Οι διακοπές μου.
-----------------
Όλα ξεκίνησαν με άγχος.
"Την πουτάνα μου, ο Στέργιος δε ξυπνάει με τίποτα!"
Η ώρα πίεζε. Τα συμπράγκαλα μαζεμένα εδώ και ώρα,
σκηνές, ρούχα, τάπερ, σκατολοϊδια.
Τηλέφωνο: ξανά και ξανά και ξανά. Αρχίδια.
Μπουκάρω σπίτι του, ταρακουνάω το κουφάρι του, άψυχο, στα παπλώματα
του εμφυσώ ξανά ζωή!
Κάτι αρχίζει να κινείται, φίλε.
Έτοιμοι. Έτοιμοι, επιτέλους.
Το λεοφορείο όμως δεν είχε την ίδια άποψη με μας, περί χρόνου-τραχανά,
απλωμένου και υπομονετικού.
Προφανώς, ταξίδι μέχρι το Κιάτο, άλλη μια ώρα καθυστέρησης.
Αλλά.
Η Αθήνα δε βοηθάει στο πόλεμο κατά του στρες.
Ώρες αναμονής, για το τρένο και για τις περαιτέρω προετοιμασίες του Στέργιου.
Τελικώς;
4 παρά το μεσημέρι είμαστε καθ΄οδόν για Αγιόκαμπο. Λάρισσα φαντάσου.
Δηλωτή επί 4 ώρες, σχεδόν. Καλές παρτίδες, αν και ακόμα δε μπορώ να κατευνάσω τον Indigo, όταν είμαι σε όχημα σε κίνηση και συγκεντρώνομαι σε γράμματα, εικόνες, ή οτιδήποτε απαιτεί απ την πάρτη μου μεγαλύτερο στήψιμο εγκεφάλου απ το να κλείσω απλά τα μάτια και να κοιμηθώ με το στόμα ορθάνοιχτο μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Οι άλλοι δυο συνοδοιπόροι, αργούν να μας παραλάβουν με το αμάξι τους απ το σταθμό των τρένων. Το τζάνκι απ το οποίο προμηθεύτηκαν τα δωράκια μας για ψυχική ανάταση στο επικείμενο 4ημερο, μουρλάθηκε. Στα καλά καθούμενα. Απ΄ό,τι μου είπαν, είδε ένα γέρο να βγαίνει απ την είσοδο της εργατικής πολυκατοικίας (που έμεναν και οι δυο τους) με τον σκύλο του, για βόλτα και βούτηξε στο αμάξι του Γκύζερ, φωνάζοντας "Φύγε, φύγε! Θα μας την πέσουν από τα δεξιά, φύγε!". Μετά ξέχασε τα κλειδιά του στο αμάξι και έπρεπε να κάνουμε κύκλο για να του τα επιστρέψουμε. Μεγάλες στιγμές. 50 γιούροζ, όμως, πολύ καλά ξοδεμένα, πάρα μα πάρα πολύ καλά ξοδεμένα, και κερασμένα από τους δυο κολλητούς.
Η παραλία ήταν πολύ όμορφη. Στήσαμε τις σκηνές μέσα στο κωλοσκόταδο, γειτονικές. Πίσω, το μοναδικό σπίτι της περιοχής, μέσα στην άμμο και τα βράχια. Σπίτι που σε προϊδέαζε ότι ένοικός του θα ταν κάποιος παρανοϊκός προφήτης-ερημίτης, με ψείρες στα γεννητικά όργανα και τρία δάχτυλα στο ένα χέρι- και όχι ο μπάρμπας με το σώβρακο και το τσιγάρο μονίμως στο χέρι, που συναντήσαμε. Στην αρχή τρομακτικός, αμίλητος, βλοσυρός. Στη συνέχεια συμπαθής και όπως φάνηκε, καλή ψυχή. Μάλλον φοβόταν ότι θα του κλέβαμε τη σαπισμένη ψαρότρατά του, σε πρώτη φάση- και η αλήθεια είναι ότι σκεφτήκαμε πολλάκις να χρησιμοποιήσουμε το κουπί για τη φλόγα που μας ταϊζε τόσες μέρες, καύσιμο μπριζόλας.
Οι μέρες πέρασαν...ας πούμε, χαλαρά. Επί 10. Απ΄ το πρωί ως το βράδυ, και ο νοών νοείτω. Η πρώτη άσχημη τριπίλα εδώ και πολύ καιρό: το πρώτο βράδυ, ο Λαρσαίος έφερε μια οκαρίνα και άρχισε να παίζει με τον Γκύζερ (ντουέτο, ο τελευταίος με μπουζούκι). Το απόλυτο σκοτάδι της περιοχής, σε συνδιασμό με τον ήχο της οκαρίνας, τον μελωδικό "κλανέ", με φρίκαρε τρομερά. Αργά και σταδιακά, αλλά εντονότατα. Ένιωθα μέρος ενός βαθύτερου τελετουργικού που δε μπορούσα να κατανοήσω με την καμία, όλοι έμοιαζαν ξένοι τριγύρω μου. Ζαλάδες. Ο Στέργιος με φωνάζει να πλησιάσω κοντά του (στην άλλη άκρη της φωτιάς) για να μου δείξει κάτι, μα δε μπορούσα να περπατήσω. Ήμουν λάσπη, ή καλύτερα ακόμα ένα χαλίκι στην αμμουδιά. Όπως γεννήθηκα. Σύρθηκα με δυσκολία. Σα λεπρός, σα το κτήνος που είμαστε όλοι μας. Η ζαλάδα γιγαντωνότανε βασανιστικά. Ταυτίστηκε με την εικόνα του Narasimha, του τατουάζ στο χέρι μου, που τρεμόπαιζε ύπουλα μπροστά στη φωτίτσα μας. "Έρχεται να με πάρει! Καταφτάνει! Είναι εδώ!". Ήρθε ξερατό, ήρθε τρόμος, πήγαν να έρθουν δάκρυα διότι δεν ήθελα ο αφέντης Narasimha να με μαζέψει. Ήθελα να ζήσω. Οπότε και παρακάλεσα το Λαρσαίο να σταματήσει την οκαρίνα, αίτημα που ευτυχώς, εισακούστηκε.
Στις καφετέριες; Χώμα. Στα κλαμπ; Λιώμα-χώμα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Το φίδι πέταξε το παλιό, ευτελές, βρώμικο δέρμα του και ντύθηκε με τα χρώματα της αυγής. Μέχρι το σούρουπο, που θα ξαναγυρίσει ο τροχός και θα ξαναυτοκτονήσουμε, για να ξαναγεννηθούμε. Φτυσιές και κλανιές ενός ουροβόριου ανεκδότου, είμεθα μανάρα μου, και έτσι κινούμεθα.
Μπριζόλες-λουκούμια. Λουκάνικα με τη γεύση της πρέζας τα πρώτα λεπτά, στο σώμα του χρήστη. Τέλειο ψήσιμο, από αυτά που πετυχαίνεις μια στις χίλιες. Εξαφάνιση, ολοκαύτωμα. Παρατηρώ τους συντρόφους- οι φιγούρες τους αλλάζουν, έρχεται και η διαπίστωση λοιπόν: ονειρευόμεθα. Είμαστε οτιδήποτε, θα μπορούσαμε να είμαστε οτιδήποτε επίσης. Επιπλέουμε σε ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο. Μας ονειρεύονται. Τους ονειρευόμεθα. Όλα ρέουν. Και εκεί, το τελευταίο βράδυ (ή προτελευταίο;), πήρα την οκαρίνα και άρχισα να παίζω με πάθος. Η Κόλασή μου διασχίστηκε, βγήκα θριαμβευτής, οι φίλοι μου το ίδιο, η ζωή έγινε τραγούδι για άλλη μια φορά. Και ήταν υπέροχα.
Διαπίστωση
-------------
Άξιζε; Με το χέρι στη καρδιά, ναι, ναι γαμώτη! Κάθε σπιθαμή ιδρώτα, κάθε θυσιασμένο εγκεφαλικό κύτταρο, κάθε μούρλα του μυαλού στο σκοτάδι. Πού αλλού μπορείς να απολαύσεις θανατερές ατάκες Λαρσαίου, που θα μεταθέσω στην οθόνη, αν και ξέρω ότι θα χάσουν, δίχως τις πλάτες της περίστασης και τη φωνητική βάση τους.
(1) Γκόμενες περνούν μπροστά μας στο κλαμπ. Μισοκλείνει τα μάτια, τεντώνει το λαιμό, τις κοιτάει, και ψιθυρίζει: "Λαγνεία. Λαγνεία." και τις τρέπει σε φυγή.
(2)Κοπέλα τρώει σε αμάξι, ένα πορτοκάλι. Περνάμε. Κοιτάει με καρφωτό βλέμμα, γυρίζει μπροστά, και μιλάει στον ευατό του: "Τι τρώει το κοριτσάκι; Πορτοκαλάκι; Μούνα!".
Και βεβαίως.
Άξιζαν όλα, μόνο και μόνο για να επιστρέψω
να παρατηρήσω στο αναψυκτήριο αυτή τη κοπέλα απέναντί μου,
το καλύτερο βραβείο από όλα.
Είναι υπέροχη, είναι η Δαλιδά για πάρτη μου και ικετεύω να΄ρθει να μου κόψει τη γενειάδα.
Αβοήθητος σκώληξ, σέρνομαι και την ικετεύω να με λιώσει δίχως δεύτερη σκέψη.
Με το τακούνι.
Με το τακούνι, γαμώ τη πίστη μου!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου