Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Επιστροφή

Δε κοιμήθηκα καθόλου. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, προφανώς, αν και εκείνη τη στιγμή είχα ένα λόγο παραπάνω: στις 4:30 το πρωί ξεκίναγα το οδοιπορικό από το χωριό στη Φλώρινα. Αν έλεγα ότι δεν χεζόμουνα πάνω μου, απ'τη χαρά και μόνο της σκέψης, αρκετές βδομάδες πριν, θα ήμουν ένας βρωμερός ψεύτης. Η αλήθεια είναι, ότι 8 στους 10 απ'όσους συναντώ σε σχεδόν ημερησία βάση, είναι στο ίδιο μήκος με μένα σχετικά με το θέμα του θανάτου των διακοπών. Φταίει ίσως ο μεταβολισμός του χωριού, σε σχέση με τον κόσμο, αλλά όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι από τέλη Αυγούστου, ωπ, ανασκουμπωνόμεθα και κυνηγάμε τις δουλειές που αφήσαμε στη μέση από τον Ιούνιο. Οι διακοπές του Σεπτέμβρη δε δούλεψαν ποτέ για μένα, διότι, ακόμα και αν λόγο σχολής, έχω παραπάνω από αρκετό ελεύθερο χρόνο στα χέρια μου (όπως όλοι εδώ πάνω- η Καλών Τεχνών είναι μια απαιτητική σκύλα που κάνει νάζια συνεχώς μέχρι να πάρει μπρος), απλά ποτέ δε μου κάθισε καλά στη γκλάβα.

Αλλά όπως και να'χει, Φλώρινα μετά από τρεις μήνες αποχής από καταναλώσεις πάσης φύσεως και με μια ενοχλητική ρουτίνα να κρέμεται ανάποδα από το ταβάνι κάθε γαμημένη μέρα, και να σε κοιτάει με ηλίθιο χαμογελάκι, σημαίνει παράδεισος.
Βάλε και την έμφυτη περίεργεια, καύλα καλύτερα, να δούμε τι φρούτα θα σκάσουνε φέτος εδώ πάνω, λες και είναι στρατός, "ψάρια". Όλα καλά, όλα καλύτερα, όλα κάλλιστα.

Ο πατέρας μου, που αναλαμβάνει μετά από καιρό για άλλη μια φορά, τον άχαρο ρόλο να με πετάξει με το αμάξι στη διπλανή πόλη για να πάρω λεοφορείο για Αθήνα, γρυλίζει αγουροξυπνημένος γύρω στις 4:20. Κλείνω τον υπολογιστή, χώνω τα τελευταία σώβρακα στην λαδιά γυναικεία τσάντα με τα λουριά που μου χει μείνει εδώ και ένα χρόνο, δανεικιά από μια φίλη, και η οποία μοιάζοντας ενοχλητικά πολύ με τσάντα εμπόρου κοκαϊνας μου έχει δημιουργήσει παραπάνω ψαχτήρια απ'όσα γουστάρω το τελευταίο καιρό, φοράω παπούτσια και πάω στο σαλόνι. Κάθομαι στο καναπέ, αρχίζω να ρίχνω για πλάκα ποκερόφυλα στο τραπεζάκι, ενώ από απέναντι ο πατέρας ρουφάει στα γρήγορα καφεϊνη και νικοτίνη, βρυχίζοντας σιγανά, "Κλειδιά πήρες; Αχά. Λεφτά έχεις; Ωραία. Ταυτότητα;". Ναι κύριε λοχαγέ, ο στρατιώτης είναι πανέτοιμος. Σε ένα εικοσάλεπτο, ανοίγαμε την εξώπορτα του κήπου-γκαράζ και την πουλεύαμε για Κιάτο.

Φτάσαμε 4:53, πέντε λεπτά σχεδόν πριν καταφτάσει το λεοφορείο. Αρνούμαι ευγενικά τη πρόταση του πατέρα μου για άραγμα στο αμάξι και κάπνισμα παρέα μέχρι να έρθει το όχημα, τον χαιρετάω και κατεβαίνω στη στάση. Είναι οι ώρες των νεκρών του ωραρίου, όπως τις λέω. Κάθε φορά, μετανάστες με τσάντες που σαν τη δικιά μου, μοιάζουν εξωτερικά να κουβαλάνε ό,τι αφήνει η φαντασία του καθενός να υποθέσει, πού και πού κανένας παππούς τελειωμένος, με ζακέτα μπλε κλειστή και βήχα σε ρυθμό πολυβόλου (και πολλά σκάγια, χλέπες, χολή), και πολλές συνήθως στριπτιτζούδες ή βιζιτούδες που τελειώνουν τη βάρδια. Τους κάνω παρέα, όταν μου ζητάνε τσιγάρο. Εκείνη τη φορά, ήταν τρεις μαύρες, ντυμένες σφιχτά λόγο θερμοκρασίας. Ευχάριστες και με ελάχιστα ελληνικά στο ρεπερτόριο, μιλάνε στα αφρικάνικα και γελάνε συνεχώς. Είναι ωραίο, διότι βλέπεις ότι πραγματικά εκείνη την ώρα ο καθένας έχει τελειώσει τον καθημερινό του "ρόλο" και είναι πάλι αυτό που γεννήθηκε. Πριν λίγο, πχ, μια τύπισσα βγήκε από ένα ταξί παρκαρισμένο ακριβώς από δίπλα, τελειώνοντας το τσιμπούκι στον ταξιτζή, και στάθηκε περιμένοντας στη στάση βαριεστημένα, χωρίς τίποτα ξετσίπωτο ή επιτηδευμένο στις κινήσεις- αν ήταν ταινία του Αλμοδόβαρ, θα μεταμορφώνονταν όλοι τριγύρω σε τραβέλια και θα με κυνηγάγανε να μου πιάσουνε τον κώλο πρόστυχα.

Αράζω στη θέση μου. Σε κανονικές συνθήκες, ο Μορφέας θα με γάμαγε πισωκολλητό από το πρώτο τέταρτο της ρουτίνας "σπιτάκι-δέντρο-σπιτάκι-αααα, δέντρο!-μαγαζιά-δρόμος-δέντρο", αυτή τη φορά μένω ξύπνιος σχεδόν μέχρι την Αθήνα. Κοιμάμαι σα ζώο για ένα εικοσάλεπτο, αν υπολόγισα μετά καλά, μέχρι να φτάσουμε στο Κηφισσό, πετάγομαι ξύπνιος αγχωτικά με το που φτάνουμε, βουτάω τη τσάντα μου, δίνω προτεραιότητα στις μαύρες δεσποινίδες να περάσουν τη σκάλα, κάνοντας και μια νυσταγμένη ψευτο-φιγούρα υπόκλησης, και περπατάω μέχρι το θάλαμο Θεσσαλονίκης για να βγάλω το πολυπόθητο εισητήριο. Η ώρα ήταν 6:43, το όχημα έφευγε στις 8:00.

"Πφφφ, για Φλώρινα; Δε βγάζω ακόμα, έλα σε κανένα μισάωρο". Παλιά καλή ρουτίνα. Κατουρημένο καθισματάκι, τσιγάρο, σχεδόν αγενές κοίταγμα στο κόσμο τριγύρω λόγο νύστας. Το στομάχι βαράει τούμπανο. Άφαγος για ώρες. Πάω μέχρι το φαγάδικο, το μοναδικό τριγύρω, αλλά γάμησέ τα Πολυχρόνη, ολόκληρος λόχος από κωλοφάνταρα περιμένει σε σειρά. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι, άντε γαμηθείτε, οι πρώτες σκέψεις, και επιστρέφω στη θέση μου, κουρνιάζω και δε μιλάω στον εαυτό μου για αρκετή ώρα. Γιαγιάδες με χαρτομάντηλα- παλιότερα, αν έδινες στη πρώτη που έβλεπες, και μετά κράταγες το πακέτο χαρτομάντηλα μπροστά σου, δε σε ενοχλούσαν άλλοι τόσο πολύ. Πλέον, η ίδια γιαγιά που πριν ένα τέταρτο σου δωσε το πακέτο, επιστρέφει και κάνει ότι δε σε θυμάται, ή δε τη νοιάζει, και σου ζητάει να ξαναγοράσεις. Αλλά το χειρότερο είναι οι κοινωνικές συναναστροφές οι επιβαλλόμενες από τη νύστα, με πρεζάκια-εμπόρους ρολογιών ή γυαλιών, και με νεαρές γυφτοπούλες-ή-μη με τουπέ. Ίσως ακούγομαι αντιπαθέστατο ζώο, μα, όχι μαλάκα μου, δε με ξέρεις για να υποθέτεις με το στραβόγελό σου το φαφούτικο ότι "Ααααα, σε βλέπω εγώ, είσαι κι εσύ της πιάτσας ε; Ρουφάς ό,τι βρεις αααααααααα" και να το πας στην "συναδελφική αλληλεγγύη" για να σου αγοράσω το κωλορόλογο, και όχι, μαλάκω μου, σου' δωσα ένα 2ευρο πριν 5 λεπτά, κι άλλο 1 ευρώ επειδή μου πρηξες τα παπάρια με τη δήθεν μάνα σου που θέλει φάρμακα (πολλές μάνες με φαρμακόκαυλες μαζεύτηκαν στο Κηφισσό), τι ύφος και στράβωμα είναι αυτό, που μου φωνάζεις κιόλας, "Τι είναι μωρέ αυτό; 3 ευρώ, άλλα δεν έχεις να μου δώσεις, μόνο 3 ευρώ;". Συγγνώμη, αλλά δε νομίζω να φοράω σήμερα την αποκριάτικη στολή μου, της μαγικής βρύσης που στάζει τάλαρα, οπότε είναι είτε 3 ευρώ, είτε μια κλωτσιά στο πρόσωπο, μόνο και μόνο για την έλλειψη σεβασμού (που εγώ σου δείχνω) και για τίποτε άλλο.

Βγάζω το εισητήριο. Η κοιλιά διαμαρτύρεται. Τόσην ώρα, μια χλιδάτη, σιχαμένη χοντρή (και εννοώ κυρίως το λίπος στον εγκέφαλο και στη κινησιολογία), με το ένα χέρι χώνει σχεδόν όλη την αραβική πίττα στο στόμα (και θυμίζοντάς μας, όπως και ο Λαρσαίος μου'χε θυμίσει και μένα πριν κανένα μήνα, τη παλιά εκείνη διαφήμιση, "Πάνω κάτω οι μασέλες, να μασάνε μορταδέλες"), και με το άλλο χύνει HBH λεμονίτα στον ουρανίσκο πριν καν καταπιεί, φτιάχνοντας λίμνη κανονικά στο αδηφάγο στόμα, κατουρημένη από σπουργίτες που δε λένε να πάρουν πούλο για χειμώνα. Δεν αηδίασα. Πείνασα περισσότερο. Δε γαμιέται, δυο βήματα είναι το φαγάδικο, ας ελπίζουμε ότι τα φαντάρια χορτάσανε. Και ναι, αγία πίστη, άδειο. Τσιμπάω κι εγώ μια αραβική πίττα. Στέκομαι απέναντι από τη χοντρή και το τρώω κι εγώ σε δεύτερα, σχεδόν δαγκώνοντας το καρπό μου κατά την εν λόγω διαδικασία. Όχι για να την κοροϊδέψω, να της "την πω". Απλά, όπως και να γίνει, μεταξύ χοντρών πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη, έτσι δεν είναι;

Επιτέλους. Όχημα, όχημα. Λίγος κόσμος όπως σχεδόν πάντα. Ο καθένας όπου γουστάρει, ας αράξει τον κώλο του. Και είναι ίσως η μόνη φορά που κάνω αυτή την "ατασθαλία" με τις θέσεις, καθώς προέρχομαι από μία εκ των πλέων σφιγκοκωλάριων περιοχών με το μαλακισμένο θέμα του "Συγγνώμη, εδώ είναι η θέση μου" σε τρένα και λεοφορεία, και το να σηκώνομαι από εκεί που κάθομαι επειδή ο κύριος Μαλάκας ή η κυρία Αγαμήδου δε καταδέχονται να καθίσουν σε μία από τις 30 άδειες θέσεις τριγύρω τους αλλά σα τα σκυλιά, κατουράνε τη θέση τους επειδή ΤΟΥΣ ΑΝΗΚΕΙ, ΧΑΡ ΧΑΡ ΧΑΡ, με εκνευρίζει αφάνταστα- όχι όμως, σε αυτό το δρομολόγιο σπάνια έχει τίγκα κόσμο, και σπάνια μιλάει κάποιος. Νυσταλέα πράματα. Νυσταλέα. Γουστάρω.

Ο ύπνος αργεί λίγο. Κάτι η μουσική, όμως, κάτι η κωλοδρομάδα, πέφτω σε λήθαργο. Για να καταλάβετε, έπεσα αναίσθητος γύρω στις 8:20, Αθήνα ακόμα, και ξύπνησα στη δεύτερη στάση (εκ των 2 συνολικών), κοντά στον Όλυμπο νομίζω, 2 ώρες ακόμα μέχρι τη Φλώρινα από εκεί. Δηλαδή, γύρω στις 6 ώρες αναισθησία σε κάθισμα. Δε περίμενα τίποτε άλλο. Ό,τι καλύτερο.

Φτάνω. Οικείες παραστάσεις, μανάρα μου. Σα να μην έλειψα μια μέρα. Το σπίτι στην εντέλεια- σε αυτό, να'ναι καλά οι γονείς μου, μιας και, όντας το μοναδικό ίσως πράμα στο οποίο συνεργαζόμαστε ανοιχτά πλέον (και για το οποίο καταδεχόμαστε να μιλάμε μεταξύ μας περισσότερο απ'όσο πρέπει), είναι το καθάρισμα του σπιτιού. Και αν σκεφτεί κανείς ότι το παράτησα (επειδή έφυγα σα το σκυλί, τον Μάιο, λες και με κυνηγάγανε) με βουνά από σκουπίδια στο μπαλκόνι, αποτσίγαρα παντού, βιβλία δίπλα από τη λεκάνη, σαπισμένα φαγητά στο ψυγείο, πεταμένα σεντόνια, κάλτσες-λαγούμια και τη γκραν-ατραξιόν, μια χρησιμοποιημένη καπότα φάτσα φόρα στο κομοδίνο να στάζει σπέρμα στο πάτωμα (και δεν είμαι δυστυχώς υπερβολικός για τις ανάγκες του κειμένου), και τώρα το βρήκα καθαρότερο και από κώλο μωρού μετά το talk-ing session και με συν τοιχάκια στο τετράγωνο που μέχρι πριν ήταν η "μπανιέρα" μου, τότε πρέπει να τους φτιάξω γλυπτό προς τιμήν τους σε κεντρική πλατεία του χωριού, το ελάχιστο.

Φτάνω σε σπίτι φίλων. Χαιρετούρες, αγκαλιές και κακό. Παίζουν ένα περίεργο, τίγκα ναρκωτικά παιχνίδι στο PSP, που πρέπει να πατάς συνδιασμούς κουμπιών για να βοηθάς τον επεκτατικό πόλεμο ενός μάτσου μκροβίων (ή κάτι που μοιάζει με μικρόβιο). "Μαστουρωμένος, χάνεσαι στο ρυθμό, αλήθεια". Αχά. Το μάντεψα με τη μία. Βγάζω το ουίσκυ που έφερα στη σακούλα μαζί μου, δώρο ενός θείου μου bon-viveur, 16 χρόνια σε βαρέλι έτοιμο για κατανάλωση. Είναι πιο θάνατος από το θάνατο, χωρις αυτό να είναι κάτι κακό, φυσικά. Ο ένας εκ των φίλων, λέει ότι σου αφήνει μυρωδιά παστουρμά- δε μπορώ να ξέρω. Το πεθαίνουμε χωρίς πολλά πολλά.

Και πλέον είμαι στην ίδια οθόνη, μετά από κανένα τετράμηνο σχεδόν, και σκέφτομαι πόσο τυχερός γαμιόλης είμαι, που ακόμα δεν έχουν περάσει αρκετοί μήνες, μέχρι να μισήσω, να σιχαθώ τη Φλώρινα και να θέλω να κατέβω πάλι στο χωριό μου. Όχι κύριε.
Όπως λέει και η μεταγλωτισμένη κοπελιά στη τηλεόραση από δίπλα, που πουλάει σκούπες μαζί με τον Τζο, "Είναι η ροή του αέρα". Η ροή, ναι. Η αγία, η γαμημένη, η υπερπολύτιμη ροή των πάντων.

-Ηλίας

2 σχόλια:

Flonsavardu είπε...

να σου πω και την αλήθεια, αύριο το ξημέρωμα πάω πειραιά, για πρώτη φορά "να κάτσω επιτέλους μόνιμα". το γαμημένο σφίξιμο στο στομάχι δεν λέει να φύγει.

οι διακοπές τον Σεπτέμβρη γαμούν! :)

Λιος είπε...

Μόνιμα. Περίεργη λέξη. Δε γαμιέται; Κάποτε όλοι θα ζητάμε δεύτερες ευκαιρίες και δε θα΄χουμε.

Χαίρομαι που το λες έτσι! Αλήθεια! Είχα ανάγκη κάποιον να ισχυριστεί πως οι διακοπές τον Σεπτέμβρη γσμούν. Αλήθεια! Χαίρομαι που γάμησαν! Να' ς καλά!

Αλό-χααααααααααααα