Πέντε κεφάλια μου την έπεσαν από το πουθενά. Μέσα στην αλκολόνταγκλα, έγειρα με δυσκολία προς το μέρος τους, σχεδόν ακουμπώντας τα εκεί που κανονικά θα ήταν οι μύτες τους, με τη δικιά μου. Κανένα στοιχείο ανθρώπινου χαρακτηριστικού. Βασικά, κανένα χαρακτηριστικό, καθόλου. Η μέρα πλησίαζε και προσπαθώντας να πάρω το βλέμμα μου αλλού, μιας και το θέαμα παραήταν "εξτγαογντινέγ" για τα γούστα μου, κοίταξα τον ουρανό. Με μια άτσαλη κίνηση, βρέθηκα στο πάτωμα με το κώλο, ένιωσα τη κωλοτρυπίδα μου να τσούζει από την επαφή με την κρύα πέτρα. Τα κεφάλια έφεραν μια σβούρα, και ξαναστήθηκαν με στρατιωτική πειθαρχία, το ένα δίπλα από το άλλο. Δεν είχαν μάτια, μα θα ορκιζόμουν ότι με κοιτούσαν έντονα- μετρούσαν τις αντιδράσεις μου.
-Ακούστε να δείτε, χμφ. Κωλοπαιδαράδες. Δε ξέρω τι παιχνίδι παίζετε, αλλά να, με αναγκάζετε να νιώθω σα παππούς, που τρέμει να βγει στα σκοτεινά.
Φυσικά, καμία απάντηση, μόνο άλλη μια σβούρα, από πάνω προς τα κάτω αυτή τη φορά, και η ίδια σφιχτόκωλη διάταξη. Αποφάσισα ότι το όλο θέμα ήταν μια μαλακία και μισή, και ότι είχα εν τέλει καλύτερες δουλειές να κάνω από αυτή τη φαρσοκωμωδία. Με μεγάλη δυσκολία, σηκώθηκα στα πόδια μου, έσκυψα, ακουμπώντας τα γόνατά μου, ξεφύσηξα δυο τρεις φορές και παραπατώντας κινήθηκα προς τα εμπρός.
-Αδέλφια, στα παπάρια μου. Αλήθεια. Δεν υπάρχετε, οπότε δε με ενδιαφέρετε. Την κάνω, εσείς αράξτε και κάντε...σβούρες...ή ό,τι εν πάσει περιπτώσει κάνετε εδώ.
Περπάτησα προς το σπίτι, τα κεφάλια δεν υπήρχαν πλέον, όταν γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Φτάνοντας, έκλεισα γερά τη πόρτα και έπεσα σε λήθαργο χωρίς να έχω την επιλογή καν για οτιδήποτε άλλο. Ήμουν πολύ κουρασμένος για να φοβηθώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου