Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Εσύ τι;

Πολυκατοικίες γεννιούνται/Η μέρα της Χωλέρας/ Είναι τρομακτικό, είναι. Όταν βλέπεις μια πολυκατοικία από τα μπετά, παρακολουθείς τρόπω τινά το έμβρυο από τη μήτρα και ξαφνικά το βλέπεις δίπλα σου, τεράστιο, χοντρό, σκληρό, δίχως να ανοιγοκλείνει τα μάτια καν/ Σκελετός τεράστιος που τον συναρμολογούνε, Μάγδα, ακούς;/ Και να μου κρύβει τη θέα/ Από τη Πανδώρα στο φεγγάρι, με το μπλε ανοιχτό εσώρουχο, τα μικρά της στήθια γυμνά/ Ταλαίπωροι γαμωσπιτάδες με μασημένα κομμάτια σουβλάκι στους κυνόδοντες/ Επιστήθιοι φίλοι όσων ποτέ δεν φώναξα παρά ψιθύρισα, στην μαστουροντάγλα μου, στον αλκοολοσοδομισμό μου/ Και ο παλιόφιλος ο Λεγεών να με κοιτάει κάθε τόσο, να μου χτυπάει τη πλάτη, και να λέει/ "Πουστράκο, κοίτα πώς ξεχύνεται η πόλη σαν γαλάζιο πέπλο"/ και να ξερνάω, να ξερνάω, να ξερνάω, να ξερνάω

Τόσο ειλικρινής ο πούστης στο πεζοδρόμιο με τα σάπια δόντια/ όσο και οι ελιές στο πούτσο μου, φακίδες τέσσερις/ σα το Γιαρουζέλσκι που έμεινε να κάνει τραμπάλα σε πολωνικές παιδικές χαρές/ ενώ οι κοκκινοτσολιάδες τον αρπάγανε απ'το χέρι/ τραβεστί βαμμένα με στολή ισχύος/ και του φωνάζανε, "Αρκετά! Σπίτι τώρα, ακούς;"/ Ετοιμοπόλεμα τσουτσέκια με σουβλιά στο χέρι/ έφοδος ο ένας στον άλλο στη μέση της αρένας/ και από πάνω, 20,000 αντανακλάσεις του Εγώ να ουρλιάζουν με γυναικουλίστικες τσιρίδες/ θάνατος στους πολιορκημένους, θάνατος, άντερα και δυσωδία παντού/ και να κυλάει το σκατό στα μπούτια του άτυχου τυπάκου που έμεινε καρφωμένος στο έδαφος/ ενώ ο μαντραχαλάς με τη μάσκα από κοχύλια τον σημαδεύει με το ατσάλινο ματζαφλάρη/ "Εσύ τι θα κανες;"

Πήλινες ψωλές και κυκλώματα από χαλασμένο τρανζιστοράκι/ πρασινοπά μάτια διεσταλμένες κόρες/ η φρίκη η ίδια σε μικροπροσφορές/ με το κιλό/ με το σαράκι στα αυτιά νεογέννητου/ που πιπιλάει ακόμα βυζιά άγνωστα/ εκεί ανάμεσα τρέχει το πιο κρυστάλλινο ρυάκι/ ψιθυράει ακατάπαυστα, μελετάει τους πάντες/ ξεφουρνίζει αναίσχυντα μυστικά και όρκους νεοερωτευμένων/ και αυτοί που είδαν την αντανάκλασή τους μέσα/ βουτάνε για να τη σώσουν/ οι ηλίθιοι/ οι ερωτευμένοι της πλάσης όλης/
"Εσύ τι θα'κανες;"

απότομα

Προχτές έπιανα κουβέντα με γυναίκες που δεν γνώριζα, ήξερα ότι έπρεπε να τις βοηθήσω με κάτι, δε θυμάμαι με τι, έμοιαζαν πλαδαρές και γεμάτες μελανιές από τις κακουχίες, μα την επόμενη στιγμή φαίνονταν λυγερές και δροσερές, καλοαναθρεμένες και ορεξάτες για οτιδήποτε. Στη συνέχεια απλά άρχισαν να μου πέφτουν τα δόντια, ή κάποιος μου τα έβγαζε με νεύματα- έπιανα το στόμα μου και αισθανόμουνα τις πληγές-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Ακόμα πιο πριν, ήμουνα σε ένα μεγάλο οικισμό, σαν κολλέγιο, με κήπους και ανοιχτές περιοχές, αλλά όλα ήταν κατάμαυρα, ενώ δεν ήταν βράδυ- ο ήλιος μας έκανε στριπτίζ συνεχώς. Ήταν όλοι οι παλιοί μου συμμαθητές- δυο τρεις καλοί φίλοι από το λύκειο δούλευαν σε ένα λατομείο (κρυφό από τους άλλους-η είσοδός του, πίσω από ένα μεγάλο θάμνο), ήθελα να πάω να τους δω, αλλά δε πήγα. Οι υπόλοιποι απλά με ενοχλούσαν επίτηδες, για κάποιον ακατανόητο λόγο, μου κάνανε χειρονομίες και με σκουντάγανε δυνατά, απρόσμενα. Ήμουν γυναίκα- δε ξέρω πώς και γιατί, εξωτερικά ήμουν ο ίδιος βρωμοπίθηκος που είμαι πάντα, μα εκεί ήμουν γυναίκα, και ήμουν μέσα σε ένα αμάξι με έναν θηριώδη μαύρο- μάλλον παίχτης ράγκμπυ- και ψάχναμε πού να παρκάρουμε για να γαμηθούμε χωρίς να μας δει κανένας-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Λίγες μέρες πιο πριν από το προαναφερθέν "πριν", είχα στη κατοχή μου μεγάλη ποσότητα μαριχουάνας, σε ένα τεράστιο σακουλάκι. Έμοιαζε με ρίγανη περισσότερο, μα το γεγονός ότι την έκρυβα τόσο πολύ και ήμουν τόσο αγχωμένος, προϊδέαζε για άλλα. Ο Μάνος απ το χωριό ήταν μαζί μου. Όπως περπατάγαμε, το σακουλάκι σκίστηκε, μαριχουάνα άρχισε να χύνεται παντού, οπότε αναγκαστικά άρχισα να την αποθηκεύω μέσα στο στόμα μου, τα μάγουλα μου φούσκωσαν και όποτε μίλαγα έφτυνα πρασινάδα, και μέσα στο μποξεράκι μου, τα παπάρια μου εξωτερικά έδειχναν παπάρια γίγαντα. Προχώραγα και έχυνα μαριχουάνα από παντού, ήξερα ότι πλησιάζουν να με μαζέψουν-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Τέλος, πάνω κάτω στην ίδια χρονική περίοδο με τα δυο προηγούμενα "πριν", ήμουνα σε ταράτσες ιαπωνικών παραδοσιακών οικισμών, και έπαιζα με γνωστούς και αγνώστους με νερομπάλονα. Η διαφορά είναι ότι, όταν σε πετύχαιναν, σε σκότωναν, δε σε έβρεχαν απλώς. Προσπαθούσα να προφυλαχθώ, και ένας συγχωριανός, φαφλατάς και μίζερος και στην κανονική ζωή, μου έσπαγε τ'αρχίδια, μιλώντας μου για μουσική με ύφος χιλίων καρδυναλίων, τη στιγμή που έπρεπε να έχω τη προσοχή μου απίκο. Και είδα ένα νερομπάλονο λίγο πριν σκάσει στα μούτρα μου-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Ημερωμένα Λόγια8

Μπεζ ανοιχτά τραπεζάκια που αντανακλούν με βουλημία και την τελευταία σταγόνα από τον ήλιο της Πέμπτης πάνω τους, παρόλο που είναι από πέτρα. Ντουνιάς ανεμοδαρμένος από χάρτινους πειρατές, πλέον χέζουν στις σημαίες τους και πετάνε τα σκατά τους παντού τριγύρω, σημαδεύοντας τα γυναικόπαιδα πρώτα. Ταβέρνες συναρμολογημένες από ψαροκάικα ενωμένα, τρίζουν κάθε 5 δεύτερα, και η μικρότερη κλανιά αποτελεί σημάδι αυτοκτονίας. Πολύχρωμοι τελάληδες μιζέριας, με μουστούμια ή με άπλυτα κουρέλια, ζητάνε σεβασμό σε πράξεις ή σε συνάλλαγμα. Μια γιαγιά από δίπλα, με κάτασπρο μαλλί τίγκα στη λακ και βιολετί πουκαμίσα, προσπαθεί να διώξει ένα αδέσποτο σκυλί από δίπλα της- όταν δε το καταφέρνει με κραυγές, βγάζει το γοβάκι της, με το θεόρατο τακούνι από ατσάλι, και το κοπανάει με δύναμη στο κεφάλι του σκυλιού, καρφώνοντάς το θανάσιμα, αφήνοντάς το νεκρό στο πεζοδρόμιο. Η ειδική ομάδα "Σέρβις/Απολυμάνσεις/Κορνητοποιήσεις" της καφετέριας καταφτάνει σχεδόν αμέσως, με τις μάσκες οξυγόνου πάνω από τα ατσαλάκωτα πουκαμισάκια (απ'τις τσέπες των οποίων ξεφυτρώνουν ακριβοί, επιχρυσωμένοι στιυλοί και μαραμένες βιόλες), και μαζέυει το πτώμα μέσα σε σκουπιδοσακούλα- αργότερα εθεάθησαν να το ρίχνουν σε μια ειδικά διαμορφωμένη καταπακτή στη κουζίνα του μαγαζιού, μαζί με ένα βουνό από νεκρά γατιά, σκυλιά πίνσερ-νάνους και μετανάστες. Τσιμουχόχρωμος αισθανόμουνα όλο το απόγευμα, μανάρα μου, αλλά "Εσύ τι θα έκανες"; Ο μπάρμπας με το παχύ μουστάκι και την πράσινη μπλούζα, σχεδόν χαρακτήρας από κόμιξ, κάπνισε τη πίππα του άλλη μια φορά, μετά συνέχισε να μιλάει στο παλαιολιθικό κινητό του σε μέγεθος ντουλάπας, ψελίζοντας συνέχεια, "Πρόβλημα. Μεγάλο πρόβλημα Θανάση. Πρόβλημα". Στη συνέχεια πέταξε δυο κέρματα στο τραπέζι και απομακρύνθηκε χασκογελώντας.

Καφεϊνη για τις κωμάρες, μανάρα μου, κανενα γιατρικό για τις σηκωμάρες όμως. Ραντάρ υποβρυχίου, ένστικτο αγριόγατας- πέφτω έξω. Ξαφνική σκοτοδίνη, κούραση υπέρμετρη για την ακρίβεια που εξαπατά το μάτι. Γιατρικό για τις σηκωμάρες, κανένα όμως, ακόμα και αν άφηνα την τελευταία μου πνοή εκεί, από ένα παιχνίδι της τύχης.

Παιχνίδι της τύχης. Όταν οι θεοί, ή όπως θες πες τους, γυρνάγαν τον τροχό της Θνησιμότητας και Δημιουργίας, κάθε 20,000 "κομμάτια" είτε τα προικίζαν με απίστευτο ταλέντο, είτε τους έδιναν αναπηρίες με το τσουβάλι. Όταν έλαχα εγώ, να μετενσαρκωθώ σαν Ηλίας, ήταν η σειρά των αναπηριών. Γέλασαν μέσα από τα δόντια τους, και έριξαν τα ζάρια, κάθε συνδιασμός και πιθανός τύπος αναπηρίας. Ντόρτια: ανικανότητα όσφρησης. Στραβομουτσούνιασαν απογοητευμένοι, έριξαν δυο βλαστήμιες που δεν ήταν τόσο διασκεδαστικό το αποτέλεσμα, και με έστειλαν στη Γη. Στα τσακίδια. Δε μας έκανες να γελάσουμε αρκετά.

Καλό. Δε μπορώ να μυρίσω το σπίτι, ούτε το σώμα της γκόμενάς μου, που όπως λέει, μυρίζουν όλα τριαντάφυλλο. Μπορώ όμως να πιάσω και να αισθανθώ τριαντάφυλλο, αν θέλω. Γαμώ. Γιατρικό για τις σηκωμάρες, κανένα. Και πάλι καλά να λες.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

The Algebra of Need


Seven faces, every time they moan
a motion is born.
Seven faces, a sun above the limbs
of an infinite infant.
Seven faces- the faces of total need
regulating aspirations, forming syllabes
responding to sounds bizarre.

7 voices as one,
a rat made king when bestowed with the proper mountain view,
collective unconscious of the vermin
bluffing its way around the hive

7 moans as one,
dodecachedral martyrs, drones of forgotten Queens
mistaking their blood with honey,
collecting the sighs of their brothers

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

Jonah grins


Broken ones. Zealots marching down the street,
the flesh of their fathers as a banner,
of struggles unfinished, of chariots left in the dust,
of sounds that turned to sand.

Nameless ones. Zealots shedding skin,
fingernails as deities
to surpress our need to regret,
everytime we swallowed Jonah in our Leviathan bellies.

They sacrificed the floods,
to nurture the Truth above.
But to their own surprise,
there CANNOT be two skies.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Νέο Burnt By The Sun

Το νέο Burnt By The Sun, "Heart of Darkness", γαμεί μανούλες.
Σοβαρά, όμως. ΤΣΕΚ ορ ΝΤΑΗ.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Ημερωμένα Λόγια8

Ήδη ο πολλής κόσμος έχει πουλέψει από Νεράντζα. Αξιοπερίεργο, καθώς σε 2 μέρες έχουμε 15αύγουστο, περίοδος που ανέκαθεν το χωριό γέμιζε ως απάνου. Υπάρχει και το ενδεχόμενο βέβαια αύριο και μεθαύριο να εμφανιστούν όλοι μαζί. Πελατειακή λογική για το χώρο που ζεις, το αναγνωρίζω, μα τι άλλο να κάνεις, όταν τον αγαπάς; Κάποτε αράζαμε όλοι στην εκκλησιά (διότι αρνούμαι τον Άγιο Βλάση να τον πω "εκκλησία"), τα βράδια, και μαλακιζόμασταν. Είμασταν, όλοι οι Νεραντζιώτες, μικρότεροι και μεγαλύτεροι ηλικιακά, μαζί με τα παιδιά των παραθεριστών του καλοκαιριού, ψευτογκομενίζαμε, αμπελοφιλοσοφούσαμε (τότε το καίριο θέμα ήταν η heavy metal), παίζαμε κρυφτοκυνηγητό και ποδόσφαιρα, ενίοτε ρίχναμε ξύλο και ο ένας στον άλλο. Από ένα σημείο και μετά, "μεγαλώσαμε". Και ναι, δεν είμαστε και της ηλικίας του Βελουχιώτη, μα έχει πλάκα, να βλέπεις τους μισούς να εξαφανίζονται μυστηριωδώς, μια για πάντα, τους άλλους να έρχονται αραιά και που, βαριεστημένα, στα clubs της διπλανής πόλης, και τους υπόλοιπους από εμάς να ασχολούνται με τις έξεις τους, μονομανείς κηφήνες. Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι οι Iron Maiden (μα πολύ Maiden αδερφάκι μου), τις κρυψώνες μέσα στα κτήματα 1 η ώρα το πρωί, την αδιαφορία (ή ανικανότητα, μη χαϊδεύουμε τα μούσα μας...) για τα σχολεία και την αίσθηση-διαφήμιση Mentos, ότι όλα θα πάνε γαμάτα.

Κάθε μεσημέρι, απέναντί μου, μερικοί από τους top αλκοολικούς της Νεράντζας. Σπουδαίο μάθημα, υπέροχοι λέκτορες. Παρακολουθώ τον τρόπο που πίνουν, την ώρα που κάνουν να καταπιούν (και κατ΄επέκτασην να κοκκινίσουν), αργά και σταθερά, τι λένε στο ενδιάμεσο, την σιγουριά που έχουν όταν λένε για πλάκα (ή μήπως όχι;) "Φέρε μας 70 μπύρες να πιούμε!" στη σερβιτόρα, σιγουριά σαν απαράβατο προνόμιο, κανένα τσουτσέκι δε γέρνει να τους κοιτάξει καν, περιπαικτικά. Θέλω να γίνω σαν αυτούς; Όχι. Θα τη γλιτώσω; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Ανιχνεύω τα βαθύτερα σπόρια αλληλεπίδρασης του χωριού μου με τους κατοίκους του. Οι τύποι δεν αγκαλιάζουν τα πάθη τους, τα εξημερώνουν. Σα σκυλάκια καναπέ, τα προσαρμόζουν στην οικογενειακή τους ζωή και στην καριόλα καθημερινότητά τους. Ειδικά από τότε που ένας συγχωριανός, φίλος τους (τον ήξερα σαν γνωστό, ένα "γεια" που λέμε) απεβίωσε εις τόπο χλοερό μετά από υπερκατανάλωση. Λεπτομέρειες δε ξέρω. Και δε ξέρω και πόσο καλά πράττουν. Είναι υπερ-εμπειρία, που τους επιτρέπει να δαμάζουν τα αρνητικά, και να κρατάνε τα θετικά, του χαρακτήρα τους; Ή μήπως νερώνουν την τελευταία ευχαρίστηση που τους μένει;
Δε ξέρω, ρε πούστη.
Αλήθεια, δε ξέρω.

Ταυτόχρονα, μαθαίνω κι άλλα για το σόι μου, εδώ κάτω. Ένας ξάδερφο της μάνας μου τον είχανε πιάσει για εμπόριο λευκής σαρκός και τον αφήσανε ελεύθερο πριν λίγο καιρό. Ένας άλλος, νοθός γιος κάποιου τρίτου θείου, ήταν ρουφιάνος, δοσύλογος, ασφαλίτης- μιλάμε νομίζω για χρόνια Λαμπράκη. Κάποιος Κασσελάς, σπέρμα ξεχασμένο απ' τον πυρήνα του σογιού μου, πεταμένο στα εξωτερικά, είχε κάνει πριν χρόνια μια υπερδύσκολη εγχείρηση καρδιάς σε κάποιον, και έγινε ήρωας. Ενώ ένας αδερφός της γιαγιάς μου, αν ζει ακόμα δηλαδή, είχε μουρλιάνει, ή δαιμονιστεί, και φώναζε τα βράδια, "Ο Σατανάς! Ο Σατανααααας!". Έχουμε και δεσμούς με τον Βον Κάραγιαν, αμέ.
Έχω καταλήξει ότι ο καλύτερος παίζει να ήταν ο θειος μου ο Γρηγόρης, ο οποίος δεν άνηκε καν στο γυφτόσογο-κασσελέικο, είχε παντρευτεί την αδερφή της μάνας μου. Άνθρωπος που δούλευε όλη του τη ζωή, κάλους σε πρόσωπο και χέρια, άγρια χαρακτηριστικά, σχεδόν νεάντερνταλ, μα όταν γέλαγε, γέλαγε όλη η πλάση μαζί του. Σε μαγαζιά δε, όλοι γύριζαν και μας κοίταζαν, κοροϊδευτικά, ή συνοδευτικά, γελώντας μαζί του. Πέθανε πριν κάτι χρόνια από καρδιά, στα 59 του. Στη κηδεία του δε πήγα.

Ήρθε ο καιρός να ξυριστώ.
Θα φύγουν όλα.
Ανανέωση.
Και στα παπάρια το ίδιο.
Πρακτικά, όχι αισθητικά.

Σήμερα, ελαφρό μεθύσι. Μερικές μπύρες με ένα φίλο που είχα να δω καιρό, μετά λίγες ακόμα μόνος, με συγχωριανούς και επίσης καλούς φίλους. Πολύ μπλα-μπλα από μέρους μου, κακώς. Δε γαμιέται. Οι τρίτοι/άγνωστοι τι να μάθουν; Τι να κρατήσουν; Παπάρια θα κρατήσουν. Ο Λεγεών μίλησε ξανά. Τον ακούω. Τον δέχομαι. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Χαιρετίζω την επιμονή του, εκεί, που πριν λίγο καιρό θα έλεγα πως με παράτησε. Να'σαι καλά. Βασίζομαι πάνω σου, να με γαμήσεις όταν δε το περιμένω. Και θα σε πάρω και σένα μαζί μου, κάτω, καριόλη. Να είσαι σίγουρος.
Σιγουρότατος.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Ημερωμένα Λόγια8

Η ομορφότερη γυναικεία ύπαρξη που έχω δει ποτέ είναι καρφωμένη μέσα στο όνειρο που επαναλαμβάνεται σταθερά, εδώ και κάτι μήνες τώρα, στο κεφάλι μου.Η παγίδα είναι ότι η νοσταλγία μου για το μέλλον, καθώς και η ανασφάλειά μου για την μοναξιά, με κάνουν να θέλω να της τοποθετήσω όρια: Σάρκινους τοίχους, ομιλία, πιστεύω, προσωπικότητα. Ποτέ, μα ποτέ, δε θα γίνει αυτό. Ακόμα και όταν οι πόρτες της εμπειρίας ανοίξουν παραπέρα για τη πάρτη μου, ακόμα και όταν δω τους σπόρους του σώματος και του πνεύματός μου να φυτρώνουν μπρος μου με θράσος, ποτέ, μα ποτέ, δε θα ξεχάσω την αγνή, τρομακτικά ελεύθερη ομορφιά της γυναίκας του ονείρου μου. Και κανένα ζωντανό ον τριγύρω μου δε θα την αντικαταστήσει, στο μυαλό μου. Διότι καμία, κανένας μας, δεν είναι πιο ζωντανός από την πιτσιρίκα με τα άσπρα φουστάνια, που χορεύει μέσα στην έρημο, χαιρετίζοντας ένα αύριο που, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δε ξέρω αν θέλει να καταφτάσει, αφήνοντάς με ένα άγαλμα, παγωμένο μεταξύ φωτός και χρόνου, να κάθομαι να την παρατηρώ στα τέσσερα, τσακάλι μικρό, ψαρωμένο, και να την συζητάω με το φεγγάρι.

Καμία, κανένας, τίποτα.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

FAITH NO MORE

Να βρω έναν,
μόνο έναν,
που θα έρθει να μου πει ότι το live χτες δεν ήταν μεγαλειώδες, εκπληκτικά εξαίσιο.
Όχι απλά "καλό".

Και εντάξει. Εγώ αντικειμενικός δε θα ήμουνα ούτως ή άλλως. Και καλύτερα φυσικά.
Αλλά μα τη πίστη μου, η αλήθεια είναι μία, και επαληθεύτηκε χτες:

Είτε άρχισες να ακούς αυτή τη μπάντα τέλη δεκαετίας 80 με το "The Real Thing", είτε το 2000, είτε πριν ένα χρόνο ή τους άκουσες ουσιαστικά πρώτη φορά χτες, στο live, οι πούστηδες θα σε κάνουν να τους αγαπήσεις, να τους (ξανα)ερωτευτείς παράφορα, παθιασμένα. Για τους Faith No More είμαι ένας κλειστόμυαλος μπάσταρδος, ένα αρχίδι που δε δέχεται αντίθετη άποψη σχεδόν φασιστικά, ένας άμυαλος φανατισμένος ζηλωτής. 10 χρόνια αγάπης χτες εξαργυρώθηκαν.

Βρείτε μου παραπάνω από άλλες 3 μπάντες που να μπορούν να παίζουν με τις διαθέσεις σου τόσο εύκολα όπως αυτοί, και σας δίνω τη γυναίκα μου να τη γαμήσετε. Πείτε μου ΕΝΑΝ (1) τραγουδιστή που μπορεί να κάνει ό,τι κάνει ο Patton, και γαμήστε κι εμένα μετά. Και μετά στραγγαλίστε με. Όσοι ήταν χτες παρόντες, ξέρουν.

Το καλύτερο live της ζωής μου;
Αν με ένοιαζε το "αντικειμενικό", "ρεαλιστικό", και λοιπές παπαριές, θα έλεγα, σαφώς και όχι.
Αλλά τι θα λέμε τώρα, μαλακίες;
Λίγα πράγματα θα με αγγίξουν πλέον τόσο πολύ, όσο το χτεσινό δύωρο μεταξύ 22:00 και 24:00.

Γαμώ τη πίστη μου.

Ημερωμένα Λόγια7

5 ομάδες σημάδεψαν το Λαρισαίο, με τον 1 τρόπο ή με τον άλλο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του:
1)Manchester United, κυρίως λόγω των τελικών του 99
2)ΑΕΚ, για "πούτσες σε γαύρο-βάζελο" (λόγια του)
3)Εθνική Ισπανίας, λόγω του τρόπου τους ανάπτυξης του παιχνιδιού
4)Τύρναβος, λόγω βιωμάτων (προφανώς)
5)Τροπαιούχος λόγω ενός ψηλού center-for που χανε

Τρίτη μέρα. Τρία στα τρία. Ψύχωση η κοπελιά. Σα θερμόμετρο στο κώλο, να γεμίζει ο υδράργυρος μέχρι το κεφάλι, να κοκκινίζει και να σπάει, καίγοντάς σου το τσουφρέλο, στέλνοντάς το στον γερο-αδόξαστο. Μεγαλούτσικη; Όχι ιδιαίτερα. 30-κάτι, ούτε καν "-φεύγα", και έχω το πλεονέκτημα του ολίγον τι απροσδιορίστου ηλικίας, λόγω μουσιού. Δευτέρα δε θα είμαι εδώ, να την ξαναδώ. Αποτοξίνωση.

Αύριο Faith No More.
Αυτό.

Ο Μολώχ όμως μου ξαναψιθύρισε, χτες το μεσημέρι. Άνοιξε διάπλατα τη κοιλιά του, διάπλατα και τα σαγόνια του. Διπλή ταφή μου υπολογίζει, πρέπει να με πιάσει όμως πρώτα. Σπάσε μου τα δάχτυλα, και θα σε κρατάω σφιχτά, μέσα μου, με τα δόντια. Κόψε μου τα πόδια και τα χέρια και θα συρθώ ψάχνοντάς σε, μέχρινα ματώσει η κοιλιά μου και να κοκκινήσει το χώμα. Βγάλε μου τα μάτια και θα σε ακούω. Σκίσε μου τα τύμπανα, και θα σου ψιθυρίζω. Κόψε μου τη γλώσσα, και θα ουρλιάζω στο φεγγάρι, για να σε φροντίζει στη θέση μου. Βγάλε μου το δέρμα και κάντο προβιά, να φυλάγεσαι από το κρύο. Τεμάχισέ με, κάνε με σκόνη, σκόρπισέ με στο φθινοπωρινό αέρα για να είμαι πάντα τριγύρω σου.
Αν με σπάσει, σπας κι εσύ, Λεγεών, παλιέ μου φίλε. Είμαι μάρτυρας στο όνομά σου, είσαι η πουτάνα στο νταβατζιλίκι που πουλάω για νυχτοκάματα συνείδησης.
Αν θες πλέον, μη σιωπάς.
Θα τραγουδήσουμε παρέα.
Και θα βουλιάξουμε μαζί.

Ο Μανώλης πάντως, που ίσως λέγεται και Αντρές, Θανάσης, Φώτης, βάζει στην TV αγώνες τέννις γυναικών. Κλείνει τα μάτια και αυνανίζεται, ακούγοντας τα βογγητά των παικτριών όταν αποκρούουν, καθώς και τον ήχο του μπαλακίου όταν ακουμπάει στη ρακέτα.

Και στο κάτω κάτω, μίλα μου με τις ώρες. Ειδάλλως παράτα με στις αναμνήσεις μου του παραδείσου.
Κεφάλια από ψεύτες και προδότες, όλα μαζί με πηχτό σκατό κολλημένα, βρίζουν, φωνάζουν, απαιτούν, 10.000 φωνές σε μία, τσίριγμα ποντικιού που το διαμελίζουν ζωντανό.
Και στη μέση ένας μαλάκας,
εμείς.
Μανάρα μου.
Είσαι πανέμορφη.
Φίλα με και στραγγάλισέ μ,
μιας και το βράδυ θα μαστε όλοι νεκροί.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Ημερωμένα Λόγια6

Οι διακοπές μου.
-----------------

Όλα ξεκίνησαν με άγχος.
"Την πουτάνα μου, ο Στέργιος δε ξυπνάει με τίποτα!"
Η ώρα πίεζε. Τα συμπράγκαλα μαζεμένα εδώ και ώρα,
σκηνές, ρούχα, τάπερ, σκατολοϊδια.
Τηλέφωνο: ξανά και ξανά και ξανά. Αρχίδια.
Μπουκάρω σπίτι του, ταρακουνάω το κουφάρι του, άψυχο, στα παπλώματα
του εμφυσώ ξανά ζωή!
Κάτι αρχίζει να κινείται, φίλε.
Έτοιμοι. Έτοιμοι, επιτέλους.
Το λεοφορείο όμως δεν είχε την ίδια άποψη με μας, περί χρόνου-τραχανά,
απλωμένου και υπομονετικού.
Προφανώς, ταξίδι μέχρι το Κιάτο, άλλη μια ώρα καθυστέρησης.
Αλλά.
Η Αθήνα δε βοηθάει στο πόλεμο κατά του στρες.
Ώρες αναμονής, για το τρένο και για τις περαιτέρω προετοιμασίες του Στέργιου.
Τελικώς;
4 παρά το μεσημέρι είμαστε καθ΄οδόν για Αγιόκαμπο. Λάρισσα φαντάσου.
Δηλωτή επί 4 ώρες, σχεδόν. Καλές παρτίδες, αν και ακόμα δε μπορώ να κατευνάσω τον Indigo, όταν είμαι σε όχημα σε κίνηση και συγκεντρώνομαι σε γράμματα, εικόνες, ή οτιδήποτε απαιτεί απ την πάρτη μου μεγαλύτερο στήψιμο εγκεφάλου απ το να κλείσω απλά τα μάτια και να κοιμηθώ με το στόμα ορθάνοιχτο μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Οι άλλοι δυο συνοδοιπόροι, αργούν να μας παραλάβουν με το αμάξι τους απ το σταθμό των τρένων. Το τζάνκι απ το οποίο προμηθεύτηκαν τα δωράκια μας για ψυχική ανάταση στο επικείμενο 4ημερο, μουρλάθηκε. Στα καλά καθούμενα. Απ΄ό,τι μου είπαν, είδε ένα γέρο να βγαίνει απ την είσοδο της εργατικής πολυκατοικίας (που έμεναν και οι δυο τους) με τον σκύλο του, για βόλτα και βούτηξε στο αμάξι του Γκύζερ, φωνάζοντας "Φύγε, φύγε! Θα μας την πέσουν από τα δεξιά, φύγε!". Μετά ξέχασε τα κλειδιά του στο αμάξι και έπρεπε να κάνουμε κύκλο για να του τα επιστρέψουμε. Μεγάλες στιγμές. 50 γιούροζ, όμως, πολύ καλά ξοδεμένα, πάρα μα πάρα πολύ καλά ξοδεμένα, και κερασμένα από τους δυο κολλητούς.

Η παραλία ήταν πολύ όμορφη. Στήσαμε τις σκηνές μέσα στο κωλοσκόταδο, γειτονικές. Πίσω, το μοναδικό σπίτι της περιοχής, μέσα στην άμμο και τα βράχια. Σπίτι που σε προϊδέαζε ότι ένοικός του θα ταν κάποιος παρανοϊκός προφήτης-ερημίτης, με ψείρες στα γεννητικά όργανα και τρία δάχτυλα στο ένα χέρι- και όχι ο μπάρμπας με το σώβρακο και το τσιγάρο μονίμως στο χέρι, που συναντήσαμε. Στην αρχή τρομακτικός, αμίλητος, βλοσυρός. Στη συνέχεια συμπαθής και όπως φάνηκε, καλή ψυχή. Μάλλον φοβόταν ότι θα του κλέβαμε τη σαπισμένη ψαρότρατά του, σε πρώτη φάση- και η αλήθεια είναι ότι σκεφτήκαμε πολλάκις να χρησιμοποιήσουμε το κουπί για τη φλόγα που μας ταϊζε τόσες μέρες, καύσιμο μπριζόλας.

Οι μέρες πέρασαν...ας πούμε, χαλαρά. Επί 10. Απ΄ το πρωί ως το βράδυ, και ο νοών νοείτω. Η πρώτη άσχημη τριπίλα εδώ και πολύ καιρό: το πρώτο βράδυ, ο Λαρσαίος έφερε μια οκαρίνα και άρχισε να παίζει με τον Γκύζερ (ντουέτο, ο τελευταίος με μπουζούκι). Το απόλυτο σκοτάδι της περιοχής, σε συνδιασμό με τον ήχο της οκαρίνας, τον μελωδικό "κλανέ", με φρίκαρε τρομερά. Αργά και σταδιακά, αλλά εντονότατα. Ένιωθα μέρος ενός βαθύτερου τελετουργικού που δε μπορούσα να κατανοήσω με την καμία, όλοι έμοιαζαν ξένοι τριγύρω μου. Ζαλάδες. Ο Στέργιος με φωνάζει να πλησιάσω κοντά του (στην άλλη άκρη της φωτιάς) για να μου δείξει κάτι, μα δε μπορούσα να περπατήσω. Ήμουν λάσπη, ή καλύτερα ακόμα ένα χαλίκι στην αμμουδιά. Όπως γεννήθηκα. Σύρθηκα με δυσκολία. Σα λεπρός, σα το κτήνος που είμαστε όλοι μας. Η ζαλάδα γιγαντωνότανε βασανιστικά. Ταυτίστηκε με την εικόνα του Narasimha, του τατουάζ στο χέρι μου, που τρεμόπαιζε ύπουλα μπροστά στη φωτίτσα μας. "Έρχεται να με πάρει! Καταφτάνει! Είναι εδώ!". Ήρθε ξερατό, ήρθε τρόμος, πήγαν να έρθουν δάκρυα διότι δεν ήθελα ο αφέντης Narasimha να με μαζέψει. Ήθελα να ζήσω. Οπότε και παρακάλεσα το Λαρσαίο να σταματήσει την οκαρίνα, αίτημα που ευτυχώς, εισακούστηκε.

Στις καφετέριες; Χώμα. Στα κλαμπ; Λιώμα-χώμα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Το φίδι πέταξε το παλιό, ευτελές, βρώμικο δέρμα του και ντύθηκε με τα χρώματα της αυγής. Μέχρι το σούρουπο, που θα ξαναγυρίσει ο τροχός και θα ξαναυτοκτονήσουμε, για να ξαναγεννηθούμε. Φτυσιές και κλανιές ενός ουροβόριου ανεκδότου, είμεθα μανάρα μου, και έτσι κινούμεθα.

Μπριζόλες-λουκούμια. Λουκάνικα με τη γεύση της πρέζας τα πρώτα λεπτά, στο σώμα του χρήστη. Τέλειο ψήσιμο, από αυτά που πετυχαίνεις μια στις χίλιες. Εξαφάνιση, ολοκαύτωμα. Παρατηρώ τους συντρόφους- οι φιγούρες τους αλλάζουν, έρχεται και η διαπίστωση λοιπόν: ονειρευόμεθα. Είμαστε οτιδήποτε, θα μπορούσαμε να είμαστε οτιδήποτε επίσης. Επιπλέουμε σε ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο. Μας ονειρεύονται. Τους ονειρευόμεθα. Όλα ρέουν. Και εκεί, το τελευταίο βράδυ (ή προτελευταίο;), πήρα την οκαρίνα και άρχισα να παίζω με πάθος. Η Κόλασή μου διασχίστηκε, βγήκα θριαμβευτής, οι φίλοι μου το ίδιο, η ζωή έγινε τραγούδι για άλλη μια φορά. Και ήταν υπέροχα.

Διαπίστωση
-------------

Άξιζε; Με το χέρι στη καρδιά, ναι, ναι γαμώτη! Κάθε σπιθαμή ιδρώτα, κάθε θυσιασμένο εγκεφαλικό κύτταρο, κάθε μούρλα του μυαλού στο σκοτάδι. Πού αλλού μπορείς να απολαύσεις θανατερές ατάκες Λαρσαίου, που θα μεταθέσω στην οθόνη, αν και ξέρω ότι θα χάσουν, δίχως τις πλάτες της περίστασης και τη φωνητική βάση τους.
(1) Γκόμενες περνούν μπροστά μας στο κλαμπ. Μισοκλείνει τα μάτια, τεντώνει το λαιμό, τις κοιτάει, και ψιθυρίζει: "Λαγνεία. Λαγνεία." και τις τρέπει σε φυγή.
(2)Κοπέλα τρώει σε αμάξι, ένα πορτοκάλι. Περνάμε. Κοιτάει με καρφωτό βλέμμα, γυρίζει μπροστά, και μιλάει στον ευατό του: "Τι τρώει το κοριτσάκι; Πορτοκαλάκι; Μούνα!".

Και βεβαίως.
Άξιζαν όλα, μόνο και μόνο για να επιστρέψω
να παρατηρήσω στο αναψυκτήριο αυτή τη κοπέλα απέναντί μου,
το καλύτερο βραβείο από όλα.
Είναι υπέροχη, είναι η Δαλιδά για πάρτη μου και ικετεύω να΄ρθει να μου κόψει τη γενειάδα.
Αβοήθητος σκώληξ, σέρνομαι και την ικετεύω να με λιώσει δίχως δεύτερη σκέψη.
Με το τακούνι.
Με το τακούνι, γαμώ τη πίστη μου!

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Καλό καλοκαίρι


Διακοπές. Δε κατουρούσα και ποτέ τα παντελόνια μου επί του θέματος, μα κοίτα να δεις που φέτος με έπιασε και μένα η μανία μου για απόδραση. Την κάνω για καμιά βδομάδα, ναι, σε σας μιλάω, 3-4 άτομα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Η δεσποινίς Caylian Curtis (δεκάρι δαγκωτό, προσφάτως μάλισα γύρισε και τη πρώτη της bg τσόντα, αναζητήστε στο διαδίκτυο και χαμένοι ΔΕ θα βγείτε) σας εύχεται καλό καλοκαίρι.
Κιουλ.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Ημερωμένα Λόγια5

Ακόμα ένα μεσημέρι δηλωτής. Επίσης ψιλο-ντέρμπυ, πολύ καλός αγώνας, αλλά έφαγα γερή ήττα στο τέλος. Σιγά σιγά και ταπεινά, αρχίζω και βελτιώνομαι. Σε αυτό βοηθάει το γεγονός ότι παίζει τη μισή μέρα δηλωτή διπλή, εγώ και ο Στέργιος, και με αυτό το τρόπο μαθαίνεις να κοιτάς. Σημαντική λέξη. Παραπάνω εμπειρία, και μετά παρακολουθείς καλύτερα και το τετραπλό. Έχω καταλήξει, προς το παρόν, μέχρι ο μανδύας της εμπειρίας να με τυλίξει πιο σφιχτά επί του θέματος στο άμεσο μέλλον, ότι δε πρέπει να θεωρείς το ότι θα μαζέψεις όλα τα φύλλα, σαν αυτοσκοπό. Προτιμότερο είναι να προσπαθήσεις να μελετήσεις και να ρισκάρεις εκεί που πρέπει, να εγκλωβίσεις τον αντίπαλο ώστε αναγκαστικά να σου αφήσει κάτω ξερή. Ο Στέργιος πάντως, ήταν σαφής, όταν τον ρώτησα:
"3 πράγματα, Ηλία μου, 3 πράγματα. Πρώτον: Τα φύλλα. Σημαντικό στοιχείο. Δε μπορείς να μη νοιάζεσαι για τα φύλλα, είναι 4 πόντοι, οι οποίοι δεν είναι παίξε γέλασε. Παίρνε ό,τι έχεις όταν μπορείς. Δεύτερον: Να εκμεταλευτείς, κατ' επέκτασην να κάνεις σωστή χρήση, των πόντων που έχεις στα χέρια σου. Πρέπει να τους πάρεις σίγουρα, δε θα ρισκάρεις χωρίς λόγο να τους δώσεις στον αντίπαλο. Τρίτον: δύο πράγματα μαζί εδώ. Η στρατηγική, που μπορείς να πεις ότι είναι να συνδιάσεις καλά τα φύλλα και να θυμάσαι ποια φύλλα έχουν περάσει, και η εμπειρία, να μπορείς να βοηθήσεις και να συμπληρώσεις τα κενά του συμπαίκτη, ένας έμπειρος παίκτης πχ αν επιλέξει να δηλώσει στα τρία φύλλα, είναι 1000% σίγουρος ότι δε θα φάει ξερή, ένας έμπειρος παίκτης επίσης ξέρει να χειρίζεται τέλεια τις φιγούρες. Και προφανώς, Ηλία μου, η τύχη, που όπως στα περισσότερα παιχνίδια με τα χαρτιά, παίζει από μόνη της αρκετά σημαντικό ρόλο".
Ποιος είμαι γω να διαφωνήσω με τον man;

Έχει πλάκα να θυμάμαι πάντως την εξέλιξη του πράγματος. Πριν χρόνια, παίζαμε πόκερ για την πλάκα μας, με φασόλια. Μαζευόμασταν σε σπίτια συγχωριανών, και περνάγαμε αρκετές ώρες έτσι. Θυμάμαι κιόλας τα λίγα που με είχαν διδάξει. Ήταν υπέροχο το πόκερ ΜΕ ΦΑΣΟΛΙΑ. Από τη μια στιγμή στην άλλη όμως, έγινε η έκρηξη. Μια μέρα δηλαδή, έφτασα στο σπίτι του Στέργιου στις 2 το πρωί, ως είθισται, με τη σακούλα με τα φασόλια μου, έτοιμος για good, friendly, violent fun. Τα μανιτάρια τσιγαροκαπνίλας που με αγκάλιασαν σαν συγγενείς εξ Αμερικής, όταν άνοιξα την πόρτα, μου έβαλαν τους πρώτους ψύλλους στα αυτιά. Τα υπόλοιπα στοιχεία με έκαναν να καταλάβω. Ένα μάτσο τύποι που δεν ήξερα, μαζί με τους φίλους μου. Προφανώς γνωστοί τους. Μάρκες, πράσινη τσόχα και κανονικά φράγκα. Λέξεις που εκτοξεύονταν αυθόρμητα: "ΤΣΕΚ!", "ΟΛ-ΙΝ", ιαπωνικά ονόματα αντηχούσαν στο δωμάτιο. Σαστίζω, λέω, "Ωχ, με συγχωρείτε" και επιστρέφω σπίτι. Όπου και κατάλαβα ότι δεν είχα κάνει λάθος, ήμουν όντως σπίτι του Στέργιου και όχι σε χαρτοπαικτική λέσχη. Πέταξα το φασολοσάκουλο στο συρτάρι, όπου και μαζεύει σκόνη μέχρι και σήμερα. Κάποια στιγμή θα το ανοίξω, και θα βγει από μέσα μια τεράστια φασολιά! Θα φτάνει τον ουρανό! Θα τη σκαρφαλώσω! Στα σύννεφα, θα πατήσω με τη λαγνεία και την πονηριά του πρωτοπόρου! Και θα δω τον γίγαντα και το Στέργιο να παίζουν πόκερ, ποντάροντας τα χρυσά αυγά της κότας του πρώτου!
Και τότε θα φουντάρω.

Το Planescape: Torment, είναι ένα από τα καλύτερα rpgs όλων των εποχών. Κάτω τα χέρια, το "όχι" δεν γίνεται δεκτό σαν απάντηση ούτως ή άλλως. Τιμής ένεκεν στο παιχνίδι που με κάνει να ξεχνιέμαι, ώστε να περνάνε οι μέρες πιο γρήγορα μέχρι τις 18 του μήνα (τότε που θα γυρίσει δηλαδή η γκόμενά μου από 25ημερες διακοπές στο εξωτερικό, με άλλα λόγια), παραθέτω τη διδασκαλία του Zerthimon μέσω των Unbroken Circles του, που μπορεί ο κύριος πρωταγωνιστής να μάθει από τον Dak'kon (μεγάλη μορφή_).

1st Circle of Zerthimon:
·
Lesson learned: "Strength lies in knowing oneself. I learned that once someone does not *know* themselves, they are lost. They become tool for others."
2nd Circle of Zerthimon:
·
Lesson learned: "I learned that not *knowing* something can be a tool, just like flesh and steel, if upon encountering it, you attempt to *know* its nature and how it came to be."
3rd Circle of Zerthimon:

· Lesson learned: "Endure. In enduring, grow strong.
4th Circle of Zerthimon:
· Lesson learned: "When one chooses to see only what is before them, they see only a part of the whole. They are blind. And just as Vilquar was blinded by his promised reward, so were the *illithids* blinded to the true Rising. For when they heard Vilquar's words, they turned their sight outwards again, didn't they? And the Rising was free to strike?
5th Circle of Zerthimon:

· Lesson learned: "There is great strength in numbers, but there is great power in one, for the strength of the will of one may gather numbers to it. There is strength not only in *knowing* the self, but *knowing* how to bring it forth in others."
6th Circle of Zerthimon:
· Lesson learned: "I know that Zerthimon's devotion to the People was such that he was willing to protect them from themselves. He knew the *illithids* had come not to *know* themselves in their obsession with control and domination. So he chose to stop Gith before she carried the People to their deaths. There must be balance in all things, or else the self will not hold."
7th Circle of Zerthimon:

· Intelligence required to unlock: 16
· Lesson learned: "It speaks of time as an ally, not as an enemy. It says that patience can sharpen even the smallest of efforts into a weapon that can strike the heart of an empire. Your victories may be small, but over time, a greater victory may be achieved."
8th Circle of Zerthimon:

· Intelligence required to unlock: 18
· Lesson learned:"It speaks of focus and discipline... about how not *knowing* oneself can physically divide the man. It also speaks of the weaknesses that division causes. It seems to me that it tells one to not only *know* themselves and take strength from that, but that your focus can reveal weaknesses in your enemy."
Κιουλ, ορ νοτ;

Έφτιαξα και ένα πρόχειρο σχέδιο στο μυαλό μου, για μια δικιά μου θρησκεία. Αλλά επειδή ήταν σκέψη της στιγμής, επέμεινα όπως είναι φυσικό στο γαρνίρισμα, στη σάλτσα, και όχι στην ουσία. Επειδή ακριβώς το τελευταίο είναι πιο διασκεδαστικό. Η βάση είναι λοιπόν ότι θα βασίζεται στις παρανυχίδες. Στις παρανυχίδες των ποδιών- τα πόδια είναι η βάση του σύμπαντος για εμάς. Οι παρανυχίδες των ποδιών συμβολίζουν τις θεϊκές εμφανίσεις/υποστάσεις ανά τους αιώνες. Το άγαλμά μας, και η κύρια πηγή πίστης, θα'ναι ένας τεράστιος, σκαλιστός άσπρος ρινόκερος, από μάρμαρο. Θα ναι στολισμένος με γαρύφαλα, κοσμήματα και το κέρατό του θα'ναι αυστηρώς χρυσό. Δεν είναι ότι γουστάρουμε τα σούξου μούξου με περασμένα μεγαλεία, αλλά λίγο στυλ παραπάνω δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Όσον αφορά τις παρανυχίδες, θα υπάρχει το εξής τελετουργικό: οι πιστές (αυστηρώς γυναίκες), θα τους ρίχνουν χρυσόσκονη το πρωί. Το μεσημέρι θα προσεύχονται μέχρι τις 9 το βράδυ, αυστηρά, χαϊδεύοντάς τις και επαναλμβάνοντας συνέχεια τα ονόματα των θεϊκών υποστάσεων. Στις 6 το πρωί θα τις τραβάνε βίαια από τα δάχτυλα του αγάλματος και θα τις κρατάνε όλες σε ένα κατάλευκο πανί, στα ιερά του ναού, σαν ελιές φανταστείτε, μέχρι κάθε Κυριακή. Το τελετουργικό αυτό θα γίνεται καθημερινά, και προφανώς οι παρανυχίδες, οι οποίες για το άγαλμα θα ναι σκαλιστές και υπερμεγεθείς, θα αλλάζονται από τους πιστούς κάθε μέρα, μετά το τέλος του τελετουργικού. Στο τέλος τώρα κάθε Κυριακής, θα τις πατάνε με γουδί και θα σκορπάνε τη σκόνη, αυστηρώς στις 1 το πρωί της Δευτέρας, από τα 4 ψηλότερα σπίτια του συνοικισμού, ενώ ταυτόχρονα οι ανώτατοι ιερείς θα ψέλνουνε από το πρωί μέχρι το απόγευμα, και όλοι θα είναι αναγκασμένοι να προσκυνάνε στις μεγάλες πλατείες, όσο διαρκούν οι ψαλμοί, οι οποίοι και θα ακούγονται σε όλη τη περιοχή με τη χρήση ντουντούκας.
Τα εικαστικά της υπόθεσης.
Τώρα μένει να βρω ποιες είναι οι θεϊκές υποστάσεις, τι συμβολίζει ο ρινόκερός μου, ποια είναι τα πιστεύω του, πώς φτιάχτηκε η θρησκεία (ψευδή ιστορικά στοιχεία = μεγαλύτερη δήθεν εγκυρότητα = πιο διεκπαιρεωμένη παπαρολογία μεταμφιεσμένη σε επιχειρηματολογία = πιο πολλοί πιστοί = πιο πολύ χρήμα/πιο πολλές ανέσεις για μας τους masterminds) και όλα τα υπόλοιπα. Ωραία πάει.

Σήμερα το σούρουπο, βγήκα έξω από το σπίτι και ανηφόρησα προς τον επάνω δρόμο, προς Βέλο, οδηγούμενος από φωνές. Και όντως, από μακριά, φαινόταν σαματάς. Σταματάω, βλέπω συγχωριανούς και τον πατέρα μου και τη θεια μου μαζί τους, καθώς και περαστικούς που είχαν αφήσει τα αμάξια τους τριγύρω, να είναι όλοι πάνω από ένα νεαρό Αλβανό, ο οποίος είχε "ισιώσει" κανονικότατο στην άκρη του δρόμου και φαινόταν να πονάει αρκετά. Ρωτάω: κάποιος τύπος τον παρέσυρε με το μηχανάκι και τον άφησε εκεί να ψοφήσει. "Ωραία", σκέφτομαι, "χωριό τα ωραία σου. Γαμώ το Χριστό μας όλους". Ο κόσμος πληθαίνει, τα τηλέφωνα στην αστυνομία και το Κέντρο Υγείας για ασθενοφόρο πληθαίνουν επίσης, κανείς όμως δε μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί. Περισσότερα τηλέφωνα. Ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αμήχανα, ο πατέρας μου δίπλα το ίδιο. Ο μεγαλύτερος αδερφός του παιδιού έχει ήδη φτάσει τρέμοντας και τρέχοντας και παίρνει λίγη ώρα να τον ηρεμήσουμε και να τον πείσουμε ότι κατά πάσα πιθανότητα, ο πιτσιρικάς δε θα πεθάνει. Κανένα ασθενοφόρο. Κανένα περιπολικό. Ζήτω η χώρα μας. Δεν είναι μόνο η περιοχή μας και μην εθελοτυφλείτε. Όταν είναι να κάνουμε επιχείρηση σκούπα σε αλλοδαπούς, το κάνουμε στο άψε σβήσε, και το κάνουμε και τέλεια. Όταν όμως είναι να τους σώσουμε τη ζωή, όπως αξίζει σε κάθε ανθρώπινο ον, το παίζουμε ντίβες και αργούμε ενδεικτικά. Το μπλε φως του καρούμπαλου φαίνεται μες το σκοτάδι, το περιπολικό επιτέλους καταφτάνει. Μια μπατσίνα με γαλόνια και πίσω της ένας πιτσιρικάς τροχονόμος-ντυμένος, κατεβαίνουν. Δυσφορία, φωνές από όλους για την μεγαλειώδη καθυστέρηση, τουπέ και υφάκι από την τύπισσα. Περισσότερες φωνές. Σε μια φάση η μπατσίνα απειλεί ότι αν δε σωπάσει η θεια μου, θα την πάει μέσα με χειροπαίδες. Ο πατέρας μου εκρύγνειται- είχα να τον δω έτσι...δε ξέρω, γιατί παραπάνω από δυο δεκαετίες δεν τον έχω δει έτσι ξανά. Ουρλιάζει σα δαίμονας, πλησιάζει την μπατσίνα, στέκεται από πάνω της σα κτήνος, απαιτεί η τύπισσα να μιλάει καλύτερα και να σεβαστεί όλους μας, όσους έμειναν με τον νεαρό σε εκείνο το σημείο για να τον βοηθήσουν όπως μπορούν, σε μια φάση απέχει ένα εκατοστό από τη μούρη της και ακόμα και τώρα, θαρρώ πως αν δεν τον έπαιρνα με τη βία, απότομα, από τη πλάτη, και να τον σύρω παραπέρα, θα της είχε σπάσει δόντια, στη καλύτερη. Ο πιτσιρικόμπατσος, ψαρωμένος, μου ψιθυρίζει να κάνω τον πατέρα μου καλά, του κλείνω βιαστικά το μάτι, σπρώχνοντας το γέρο μου μακριά, ενώ αυτός φτύνει και γρυλίζει μέσα από τα δόντια του, "Συναναστρέφομαι στο γραφείο με αυτούς τους μαλάκες 10 χρόνια, η άλλη έρχεται με τα γαλόνια της εδώ, θα της γαμήσω το μουνί", θα της γαμήσει το ένα, το άλλο, πήρατε μια ιδέα. Του προτείνω να ηρεμήσει, κι εγώ, και ένας γείτονας που ήταν από δίπλα. Η καρδιά του είναι σα μπαλόνι, άλλα 3 τέτοια ξεσπάσματα και θα γράφω πλέον όχι από τον υπολογιστή του πατρικού μου, αλλά από τον υπολογιστή της μαούνας που θα χω πιάσει δουλειά αναγκαστικά για να θρέψω μάνα και αδερφή. Ηρεμεί, όλως περιέργως, τον κερνάω ένα τσιγάρο. Το ασθενοφόρο ακούγεται από μακριά. Τον παίρνω και πάμε σπίτι. Και κάπου εκεί ξαναθυμήθηκα, τι μου αρέσει στο μικρό, ρατσιστικοφανές, όμορφο χωριό μου: Μπορεί μέχρι πριν λίγο, για πολλούς κατοίκους, ο νεαρός Αλβανός να ήταν ένα ακόμη εγκληματικό στοιχείο που λιμπιζόταν τα σπίτια τους. Εκείνη τη στιγμή, όποιος πέρασε σταμάτησε (σχεδόν), απόδειξη οι ουρές από αμάξια που έφραζαν τα 2/3 του δρόμου, και πλέον ο νεαρός ήταν απλά ένας συγχωριανός που έπρεπε να νοσηλευθεί. Και όλοι φώναξαν, και όλοι βοήθησαν όπως μπορούσαν.