Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

απότομα

Προχτές έπιανα κουβέντα με γυναίκες που δεν γνώριζα, ήξερα ότι έπρεπε να τις βοηθήσω με κάτι, δε θυμάμαι με τι, έμοιαζαν πλαδαρές και γεμάτες μελανιές από τις κακουχίες, μα την επόμενη στιγμή φαίνονταν λυγερές και δροσερές, καλοαναθρεμένες και ορεξάτες για οτιδήποτε. Στη συνέχεια απλά άρχισαν να μου πέφτουν τα δόντια, ή κάποιος μου τα έβγαζε με νεύματα- έπιανα το στόμα μου και αισθανόμουνα τις πληγές-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Ακόμα πιο πριν, ήμουνα σε ένα μεγάλο οικισμό, σαν κολλέγιο, με κήπους και ανοιχτές περιοχές, αλλά όλα ήταν κατάμαυρα, ενώ δεν ήταν βράδυ- ο ήλιος μας έκανε στριπτίζ συνεχώς. Ήταν όλοι οι παλιοί μου συμμαθητές- δυο τρεις καλοί φίλοι από το λύκειο δούλευαν σε ένα λατομείο (κρυφό από τους άλλους-η είσοδός του, πίσω από ένα μεγάλο θάμνο), ήθελα να πάω να τους δω, αλλά δε πήγα. Οι υπόλοιποι απλά με ενοχλούσαν επίτηδες, για κάποιον ακατανόητο λόγο, μου κάνανε χειρονομίες και με σκουντάγανε δυνατά, απρόσμενα. Ήμουν γυναίκα- δε ξέρω πώς και γιατί, εξωτερικά ήμουν ο ίδιος βρωμοπίθηκος που είμαι πάντα, μα εκεί ήμουν γυναίκα, και ήμουν μέσα σε ένα αμάξι με έναν θηριώδη μαύρο- μάλλον παίχτης ράγκμπυ- και ψάχναμε πού να παρκάρουμε για να γαμηθούμε χωρίς να μας δει κανένας-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Λίγες μέρες πιο πριν από το προαναφερθέν "πριν", είχα στη κατοχή μου μεγάλη ποσότητα μαριχουάνας, σε ένα τεράστιο σακουλάκι. Έμοιαζε με ρίγανη περισσότερο, μα το γεγονός ότι την έκρυβα τόσο πολύ και ήμουν τόσο αγχωμένος, προϊδέαζε για άλλα. Ο Μάνος απ το χωριό ήταν μαζί μου. Όπως περπατάγαμε, το σακουλάκι σκίστηκε, μαριχουάνα άρχισε να χύνεται παντού, οπότε αναγκαστικά άρχισα να την αποθηκεύω μέσα στο στόμα μου, τα μάγουλα μου φούσκωσαν και όποτε μίλαγα έφτυνα πρασινάδα, και μέσα στο μποξεράκι μου, τα παπάρια μου εξωτερικά έδειχναν παπάρια γίγαντα. Προχώραγα και έχυνα μαριχουάνα από παντού, ήξερα ότι πλησιάζουν να με μαζέψουν-
και μετά ξύπνησα απότομα.

Τέλος, πάνω κάτω στην ίδια χρονική περίοδο με τα δυο προηγούμενα "πριν", ήμουνα σε ταράτσες ιαπωνικών παραδοσιακών οικισμών, και έπαιζα με γνωστούς και αγνώστους με νερομπάλονα. Η διαφορά είναι ότι, όταν σε πετύχαιναν, σε σκότωναν, δε σε έβρεχαν απλώς. Προσπαθούσα να προφυλαχθώ, και ένας συγχωριανός, φαφλατάς και μίζερος και στην κανονική ζωή, μου έσπαγε τ'αρχίδια, μιλώντας μου για μουσική με ύφος χιλίων καρδυναλίων, τη στιγμή που έπρεπε να έχω τη προσοχή μου απίκο. Και είδα ένα νερομπάλονο λίγο πριν σκάσει στα μούτρα μου-
και μετά ξύπνησα απότομα.