Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Όνειρο#

Ήμουν με τον Λαρσαίο σε μια τεράστια έκταση. Τριγύρω μας, κόσμος, ο οποίος όμως έμοιαζε με συμπλέγματα από φιγούρες παρά για μοναδιαίες αναπαραστάσεις χαρακτήρα και προσωπικότητας. Μπροστά μας, ακριβώς, μια τεράστια λίμνη. Τεράστια όμως. Για κάποιο λόγο ήξερα ότι δεν έπρεπε να κολυμπήσουμε εκεί μέσα (φοβόμουν τη βρώμα) αλλά ο Λαρσαίος είχε βγάλει ήδη τη ψωλή έξω και βούτηξε τρέχοντας χαζοχαρούμενα προς το νερό. Ακολουθώντας τον, κατάλαβα ότι είμασταν οι μόνοι που κολυμπούσαμε. Η λίμνη ήταν σιωπηλή, ή για να το περιγράψη αλλιώς, έμοιαζε λες και την προηγούμενη μέρα είχαν πνιγεί μέσα της καμιά εκατοστάρα άνθρωποι και περίμενες να δεις τα κουφάρια τους να επιπλέουν μπροστά σου. Ακόμα κι έτσι όμως, δε σου έβγαζε κάτι το σκοτεινό ή απαισιόδοξο- μόνο κάτι σιωπηλό και ουδέτερο. Παρατήρησα επίσης ότι μέσα στη λίμνη, υπήρχαν μόνο τσούχτρες, και διάφορες νησίδες, στις οποίες νησίδες, κάθονταν έγγυες, με τουρλωμένες, τεράστιες κοιλιές που τις έψηνε ο ήλιος, ή κατ'επέκταση μάνες, με τα μούλικά τους από δίπλα. Αράζανε στο πηχτό χώμα της κάθε μικροσκοπικής νησίδας σαν φώκιες. Ο Λαρσαίος άλλαζε- το κατάλαβαινα, μέχρι που σε μια στιγμή είδα ότι η πλάτη του είχε ανοίξει πολύ, τα άκρα του άρχιζαν να εξαφανίζονταν και το κεφάλι του μπήκε μέσα στους ώμους του. Ήταν ένα σαλάχι από ανθρώπινο δέρμα, ένα σιχαμένο, ανώμαλο θέαμα. Τον έπιασα απ΄ό,τι είχε μείνει απ το πόδι του, και αυτός άρχισε να κολυμπάει κάτω απ το νερό με υπερφυσική ταχύτητα, παρασέρνοντάς με μαζί του. Και κάθε φορά που περνούσαμε από μια νησίδα με λεχώνες ή γκαστρωμένες, έβγαινε στην επιφάνεια και εκτόξευε τεράστιες ποσότητες νερού πάνω τους, κάνοντάς τες μούσκεμα, αν και υποπτευόμουν ότι τις έπνιγε, μαζί με τα παιδιά τους.