Ταπεινός, αγοραφοβικός μούλος καθώς είμαι, με τα φετίχ και τις αναποδιές του χωριού σε ίδια αναλογία ανεξαρτήτως περίστασης, αποφεύγω εδώ και χρόνια όσο μπορώ να πίνω στην Αθήνα. Το χωριό μου δίπλα είναι, φίλους αρκετούς έχω στη λίστα για να γαμωσταυρίζουν κάθε φορά που θα ζητάω σπίτι και φροντίδα όταν ανεβαίνω στη πρωτεύουσα σα κατουρημένος σπουργίτης (και όταν αρχιζω να γκρινιάζω σα κομπλεξική γριά για τα "αμάξα", τη φασαρία και τον κόσμο), αλλά και πάλι, στο δίλλημα, "μεθυσμένος στην Αθήνα ή στειρωση με ηλεκτροσόκ στα παπάρια από Ιάπωνα κασκαντέρ του μεσονυχτίου", απαντώ το δεύτερο σχεδόν πάντα με άνεση.
Ναι σίγουρα, έχω κάνει τα κουμάντα μου και εκεί, ειδικά μετά από μια καλή συναυλία, όσα λεφτά σου περισσεύουν, μετράει να τα πετάς στο τραπέζι με παρέα μαζί και να παρατηρείς μετά από μερικές ώρες το πεζοδρόμιο να μοιάζει ιδιαιτέρως ελκυστικό, ακριβώς επειδή "είναι βαρύ. και, και, μεγάλο, και μακρύ, και περπατάμε πάνω του". Και επίσης, αντιλαμβάνομαι ότι οι δικαιολογίες του στυλ, "χμμφφφ δε μου αρέσουν τα μαγαζιά της Αθήνας" είναι το ίδιο άκυρες με το να βάλεις τα Ζουζούνια να κόψουν 7'' με Bathtub Shitter, μιας και, καραγκιόζη μου, την έχεις ψάξει ΟΛΗ την Αθήνα, και λες ότι ΚΑΝΕΝΑ μαγαζί δε σου κάνει; Ούτε η τρελοκλαμπάρα Σταρ-Τρεκ με τα χαρτιά που τα πετάνε με ανεμιστήρες και σου ρχονται στη μάπα ενώ απολαμβάνεις ωραιότατο νερό με πάγο, ούτε το ταπεινό τσιπουράδικο στη πιο ξεχασμένη γωνία του πλανήτη, το "οικογενειακόν", με μόνους πελάτες το μαγαζάτορα, τον αδερφό του με τη πουκαμίσα και το σπυρί στη μύτη, τη γυναίκα του μαγαζάτορα και τον ξεχασμένο πλέον, από θεούς και δαίμονες, ξάδερφο...κάποιου, που σου πιάνει κουβέντα για το ποδόσφαιρο και πάνω που πας να γουστάρεις, το κόβει απότομα και σου λέει, "Έκοψα τη πρέζα πριν δυο μήνες"; Αν δεν την έχεις ψάξει, πούλους και περαστικά.
Γαμημένο βόλεμα. Πέστο, "ιδιοσυγκρασία". Μας τη κάνει τη ζημιά και γουστάρει, η τσούλα. Όταν έχεις μάθει να γίνεσαι λιάρδα, και να πηγαίνεις περπατώντας στο πατσατζίδικο, να επικρατεί ημι-γαλήνη λόγο περιοχής (και κανένας δε σου σπάει τα αρχίδια για καμία περίπτωση), να μπορείς να κλέψεις πινακίδες, μαυροπίνακες-καταλόγους έξω από ταβέρνες ή τυροπιτάδικα (πχ εκείνη με το σχήμα "κοκακόλα"), κάτι λάμπες από κάτι οικοδόμους μαζί με μία..περίεργη...κόλλα, και κείνα τα σιδερένια παλούκια που χουνε με παλαμάρια δεμένα, τα προειδοποιητικά για χώρο στάθμευσης έξω από τράπεζα και κανείς να μη κουνηθεί καν (όπως, και το επόμενο πρωί που ξυπνάς, να μην μοιάζουν σαν εξαίσιος, γυαλιστερός θησαυρός αλλά σαν αυτό που είναι στη πραγματικότητα, σκουπίδια και μαλακίες), τότε αναγκαστικά, άλλοι βιορυθμοί, άλλης περιοχής, σου γαμάνε τη διάθεση. Τα ξέρουμε όλοι αυτά, θα μου πείτε, οπότε περνάω στο παρασύνθημα.
Πριν κανα χρόνο, ή δύο, είχα ανέβει Αθήνα. Δε θυμάμαι καν το λόγο, ίσως για ρομαντικό πικνίκ στη πλατεία εξαρχείων, ή για birdwatching στο κέντρο. Έμεινα σε ένα φίλο, έκφυλο εδώ και χρόνια, πίσω από το προσωπείου του ψευδογκέη, και το βραδάκι λέμε, "μωρέ λεφτά έχουμε, δε πάμε να τα τζογάρουμε στο στρογγυλοτράπεζο";. "Μέσα", μου απαντάει, "ξέρω κι ένα παλεύσιμο, σχετικά φτηνό μαγαζί στου Ψυρρή"!. Ωραία σκέφτομαι, μαγαζιά εγώ δε ξέρω, ο άλλος είναι σφουγγάρι, κάτι θα γίνει εδώ όμορφο, θα μαγειρέψουμε. Φτάνουμε στου Ψυρρή, που ήταν όπως το θυμόμουν, από τις λίγες φορές που έσκαγα μύτη εκεί. Σα γαλότσα. Ξύνω το δεξί μου χέρι έντονα, να μην επιτρέψω στο agoraphobic nosebleed να βγει στην επιφάνεια, και αράζουμε στο εν λόγω μαγαζί... του οποίου το όνομα όλοι ξέρετε, μάλλον, απλά να δώσω ένα hint, είναι το όνομα αυτού του ταπεινού παράσιτου που όταν το πιάναμε στο μαλλί πιτσιρικάδες, οι μανάδες μας αν δε μας παστώνανε στους αφρούς και τα χημικά, μας ξυρίζανε φάση Ντέμι Μούρ στην "Επίλεκτη", ή Τζόννυ Ντεπ στο "Φόβο και Παράνοια στο Λας Βέγκας". Συννενοούμεθα. Χαίρομαι.
Αρχίσαμε. Ρακόμελα. Ωωωωω, ρακόμελα... μεγαλεία. Στα κωλοβούνια μου, η άποψή τους περί ρακόμελου είναι, παίρνω ρακί, το κατουράω, χύνω ένα κρόκκο αυγού μέσα, το πετάω στο πηγάδι δίπλα από τον Τίμμυ, ώστε όταν έρθει το πουστρόσκυλο η Λάσσυ να τονε σώσει να το κατουρήσει και άλλη μια φορά, και το σερβίρω κουλτουριάρικα. Άρα, τι καλύτερο από λίγο, όπως φανταζόμουνα, καλό, βρώμικο ρακόμελο από Αθήνα; Να μας γίνει πιο μπάσα η φωνή, να μας μεγαλώσει το μουστάκι και/ή η γενειάδα και να παίζει συνέχεια Clutch μέσα στα τούμπανά μας; Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε, πάρε, πάμε, ad mutandis ad mutandis ad mutandis. Ωραία κατάσταση ψήνεται. Μια πρώην γκόμενα του φίλου μου σκάει μύτη. Ευχαριστημένος και κεφάτος, χωρίς να την έχω ξαναδεί καν, της λέω "Παρουσιάσου, μανάρα μου" με ψευδο-επιτακτικό ύφος, και η τύχη μου εξαργυρώθηκε στο ότι δεν ήταν αρκετά κομπλεξική ή ίσως, δεν παρεξηγούσε εύκολα μαλάκες όπως εγώ, ώστε να μου ζουλήξει τη μούρη στο τραπέζι μέχρι να γίνω σα το Fido Diddo. Ωραία. Καλά πάμε...καλά πάμε...καλά πάμε; Από ένα σημείο και μετά, είμαστε αρκετά μεθυσμένοι για να ξέρουμε ότι προφανώς αυτό που πίνουμε δεν είναι ρακόμελο, από την άλλη, χμφ, ποιος χέστηκε; Συνέχεια. Μπεβέρε. Κυλάμε όμορφα μεταξύ προσπαθειών συζητήσεων ("Αλήθεια, σου αρέσει ο Jodorowsky;" , "Χμφφφφρναι, ααααααπολύ καλό. Καλός. Πρόσεχε, ααααμμμφφφ, κάτι παίζ, κάτι παίζ με δαύτονννν") και ειλικρινούς διασκέδασης, σε μια φάση έρχεται το καθιερωμένο πρεζάκι να ζητήσει φράγκα, ο φίλος σχεδόν τον υιοθετεί μες την καλοσύνη της σούρας του και κάθονται και λένε μαλακίες και του δίνει και τα ξηροκάρπιά μας, πράμα που τότε δε με ένοιαξε μία, αλλά τώρα σκέφτομαι ότι είναι σα να γαμάγαμε ώρες και να τα ρίξαμε στο τοίχο, στο τέλος, λέμε, πάμε τελευταία κανάτια, ξεμείναμε. Και το τελευταίο κανάτι, φίλε μου, ήταν οινόπνευμα. Παίζει να ταν και από κείνα τα μπλε, τα χρωματιστά. Ένα, δύο, φφφφφφάααααουλ, κόκκινη κάρτα. Ο φίλος με τη βοήθεια της πρώην γκόμενάς του πάει σε μια γωνία και βγάζει μαργαριτάρια από το στόμα. Εγώ ταυτόχρονα, από πριν, είχα πάρει τηλέφωνο ένα ζευγάρι, υπέροχους φίλους, και τους είχα πει, μιλώντας με σήματα μορς, να έρθουν στο μέρος να αράξουμε. Και το κινητό μου έκλεισε από μπαταρία, και η κοπέλα από το ζευγάρι να παίρνει το φίλο μου, αυτός να έχει το ακουστικό στο αυτί και να ξερνάει χωρίς να απαντάει σε τίποτα, και στο τέλος, ανοίγει τα μάτια, βλέπει τη πισίνα από αποφάγια και υγρά στο πεζοδρόμιο και μένει να τη κοιτάει μαλάκας για καμια ώρα, φάση, "Εγώ το βγαλα αυτό"; Και να μη πολυλογώ άλλο, λέμε τη κάνουμε. Κανόνι να σκάσουμε δε παίζει, αν και θα πρεπε, λόγο κατάστασης, οπότε ταξί και βάμος.
Στο ταξί, καθόμαστε πίσω, ο ταρίφας ξεκινάει το αμάξι, και σε μια φάση φρενάρει απότομα. Ο φίλος από δίπλα σκάει στο μαξιλαράκι της πίσω θέσης, γουρλώνει τα μάτια, μουρμουράει στο ταρίφα, "Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτόρρρρρρρλγκγκγρρρρλρλρλ" και αρχίζει να χύνει νερά από το στόμα. Ανοίγει το παράθυρο, και αρχίζει να ξερνάει νερά στο δρόμο, με το ταξί εν κινήσει, αμάξια από δίπλα να κορνάρουν φωνάζοντας "άξιος!", ο ταξιτζής να λέει "ρε μάγκες, δε μου το λέγατε από την αρχή;" και εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω την απίστευτη επιθυμία να ξεράσω κι εγώ, από τα γέλια και μόνο που έκανα, βλέποντας μια κυριλέ Χάρυβδη με κασκόλ να κάνει το δρόμο σφουγγαρίστρα. Λαμπίκο.
Κατεβαίνουμε. Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμα. Ξαπλώνω στο γαμημένο, άθλιο, απαίσιο κρεβάτι του φίλου, αυτός από δίπλα. Το γνωστό τρικ: μαλάκες, πρέπει να το πάρουμε απόφαση κάποια στιγμή ότι το σκοτάδι ζει και αναπνέει κ χορεύει πεντοζάλη, αλλά μας το δείχνει μόνο όταν είμαστε αρκετά λιώμα, για να γελάει στα μούτρα μας. Παπάρια λέω. Ύπνος και στο πούτσο μου, και κάνε όσα ακροβατικά θες, άραψ.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα, ένα κεφάλι-βίδα και μια ακαταμάχητη λαχτάρα να τρίβω το κώλο, τα παϊδια και το σαγόνι μου συνέχεια. Ο φίλος καλύτερα. Το έχω, λέω, γαμώ. Πάμε να φύγουμε. Βαρέθηκα τη κωλόπολή σου. Και όπως μπαίνουμε στο ασανσέρ, και πάνω που πάω να ολοκληρώσω τη φράση μου, "Χα, αδερφάρα, ξεράσαμε χτες, τα κάναμε πουτάνα, ε, ε;", με το που νιώθω το ασανσέρ να κατεβαίνει, ανοίγω διάπλατα τη παγίδα, το στόμα μου, και αρχίζω να γεμίζω το ασανσέρ. Φτάνουμε στο διάδρομο, και συνεχίζω- αν υπήρχε Καλιφορνέζος τριγύρω, με τόσο νερό που έβγαλα, θα τα χε πετάξει όλα έξω και θα'χε αρπάξει σανίδα σιδερώματος για διπλοσπινιές με τα νεροάντερά μου. Ακούμε και κάποιον να κατεβαίνει, οποτε με αρπάει ο άλλος, με απομεινάρια αξιοπρέπειας να κρέμονται στα μούσα, και με βγάζει όξω από το χέρι, σα παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο που δε λέει να ξεκολλήσει από τη βιτρίνα.
Οπότε διαπίστωσα, γάμησέ το. Δε φταίει η Αθήνα για τις μαλακίες τις αποπάνω, καθώς έχω γεμίσει ημερολόγιο, με τους άλλους τριγύρω, από μπομποκαταστάσεις κι εδώ πάνω. Μου φταίει ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος. Και το συγκεκριμένο μαγαζί. Και επειδή ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος είναι στην Αθήνα, λέω ότι δε πίνω όμορφα στην Αθήνα. Φτου και βγαίνω και ξελευτερία για όλους.
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου