια, πολύ άκομψα και ίσως σας ψιλοενοχλήσει, αλλά επίσης και με μεγάλη ειλικρίνεια: γιατί να διαβάσω τον Μεγάλο Χανκ για τα αλκόλια, ας πούμε, όταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου πλέον, η μέρα μου σβήνει από τις 8 το βράδυ, μεθυσμένα; Είναι λάθος να λέμε ότι σε μερικά πράματα, καλή ώρα με τα γραπτά αυτουνού, πρέπει να ξύσεις λίγο παραπάνω το δέρμα των λέξεων; Διαφωνείτε ότι υπάρχει απίστευτη μελαγχολία, και τέλειο άσπρο μαύρο λυρικότητας/κυνισμού/ευαισθησίας, ΑΚΟΜΑ και στα περισσότερα κέιμενα, που απλά περιγράφει πώς έκοψε τις παρανυχίδες του, ή πώς η γάτα του τού κατούρησε τον υπολογιστάτορα και τον πήγε για σέρβις; Θέλετε να τα δείτε αυτά γυμνά, ολόκληρα μπροστά σας; Πάρτε τα τελευταία που βγαζε, γέρος πλέον, που έβλεπε το θάνατο να τον κοιτάει απ' τις γωνίες του σπιτιού του. Ψυχή. Και αν τα διαβάσετε και πείτε, "Άλλος άνθρωπος", μάλλον βγαίνω σωστός και κεράστε με μια μπύρα όταν με πετύχετε (όπου να'ναι θαμαι στη πρωτεύουσα, υπ'όψην).
Άλλωστε, τα βιβλία του Μπουκόφσκι, έχουν καταλήξει σαν του Βελουχιώτη τις (αυτο)βιογραφίες, στη χώρα μας: κάθε βδομάδα βγαίνει και από ένα.

(και επειδή αυτό είναι interactive κείμενο πλέον, και πειδη ξέρω πώς σκεπτόμεθα όλοι, όχι, φίλε Ανώνυμε του σχολίου του καταχρασσόμενου παραπάνω, δεν το λέω το παραπάνω σαν απάντηση/να σε θήξω. Γκέγκε;)

Ο άνθρωπος εκμαύλισε ακόμα και την παρακμή την ίδια, και μια ωραία πρωία, κατασκεύασε το "ντεκαντάνς". Αυτό το νερουλό, απαίσιο, ψεύτικο πράμα, που ικανοποιεί μόνο γεροντοκόρες συναισθημάτων και οπισθόβουλους διαθέσεων. Το κάλπικο, το μηδέν. Το ζερό. Ο Μπουκόφσκι είναι τέλειο παράδειγμα λογοτεχνικής καύλας αναγνωστών του: είναι σκατόγερος και με το να διαβάζουμε τα σκατά του, έχουμε αυτόματα καϊλα, περιπέτεια, είμαστε περπατημένοι, στις γκρίζες, μαλακισμένες ζωές μας. Γιο. Γιο.

Βέβαια, με αυτή τη λογική, θα πρεπε όποιο ανίκανο καθίκι αποφασίζει να καταστρέψει τη ζωή του και να γίνεται λιώμα καθημερινά, και τυγχάνει να γράφει παπαριές, να είναι λογοτέχνης.
Για να δούμε:




Αυτό δημιουργεί περιπλοκές.
Διότι κάποια στιγμή, αποφασίζεις να γράψεις. ΣΥΝΗΘΩΣ (το τονίζω άγρια), για να γράψεις, έχεις μια φωτιά να καίει, σα κύριο μοχλό/δύναμη, από γραπτά "μεγάλων ανθρώπων" που έτυχε να διαβάσεις. Και πολλοί απ αυτούς τους κυρίους, όντας σε άλλες εποχές, ή άλλης αντίληψης, ήτανε σάτυροι, βιαστές, μέθυσοι, πρεζάκια, δολοφόνοι, καταθληπτικοί, μούρλοι- και πολλές φορές ταυτόχρονα, καταπληκτικοί γραφιάδες.
Ο επίδοξος γραφιάς μας, λοιπόν, τι κάνει;
Διότι απ τη μία, θαυμάζει το γεγονός ότι έχουν αυτό το μπαγκράουντ και γαμάνε και δέρνουνε, από την άλλη, είναι πολύ χέστης για να δοκιμάσει να χτίσει παρόμοιο χαρακτήρα. ΠΡΟΣΟΧΗ: ΔΕΝ είσαι πρόβατο για να αφομοιώνεσαι απολύτως, μεμιάς, από ό,τι λαμβάνεις. Αλλά με τη προοπτική του ότι δε σε αφορούν τα έκτρωπα του καθενός που θαυμάζεις, τότε ούτως ή άλλως είσαι ωραία και αυτό το κείμενο-κουβέντα δε σε αφορά.
Άρα, τι κάνουν;
Γίνονται και καλά, κοινωνοί του ακραίου. Του ντεκαντάς. Όχι της παρακμής.
Του ντεκαντάνς.
Πολλοί θα πιούνε 10 μπυρες ένα βράδυ (όχι παραπάνω), θα γίνουνε κώλος (και προφανώς θα κάμουνε μαλακίες διότι δε το ελέγχουνε καθόλου) και θα κομπάζουν μεθαύριο στους φίλους ότι "Μαλάκα, γάμησέ τα, λιώσιμοοοοο ρεεεε, παρακμηηηηηη", και θα κοπανήσουνε με περίσσιο θάρρος τα πληκτρολόγιά τους το ίδιο απόγευμα για να περιγράψουν τον άθλο τους.
Και το μόνο που θα καταφέρουν είναι να μοιάζουν με τις χίπισσες-νεραϊδογκόμενες (δεσποινίς Pooka δεν εννοώ σας) της καφετέριας που με αντρική φωνή ξερνάνε φράσεις τύπου "Μαλακαααααα, μανιταριαααα ειπε αυτοςςςςςς, ειναι ΚΑΜΜΕΝΟΣΣΣΣΣΣ ρε ΦΙΛΕΕΕΕΕΕ σαν εμααααααςςςς".
Ή θα τους γυρίσει Βασιλάκης Καϊλας και θα σου πρήξουν το πούτσο επειδή ένα απόγευμα βάλανε ένα σαλάμι λιγότερο στο τρίτο τους τοστ, ή ότι έκαναν μπάνιο με χλιαρό νερό αντί για τίγκα Κόλαση του Δάντη σε Τέσσερις Τοίχους. Ή επειδή έκαναν την αντρίκια κίνηση να την πουν στον εισπράκτορα στο λεοφορείο για σχολή που τους είπε κάτι για τις τιμές εισητηρίων.

Πήγαινε με τα πόδια, μαλάκα.

Αυτοί οι τύποι, κάνουνε ζημιά, παιδιά. Αν όχι τίποτε άλλο, γαμάνε την έννοια του βιβλίου. Πλέον όλα είναι σελίδες και εξώφυλο, εκτός κι αν έχει μέσα αλατοπίπερο.
Και όπου λένε "αλατοπίπερο", φυσικά, γι' αυτούς:




Ο φόβος σου να κοιτάξεις το αύριο, είναι το δηλητήριο που θα σε κάνει όταν γεννοβολήσεις (και σιγά "μη δε γεννοβολήσεις", αντιδραστικέ μου εσύ λογοτέχνη της μαγκούρας της μάνας σου) να σχηματίσεις και άλλες λεγεώνες κομπλεξικών, ακαλαίσθητων μακάκων που θα πετάνε τα σοβαροφανή τους κουράδια στα πρόσωπα περαστικών, τουριστών της τέχνης. Ο φόβος σου να ζήσεις όπως ίσως θες αλλά δε σε αφήνει ο ρόλος σου, είναι η λεπίδα με την οποία θα σκίσεις τις τύχες όλων όσων έχουν τη γκαντεμιά να συναναστρέφονται, ή θα συναναστραφούν μαζί σου στο μέλλον, με διάφορους τρόπους.

Μπορείς για αρχή, πριν γράψεις, να επαναλάβεις το mantra με τον παπαγάλο:




Μετράει, δουλεύει.
Αλήθεια.

Από κει και πέρα, κλείνοντας ένα τεράστιο κείμενο, πειδή κουράστηκα, θα θεσπίσω σε παρόμοιες καταστάσεις σιχτιρίσματος, από σήμερα, τα Ειδικά Βραβεία Κωλοδαχτυλιάσματος (Ε.Β.Κ).




Τσαφ!
Πάρτα.

Κανονικά θα πρεπε να πέφτανε και άλλες ξήγες, ότι καθείς επιλέγει τι θέλει σα σκεπτόμενο άτομο, ότι όχι το μπεκρούλιασμα δεν είναι λύση για τίποτα συνήθως και δεν προτείνεται γενικώς, ότι οι εμπειρίες δεν είναι στραγάλια και η προσωπική έστω πρόοδος αυτοσκοπός,
και
μπλα
μπλα
μπλα
μπλα
μπλα

Μπλα.

Αλλά τα ξέρετε ήδη.
Φυσικά και τα ξέρετε ήδη.
Μη κουραζόμεθα λοιπόν.
Κρίμας είναι.

Άντε, αύριο πάλι.
Ωραία ήτανε σήμερα ε;
Αύριο μεθυσμένα ποστ πάλι,
να ταϊσω και το μπουκοφσκικό ντεκαντάνς μου πάλι ;)

(χρησιμοποίησα φατσούλα σε κείμενο.
τόσο ποταπός πια)

Καλενύχτες.

6 σχόλια:

Flonsavardu είπε...

λοιπόν. ας σου πω για το μπουκόφσκι. η μόνη μου επαφή με τον μπουκόφσκι ήταν πρόσφατα, που προσπαθώ να διαβάσω το "γυναίκες", κάθε τρίτη και πέμπτη που έχω να κάνω 1,5 ώρα λεωφορείο για το μεταπτυχιακό. και λέω "προσπαθώ", γιατί μετά από το πολύ δέκα σελίδες με εκνευρίζει και το κλείνω. δεν ξέρω ίσως δεν είμαι σε φάση για μπουκόφσκι και τέτοιες ανθρώπινες ωμότητες, αλλά δεν γούσταρα καθόλου τη γραφή του. ή μάλλον ο τρόπος γραφείς ήταν μια χαρά, αυτά που έλεγε δεν μου άρεσαν. πάντα έλεγα ότι δεν ξέρω καθόλου τους άντρες, αλλά αν είστε αυτό, καλύτερα να μην σας μάθω και ποτέ.

τώρα όσον αφορά το κείμενο σου, ήταν από τα πολύ ωραία, αλλά ήταν τόσο μεγάλο που δεν ξέρω τι να σχολιάσω. σίγουρα όμως τα λες καλύτερα ξεμέθυστος, να το καθιερώσεις.

Λιος είπε...

Σε κατανοώ πλήρως. Μη φανταστείς ότι είμαι ο μέγας λάτρης του Μπουκόφσκι, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το καλύτερο παράδειγμα που μπορούσα να σκαρφιστώ για το κείμενο.

katerina είπε...

Να πω την αλήθεια μου δεν είχα καν ακουστά τον Μπουκόφσκι.Ίσως κάποτε,κάπου διαβάσω..
Μου άρεσαν απίστευτα πολύ τα "ηχητικά" σου εφέ και το φωτογραφικό σου υλικό..Όσο για τις σκέψεις σου δεν ξέρω που να πρωτοσταθώ. Άλλωστε το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο θεός..

Λιος είπε...

Σχεδόν ευχόμουν με το Νικόλα στο comment σας αυτό να είχατε αναφέρει έστω κι έναν αριθμό x,
ώστε να μπορούσα να έλεγα σαν απάντηση τώρα, "x κλωτσιές θα φάτε", χα!

Ανώνυμος είπε...

me ekanes diasimo!
kati den mou arese omws i frasi goustarete pou xrismopoieis 1) goustarete=goustaroun polloi ean to exetasoume apo tin pleura tis suntaxis!oi polloi poioi einai esu kai oi pente gnwstoi sou pou grafoun comment kai egw o/i kammenos/ni?
2)ontws xenyxtas gia na ta grapseis afta i vazeis xypnitiri?oi prwtes prwines wres einai pio piasarikes ean nai na to xerw?
3)makari na mporousa na grapsw ta grammata aftou tou comment me grammata kommena apo diafora periodika gia na fainetai pio apeilitiko!
thelw na grapsw kia alla re gmt alla den exw xrono!
σιγκνατσουρ Ανώνυμος/Ανώνυμη:
Δεν θα γίνεις ποτέ o bukowski που ονειρεύεσαι μικρέ!

Λιος είπε...

Ανώνυμος/Ανώνυμη σίγκνατσουρ "Δε θα γίνεις ποτέ ο Μπουκόβσκι που ονειρεύεσαι μικρέ": η συνεχής χρήση της λέξης γουστάρετε μου'μεινε μάλλον απ το χωριό, όπου παλαιότερα οποιαδήποτε ερώτηση/φράση πεις, τελειώνε με ένα "γουστάς;", "γουστά(ρε)τε;" και τα ρέστα. Κακές συνήθειες.
Και απ'αυτούς που γράφουν comments πλέον, μόλις 1 άτομο έχω γνωρίσει! Και αυτό δε φανερώνει εντιμότητα προθέσεων και τέτοιες μπαρούφες, αλλά ότι μάλλον και οι ίδιοι οι γνωστοί/φίλοι μου γράφουν στ'αρχίδια τους τον σκουπιδότοπο αυτό.

Όσο για την ώρα αναρτήσεων, γενικώς με τον Μορφέα δε τα πολυπάω καλά για διάφορους λόγους. Μεγάλη κουφάλα ο Μορφέας.