Μπεζ ανοιχτά τραπεζάκια που αντανακλούν με βουλημία και την τελευταία σταγόνα από τον ήλιο της Πέμπτης πάνω τους, παρόλο που είναι από πέτρα. Ντουνιάς ανεμοδαρμένος από χάρτινους πειρατές, πλέον χέζουν στις σημαίες τους και πετάνε τα σκατά τους παντού τριγύρω, σημαδεύοντας τα γυναικόπαιδα πρώτα. Ταβέρνες συναρμολογημένες από ψαροκάικα ενωμένα, τρίζουν κάθε 5 δεύτερα, και η μικρότερη κλανιά αποτελεί σημάδι αυτοκτονίας. Πολύχρωμοι τελάληδες μιζέριας, με μουστούμια ή με άπλυτα κουρέλια, ζητάνε σεβασμό σε πράξεις ή σε συνάλλαγμα. Μια γιαγιά από δίπλα, με κάτασπρο μαλλί τίγκα στη λακ και βιολετί πουκαμίσα, προσπαθεί να διώξει ένα αδέσποτο σκυλί από δίπλα της- όταν δε το καταφέρνει με κραυγές, βγάζει το γοβάκι της, με το θεόρατο τακούνι από ατσάλι, και το κοπανάει με δύναμη στο κεφάλι του σκυλιού, καρφώνοντάς το θανάσιμα, αφήνοντάς το νεκρό στο πεζοδρόμιο. Η ειδική ομάδα "Σέρβις/Απολυμάνσεις/Κορνητοποιήσεις" της καφετέριας καταφτάνει σχεδόν αμέσως, με τις μάσκες οξυγόνου πάνω από τα ατσαλάκωτα πουκαμισάκια (απ'τις τσέπες των οποίων ξεφυτρώνουν ακριβοί, επιχρυσωμένοι στιυλοί και μαραμένες βιόλες), και μαζέυει το πτώμα μέσα σε σκουπιδοσακούλα- αργότερα εθεάθησαν να το ρίχνουν σε μια ειδικά διαμορφωμένη καταπακτή στη κουζίνα του μαγαζιού, μαζί με ένα βουνό από νεκρά γατιά, σκυλιά πίνσερ-νάνους και μετανάστες. Τσιμουχόχρωμος αισθανόμουνα όλο το απόγευμα, μανάρα μου, αλλά "Εσύ τι θα έκανες"; Ο μπάρμπας με το παχύ μουστάκι και την πράσινη μπλούζα, σχεδόν χαρακτήρας από κόμιξ, κάπνισε τη πίππα του άλλη μια φορά, μετά συνέχισε να μιλάει στο παλαιολιθικό κινητό του σε μέγεθος ντουλάπας, ψελίζοντας συνέχεια, "Πρόβλημα. Μεγάλο πρόβλημα Θανάση. Πρόβλημα". Στη συνέχεια πέταξε δυο κέρματα στο τραπέζι και απομακρύνθηκε χασκογελώντας.
Καφεϊνη για τις κωμάρες, μανάρα μου, κανενα γιατρικό για τις σηκωμάρες όμως. Ραντάρ υποβρυχίου, ένστικτο αγριόγατας- πέφτω έξω. Ξαφνική σκοτοδίνη, κούραση υπέρμετρη για την ακρίβεια που εξαπατά το μάτι. Γιατρικό για τις σηκωμάρες, κανένα όμως, ακόμα και αν άφηνα την τελευταία μου πνοή εκεί, από ένα παιχνίδι της τύχης.
Παιχνίδι της τύχης. Όταν οι θεοί, ή όπως θες πες τους, γυρνάγαν τον τροχό της Θνησιμότητας και Δημιουργίας, κάθε 20,000 "κομμάτια" είτε τα προικίζαν με απίστευτο ταλέντο, είτε τους έδιναν αναπηρίες με το τσουβάλι. Όταν έλαχα εγώ, να μετενσαρκωθώ σαν Ηλίας, ήταν η σειρά των αναπηριών. Γέλασαν μέσα από τα δόντια τους, και έριξαν τα ζάρια, κάθε συνδιασμός και πιθανός τύπος αναπηρίας. Ντόρτια: ανικανότητα όσφρησης. Στραβομουτσούνιασαν απογοητευμένοι, έριξαν δυο βλαστήμιες που δεν ήταν τόσο διασκεδαστικό το αποτέλεσμα, και με έστειλαν στη Γη. Στα τσακίδια. Δε μας έκανες να γελάσουμε αρκετά.
Καλό. Δε μπορώ να μυρίσω το σπίτι, ούτε το σώμα της γκόμενάς μου, που όπως λέει, μυρίζουν όλα τριαντάφυλλο. Μπορώ όμως να πιάσω και να αισθανθώ τριαντάφυλλο, αν θέλω. Γαμώ. Γιατρικό για τις σηκωμάρες, κανένα. Και πάλι καλά να λες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου