Ήδη ο πολλής κόσμος έχει πουλέψει από Νεράντζα. Αξιοπερίεργο, καθώς σε 2 μέρες έχουμε 15αύγουστο, περίοδος που ανέκαθεν το χωριό γέμιζε ως απάνου. Υπάρχει και το ενδεχόμενο βέβαια αύριο και μεθαύριο να εμφανιστούν όλοι μαζί. Πελατειακή λογική για το χώρο που ζεις, το αναγνωρίζω, μα τι άλλο να κάνεις, όταν τον αγαπάς; Κάποτε αράζαμε όλοι στην εκκλησιά (διότι αρνούμαι τον Άγιο Βλάση να τον πω "εκκλησία"), τα βράδια, και μαλακιζόμασταν. Είμασταν, όλοι οι Νεραντζιώτες, μικρότεροι και μεγαλύτεροι ηλικιακά, μαζί με τα παιδιά των παραθεριστών του καλοκαιριού, ψευτογκομενίζαμε, αμπελοφιλοσοφούσαμε (τότε το καίριο θέμα ήταν η heavy metal), παίζαμε κρυφτοκυνηγητό και ποδόσφαιρα, ενίοτε ρίχναμε ξύλο και ο ένας στον άλλο. Από ένα σημείο και μετά, "μεγαλώσαμε". Και ναι, δεν είμαστε και της ηλικίας του Βελουχιώτη, μα έχει πλάκα, να βλέπεις τους μισούς να εξαφανίζονται μυστηριωδώς, μια για πάντα, τους άλλους να έρχονται αραιά και που, βαριεστημένα, στα clubs της διπλανής πόλης, και τους υπόλοιπους από εμάς να ασχολούνται με τις έξεις τους, μονομανείς κηφήνες. Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι οι Iron Maiden (μα πολύ Maiden αδερφάκι μου), τις κρυψώνες μέσα στα κτήματα 1 η ώρα το πρωί, την αδιαφορία (ή ανικανότητα, μη χαϊδεύουμε τα μούσα μας...) για τα σχολεία και την αίσθηση-διαφήμιση Mentos, ότι όλα θα πάνε γαμάτα.
Κάθε μεσημέρι, απέναντί μου, μερικοί από τους top αλκοολικούς της Νεράντζας. Σπουδαίο μάθημα, υπέροχοι λέκτορες. Παρακολουθώ τον τρόπο που πίνουν, την ώρα που κάνουν να καταπιούν (και κατ΄επέκτασην να κοκκινίσουν), αργά και σταθερά, τι λένε στο ενδιάμεσο, την σιγουριά που έχουν όταν λένε για πλάκα (ή μήπως όχι;) "Φέρε μας 70 μπύρες να πιούμε!" στη σερβιτόρα, σιγουριά σαν απαράβατο προνόμιο, κανένα τσουτσέκι δε γέρνει να τους κοιτάξει καν, περιπαικτικά. Θέλω να γίνω σαν αυτούς; Όχι. Θα τη γλιτώσω; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Ανιχνεύω τα βαθύτερα σπόρια αλληλεπίδρασης του χωριού μου με τους κατοίκους του. Οι τύποι δεν αγκαλιάζουν τα πάθη τους, τα εξημερώνουν. Σα σκυλάκια καναπέ, τα προσαρμόζουν στην οικογενειακή τους ζωή και στην καριόλα καθημερινότητά τους. Ειδικά από τότε που ένας συγχωριανός, φίλος τους (τον ήξερα σαν γνωστό, ένα "γεια" που λέμε) απεβίωσε εις τόπο χλοερό μετά από υπερκατανάλωση. Λεπτομέρειες δε ξέρω. Και δε ξέρω και πόσο καλά πράττουν. Είναι υπερ-εμπειρία, που τους επιτρέπει να δαμάζουν τα αρνητικά, και να κρατάνε τα θετικά, του χαρακτήρα τους; Ή μήπως νερώνουν την τελευταία ευχαρίστηση που τους μένει;
Δε ξέρω, ρε πούστη.
Αλήθεια, δε ξέρω.
Ταυτόχρονα, μαθαίνω κι άλλα για το σόι μου, εδώ κάτω. Ένας ξάδερφο της μάνας μου τον είχανε πιάσει για εμπόριο λευκής σαρκός και τον αφήσανε ελεύθερο πριν λίγο καιρό. Ένας άλλος, νοθός γιος κάποιου τρίτου θείου, ήταν ρουφιάνος, δοσύλογος, ασφαλίτης- μιλάμε νομίζω για χρόνια Λαμπράκη. Κάποιος Κασσελάς, σπέρμα ξεχασμένο απ' τον πυρήνα του σογιού μου, πεταμένο στα εξωτερικά, είχε κάνει πριν χρόνια μια υπερδύσκολη εγχείρηση καρδιάς σε κάποιον, και έγινε ήρωας. Ενώ ένας αδερφός της γιαγιάς μου, αν ζει ακόμα δηλαδή, είχε μουρλιάνει, ή δαιμονιστεί, και φώναζε τα βράδια, "Ο Σατανάς! Ο Σατανααααας!". Έχουμε και δεσμούς με τον Βον Κάραγιαν, αμέ.
Έχω καταλήξει ότι ο καλύτερος παίζει να ήταν ο θειος μου ο Γρηγόρης, ο οποίος δεν άνηκε καν στο γυφτόσογο-κασσελέικο, είχε παντρευτεί την αδερφή της μάνας μου. Άνθρωπος που δούλευε όλη του τη ζωή, κάλους σε πρόσωπο και χέρια, άγρια χαρακτηριστικά, σχεδόν νεάντερνταλ, μα όταν γέλαγε, γέλαγε όλη η πλάση μαζί του. Σε μαγαζιά δε, όλοι γύριζαν και μας κοίταζαν, κοροϊδευτικά, ή συνοδευτικά, γελώντας μαζί του. Πέθανε πριν κάτι χρόνια από καρδιά, στα 59 του. Στη κηδεία του δε πήγα.
Ήρθε ο καιρός να ξυριστώ.
Θα φύγουν όλα.
Ανανέωση.
Και στα παπάρια το ίδιο.
Πρακτικά, όχι αισθητικά.
Σήμερα, ελαφρό μεθύσι. Μερικές μπύρες με ένα φίλο που είχα να δω καιρό, μετά λίγες ακόμα μόνος, με συγχωριανούς και επίσης καλούς φίλους. Πολύ μπλα-μπλα από μέρους μου, κακώς. Δε γαμιέται. Οι τρίτοι/άγνωστοι τι να μάθουν; Τι να κρατήσουν; Παπάρια θα κρατήσουν. Ο Λεγεών μίλησε ξανά. Τον ακούω. Τον δέχομαι. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Χαιρετίζω την επιμονή του, εκεί, που πριν λίγο καιρό θα έλεγα πως με παράτησε. Να'σαι καλά. Βασίζομαι πάνω σου, να με γαμήσεις όταν δε το περιμένω. Και θα σε πάρω και σένα μαζί μου, κάτω, καριόλη. Να είσαι σίγουρος.
Σιγουρότατος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου