"Σκατά".
Ήταν Σάββατο και όλες οι παρθένες και μη, ετοιμαζόντουσαν να βγούνε, εκπληρώνοντας τα ζωώδη ένστικτά τους. Κι εμείς ως άλλοι μελετητές από το National Geographic,, ετοιμαζόμασταν πίνοντας ξύδια να βγούμε και να μελετήσουμε τα "ζώα στη ζούγκλα" του πεζόδρομου.
Όλα ήταν έτοιμα για την έξοδο των μελετητών. Ήπιαμε αρκετά και είμασταν έτοιμοι να πιούμε κι άλλο, μέχρι να μείνουμε ταπί όλοι μας, μέχρι να πέσουμε στα γόνατα και να παρακαλάμε για λίγη μπύρα ακόμη, διάφορους γνωστούς μας. Και μη.
Έιμασταν πέντε ευδιάθετα ρεμάλια σαν πορεία του ΣΥΡΙΖΑ (δε ξέρω πώς είναι αλλά φαντάζομαι ότι το εναλλακτικό έχει πλάκα). Όλα καλά μέχρι που τα φώτα του δρόμου άρχισαν να γίνονται ανυπόφορα. Η πρώτη κλωτσιά στη λάμπα ήταν του Κωσταντίνου, η δεύτερη στην επόμενη δική μου. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ένα αυτοκίνητο σταματάει και τότε γίνονται όλα αμερικάνικη ταινία, "ο καλός μπάτσος" και το "τσουτσέκι" βγαίνουν από το πολυτελέστατο NISAN. Το λεξιλόγιό τους περιορισμένο. "Βάλε χειροπέδες στο ψηλό". Άκου ρε μαλάκα χειροπέδες. Ποιοι είμαστε, πούστη, ο υπ'αριθμόν 1 κίνδυνος/τρομοκράτες; Φοράνε χειροπέδες και στους άλλους δυο και μας βάζουν στο αυτοκίνητο. "Ωραία ρε παιδιά" τους λέμε, προσπαθώντας να κρατήσουμε τα γέλια μας (πραγματικά γελοίο θέμα), "γιατί οι χειροπέδες;". Και απαντούν, "Γιατί σας ξέρουμε κι από χτες;". Οι μαλακισμένες χειροπέδες ήταν ανυπόφορες, σφιχτές, αλήθεια. Περνούσαμε έξω από ένα μπαρ, όταν είδανε ένα συνάδελφό τους που έβγαινε από το μπαρ με τρεις γκόμενες, "Κοίτα ρε τον Κώστα και με τις τρεις είναι", είπε ο καλός μπάτσος, ένα σύντομο και συγκρατημένο γέλιο ήταν η απάντηση του φλώρου δίπλα. "Αφήστε τον άνθρωπο ρε" πετάχτηκα κι εγώ από πίσω σα κλανίδι ιπποπόταμου, "αφού αν μπορούσαμε όλοι τρεις θα είχαμε". Τότε γελάσαμε και οι πέντε, "ναι, σωστό χαρέμι", "αυτό να λέγεται".
Οι τρεις επικίνδυνοι εγκληματίες με τους δυο γεμάτους περηφάνεια μπάτσους (αφού σώσανε την κολώνα από σίγουρο ξυλοδαρμό) φτάσανε στο τμήμα. "Έλα ξανά δουλειά" είπανε σε έναν άλλο που σκότωνε το βράδυ σε μια καρέκλα μέσα στο τμήμα. Με παίρνει σε ένα δωμάτιο και αρχίζει τις ερωτήσεις του τύπου "τι ήπιατε;", "πίνετε χόρτο;", και διάφορα τέτοια, και παίρνει προφανώς απαντήσεις του τύπου, "όχι", "είμαστε καλά παιδιά" και άλλα χριστιανικά. Μετά μας ψάξανε, ξενερώσανε που δεν βρήκανε τίποτα (εδώ τους λυπήθηκε η καρδιά μου, χεχε), ακούσανε και από την ενδοεπικοινωνία ότι κάτι παιδιά πετάνε μπουκάλια από τον όροφο μιας πολυκατοικίας σε ένα αυτοκίνητο, και λένε "Ωχ! Μας περιμένει μεγάλη νύχτα". Ε, από τότε μας πιάσανε τα γέλια, νομίζω αρκετά κρατηθήκαμε κιόλας.
Φιλότιμα παιδιά ο μπάτσος και το τσουτσέκι, μας γυρίσανε και πίσω για να συνεχίσουμε να πίνουμε μπύρες. Ποιος ξέρει; Μπορεί να μας βάζανε χειροπέδες ξανά το ίδιο βράδυ, καθώς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε gangbang/βιάσουμε κανέναν κάδο σκουπιδιών.
-Γιώργος
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Αααα, ξέχασα
Και για να συμπληρώσω από πριν.
Μιλάμε.
Φωνάζουμε ο ένας με τον άλλον.
Σχεδόν παίζουμε ξύλο.
Αλλά.
Είναι το να είσαι ζωντανός.
Τον καθέναν αν ρωτήσεις
θα έχει άλλη άποψη
αλλά:
Για μένα
να είσα ζωντανός σημαίνει
να ονειρεύεσαι τη Παναγία την ίδια
(με άσπρα πέπλα και σκούρο δέρμα στην έρημο)
και να σέρνεσαι στο πάτωμα
και να εκληπαρείς να κατέβει Αυτή
από τον ουρανό
ή από την Φαντασία σου
και να γαμηθείτε
να κάνετε "έρωτα"
να τη χύσεις στη μάπα
από αγάπη
και να νιώσεις
ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ.
Θα πω κάτι.
Ας διαφωνήσετε εσείς,
ας διαφωνήσουν οι φίλοι:
Χρειάζεται το μουνί
για να μπει σε τάξη ο πούτσος.
Και χρειάζεται ο πούτσος
για να συμμαζευτεί το μουνί.
Αυτό. Αυτά.
Καληνύχτα.
Δεν αντέχω άλλο.
*****
Πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, άσχετα:
(1)Νέο επεισόδιο Family Guy. Ψάξτε το. Αξίζει. Μικροσύμπαντα κι έτσι- ωραίο γέλιο.
(2)Άυριο λογικά θα χω συνέντευξη από τον Peter από τη μπάντα The Sore. Τσεκάρετε.
(3)Κάποια στιγμή θα πεθάνω (πεθάνουμε) στον ύπνο μας. Μη σας κάνει έκπληξη. Έτσι γεννηθήκαμε, άρα έτσι πάει. Αν και το αρνούμαι, σε ιδεολογικό/οτιδήποτε επίπεδο.
Να'στε καλά.
Μιλάμε.
Φωνάζουμε ο ένας με τον άλλον.
Σχεδόν παίζουμε ξύλο.
Αλλά.
Είναι το να είσαι ζωντανός.
Τον καθέναν αν ρωτήσεις
θα έχει άλλη άποψη
αλλά:
Για μένα
να είσα ζωντανός σημαίνει
να ονειρεύεσαι τη Παναγία την ίδια
(με άσπρα πέπλα και σκούρο δέρμα στην έρημο)
και να σέρνεσαι στο πάτωμα
και να εκληπαρείς να κατέβει Αυτή
από τον ουρανό
ή από την Φαντασία σου
και να γαμηθείτε
να κάνετε "έρωτα"
να τη χύσεις στη μάπα
από αγάπη
και να νιώσεις
ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ.
Θα πω κάτι.
Ας διαφωνήσετε εσείς,
ας διαφωνήσουν οι φίλοι:
Χρειάζεται το μουνί
για να μπει σε τάξη ο πούτσος.
Και χρειάζεται ο πούτσος
για να συμμαζευτεί το μουνί.
Αυτό. Αυτά.
Καληνύχτα.
Δεν αντέχω άλλο.
*****
Πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, άσχετα:
(1)Νέο επεισόδιο Family Guy. Ψάξτε το. Αξίζει. Μικροσύμπαντα κι έτσι- ωραίο γέλιο.
(2)Άυριο λογικά θα χω συνέντευξη από τον Peter από τη μπάντα The Sore. Τσεκάρετε.
(3)Κάποια στιγμή θα πεθάνω (πεθάνουμε) στον ύπνο μας. Μη σας κάνει έκπληξη. Έτσι γεννηθήκαμε, άρα έτσι πάει. Αν και το αρνούμαι, σε ιδεολογικό/οτιδήποτε επίπεδο.
Να'στε καλά.
Είμαστ καλά
Πώς μετατρέπεται το βράδυ σου
από αποτυχημένο
σε τίγκα "κιουλ":
Εκεί που πας σε φίλους
χωρίς να περιμένεις τίποτα
απολύτως,
σκάει κρασί.
Στ'αρχίδια σου το κρασί
εγώ προσωπικά το έχω σιχαθεί
αλλά είναι τζάμπα
οπότε το πίνεις
και λες:
αφού ήπια
θα πιω κι άλλο
αλλά τι;
Και βρίσκεται η άκρη
να' ναι καλά ο Αλέξης
καλός φίλος ξηγημένος.
Πάμε μέχρι την άλλη άκρη της Φλώρινας
και παίρνουμε από την κοπέλα του
κλειδιά για το σπίτι της
και παίρνουμε τσίπουρο από εκεί.
Μας προειδοποιεί η ίδια:
"Αν το πιείτε όλο,
θα γίνετε σκατά.
Είναι δυνατό,
είναι ψυχεδελικό".
Ωραία. Οι προσδοκίες μας ανέβηκαν.
και καταλαβαίνω,
παρόλο που δε μυρίζω,
ότι εννοεί τον γλυκάνισο.
Πίσω στα παιδιά.
Σερβίρουμε.
Πίνουμε.
Μαλάκα, το πράμα είναι θανατηφόρο.
Τόσο καιρό πίνω,
και δε ξέρω πού το βρήκε αυτό το πράμα.
Πραγματικά.
Βενζίνη.
Καίει.
Γλυκάνισος = τριπίλα.
Παραισθησιογόνο.
Να το ξέρετε.
Πίνουμε.
Και πίνουμε.
Και πίνουμε.
ΘΕΕ ΜΟΥ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΑΣ (ΜΟΥ) ΕΦΤΙΑΞΕ!
ΗΠΙΑΜΕ ΠΑΛΙ!
ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ!
Αλλά.
Σε μια φάση.
Το τσίπουρο τελειώνει (κανείς δεν ειν τέλειος).
Και λέμε.
"Μαλάκες. Δε μας γάμησε τα πρέκια όπως έπρεπε.
Πάμε έξω να πιούμε κι άλλο".
Και πάμε σε club.
Με φώτα και μουσικές, ξέρετε.
Ό,τι εμείς σνομπάρουμε.
Και με καλό λόγο.
Αλλά αράξαμε σε τραπέζι.
Παρεγγείλαμε σφηνάκια, ουίσκια, οτιδήποτε.
Ήταν ωραίο συμπλήρωμα.
Έπινες και σκεφτόσουνα: "Έτσι πρέπει"
"Έτσι γεννήθηκα να κάνω".
Ήπιαμε.
Και πάλι ήπιαμε.
Και ξανά ήπιαμε.
(δε ξέρω πώς τα πληρώσαμε)
και πήραμε πούλο για σπίτι.
Είμαστε καλά.
Αλήθεια
από αποτυχημένο
σε τίγκα "κιουλ":
Εκεί που πας σε φίλους
χωρίς να περιμένεις τίποτα
απολύτως,
σκάει κρασί.
Στ'αρχίδια σου το κρασί
εγώ προσωπικά το έχω σιχαθεί
αλλά είναι τζάμπα
οπότε το πίνεις
και λες:
αφού ήπια
θα πιω κι άλλο
αλλά τι;
Και βρίσκεται η άκρη
να' ναι καλά ο Αλέξης
καλός φίλος ξηγημένος.
Πάμε μέχρι την άλλη άκρη της Φλώρινας
και παίρνουμε από την κοπέλα του
κλειδιά για το σπίτι της
και παίρνουμε τσίπουρο από εκεί.
Μας προειδοποιεί η ίδια:
"Αν το πιείτε όλο,
θα γίνετε σκατά.
Είναι δυνατό,
είναι ψυχεδελικό".
Ωραία. Οι προσδοκίες μας ανέβηκαν.
και καταλαβαίνω,
παρόλο που δε μυρίζω,
ότι εννοεί τον γλυκάνισο.
Πίσω στα παιδιά.
Σερβίρουμε.
Πίνουμε.
Μαλάκα, το πράμα είναι θανατηφόρο.
Τόσο καιρό πίνω,
και δε ξέρω πού το βρήκε αυτό το πράμα.
Πραγματικά.
Βενζίνη.
Καίει.
Γλυκάνισος = τριπίλα.
Παραισθησιογόνο.
Να το ξέρετε.
Πίνουμε.
Και πίνουμε.
Και πίνουμε.
ΘΕΕ ΜΟΥ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΑΣ (ΜΟΥ) ΕΦΤΙΑΞΕ!
ΗΠΙΑΜΕ ΠΑΛΙ!
ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ!
Αλλά.
Σε μια φάση.
Το τσίπουρο τελειώνει (κανείς δεν ειν τέλειος).
Και λέμε.
"Μαλάκες. Δε μας γάμησε τα πρέκια όπως έπρεπε.
Πάμε έξω να πιούμε κι άλλο".
Και πάμε σε club.
Με φώτα και μουσικές, ξέρετε.
Ό,τι εμείς σνομπάρουμε.
Και με καλό λόγο.
Αλλά αράξαμε σε τραπέζι.
Παρεγγείλαμε σφηνάκια, ουίσκια, οτιδήποτε.
Ήταν ωραίο συμπλήρωμα.
Έπινες και σκεφτόσουνα: "Έτσι πρέπει"
"Έτσι γεννήθηκα να κάνω".
Ήπιαμε.
Και πάλι ήπιαμε.
Και ξανά ήπιαμε.
(δε ξέρω πώς τα πληρώσαμε)
και πήραμε πούλο για σπίτι.
Είμαστε καλά.
Αλήθεια
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009
+ 2 COMICS ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΣΕΚΑΡΕΤΕ
PREACHER
των GARTH ENNIS (σενάριο), STEVE DILLON (σχέδιο)
1995-2000
----------------------------------------------------------
Μαέστρος ο Ennis. Το ξέρω, το ξέρετε, ας κόψουμε τα τυπικά λοιπόν. Ό,τι βγάζει, το τσιμπάμε με κλειστά τα μάτια- και γουστάρουμε. Εδώ ακολουθούμε τις περιπέτειες του Jesse Custer, πρώην ιερέα σε εκκλησία αμερικανοβλαχοχωρίου, που μια μέρα του έσκασε σα καταπέλτης η υπερσυμπαντική οντότητα "Genesis" κατά τη διάρκεια ενός κηρύγματος- και από τότε η ζωή του έγινε μπουρδέλο. Παρέα με την πρώην-και-νυν γκόμενά του/πρώην πληρωμένο δολοφόνο/καυλωμένη με τα όπλα, Tulip O'Hare, και με τον Cassidy, πρώην ηρωινομανή βαμπίρ, τα βάζουν με πράκτορες θρησκευτικών οργανώσεων μεγάλης εμβέλειας, υπερτροφαντούς βλάχους-καννίβαλους, serial killers, τον "Άγιο των Δολοφόνων" (έναν πρακτικά αδύνατο να πεθάνει αιωνόβιο πιστολά) και με τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος και τη πούλεψε άτακτα φοβούμενος ουσιαστικά τη δύναμη του Custer-Genesis. Ο Ennis έχει την υπέροχη ικανότητα να ξεφτιλίζει τους χαρακτήρες του με τον χειρότερο, και συνήθως πιο επώδυνο τρόπο- είναι δε αυτή η extravaganza βίας που καταντάει χιουμορίστικη στο τέλος!
*"Αντιός, αδερφέ"
Όσο για τον Dillon, το σχέδιό του είναι υπεράνω κριτικής, καταφέρνοντας να αποδώσει εξαίσια όλες τις υπεράνω του μέτρου ανωμαλίες του μπαρμπα-Garth, και προσθέτοντας ακόμα ένα ληθαράκι στο οικοδόμημα της τρίτης διάστασης των χαρακτήρων. Συνολικά, το Preacher είναι ποτισμένο με όσο κυνισμό μπορεί να χωρέσει κάποιο έργο σχετικά με την θρησκεία, έχει τις επικές του στιγμές, είναι τίγκα στο βρωμοστύλιαρο σε αμερικάνικα μπαρ, πολύ ουίσκυ, το "υπερφυσικό" σαν σκαλοπάτι για ουσιαστικό στήσιμο της ιστορίας και όχι σαν μονόδρομος/αυτοσκοπός, και φυσικά, είναι πιο βίαιο και από ηλικιωμένο που κάθεται στο ίδιο παγκάκι με έναν νάνο (κλεμμένο αστείο Family Guy, σκοτώστε με), και πιο διεστραμμένο και από τον De Sade. Μύτες και σαγόνια σπάνε σαν κλαδάκια, ο Custer έχει την δύναμη να επιβάλλει τηλεπαθητικά τη βούλησή του στον οποιονδήποτε αλλά προτιμάει πάντα τα γροθομπουνίδια- ρησπέκτ. Ρησπέκτ. Ρησπέκτ.
*ΜΠΑΝΓΚ! Και άντε γεια!
THE CHRONICLES OF WORMWOOD
των GARTH ENNIS (σενάριο) και JACEN BURROWS (σχέδιο)
2006 (νομίζω)
-----------------------------------------------------------------
Νάτος πάλι ο Ennis. Ο τύπος είναι θεόθεος. Θρησκευτικής αποκαθήλωσις συνέχεια λοιπόν, με τον Danny Wormwood, γιο του διαβόλου, σε μια γενική σπαρίλα ολκής- δε τον νοιάζει η μοίρα του ανθρώπινου γένους, δε τον ενδιαφέρει η Αποκάλυψη, στ'αρχίδια του για τον Ουρανό και τη Κόλαση- είναι βολεμένος, με την δουλειά του σαν "Cable TV executive" και την γκόμενά του. Τα πίνει με μια από τις μετενσαρκώσεις του Ιησού στο κοντινό μπαρ, ενίοτε καυγαδίζει με τον "πατέρα" του, και γενικώς κοιτάει τις μέρες να περνάνε ανάμεσα στους θνητούς, παρέα με τον ομιλούντα λαγό του, Jimmy. Όλα βέβαια στη συνέχεια μπλέκονται, το (6 επεισοδίων) στόρυ αγγίζει κόκκινο στο γκοτεσκόμετρο, οι απεικονίσεις Κόλασης-Παραδείσου είναι εκπληκτικές, η μικρή διάρκεια της σειράς είναι ένα υπέρ, όλα δουλεύουν ρολόι. Παραπάνω από ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Όπως και οτιδήποτε από Ennis, που ακολουθούμε τυφλά. Χαχ.
*Κλισέ; Χα. Περιμένετε να δείτε πώς σχημάτισε στο μυαλό του τον Θεό, ο αθεόφοβος...
των GARTH ENNIS (σενάριο), STEVE DILLON (σχέδιο)
1995-2000
----------------------------------------------------------
Μαέστρος ο Ennis. Το ξέρω, το ξέρετε, ας κόψουμε τα τυπικά λοιπόν. Ό,τι βγάζει, το τσιμπάμε με κλειστά τα μάτια- και γουστάρουμε. Εδώ ακολουθούμε τις περιπέτειες του Jesse Custer, πρώην ιερέα σε εκκλησία αμερικανοβλαχοχωρίου, που μια μέρα του έσκασε σα καταπέλτης η υπερσυμπαντική οντότητα "Genesis" κατά τη διάρκεια ενός κηρύγματος- και από τότε η ζωή του έγινε μπουρδέλο. Παρέα με την πρώην-και-νυν γκόμενά του/πρώην πληρωμένο δολοφόνο/καυλωμένη με τα όπλα, Tulip O'Hare, και με τον Cassidy, πρώην ηρωινομανή βαμπίρ, τα βάζουν με πράκτορες θρησκευτικών οργανώσεων μεγάλης εμβέλειας, υπερτροφαντούς βλάχους-καννίβαλους, serial killers, τον "Άγιο των Δολοφόνων" (έναν πρακτικά αδύνατο να πεθάνει αιωνόβιο πιστολά) και με τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος και τη πούλεψε άτακτα φοβούμενος ουσιαστικά τη δύναμη του Custer-Genesis. Ο Ennis έχει την υπέροχη ικανότητα να ξεφτιλίζει τους χαρακτήρες του με τον χειρότερο, και συνήθως πιο επώδυνο τρόπο- είναι δε αυτή η extravaganza βίας που καταντάει χιουμορίστικη στο τέλος!
*"Αντιός, αδερφέ"
Όσο για τον Dillon, το σχέδιό του είναι υπεράνω κριτικής, καταφέρνοντας να αποδώσει εξαίσια όλες τις υπεράνω του μέτρου ανωμαλίες του μπαρμπα-Garth, και προσθέτοντας ακόμα ένα ληθαράκι στο οικοδόμημα της τρίτης διάστασης των χαρακτήρων. Συνολικά, το Preacher είναι ποτισμένο με όσο κυνισμό μπορεί να χωρέσει κάποιο έργο σχετικά με την θρησκεία, έχει τις επικές του στιγμές, είναι τίγκα στο βρωμοστύλιαρο σε αμερικάνικα μπαρ, πολύ ουίσκυ, το "υπερφυσικό" σαν σκαλοπάτι για ουσιαστικό στήσιμο της ιστορίας και όχι σαν μονόδρομος/αυτοσκοπός, και φυσικά, είναι πιο βίαιο και από ηλικιωμένο που κάθεται στο ίδιο παγκάκι με έναν νάνο (κλεμμένο αστείο Family Guy, σκοτώστε με), και πιο διεστραμμένο και από τον De Sade. Μύτες και σαγόνια σπάνε σαν κλαδάκια, ο Custer έχει την δύναμη να επιβάλλει τηλεπαθητικά τη βούλησή του στον οποιονδήποτε αλλά προτιμάει πάντα τα γροθομπουνίδια- ρησπέκτ. Ρησπέκτ. Ρησπέκτ.
*ΜΠΑΝΓΚ! Και άντε γεια!
THE CHRONICLES OF WORMWOOD
των GARTH ENNIS (σενάριο) και JACEN BURROWS (σχέδιο)
2006 (νομίζω)
-----------------------------------------------------------------
Νάτος πάλι ο Ennis. Ο τύπος είναι θεόθεος. Θρησκευτικής αποκαθήλωσις συνέχεια λοιπόν, με τον Danny Wormwood, γιο του διαβόλου, σε μια γενική σπαρίλα ολκής- δε τον νοιάζει η μοίρα του ανθρώπινου γένους, δε τον ενδιαφέρει η Αποκάλυψη, στ'αρχίδια του για τον Ουρανό και τη Κόλαση- είναι βολεμένος, με την δουλειά του σαν "Cable TV executive" και την γκόμενά του. Τα πίνει με μια από τις μετενσαρκώσεις του Ιησού στο κοντινό μπαρ, ενίοτε καυγαδίζει με τον "πατέρα" του, και γενικώς κοιτάει τις μέρες να περνάνε ανάμεσα στους θνητούς, παρέα με τον ομιλούντα λαγό του, Jimmy. Όλα βέβαια στη συνέχεια μπλέκονται, το (6 επεισοδίων) στόρυ αγγίζει κόκκινο στο γκοτεσκόμετρο, οι απεικονίσεις Κόλασης-Παραδείσου είναι εκπληκτικές, η μικρή διάρκεια της σειράς είναι ένα υπέρ, όλα δουλεύουν ρολόι. Παραπάνω από ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Όπως και οτιδήποτε από Ennis, που ακολουθούμε τυφλά. Χαχ.
*Κλισέ; Χα. Περιμένετε να δείτε πώς σχημάτισε στο μυαλό του τον Θεό, ο αθεόφοβος...
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009
Τα βουνά μετράω
Είχαμε προχωρήσει ήδη μπροστά,
ο καλός ο φίλος κι εγώ,
πίσω ήταν τα φώτα του ασφαλιτάμαξου.
Τον Λαρσαίο μαζί με άλλους δυο φιλάρες
τους τσακώσανε με χειροπαίδες
(συγγνώμη για την ορθογραφία-
δε μπορώ να σκεφτώ τώρα μαλακίες)
και μεις φύγαμε ευθεία
Η διαφορά ποια ήταν;
Αυτούς, και που τους τσακώσανε,
στ'αρχίδια τους- από πότε είναι ποινικό αδίκημα
να περπατάς μεθυσμένος;
(ΟΚ, σπάσανε και κάτι λάμπες)
Ενώ αν πιάνανε το φίλο τον καλό
και κατ'επέκτασην και μένα τη κουράδα,
στη καλύτερη,
θα τρώγαμε χαστούκια στο τμήμα
να αποκαλύψουμε
"από ποιον τι".
Και συγκρατώ ίσα ίσα
(και πάλι, γάμα την ορθογραφία)
τα δάχτυλα τα γάμησέ τα από το ουίσκυ,
να μην γράψω το βραδυνό,
διότι,
υποσχέθηκα στον ψηλό
να τον αφήσω να τα γράψει μόνος του.
Και έτσι πρέπει.
Αλλά να συμπληρώσω.
Ωραία βραδιά η σημερινή.
Και κάναμε και κείνες τις τύπισσες, μετά
στο πατσατζίδικο,
να γαμηθούν στα γέλία,
μιμούμενοι την μαλακισμένη φωνή του Ιωαννίδη
και προσθέτοντας,
"Αχ Παναγία μου έχε μας καλά"
σε κάθε δύο στίχους στο "Τα βουνά μετράω"
ή όπως το λένε το κωλοτράγουδο
"Κάποιον αγαπάω"
και τα ρέστα.
Και αυτό είναι μια πετυχημένη νύχτα.
Λιώμα,
αλλά ακόμα σε θέση να πολεμήσεις
για να φας το γκομενάκι απέναντι.
ΤΙ ΤΟΥΦΕΚΙΖΩ ΜΕ ΤΗ ΠΡΩΤΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ: ΜΕΡΟΣ 6
"'Ημασταν μικροί". "Δε ξέραμε". "Ακούσαμε ταινία Street Fighter, ε, την είδαμε". "Την είδα κατά τύχη". Δικαιολογίες χειρίστου βαθμού από κάθε οπτική γωνία. Έρχεται μια στιγμή, στη ζωή κάθε άνδρα, που πρέπει να αγκαλιάσει τα αμαρτήματα του παρελθόντος, να τα ρουφήξει και να τα επεξεργαστεί, μετατρέποντάς τα σε χρήσιμη εμπειρία που θα του απαγορέψει να ξαναβουτήξει στον πάτο. Το "Street Fighter, the movie" είναι ένας δαίμονας. Αρκετά σα το "Ρετιρέ" του Δαλιανίδη, που τα λέγαμε πιο κάτω, αλλά με το έξτρα βάρος στους ώμους, ότι έφερε και την απογοήτευση (ενώ το "Ρετιρέ" ήταν κρυφός κυνηγός, ήρθε, έσκασε, μας πήρε ο διάλος), το θάνατο της παιδικής προσμονής για μια υπερπαραγωγή όπου όλοι οι χαρακτήρες του αγαπημένου για κάθε πιτσιρίκι (και όχι μόνο) "παιχνιδιού σταο ουφάδικα", για τους οποίους είχαμε σπαταλήσει μισθούς και μισθούς γονέων σε τάλαρα, οι χαρακτήρες θα μπλέκονταν σε τιτανομαχίες και θα εκτόξευαν ενεργειακές εκρήξεις προς πάσα κατεύθυνση. Δε λέω. Μας βοήθησε να μεγαλώσουμε πριν την ώρα μας. Μας έμαθε ότι η απογοήτευση είναι μέσα στο πρόγραμμα, παντού στη ζωή. Ότι θα μας τη φορέσουν πισώπλατα οι φίλοι. Ότι θα γίνουμε μάρτυρες βιασμών, δολοφονιών, ότι θα πεθάνει κάποτε το σόι μας, κλπ κλπ. Αλλά ήταν ένα από τα σκληρότερα μαθήματα ever, για εκείνη την ηλικία.
*Μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ζωής μου. Ο τερατώδης Sagat, στη ταινία μοιάζει με νταβατζή/πρεζέμπορα. Κανένα κύρος για τον χαρακτήρα, κανένα ίχνος αξιοπρέπειας από τους παραγωγούς. Ο Vega από δίπλα, ίσως μοιάζει με μια πρώτη ματιά στη φωτογραφία ότι πέτυχε το σκοπό του, αλλά όχι, δεν ήταν αρκετά μεγαλοαστικιά ανώμαλη πουστάρα όσο στο game.
Η ταινία δεν είναι κάκιστη. Χρειάζεται να ήταν πολύ καλύτερη, για να τη θεωρούσαμε "κάκιστη". Είναι μια κουραδότρυπα, κάτω από την οποία αρχικά οθεατής στέκει με ανοιχτό το στόμα. Προς το τέλος, βέβαια, ο ίδιος ο θεατής έχει μείνει αποσβολωμένος, σε νιρβάνα, γεμάτος σκατά στο κούτελο, παίρνοντας το πρώτο μάθημα: από τις κουραδότρυπες, μαργαριτάρια ΔΕ βγαίνουνε.
Σε Street Fighter ταινία, άντε, να συγχωρέσεις το ότι η πλοκή χωλαίνει. Ότι το σενάριο είναι απλοϊκό. Θες να δεις ξύλο. Θες να δεις μονομαχίες που θα σου σηκώσουν τη πουτσότριχα στη λάμπα. Θες κιουλ, γαμάτη απεικόνιση χαρακτήρων, αληθοφάνεια στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, για να συμπληρώσει το game την ταινία και vice versa, και να κλείσει ο κύκλος. Αν'αυτού, έχουμε το δίδυμο Ryu-Ken να είναι πιο gay και από τον Ρέβη, τον Guile-Van Damme να μην έχει καν τη χαρακτηριστική κόμμωση και το toughguy attitude, τον Mr. Bison να μοιάζει τόσο επικίνδυνος όσο και ένα σαλιγκάρι με διανοητική καθυστέρηση, τον Blanka να είναι ΕΚΤΡΩΜΑ και όχι εκτρωματικά κιουλ, τον Balrog να είναι ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (?????) και ασύμετρος, και πάνω απ'όλα, τον Zangief, μια από τις πατρικές και πολυαγαπημένες φιγούρες για μένα στο χώρο του videogaming, να τον παίζει ένα μπιλντέρι μεσαίου διαμετρήματος (ο Zangief είναι ΒΟΥΝΟ) χωρίς νοτιαίο μυελό. Άντε πες είχε την Kylie Minogue σαν Cammy, που τότε ήταν και στα φόρτε της- αλλά αυτό δε διορθώνει τίποτα. Και μαύρισε τόσο η ψυχή μου, που δεν αναφέρω καν τα άλλα ευτράπελα με χαρακτήρες ( πχ ο Dhalsim- προφανώς για τους Αμερικάνους, οι ινδοί ασκητές/πνευματικόλαγνοι, είναι αποτελέσματα αποτυχημένων πειραμάτων. ΜΑΛΑΚΕΣ).
*Μαλακισμένο τέλος (που άλλο το είπαν "χιουμοριστικό" και "καλαίσθητο", εγώ το λέω απλά "τόσο αστείο όσο και ένα νεκρό μωρό με στολή κλόουν")
Το Street Fighter: The movie, θα μείνει στην ιστορία σαν μια από τις πιο αποτυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Το είχα αγοράσει σε κασέτα, τότε, οπότε σήμερα μου είναι εύκολο να την θάψω στο πιο απομακρυσμένο σημείο κάποιας τούνδρας, και να την αφήσω να σαπίσει, ανέγγιχτη από ανθρώπινο χέρι ανά τους αιώνας. Προτιμώ να την έχω στο πατρικό μου όμως. Σαν απαγορευμένο αρχαίο κειμήλιο που εξαφάνισε πολιτισμούς ολόκληρους στο παρελθόν. Η γνώση είναι δύναμη.
*"Πώς παίρνω ένα γαμάτο βιντεογκέημ και του γαμάω τη μάνα, μέρος 382,738,273"
ΠΟΣΑ ΣΚΑΓΙΑ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΝΗ: Ένα για κάθε ηθοποιό εκτός της Minogue (διότι η Minogue είναι Minogue, ναι, μιλώ καθαρά καλλιτεχνικά, μφφφχαχαχαα), ένα για τον παραγωγό, ένα για τον σκηνοθέτη, ένα για κάθε τσογλάνι που θα τολμήσει να πει ότι "έλα μωρέ, καλή ήτανε, πλάκα είχε!". Αν δε, ακούσετε το ανεκδιήγητο "Μου άρεσε!", τότε του βγάζετε τα ρούχα, τον μαχαιρώνετε συνεχώς σε νεφρά, κοιλιά και πάνω από τη καρδιά, και τον θάβετε ζωντανό ενώ πεθαίνει από αιμοραγία. Ναι. Σα σκυλί.
*Μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ζωής μου. Ο τερατώδης Sagat, στη ταινία μοιάζει με νταβατζή/πρεζέμπορα. Κανένα κύρος για τον χαρακτήρα, κανένα ίχνος αξιοπρέπειας από τους παραγωγούς. Ο Vega από δίπλα, ίσως μοιάζει με μια πρώτη ματιά στη φωτογραφία ότι πέτυχε το σκοπό του, αλλά όχι, δεν ήταν αρκετά μεγαλοαστικιά ανώμαλη πουστάρα όσο στο game.
Η ταινία δεν είναι κάκιστη. Χρειάζεται να ήταν πολύ καλύτερη, για να τη θεωρούσαμε "κάκιστη". Είναι μια κουραδότρυπα, κάτω από την οποία αρχικά οθεατής στέκει με ανοιχτό το στόμα. Προς το τέλος, βέβαια, ο ίδιος ο θεατής έχει μείνει αποσβολωμένος, σε νιρβάνα, γεμάτος σκατά στο κούτελο, παίρνοντας το πρώτο μάθημα: από τις κουραδότρυπες, μαργαριτάρια ΔΕ βγαίνουνε.
Σε Street Fighter ταινία, άντε, να συγχωρέσεις το ότι η πλοκή χωλαίνει. Ότι το σενάριο είναι απλοϊκό. Θες να δεις ξύλο. Θες να δεις μονομαχίες που θα σου σηκώσουν τη πουτσότριχα στη λάμπα. Θες κιουλ, γαμάτη απεικόνιση χαρακτήρων, αληθοφάνεια στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, για να συμπληρώσει το game την ταινία και vice versa, και να κλείσει ο κύκλος. Αν'αυτού, έχουμε το δίδυμο Ryu-Ken να είναι πιο gay και από τον Ρέβη, τον Guile-Van Damme να μην έχει καν τη χαρακτηριστική κόμμωση και το toughguy attitude, τον Mr. Bison να μοιάζει τόσο επικίνδυνος όσο και ένα σαλιγκάρι με διανοητική καθυστέρηση, τον Blanka να είναι ΕΚΤΡΩΜΑ και όχι εκτρωματικά κιουλ, τον Balrog να είναι ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (?????) και ασύμετρος, και πάνω απ'όλα, τον Zangief, μια από τις πατρικές και πολυαγαπημένες φιγούρες για μένα στο χώρο του videogaming, να τον παίζει ένα μπιλντέρι μεσαίου διαμετρήματος (ο Zangief είναι ΒΟΥΝΟ) χωρίς νοτιαίο μυελό. Άντε πες είχε την Kylie Minogue σαν Cammy, που τότε ήταν και στα φόρτε της- αλλά αυτό δε διορθώνει τίποτα. Και μαύρισε τόσο η ψυχή μου, που δεν αναφέρω καν τα άλλα ευτράπελα με χαρακτήρες ( πχ ο Dhalsim- προφανώς για τους Αμερικάνους, οι ινδοί ασκητές/πνευματικόλαγνοι, είναι αποτελέσματα αποτυχημένων πειραμάτων. ΜΑΛΑΚΕΣ).
*Μαλακισμένο τέλος (που άλλο το είπαν "χιουμοριστικό" και "καλαίσθητο", εγώ το λέω απλά "τόσο αστείο όσο και ένα νεκρό μωρό με στολή κλόουν")
Το Street Fighter: The movie, θα μείνει στην ιστορία σαν μια από τις πιο αποτυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Το είχα αγοράσει σε κασέτα, τότε, οπότε σήμερα μου είναι εύκολο να την θάψω στο πιο απομακρυσμένο σημείο κάποιας τούνδρας, και να την αφήσω να σαπίσει, ανέγγιχτη από ανθρώπινο χέρι ανά τους αιώνας. Προτιμώ να την έχω στο πατρικό μου όμως. Σαν απαγορευμένο αρχαίο κειμήλιο που εξαφάνισε πολιτισμούς ολόκληρους στο παρελθόν. Η γνώση είναι δύναμη.
*"Πώς παίρνω ένα γαμάτο βιντεογκέημ και του γαμάω τη μάνα, μέρος 382,738,273"
ΠΟΣΑ ΣΚΑΓΙΑ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΝΗ: Ένα για κάθε ηθοποιό εκτός της Minogue (διότι η Minogue είναι Minogue, ναι, μιλώ καθαρά καλλιτεχνικά, μφφφχαχαχαα), ένα για τον παραγωγό, ένα για τον σκηνοθέτη, ένα για κάθε τσογλάνι που θα τολμήσει να πει ότι "έλα μωρέ, καλή ήτανε, πλάκα είχε!". Αν δε, ακούσετε το ανεκδιήγητο "Μου άρεσε!", τότε του βγάζετε τα ρούχα, τον μαχαιρώνετε συνεχώς σε νεφρά, κοιλιά και πάνω από τη καρδιά, και τον θάβετε ζωντανό ενώ πεθαίνει από αιμοραγία. Ναι. Σα σκυλί.
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
ΜΟΥΒΙ ΡΗΒΙΟΥΖ ΞΑΝΑ ΜΑΝΑ
ΗΙΤΜΑΝ
του XAVIER GENS (2007)
----------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Καράφλας εκτελεστής που ανήκει σε μυστική οργάνωση (με προτίμηση στους καράφλες και τατού-barcode στο πίσω μέρος της γκλάβας) με φαινομενικές ικανότητες στο "κλάδο" του, μπλέκει με πράκτορες, δολοφονίες υψηλά υφισταμένων προσώπων και μια μουνάρα Ρωσίδα.
ΓΙΑΤΙ ΣΠΑΕΙ ΑΡΧΙΔΙΑ: Σκατένια πλοκή. Φυσικά, το βάρος στο μπανγκ-μπανγκ και για τις σεναριακές ανατροπές που είναι τενεκεδένιες, ούτε στάλα σπέρμα. Απορώ πώς μπορούν κάθε φορά να παίρνουν βιντεοπαιχνιδάρες και να τις γαμάνε στο κώλο έτσι (γκουχ γκουχ, "Street Fighter the movie", γκουχ γκουχ- θα γίνει ειδικό αφιέρωμα σε αυτήν). Ο πρωταγωνιστής είναι μια μπάμια, και μη πείτε πως αυτό απαιτούσε ο ρόλος του, διότι ο πράκτορας 47 στη σειρά βιντεοπαίγνιων ήταν σκατόφατσα και έβγαζε κύρος, ο Timothy Olyphant είναι πολύ ομορφόπαιδο για το ρόλο και καλύτερα να έπαιζε σε διαφήμιση για αφρό ξυρίσματος. Να σου πω την αλήθεια, έχει περάσει πολλής καιρός από τότε που την είδα, και δεν θα τη ξαναβάλω στο άμεσο μέλλον για 2η προβολή, οπότε αυτά τα ολίγα από μένα. Και ομιχλώδη σίγουρα.
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΛΟ: Olga Kurylenko. Από μουνί, ηθοποιάρα.
ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Αρχίδια. Παίξε τα παιχνίδια.
*"Μη τολμήσεις να φύγεις από την αίθουσα στη μέση της ταινίας! ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ είπα!"
EL TOPO
του ALEJANDRO JODOROWSKY (τέλη δεκαετίας 60, δε θυμάμαι ακριβώς)
-----------------------------------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Μαυροντυμένος φονιάς/φιλόσοφος της πιστόλας, στο ταξίδι και τις δοκιμασίες του για να βρει την θεία επιφώτηση, και στη συνέχεια να γίνει ηγέτης μιας κάστας εκδιωγμένων "φρικιών" που ζουν στα τρίσβαθα της γης
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ ΤΡΕΛΑ: Το "El Topo" είναι, όπως η πλειοψηφία των δημιουργιών του Jodorowksy, εμπειρία μετά από κατανάλωση ψυχοτρόπων, και όχι απλά "φιλμ". Το El Topo δεν είναι γουέστερν, και ας έχει πιστολίδια a-la man with no name Eastwood φάσης. Το El Topo δεν είναι θρησκευτική ταινία, παρόλο που μέσα του, αν το ξεψαχνίσεις, έχει ψήγματα σιδήρου από όλες τις θρησκείες. Το El Topo δεν είναι απλά μια ψυχεδελική ταινία, παρόλο που σε μαστουρώνει, σου μουδιάζει τις αισθήσεις και σε κάνει να βουτήξεις βαθιά, στα χρώματά του. Το El Topo είναι βίαιο, φιλοσοφημένο δίχως κανένα "ηθικό" όριο, αριστοτεχνικά δοσμένο μέσα από τα χέρια ενός εκ των πιο ιδιαίτερων δημιουργών της 7ης Τέχνης. Είναι γαμημένη Τέχνη, πώς να το κάνουμε τώρα δηλαδή; Ο ίδιος ο Jodorowsky σαν "μασάω τ'αρχίδια μου" πιστολάς που εκτοξεύει ατάκες που στέλνουν το θεατή σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, μάλλον αξίζει να μνημονεύεται σαν μια από τις πιο εξαιρετικά δοσμένες, αληθοφανείς φιγούρες στην ιστορία του σινεμά. Και αυτή η ταινία, σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές στην ίδια "ιστορία", μιας και, δρώντας υπογείως, επηρέασε κόσμο και κοσμάκη, από τον David Lynch και τον Hopper ως τον Peter Gabriel, τον Bob Dylan και τον Marilyn Manson.
ΨΙΛΟΓΚΡΙΝΙΑ: Δεν υπάρχει. Ούτε στάλα.
ΝΑ ΤΟ ΔΩ: Σφαίρα. Τρέχα.
*"Θάψε στην άμμο το πρώτο σου παιχνίδι και την εικόνα της μάνας σου. Έγινες άντρας πλέον"
CALIGULA
του Tinto Brass (1979)
-----------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Ο Καλιγούλας, το σκαρφάλωμα στην εξουσία, και οι ψωλές-βροχή.
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ/ΓΙΑΤΙ ΣΠΑΕΙ ΑΡΧΙΔΙΑ: Ναι, όντως. Δεν μπορείς να έχεις ακριβώς άποψη για δαύτο. Εκτός κι αν είσαι από αυτούς που το αποκηρρύσεις σαν "τσόντα" και λήγει το θέμα εκεί, κλείνοντας την οθόνη. Διότι ακριβώς γι'αυτό πρόκειται: μια μεγάλη τσόντα με πινελιές σεναρίου, έχοντας μια κεντρική θεματική ενότητα. Έλα όμως που βρήκα τον σουρεαλισμό του (ναι, αυτόν που πάλι περιστρέφεται γύρω από γεννητικά όργανα) ενδιαφέρον- και τι να τις κάνεις τις σεναριακές ανατροπές, όταν ξαφνικά ένας από τους χαρακτήρες κοιτάει από μια τρύπα και μας σκάει πλάνο ένα πούστη να τη γλύφει σε έναν άλλο... σηκώνεται η τρίχα πιο πολύ και από το "Memento". Ο McDowell είναι πειστικός, δηλαδή οργιάζει εξαίσια. Ο Tinto Brass σκηνοθετεί ερωτικές ταινίες, γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό εδώ; Βασικά, η φάση είναι απλή: πρόκειται για την πιο καλοπληρωμένη τσόντα που εχω δει μέχρι σήμερα. Εντυπωσιακή μέσα στις παρτούζες της. Ανούσια ίσως για τον ίδιο λόγο. Αν δε, ήμουνα και "σινεφίλ", θα προσπαθούσα να βρω αν τελικά δικαιολογείται και ο ρόλος της σαν κομμάτι του παζλ του "σινεμά". Και μάλλον όχι.
ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Πλάκα έχει.
*Μια εικόνα χίλιες λέξεις, και το νόημα της ταινίας ολόκληρης, επίσης.
του XAVIER GENS (2007)
----------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Καράφλας εκτελεστής που ανήκει σε μυστική οργάνωση (με προτίμηση στους καράφλες και τατού-barcode στο πίσω μέρος της γκλάβας) με φαινομενικές ικανότητες στο "κλάδο" του, μπλέκει με πράκτορες, δολοφονίες υψηλά υφισταμένων προσώπων και μια μουνάρα Ρωσίδα.
ΓΙΑΤΙ ΣΠΑΕΙ ΑΡΧΙΔΙΑ: Σκατένια πλοκή. Φυσικά, το βάρος στο μπανγκ-μπανγκ και για τις σεναριακές ανατροπές που είναι τενεκεδένιες, ούτε στάλα σπέρμα. Απορώ πώς μπορούν κάθε φορά να παίρνουν βιντεοπαιχνιδάρες και να τις γαμάνε στο κώλο έτσι (γκουχ γκουχ, "Street Fighter the movie", γκουχ γκουχ- θα γίνει ειδικό αφιέρωμα σε αυτήν). Ο πρωταγωνιστής είναι μια μπάμια, και μη πείτε πως αυτό απαιτούσε ο ρόλος του, διότι ο πράκτορας 47 στη σειρά βιντεοπαίγνιων ήταν σκατόφατσα και έβγαζε κύρος, ο Timothy Olyphant είναι πολύ ομορφόπαιδο για το ρόλο και καλύτερα να έπαιζε σε διαφήμιση για αφρό ξυρίσματος. Να σου πω την αλήθεια, έχει περάσει πολλής καιρός από τότε που την είδα, και δεν θα τη ξαναβάλω στο άμεσο μέλλον για 2η προβολή, οπότε αυτά τα ολίγα από μένα. Και ομιχλώδη σίγουρα.
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΛΟ: Olga Kurylenko. Από μουνί, ηθοποιάρα.
ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Αρχίδια. Παίξε τα παιχνίδια.
*"Μη τολμήσεις να φύγεις από την αίθουσα στη μέση της ταινίας! ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ είπα!"
EL TOPO
του ALEJANDRO JODOROWSKY (τέλη δεκαετίας 60, δε θυμάμαι ακριβώς)
-----------------------------------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Μαυροντυμένος φονιάς/φιλόσοφος της πιστόλας, στο ταξίδι και τις δοκιμασίες του για να βρει την θεία επιφώτηση, και στη συνέχεια να γίνει ηγέτης μιας κάστας εκδιωγμένων "φρικιών" που ζουν στα τρίσβαθα της γης
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ ΤΡΕΛΑ: Το "El Topo" είναι, όπως η πλειοψηφία των δημιουργιών του Jodorowksy, εμπειρία μετά από κατανάλωση ψυχοτρόπων, και όχι απλά "φιλμ". Το El Topo δεν είναι γουέστερν, και ας έχει πιστολίδια a-la man with no name Eastwood φάσης. Το El Topo δεν είναι θρησκευτική ταινία, παρόλο που μέσα του, αν το ξεψαχνίσεις, έχει ψήγματα σιδήρου από όλες τις θρησκείες. Το El Topo δεν είναι απλά μια ψυχεδελική ταινία, παρόλο που σε μαστουρώνει, σου μουδιάζει τις αισθήσεις και σε κάνει να βουτήξεις βαθιά, στα χρώματά του. Το El Topo είναι βίαιο, φιλοσοφημένο δίχως κανένα "ηθικό" όριο, αριστοτεχνικά δοσμένο μέσα από τα χέρια ενός εκ των πιο ιδιαίτερων δημιουργών της 7ης Τέχνης. Είναι γαμημένη Τέχνη, πώς να το κάνουμε τώρα δηλαδή; Ο ίδιος ο Jodorowsky σαν "μασάω τ'αρχίδια μου" πιστολάς που εκτοξεύει ατάκες που στέλνουν το θεατή σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, μάλλον αξίζει να μνημονεύεται σαν μια από τις πιο εξαιρετικά δοσμένες, αληθοφανείς φιγούρες στην ιστορία του σινεμά. Και αυτή η ταινία, σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές στην ίδια "ιστορία", μιας και, δρώντας υπογείως, επηρέασε κόσμο και κοσμάκη, από τον David Lynch και τον Hopper ως τον Peter Gabriel, τον Bob Dylan και τον Marilyn Manson.
ΨΙΛΟΓΚΡΙΝΙΑ: Δεν υπάρχει. Ούτε στάλα.
ΝΑ ΤΟ ΔΩ: Σφαίρα. Τρέχα.
*"Θάψε στην άμμο το πρώτο σου παιχνίδι και την εικόνα της μάνας σου. Έγινες άντρας πλέον"
CALIGULA
του Tinto Brass (1979)
-----------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Ο Καλιγούλας, το σκαρφάλωμα στην εξουσία, και οι ψωλές-βροχή.
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ/ΓΙΑΤΙ ΣΠΑΕΙ ΑΡΧΙΔΙΑ: Ναι, όντως. Δεν μπορείς να έχεις ακριβώς άποψη για δαύτο. Εκτός κι αν είσαι από αυτούς που το αποκηρρύσεις σαν "τσόντα" και λήγει το θέμα εκεί, κλείνοντας την οθόνη. Διότι ακριβώς γι'αυτό πρόκειται: μια μεγάλη τσόντα με πινελιές σεναρίου, έχοντας μια κεντρική θεματική ενότητα. Έλα όμως που βρήκα τον σουρεαλισμό του (ναι, αυτόν που πάλι περιστρέφεται γύρω από γεννητικά όργανα) ενδιαφέρον- και τι να τις κάνεις τις σεναριακές ανατροπές, όταν ξαφνικά ένας από τους χαρακτήρες κοιτάει από μια τρύπα και μας σκάει πλάνο ένα πούστη να τη γλύφει σε έναν άλλο... σηκώνεται η τρίχα πιο πολύ και από το "Memento". Ο McDowell είναι πειστικός, δηλαδή οργιάζει εξαίσια. Ο Tinto Brass σκηνοθετεί ερωτικές ταινίες, γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό εδώ; Βασικά, η φάση είναι απλή: πρόκειται για την πιο καλοπληρωμένη τσόντα που εχω δει μέχρι σήμερα. Εντυπωσιακή μέσα στις παρτούζες της. Ανούσια ίσως για τον ίδιο λόγο. Αν δε, ήμουνα και "σινεφίλ", θα προσπαθούσα να βρω αν τελικά δικαιολογείται και ο ρόλος της σαν κομμάτι του παζλ του "σινεμά". Και μάλλον όχι.
ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Πλάκα έχει.
*Μια εικόνα χίλιες λέξεις, και το νόημα της ταινίας ολόκληρης, επίσης.
Πρωκτικές αναζητήσεις-αιωνία ζωή, σημειώσατε χ.
Θα σου πω εγώ πώς έγιναν όλα, μανάρα μου.
Στην αρχή, εγώ κι εσύ και αυτός και αυτή, ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, μικρομόρια, μέσα στο ίδιο χρονοντούλαπο. Κι αυτό διότι το εγώ, το εσύ, το αυτός και το αυτή, ήταν περισσότερο πορδές στην απόλυτη ησυχία του μικροσύμπαντος, παρά τίτλοι ατομικής ιδιοκτησίας του κόκκινου φωτακίου στα μπουρδελοπερίχωρα της σαρκός. Κομμάτια του ίδιου υπερσυμπαντικού οργανισμού. Κάποια μέρα, και ενώ όλοι είχαν στρογγυλοκαθίσει τις κωλάρες τους στην σιγουριά της μη-ύπαρξης, το εγώ, ενώ απλωνόταν σαν εμετός σε σκάφανδρο αστροναύτη σε κάθε αχαρτογράφητη περιοχή του πουθενά, ακούμπησε το εσύ στη πλάτη. Το εσύ τότε, άρχισε να γεμίζει τρύπες- σαν κεφαλογραβιέρα. Και τότε γεννήθηκε η κωλοτρυπίδα.
Η κωλοτρυπίδα είναι το αντίστοιχο του ερπετού για τον κήπο της Εδέμ, του Κρόνου για τα χαρωπά πολύχρωμα παιδιά του Ολύμπου, του τεράστιο ερπετού στη νορβηγική μυθολογία που τρώει το κόσμο στο Ράγκναροκ, και μπλα μπλα μπλα. Η κωλοτρυπίδα άνοιξε, η κωλοτρυπίδα απέκτησε συνείδηση, η κωλοτρυπίδα πολλαπλασιάστηκε. Η κωλοτρυπίδα έγινε λερναία ύδρα, και τα κεφάλια της χωθήκανε και στο εγώ, και στο εσύ, και σε αυτούς. Το τσουφρέλο άφησε στάμπα πάνω σε οτιδήποτε καρφωνότανε σα πινέζα- αίσθηση κτημοσυνης. Κάτι με κωλοτρυπίδα έχει υπόσταση από μόνο του. Η κωλοτρυπίδα πήρε μορφές. Η κωλοτρυπίδα έγινε μεθοδολογία αλληλεπίδρασης με το αχανές τίποτα. Η κωλοτρυπίδα άνοιξε- και μίλησε, ω ναι.
Και μίλησε φτύνοντας τα πρώτα καφετιά κολλιέ από μαργαριτάρια παντού. Το οποίο παντού, άρχισε κι αυτό με τη σειρά του να προσδιορίζεται, (α) από τη στιγμή που το εγώ , το εσύ, το αυτός και το αυτή άρχισαν να ξύνουν τη κωλοτρυπίδα τους (κι άλλο δόλιο μέσο αυτής, λοιπόν), και (β) από τη στιγμή που οι κουράδες άρχισαν να φέρνουν σβούρες σαν δορυφόροι. Στην αρχή ήταν κομματάκια. Δισεκατομμύρια. Τα κομματάκια άρχισαν να ενώνονται με την ευγενή διαδικασία της επαφής και σχημάτισαν αιωρούμενα βουνά. Τα βουνά γίναν πλανήτες. Το εγώ, το εσύ και το αυτός και το αυτή άρχισαν να απαιτούν περισσότερο χώρο για τους εαυτούς τους- λαμβάνοντας ουσιαστική υπόσταση. Το εγώ, το εσύ και το αυτός και το αυτή, άρχισαν να έχουν ΣΚΕΨΕΙΣ. Συσσωρευμένες σκέψεις, σα καζανάκι σβούρες, άρχισαν να φτιάνουν ένα συλλογικό υποσυνείδητο. Το συλλογικό υποσυνείδητο, μέσα στη δημιουργική έκρηξη ενέργειας της σκατίλας και του τίποτα (όπου όλα μορφοποιούνταν και καταστρέφονταν κατά βούληση πλέον) σχημάτισε το Μεγάλο Τσουφρέλο. Τον Τεράστιο Κώλο. Τα Γιγαντιαία Κωλομπήθρουλα.
Το Μεγάλο Τσουφρέλο απαιτούσε συνολική υπόσταση. Η παρουσία του και μόνο, απαιτούσε την καταστροφή του εγώ, του εσύ, του αυτού και του αυτηνής. Και τα 4, κορνητοποιήθηκαν δίχως έλεος, και έγιναν πλευρές στο ίδιο ζάρι- αυτόνομες παπαριές δεμένες με αλυσίδες. Το Μεγάλο Τσουφρέλο άρχισε τότε να κλάνει. Να κλάνει, να κλάνει, ανελέητα, απερίγραπτα. Οι πρώτες "ψυχές" άρχισαν να παρασέρνονται από τα κενά αέρος και να σκορπίζονται στα βουνά από σκατά, πάνω στα οποία, ερχόμενα σε επαφή με τις πρώτες ιδέες γενετικού υλικού, έλαβαν σάρκα και υπόσταση. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν γεγονός, μαζί με πολλούς ακόμα.
Long story short, από τότε έκανε γιγαντιαία άλματα. Έβγαλε δικιά του κωλοτρυπίδα, ανακάλυψε το τσιμέντο, τις bondage γιαπωνέζικες τσόντες και τον Σινάτρα. Έχτισαν τις κουράδες, και κατάφεραν να πάρουν μια ιδέα και από τις κουράδες πάνω από τα κεφάλια τους. Και έφτιαξαν θρησκείες, έγραψαν ιερά βιβλία, που όλα είναι αντανακλάσεις του Αγίου Σκατού και συμφωνούν όλα στο ότι κάποτε, το Μεγάλο Τσουφρέλο, θα μουγκρίσει παντοδύναμα πάνω από τα κεφάλια τους, θα φύγει τρελή τσούρλα και ο Μεγάλος Κατακλυσμός θα τα παρασύρει όλα, και η ανθρωπότητα θα αναγεννηθεί από τις καθαρτικές δυνάμεις του σκατού, μέχρι να επιστρέψουν οι ψυχές όλες, πίσω, στη Μεγάλη Απόφραξη στο άλλο άκρο του σύμπαντος.
Πρωκτικές αναζητήσεις-αιωνία ζωή, σημειώσατε χ.
Πολύ μ'αρέσει η εποχή μου, πολύ.
Στην αρχή, εγώ κι εσύ και αυτός και αυτή, ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, μικρομόρια, μέσα στο ίδιο χρονοντούλαπο. Κι αυτό διότι το εγώ, το εσύ, το αυτός και το αυτή, ήταν περισσότερο πορδές στην απόλυτη ησυχία του μικροσύμπαντος, παρά τίτλοι ατομικής ιδιοκτησίας του κόκκινου φωτακίου στα μπουρδελοπερίχωρα της σαρκός. Κομμάτια του ίδιου υπερσυμπαντικού οργανισμού. Κάποια μέρα, και ενώ όλοι είχαν στρογγυλοκαθίσει τις κωλάρες τους στην σιγουριά της μη-ύπαρξης, το εγώ, ενώ απλωνόταν σαν εμετός σε σκάφανδρο αστροναύτη σε κάθε αχαρτογράφητη περιοχή του πουθενά, ακούμπησε το εσύ στη πλάτη. Το εσύ τότε, άρχισε να γεμίζει τρύπες- σαν κεφαλογραβιέρα. Και τότε γεννήθηκε η κωλοτρυπίδα.
Η κωλοτρυπίδα είναι το αντίστοιχο του ερπετού για τον κήπο της Εδέμ, του Κρόνου για τα χαρωπά πολύχρωμα παιδιά του Ολύμπου, του τεράστιο ερπετού στη νορβηγική μυθολογία που τρώει το κόσμο στο Ράγκναροκ, και μπλα μπλα μπλα. Η κωλοτρυπίδα άνοιξε, η κωλοτρυπίδα απέκτησε συνείδηση, η κωλοτρυπίδα πολλαπλασιάστηκε. Η κωλοτρυπίδα έγινε λερναία ύδρα, και τα κεφάλια της χωθήκανε και στο εγώ, και στο εσύ, και σε αυτούς. Το τσουφρέλο άφησε στάμπα πάνω σε οτιδήποτε καρφωνότανε σα πινέζα- αίσθηση κτημοσυνης. Κάτι με κωλοτρυπίδα έχει υπόσταση από μόνο του. Η κωλοτρυπίδα πήρε μορφές. Η κωλοτρυπίδα έγινε μεθοδολογία αλληλεπίδρασης με το αχανές τίποτα. Η κωλοτρυπίδα άνοιξε- και μίλησε, ω ναι.
Και μίλησε φτύνοντας τα πρώτα καφετιά κολλιέ από μαργαριτάρια παντού. Το οποίο παντού, άρχισε κι αυτό με τη σειρά του να προσδιορίζεται, (α) από τη στιγμή που το εγώ , το εσύ, το αυτός και το αυτή άρχισαν να ξύνουν τη κωλοτρυπίδα τους (κι άλλο δόλιο μέσο αυτής, λοιπόν), και (β) από τη στιγμή που οι κουράδες άρχισαν να φέρνουν σβούρες σαν δορυφόροι. Στην αρχή ήταν κομματάκια. Δισεκατομμύρια. Τα κομματάκια άρχισαν να ενώνονται με την ευγενή διαδικασία της επαφής και σχημάτισαν αιωρούμενα βουνά. Τα βουνά γίναν πλανήτες. Το εγώ, το εσύ και το αυτός και το αυτή άρχισαν να απαιτούν περισσότερο χώρο για τους εαυτούς τους- λαμβάνοντας ουσιαστική υπόσταση. Το εγώ, το εσύ και το αυτός και το αυτή, άρχισαν να έχουν ΣΚΕΨΕΙΣ. Συσσωρευμένες σκέψεις, σα καζανάκι σβούρες, άρχισαν να φτιάνουν ένα συλλογικό υποσυνείδητο. Το συλλογικό υποσυνείδητο, μέσα στη δημιουργική έκρηξη ενέργειας της σκατίλας και του τίποτα (όπου όλα μορφοποιούνταν και καταστρέφονταν κατά βούληση πλέον) σχημάτισε το Μεγάλο Τσουφρέλο. Τον Τεράστιο Κώλο. Τα Γιγαντιαία Κωλομπήθρουλα.
Το Μεγάλο Τσουφρέλο απαιτούσε συνολική υπόσταση. Η παρουσία του και μόνο, απαιτούσε την καταστροφή του εγώ, του εσύ, του αυτού και του αυτηνής. Και τα 4, κορνητοποιήθηκαν δίχως έλεος, και έγιναν πλευρές στο ίδιο ζάρι- αυτόνομες παπαριές δεμένες με αλυσίδες. Το Μεγάλο Τσουφρέλο άρχισε τότε να κλάνει. Να κλάνει, να κλάνει, ανελέητα, απερίγραπτα. Οι πρώτες "ψυχές" άρχισαν να παρασέρνονται από τα κενά αέρος και να σκορπίζονται στα βουνά από σκατά, πάνω στα οποία, ερχόμενα σε επαφή με τις πρώτες ιδέες γενετικού υλικού, έλαβαν σάρκα και υπόσταση. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν γεγονός, μαζί με πολλούς ακόμα.
Long story short, από τότε έκανε γιγαντιαία άλματα. Έβγαλε δικιά του κωλοτρυπίδα, ανακάλυψε το τσιμέντο, τις bondage γιαπωνέζικες τσόντες και τον Σινάτρα. Έχτισαν τις κουράδες, και κατάφεραν να πάρουν μια ιδέα και από τις κουράδες πάνω από τα κεφάλια τους. Και έφτιαξαν θρησκείες, έγραψαν ιερά βιβλία, που όλα είναι αντανακλάσεις του Αγίου Σκατού και συμφωνούν όλα στο ότι κάποτε, το Μεγάλο Τσουφρέλο, θα μουγκρίσει παντοδύναμα πάνω από τα κεφάλια τους, θα φύγει τρελή τσούρλα και ο Μεγάλος Κατακλυσμός θα τα παρασύρει όλα, και η ανθρωπότητα θα αναγεννηθεί από τις καθαρτικές δυνάμεις του σκατού, μέχρι να επιστρέψουν οι ψυχές όλες, πίσω, στη Μεγάλη Απόφραξη στο άλλο άκρο του σύμπαντος.
Πρωκτικές αναζητήσεις-αιωνία ζωή, σημειώσατε χ.
Πολύ μ'αρέσει η εποχή μου, πολύ.
3 μαλακισμένες διαφημίσεις
1)ΤΟ ΠΑΡΙΖΑΚΙ
http://www.youtube.com/watch?v=w8zXQUWRXhI
Το σλόγκαν, "Δε με νοιάζει τι ψωμί, δε με νοιάζει τι τυρί, αρκεί το Παριζάκι μου να είναι Υφαντής". Πολύ ωραία, μούλικο. Θα σου δώσω κατουρημένο ψωμί, και θα χέσω στο τυρί σου- και θα σου βάλω και Υφαντής στη μέση, κανένα πρόβλημα, δεσμεύομαι. Απλά θα το φας μπροστά μου ΟΛΟ και θα γελάω βλέποντάς σε να ξερνάς και να κλαις με μαύρο δάκρυ. Do we have a deal here?
2)ΤΟ ΓΑΛΑ
Δε μπόρεσα να βρω βιντεάκι σε αυτή τη διαφήμιση, συγγνώμη. Παίζει να την έχετε δει όλοι όμως, είναι πρόσφατη, για το γάλα ΝΟΥΝΟΥ. Που ξυπνάει ο άντρας, και λέει στη γυναίκα του:
-Ξέρεις τι είδα στον ύπνο μου;
-Τι;
-Γάλα. ΝΟΥΝΟΥ.
-ΝΟΥΝΟΥ ε; Χμμμ, ΛΕΦΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ.
Άρα, με μαθηματική ακρίβεια, ΝΟΥΝΟΥ=σκατά;
Εύγε, προμότιον μέηκερς και αντβερτάιζινγκ μάνατζερς
3)TO MANTZOYNI
http://www.youtube.com/watch?v=KUJAGl9jSUo
Ανουσιότητα. Τι δηλαδή, για να χουμε όλοι εμείς οι αρχιδάτοι τύποι καλή επιδερμίδα, αν δεν μας βρίσκεται ΝΙΒΕΑ, βουτάμε τη μούρη στα κορνφλέηκς, κολλάμε τη μούρη στο τζάμι στο μετρό σα 'ζάκια ή χώνουμε το κεφάλι στον καταψύκτη; Χαχ. Και όχι, δεν είναι "αυτό που θέλουν οι άντρες". Οι άντρες θέλουν μια μουνάρα, ουίσκυ, και ένα σκύλο του αγίου Βερνάρδου.
Άσε που ο σωστός άνδρας, αγνοεί τι είναι το aftershave.
Ας μου εξηγήσει και μένα κάποιος σε τι χρησιμεύει.
http://www.youtube.com/watch?v=w8zXQUWRXhI
Το σλόγκαν, "Δε με νοιάζει τι ψωμί, δε με νοιάζει τι τυρί, αρκεί το Παριζάκι μου να είναι Υφαντής". Πολύ ωραία, μούλικο. Θα σου δώσω κατουρημένο ψωμί, και θα χέσω στο τυρί σου- και θα σου βάλω και Υφαντής στη μέση, κανένα πρόβλημα, δεσμεύομαι. Απλά θα το φας μπροστά μου ΟΛΟ και θα γελάω βλέποντάς σε να ξερνάς και να κλαις με μαύρο δάκρυ. Do we have a deal here?
2)ΤΟ ΓΑΛΑ
Δε μπόρεσα να βρω βιντεάκι σε αυτή τη διαφήμιση, συγγνώμη. Παίζει να την έχετε δει όλοι όμως, είναι πρόσφατη, για το γάλα ΝΟΥΝΟΥ. Που ξυπνάει ο άντρας, και λέει στη γυναίκα του:
-Ξέρεις τι είδα στον ύπνο μου;
-Τι;
-Γάλα. ΝΟΥΝΟΥ.
-ΝΟΥΝΟΥ ε; Χμμμ, ΛΕΦΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ.
Άρα, με μαθηματική ακρίβεια, ΝΟΥΝΟΥ=σκατά;
Εύγε, προμότιον μέηκερς και αντβερτάιζινγκ μάνατζερς
3)TO MANTZOYNI
http://www.youtube.com/watch?v=KUJAGl9jSUo
Ανουσιότητα. Τι δηλαδή, για να χουμε όλοι εμείς οι αρχιδάτοι τύποι καλή επιδερμίδα, αν δεν μας βρίσκεται ΝΙΒΕΑ, βουτάμε τη μούρη στα κορνφλέηκς, κολλάμε τη μούρη στο τζάμι στο μετρό σα 'ζάκια ή χώνουμε το κεφάλι στον καταψύκτη; Χαχ. Και όχι, δεν είναι "αυτό που θέλουν οι άντρες". Οι άντρες θέλουν μια μουνάρα, ουίσκυ, και ένα σκύλο του αγίου Βερνάρδου.
Άσε που ο σωστός άνδρας, αγνοεί τι είναι το aftershave.
Ας μου εξηγήσει και μένα κάποιος σε τι χρησιμεύει.
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009
Πιπέρι
Επειδή απλά πίναμε.
Από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ.
Τζαμπέ! Είχανε ρακόμελα, ρακές και ζιβανίες!
Σε σπίτι! Γάμησέ τα! Να'ναι καλά οι κοπέλες!
Και μπράβο τους! Που άντεξαν που παίζαμε μουσική με τον Λαρσαίο,
και παίζαμε όλο Πανούση, Clutch και πράματα της Crimethinc,
μεγάλη η χάρη της,
Και μετά βγήκαμε στο πεζόδρομο,
βόλτα και καλά,
και πήγαμε στο μαγαζί που δούλευε ο Γιώργης μπάρμαν,
διότι δούλευε σήμερα μια σερβιτόρα μουνάρα,
και λέγαμε με το Γιώργη, μες τη σούρα:
"Θα τηνε γαμήσουμε παρέα!"
αρχίδια.
Διότι πάμε απέξω,
και ήταν το αφεντικό του Γιώργη μαζί με τη παρέα του,
εγώ στέκομαι πιο πίσω και χαογελάω
(να δούνε ότι είμεθα όλοι φιλικοί)
ο Γιώργης πάει μπροστά,
πάει να χαιρετήσει,
και ρίχνει τις μπύρες του τραπεζιού πάνω στο αφεντικό του.
Γάμησέ τα.
Εγώ θα τον είχα απολύσει.
Αλήθεια.
Και το αφνετικό του τού είπε,
"Αααααα, μαλάκα, δεν είσαι για τίποτα σήμερα, ε;;;"
Και ο Γιώργης έλεγε,
"Όχι, όχι, για τίποτα- μόνο για ύπνο- και γάμησέ τα, πάω τώρα"
και τους αφήσαμε και φύγαμε
πριν καν μπούμε να χαιρετήσουμε τη μουναρα σερβιτόρα
και σιγά και μη τη γαμούσαμε παρέα
Και τώρα βράδυ
και ο άλλος κοιμάται
και λέω- "Καλά ήτανε"
Διότι:
Είναι προνόμιο να πίνεις τζάμπα
από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ
Να'στε καλά
και σας γουστάρω όλους
και να μην απαντήσετε καν
σε αυτό το εγωιστικό post
εγώ το ίδιο σας γουστάρω
μιας και,
όσο κοινόχρηστος και να έγινε ο χώρος εδώ τριγύρω,
και όσο και να χαίρομαι που άνθρωποι απαντάνε στις μαλακίες μου,
αυτός ο χώρος ξεκίνησε για να λύνω μόνος μου
τα κομπλεξικά/ψυχολογικά/αλκοολικά μου.
Να'στε καλά!
Από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ.
Τζαμπέ! Είχανε ρακόμελα, ρακές και ζιβανίες!
Σε σπίτι! Γάμησέ τα! Να'ναι καλά οι κοπέλες!
Και μπράβο τους! Που άντεξαν που παίζαμε μουσική με τον Λαρσαίο,
και παίζαμε όλο Πανούση, Clutch και πράματα της Crimethinc,
μεγάλη η χάρη της,
Και μετά βγήκαμε στο πεζόδρομο,
βόλτα και καλά,
και πήγαμε στο μαγαζί που δούλευε ο Γιώργης μπάρμαν,
διότι δούλευε σήμερα μια σερβιτόρα μουνάρα,
και λέγαμε με το Γιώργη, μες τη σούρα:
"Θα τηνε γαμήσουμε παρέα!"
αρχίδια.
Διότι πάμε απέξω,
και ήταν το αφεντικό του Γιώργη μαζί με τη παρέα του,
εγώ στέκομαι πιο πίσω και χαογελάω
(να δούνε ότι είμεθα όλοι φιλικοί)
ο Γιώργης πάει μπροστά,
πάει να χαιρετήσει,
και ρίχνει τις μπύρες του τραπεζιού πάνω στο αφεντικό του.
Γάμησέ τα.
Εγώ θα τον είχα απολύσει.
Αλήθεια.
Και το αφνετικό του τού είπε,
"Αααααα, μαλάκα, δεν είσαι για τίποτα σήμερα, ε;;;"
Και ο Γιώργης έλεγε,
"Όχι, όχι, για τίποτα- μόνο για ύπνο- και γάμησέ τα, πάω τώρα"
και τους αφήσαμε και φύγαμε
πριν καν μπούμε να χαιρετήσουμε τη μουναρα σερβιτόρα
και σιγά και μη τη γαμούσαμε παρέα
Και τώρα βράδυ
και ο άλλος κοιμάται
και λέω- "Καλά ήτανε"
Διότι:
Είναι προνόμιο να πίνεις τζάμπα
από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ
Να'στε καλά
και σας γουστάρω όλους
και να μην απαντήσετε καν
σε αυτό το εγωιστικό post
εγώ το ίδιο σας γουστάρω
μιας και,
όσο κοινόχρηστος και να έγινε ο χώρος εδώ τριγύρω,
και όσο και να χαίρομαι που άνθρωποι απαντάνε στις μαλακίες μου,
αυτός ο χώρος ξεκίνησε για να λύνω μόνος μου
τα κομπλεξικά/ψυχολογικά/αλκοολικά μου.
Να'στε καλά!
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
Δουλειές με μύτες
Μέχρι τώρα, στη σύντομη θητεία μου σε αυτό το στρογγυλό μπουρδέλο που ταλαντεύεται ανούσια στον μαυροπίνακα με τις γυαλιστερές πινέζες, που στην πραγματικότητα δεν είναι πινέζες μα τεράστια παπάρια από εκτάσεις που μας περιμένουν υπομονετικά να τους πετάξουμε τα μάτια όξω, όταν ανακαλύψουμε πώς να φτιάχνουμε γυαλιστερές σπιταρώνες ανάμεσα από κρατήρες (τα πρώτα αυθέραιτα στο φεγγάρι θα'ναι ελληνικά, εδώ το ακούσατε πρώτοι), σε αυτή την μαλακία που φέρνει σβούρες λοιπόν, έχω καταφέρει να προβληματιστώ με πράγματα τα οποία υπο άλλες συνθήκες θα ήταν σκετσάκια σε ζωντανή εμφάνιση κωμικού, στο πιο βρώμικο τσοντομάγαζο της επαρχίας. Πράγμα ηλίθιο βέβαια, καθώς, από τη στιγμή που είπαμε ότι είμαστε ντε και καλά ξεχωριστοί, ο καθένας μας, χάσαμε και την όρεξη να ζούμε επικίνδυνα- 20.000 σπερματοζωάρια του πατέρα, και κάποιο γονιμοποίησε το ωάριο της κάποιας μάνας- ουάου. Αξίζουμε όλοι ομαδικώς χρυσή πλακέτα που θα γράφει, ¨Μπράβο μαλάκα!". Εν πάσει περιπτώσει, το να πανικοβάλλομαι (παλαιότερα κυρίως) με ασχετοσύνες, είναι μάλλον και το μόνο δάνειο που πήρα από τη μάνα μου τόσα χρόνια. Α, και την πρώτη ιδέα περί σωματικής άσκησης, μάλλον, αν πούμε ότι από πιτσιρικάς την έβλεπα στο μαγαζί που δουλεύει να κουβαλάει κούτες με συσκευασίες σώβρακα και οτιδήποτε βαρύ και ανθυγιεινό- αν το πάμε παρακάτω δε, και πούμε πως, και στον 7ο μήνα της με μένα να την κλωτσάω καθημερινά εκ των έσω, για να μην πω και στον 8ο μιας και δε θυμάμαι ακριβώς και θα με πείτε ψεύτη, συνέχιζε να κουβαλάει σα στρατιώτης, τότε μάλλον της οφείλω και ένα χτύπημα συμπάθειας στη πλάτη, που δε της έδωσα μέχρι τώρα.
Το θέμα μας ποιο είναι λοιπόν;
Το θέμα μας είναι ότι μεταξύ των άλλων, με απασχολούσε ανέκαθεν και το γεγονός ότι δε μπορώ να μυρίσω. Δε μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μυρίζει, αν δε, μου κλείσεις τα μάτια, και μου βάλεις δυο πιάτα μπρος μου για να τσιμπολογήσω, ένα εκ των οποίων έχει παστίτσιο και το άλλο σκατά, μυρωδιές δε θα μπορέσω ν ξεχωρίσω. Και τα τσογλάνια οι φίλοι εδώ πάνω, φρόντισαν να μου βάλουν και υποψίες ότι, δε μπορώ να γευτώ και καλά, μιας και, "Πάω στοιχημα, μαλάκα, ότι αν σου βάλουμε να φας με κλειστά τα μάτια, δε θα ξεχωρίσεις τι τρως"- δε το πιστεύω αυτό, αλλά και πάλι, όσο ζεις μαθαίνεις, ναι; Ελπίζω να μην είστε σα τον Σωτήρη, τον έκφυλο ομοφυλόφιλο από το Γκάζι, που σκυλιάζει μόλις του το αναφέρω, κάθε γαμημένη φορά: "Λες μαλακίες! Δε γίνεται να μη μυρίζεις! Όλοι μας, από τη στιγμή που γεννιόμαστε, βασιζόμαστε στην όσφρηση για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας!". Και αυτό είναι που με έβαλε σε σκέψεις, σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό στο παρελθόν μου- και σε αυτό βοήθησε επίσης μια καλή φίλη, που δουλειά της είναι να ανοίγει κεφάλια- μπράβος της ψυχολογίας, καρατέκα της εγκληματολογίας.
Δώστε βάση: φανταστείτε έναν Ηλία στο νηπειαγωγείο. Με "καπελάκι" κούρεμα, ως είθισται τότε, κοντόχοντρο πραματάκι με λαγνεία για μακρυμάνικα. Και χωρίς τρίχες στη μούρη. Καθιερωμένο διάλειμμα. Από τι, δε θυμάμαι. Για να πω την αμαρτία μου, δε θυμάμαι καν τη χρησιμότητα του νηπειαγωγείου, το μόνο που θυμάμαι από δαύτο είναι κάτι παραστάσεις που μας έκαναν με Καραγκιόζη, και ότι είχα πάθει κρίση υστερίας, όταν με άφησαν οι δικοί μου πρώτη φορά εκεί μόνο μου, να με περιτριγυρίζουν περίεργα όντα με γυαλιά και μπλούζες με Πάουερ Ρέητζερς, που δεν έμοιαζαν με τίποτα με τους "φίλους μου από τον παιδικό σταθμό που παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους". Όπως τριγυρνάω λοιπόν δίχως σκοπό, μιας και η Αννούλα μίλαγε με τον Κώστα που ήταν πολύ κιουλ για μένα για να συγκρηθώ μαζί του (είχε όλα τα αυτοκόλλητα στα "άλμπουν της Καρουζέλ"), αισθάνομαι κόψιμο. "Και τώρα ας πούμε τι, ρε πούστη", αναρωτιέμαι αυτή τη στιγμή γράφοντας το κείμενο, ενώ στη πραγματικότητα είχα σκεφτεί "Ωχτιγίνεται;", να χέσω; Προλαβαίνω το κουδούνι; Και πάλι...έχουν κάτι περίεργες τουαλέτες εκεί, δε μ'αρέσουν. Τούρκικες, κυρίες και κύριοι. Πιτσιρικάς τις απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, καθώς, επηρεασμένος από καρτούν, φαντασιωνόμουνα ότι έχεζα στη τρύπα, και το σκατό μου έσκαγε από τον ουρανό στο κεφάλι κάποιου Κινέζου- και το να χέζω Κινέζους δε μου αρέσει ακόμα και σήμερα, εκτός κι αν μπαίνει στη μέση χρηματική αμοιβή και πολύ ουίσκυ. Συν το ότι, επίσης μέχρι και σήμερα, δε με εντυπωσιάζει η ιδέα του να κάνω κουραδοσκοποβολή για να ενεργηθώ. Είμαι χάλια στο σημάδι. Και όχι, δεν έχω πάει ακόμα φαντάρος και θα το αργήσω ακόμα όσο πάει, ντάξει;
Καταπίνω την κακομαθημένη μου περηφάνια και πηγαίνω. Χεζόμουνα σε σημείο δακρύων. Μπαίνω, κατεβάζω, σκύβω, ξεκινάω- η γνωστή ρουτίνα. Το μόνο σίγουρο πράγμα σε αυτή τη ζωή. Ο κύκλος που κλείνει και ξανανοίγει. Προς τη μέση της διαδικασίας, σκάει ένας συμμαθητής και ξεκινάει να χέζει δίπλα μου. Ένας πιο χοντρούλης από εμένα, ακόμα πιο "φλώρος" από μένα, αν είναι δυνατόν- και αν έπρεπε να επιλέξω ένα και μόνο επίθετο για να περιγράψω τον Ηλία του τότε στον οποιονδήποτε, αυτό είναι "θρασύφλωρας". Σήμερα δε, ανήκει στη μισητή κατηγορία του βλαχονεογιάπη- πονεμένη ιστορία θα ήτανε, αν ενδιαφερόμουνα. Τελειώνω λοιπόν, και σηκώνομαι, να κόψω χαρτί να σκουπιστώ. Όπως είμαι όρθιος, γυρνάει και μου λέει:
"Εεεε, με σκουπίζεις κι εμένα, γιατί δε ξέρω;"
Σημείο προσοχής ένα: Αν έχεις περάσει τα 6 και κάποιος στο ζητήσει αυτό, ειδικά αν είναι και του ίδιου φύλου με σένα, πετάς το χαρτί στο κεφάλι του για αντιπερισπασμό και την πουλεύεις τρέχοντας. Σημείο προσοχής δύο: Ένας λογικός πιτσιρικάς, θα έλεγε, "Χα! Μήπως να σου πάρουμε και κανα τσιμπούκι;". Σημείο προσοχής τρία: Δεν υπάρχουν λογικοί πιτσιρικάδες. Σημείο προσοχής τέσσερα: Ήμουν κάτι παραπάνω από μαλακισμένα ευγενικός και θύμα από τότε.
Τυλίγω χαρτί γύρω από το χέρι μου και προχωράω προς το μέρος του, μπερδεμένος, αποπροσανατολισμένος. Και τότε γίνεται η μαλακία.
Γλιστράω σε κάτι αδιευκρίνιστο (το οποίο πιστεύω ότι ήταν μια μικροσκοπική, ασύμμετρη σκατούλα) και σε κλάσματα δευτερολέπτου, προσγειώνομαι με τη πλάτη στο έδαφος...ή τουλάχιστον, αυτό που νόμιζα ότι ήταν έδαφος. Στα σκατά μου μέσα έπεσα, και κατ'επέκτασην και σε αυτά που ήταν σκορπισμένα τριγύρω και από άλλες θρασύτατες κωλοτρυπίδες εκτός από τη δική μου, που θα πρεπε χαλαρά να είναι μέχρι σήμερα κατακόκκινες από ντροπή, πιπεροτσουφρέλο. Δε θυμάμαι, και πάλι καλά, γλαφυρά το πάτωμα- σημασία έχει όμως ότι σηκώνομαι και είχα γεμίσει σκατά παντού στη πλάτη. Και το χοντρομαλακιστήρι να γελάει! Για την απαίσια, γεμάτη λίπος κωλοτρυπίδα σου έγιναν όλα αυτά, γαμώ την ηγουμένη μου γαμώ! Για το σιχαμένο κομμάτι από λαρδί που ονομάζεις κατ' ευφημισμόν "κώλο"!
Βγαίνω έξω. το κουδούνι είχε χτυπήσει πριν λίγα λεπτά. Ντρέπομαι που είμαι ζωντανός. Μπορεί να ήμουνα μικρός, αλλά, ό,τι ηλικία και να είσαι, άπαξ και πέσεις στα σκατά, γαμιέσαι πατόκορφα, και εκ των έσω, και εκ των έξω. Βιάζομαι όμως να μπω στη τάξη, να καθίσω σε καμιά γωνία, να το κρύψω. Και όπως μπαίνουμε όλα τα μικρά στη πόρτα, η δασκάλα, η καριόλα δηλαδή, με πιάνει από το κούτελο και με βγάζει έξω, κρατώντας τη μύτη της. "Θα πάρω τη γιαγιά σου να έρθει να σε πάρει!", αηδιασμένη, είπε, και μπήκε τρέχοντας μέσα. Περιμένω ντροπιασμένος από έξω, σκεπτόμενος πότε θα τελειώσει η φαρσοκωμωδία, και πώς θα ήθελα να είχα χώσει και τη μούρη του χοντρού στη Τούρκικη. Η κυρα-Κατίνα ήρθε ευτυχώς στα γρήγορα. Και ακόμα και σήμερα, αν τη ρωτήσεις στο χωριό, θα αρχίσει να λέει φωναχτά "Γεμάτος σκατά ήσουνα" και να γελάει (και θα συνεχίσει με το πώς την είχα κατουρήσει στη μούρη όταν ήμουν μωρό, και μετά η μάνα μου θα αρχίσει να της φωνάζει για να σταματήσει).
Οπότε η θεωρία της προαναφερθείσας φίλης είναι: Ρε μπας και μύριζες κανονικά πριν από αυτό, και στη συνέχεια το έδιωξες μόνος σου λόγω της εμπειρίας με τα σκατά;
Πολύ καλή θεωρία. Δε ξέρω.
Σου' χω καλύτερη, μανάρα μου:
Στο Κύκλο της Samsara (ή στον "ατελείωτο κόμπο" για τους θιβετιανόκαυλους γενικότερα), κάθε 200,000 μαλάκες που περιμένουν να αναγεννηθούν αναλόγως της καρμικής τους καβάτζας, πρέπει υποχρεωτικά να γεννιούνται με κάποια αναπηρία, από τις ενεργειακές παπαριές που τις λένε "δαίμονες", "θεότητες", "μοίρα", κλπ κλπ. Και αυτές οι παπαριές, το ευχαριστιούνται όταν πέφτει αναπηρία- ρίχνουν ζάρια. Το υψηλότερο πχ που θα έρθει, εξάρες, είναι η ολική καθυστέρηση/ειδικές ανάγκες μέγιστου επιπέδου. Έπεσα λοιπόν μέσα σε αυτούς τους 200,000. Οι τύποι έριξαν ζάρια, χαμογελώντας σαρδόνια: τι θα πέσει άραγε; αναπηρικό καρότσι; τύφλα; κουφός; ε; ε;
Ε, σε μένα ήρθε ασσόδυο.
Απογοητευμένοι, με πετάξανε δω χάμω και από τότε γράφω κυρίως για κωλοτρυπίδες και σκατά.
Το θέμα μας ποιο είναι λοιπόν;
Το θέμα μας είναι ότι μεταξύ των άλλων, με απασχολούσε ανέκαθεν και το γεγονός ότι δε μπορώ να μυρίσω. Δε μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μυρίζει, αν δε, μου κλείσεις τα μάτια, και μου βάλεις δυο πιάτα μπρος μου για να τσιμπολογήσω, ένα εκ των οποίων έχει παστίτσιο και το άλλο σκατά, μυρωδιές δε θα μπορέσω ν ξεχωρίσω. Και τα τσογλάνια οι φίλοι εδώ πάνω, φρόντισαν να μου βάλουν και υποψίες ότι, δε μπορώ να γευτώ και καλά, μιας και, "Πάω στοιχημα, μαλάκα, ότι αν σου βάλουμε να φας με κλειστά τα μάτια, δε θα ξεχωρίσεις τι τρως"- δε το πιστεύω αυτό, αλλά και πάλι, όσο ζεις μαθαίνεις, ναι; Ελπίζω να μην είστε σα τον Σωτήρη, τον έκφυλο ομοφυλόφιλο από το Γκάζι, που σκυλιάζει μόλις του το αναφέρω, κάθε γαμημένη φορά: "Λες μαλακίες! Δε γίνεται να μη μυρίζεις! Όλοι μας, από τη στιγμή που γεννιόμαστε, βασιζόμαστε στην όσφρηση για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας!". Και αυτό είναι που με έβαλε σε σκέψεις, σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό στο παρελθόν μου- και σε αυτό βοήθησε επίσης μια καλή φίλη, που δουλειά της είναι να ανοίγει κεφάλια- μπράβος της ψυχολογίας, καρατέκα της εγκληματολογίας.
Δώστε βάση: φανταστείτε έναν Ηλία στο νηπειαγωγείο. Με "καπελάκι" κούρεμα, ως είθισται τότε, κοντόχοντρο πραματάκι με λαγνεία για μακρυμάνικα. Και χωρίς τρίχες στη μούρη. Καθιερωμένο διάλειμμα. Από τι, δε θυμάμαι. Για να πω την αμαρτία μου, δε θυμάμαι καν τη χρησιμότητα του νηπειαγωγείου, το μόνο που θυμάμαι από δαύτο είναι κάτι παραστάσεις που μας έκαναν με Καραγκιόζη, και ότι είχα πάθει κρίση υστερίας, όταν με άφησαν οι δικοί μου πρώτη φορά εκεί μόνο μου, να με περιτριγυρίζουν περίεργα όντα με γυαλιά και μπλούζες με Πάουερ Ρέητζερς, που δεν έμοιαζαν με τίποτα με τους "φίλους μου από τον παιδικό σταθμό που παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους". Όπως τριγυρνάω λοιπόν δίχως σκοπό, μιας και η Αννούλα μίλαγε με τον Κώστα που ήταν πολύ κιουλ για μένα για να συγκρηθώ μαζί του (είχε όλα τα αυτοκόλλητα στα "άλμπουν της Καρουζέλ"), αισθάνομαι κόψιμο. "Και τώρα ας πούμε τι, ρε πούστη", αναρωτιέμαι αυτή τη στιγμή γράφοντας το κείμενο, ενώ στη πραγματικότητα είχα σκεφτεί "Ωχτιγίνεται;", να χέσω; Προλαβαίνω το κουδούνι; Και πάλι...έχουν κάτι περίεργες τουαλέτες εκεί, δε μ'αρέσουν. Τούρκικες, κυρίες και κύριοι. Πιτσιρικάς τις απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, καθώς, επηρεασμένος από καρτούν, φαντασιωνόμουνα ότι έχεζα στη τρύπα, και το σκατό μου έσκαγε από τον ουρανό στο κεφάλι κάποιου Κινέζου- και το να χέζω Κινέζους δε μου αρέσει ακόμα και σήμερα, εκτός κι αν μπαίνει στη μέση χρηματική αμοιβή και πολύ ουίσκυ. Συν το ότι, επίσης μέχρι και σήμερα, δε με εντυπωσιάζει η ιδέα του να κάνω κουραδοσκοποβολή για να ενεργηθώ. Είμαι χάλια στο σημάδι. Και όχι, δεν έχω πάει ακόμα φαντάρος και θα το αργήσω ακόμα όσο πάει, ντάξει;
Καταπίνω την κακομαθημένη μου περηφάνια και πηγαίνω. Χεζόμουνα σε σημείο δακρύων. Μπαίνω, κατεβάζω, σκύβω, ξεκινάω- η γνωστή ρουτίνα. Το μόνο σίγουρο πράγμα σε αυτή τη ζωή. Ο κύκλος που κλείνει και ξανανοίγει. Προς τη μέση της διαδικασίας, σκάει ένας συμμαθητής και ξεκινάει να χέζει δίπλα μου. Ένας πιο χοντρούλης από εμένα, ακόμα πιο "φλώρος" από μένα, αν είναι δυνατόν- και αν έπρεπε να επιλέξω ένα και μόνο επίθετο για να περιγράψω τον Ηλία του τότε στον οποιονδήποτε, αυτό είναι "θρασύφλωρας". Σήμερα δε, ανήκει στη μισητή κατηγορία του βλαχονεογιάπη- πονεμένη ιστορία θα ήτανε, αν ενδιαφερόμουνα. Τελειώνω λοιπόν, και σηκώνομαι, να κόψω χαρτί να σκουπιστώ. Όπως είμαι όρθιος, γυρνάει και μου λέει:
"Εεεε, με σκουπίζεις κι εμένα, γιατί δε ξέρω;"
Σημείο προσοχής ένα: Αν έχεις περάσει τα 6 και κάποιος στο ζητήσει αυτό, ειδικά αν είναι και του ίδιου φύλου με σένα, πετάς το χαρτί στο κεφάλι του για αντιπερισπασμό και την πουλεύεις τρέχοντας. Σημείο προσοχής δύο: Ένας λογικός πιτσιρικάς, θα έλεγε, "Χα! Μήπως να σου πάρουμε και κανα τσιμπούκι;". Σημείο προσοχής τρία: Δεν υπάρχουν λογικοί πιτσιρικάδες. Σημείο προσοχής τέσσερα: Ήμουν κάτι παραπάνω από μαλακισμένα ευγενικός και θύμα από τότε.
Τυλίγω χαρτί γύρω από το χέρι μου και προχωράω προς το μέρος του, μπερδεμένος, αποπροσανατολισμένος. Και τότε γίνεται η μαλακία.
Γλιστράω σε κάτι αδιευκρίνιστο (το οποίο πιστεύω ότι ήταν μια μικροσκοπική, ασύμμετρη σκατούλα) και σε κλάσματα δευτερολέπτου, προσγειώνομαι με τη πλάτη στο έδαφος...ή τουλάχιστον, αυτό που νόμιζα ότι ήταν έδαφος. Στα σκατά μου μέσα έπεσα, και κατ'επέκτασην και σε αυτά που ήταν σκορπισμένα τριγύρω και από άλλες θρασύτατες κωλοτρυπίδες εκτός από τη δική μου, που θα πρεπε χαλαρά να είναι μέχρι σήμερα κατακόκκινες από ντροπή, πιπεροτσουφρέλο. Δε θυμάμαι, και πάλι καλά, γλαφυρά το πάτωμα- σημασία έχει όμως ότι σηκώνομαι και είχα γεμίσει σκατά παντού στη πλάτη. Και το χοντρομαλακιστήρι να γελάει! Για την απαίσια, γεμάτη λίπος κωλοτρυπίδα σου έγιναν όλα αυτά, γαμώ την ηγουμένη μου γαμώ! Για το σιχαμένο κομμάτι από λαρδί που ονομάζεις κατ' ευφημισμόν "κώλο"!
Βγαίνω έξω. το κουδούνι είχε χτυπήσει πριν λίγα λεπτά. Ντρέπομαι που είμαι ζωντανός. Μπορεί να ήμουνα μικρός, αλλά, ό,τι ηλικία και να είσαι, άπαξ και πέσεις στα σκατά, γαμιέσαι πατόκορφα, και εκ των έσω, και εκ των έξω. Βιάζομαι όμως να μπω στη τάξη, να καθίσω σε καμιά γωνία, να το κρύψω. Και όπως μπαίνουμε όλα τα μικρά στη πόρτα, η δασκάλα, η καριόλα δηλαδή, με πιάνει από το κούτελο και με βγάζει έξω, κρατώντας τη μύτη της. "Θα πάρω τη γιαγιά σου να έρθει να σε πάρει!", αηδιασμένη, είπε, και μπήκε τρέχοντας μέσα. Περιμένω ντροπιασμένος από έξω, σκεπτόμενος πότε θα τελειώσει η φαρσοκωμωδία, και πώς θα ήθελα να είχα χώσει και τη μούρη του χοντρού στη Τούρκικη. Η κυρα-Κατίνα ήρθε ευτυχώς στα γρήγορα. Και ακόμα και σήμερα, αν τη ρωτήσεις στο χωριό, θα αρχίσει να λέει φωναχτά "Γεμάτος σκατά ήσουνα" και να γελάει (και θα συνεχίσει με το πώς την είχα κατουρήσει στη μούρη όταν ήμουν μωρό, και μετά η μάνα μου θα αρχίσει να της φωνάζει για να σταματήσει).
Οπότε η θεωρία της προαναφερθείσας φίλης είναι: Ρε μπας και μύριζες κανονικά πριν από αυτό, και στη συνέχεια το έδιωξες μόνος σου λόγω της εμπειρίας με τα σκατά;
Πολύ καλή θεωρία. Δε ξέρω.
Σου' χω καλύτερη, μανάρα μου:
Στο Κύκλο της Samsara (ή στον "ατελείωτο κόμπο" για τους θιβετιανόκαυλους γενικότερα), κάθε 200,000 μαλάκες που περιμένουν να αναγεννηθούν αναλόγως της καρμικής τους καβάτζας, πρέπει υποχρεωτικά να γεννιούνται με κάποια αναπηρία, από τις ενεργειακές παπαριές που τις λένε "δαίμονες", "θεότητες", "μοίρα", κλπ κλπ. Και αυτές οι παπαριές, το ευχαριστιούνται όταν πέφτει αναπηρία- ρίχνουν ζάρια. Το υψηλότερο πχ που θα έρθει, εξάρες, είναι η ολική καθυστέρηση/ειδικές ανάγκες μέγιστου επιπέδου. Έπεσα λοιπόν μέσα σε αυτούς τους 200,000. Οι τύποι έριξαν ζάρια, χαμογελώντας σαρδόνια: τι θα πέσει άραγε; αναπηρικό καρότσι; τύφλα; κουφός; ε; ε;
Ε, σε μένα ήρθε ασσόδυο.
Απογοητευμένοι, με πετάξανε δω χάμω και από τότε γράφω κυρίως για κωλοτρυπίδες και σκατά.
ΜΟΥΒΗ ΡΗΒΙΟΥΖ ΞΑΝΑ
GRAN TORINO
του CLINT EASTWOOD (2008)
---------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Ηλικιωμένος ζωντοχήρος, με "ουλές" από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, συνεχώς τσαντισμένος με όλους, φρικάρει όταν μια οικογένεια από Χμονγκ μετακομίζει ακριβώς στο δίπλα σπίτι, στη συνέχεια τους γνωρίζει καλύτερα (και ιδιαίτερα τον μικρό γιο της οικογένειας, Τάου) και αναθεωρεί κάποιες απόψεις του, και στη συνέχεια τη ζωή του την ίδια.
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Είναι Clint Eastwood. Τα χέρια κάτω. Υπάρχει κάποιος που δε χύνει με τη θέα ενός συνεχώς στραβωμένου στη φάτσα γερο-Clint, να γρυλίζει σα παλιόσκυλο μέσα από το γαμημένο από τον καπνό λαρύγγι του, να πετάει συνεχώς ρατσιστικές/μειωτικές ατάκες ("κιτρινιάρηδες", "αράπηδες" κλπ) και να σπάει μούτρα και να κόβει κώλους, αρπάζοντας ενίοτε και καραμπίνα ή περίστροφα; Για τους πιο σφιγγοκώληδες, που δε τους φτάνει αυτός ο απλός λόγος για να τρέξουν ΤΩΡΑ να δουν τη ταινία, να πω ότι πρόκειται περί έπους, με ίσα ποσά "κωμικών στιγμών" και άφθαρτου, ειλικρινούς συναισθηματισμού, με ένα φινάλε που γονατίζει και τον απαιτητικότερο των θεατών και τον κάνει να γαμωσταυρίσει που η εν λόγω ταινία δεν ήταν καν υποψήφια για ένα από κείνα τα χρυσά πεόμορφα ανθωπάκια που μοιράζουν στη μεγάλη φωτεινή σάλα κάθε χρόνο.
ΨΙΛΟΓΚΡΙΝΙΑ: Ναι, θα μπορέσετε κι εσείς να μαντέψετε πώς θα κινηθεί η περισσότερη ταινία, σαν πλοκή. Στα παπάρια σας.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Τρέχα, λέμε.
*"Μπανγκ, μπανγκ, κι είσαι νεκρός, παλιοαράπη"
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘΜΩΝ 1 (μέρη 1 και 2)
του JEAN-FRANCOIS RICHET (2008)
------------------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Η ζωή του διαβόητου Jacques Mesrine μέσα από τα σημαντικότερα γεγονότα που τον έκαναν έναν από τους πιο μισητά κυνηγημένους από τα μπατσόνια κακοποιούς από το 60 μέχρι τέλη της δεκαετίας 70
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Παράκληση: πριν δείτε τη ταινία, διαβάστε την αυτοβιογραφία του, το φαινομενικά απίστευτο "Το ένστικτο του θανάτου", εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος. Εκτός του ότι θα πάθετε ένα πατατράκ διότι ο τύπος έγραφε με την καρδιά του και όχι με τα δάχτυλά του, θα'χετε και μια πιο σφαιρική άποψη επί του θέματος. Όχι ότι ο Vincent Cassel δεν τα φέρνει πέρα άψογα στον κύριο ρόλο- ο τύπος έδωσε ρέστα και μου διέλυσε κάθε μαλακισμένη υποψία περί καρπουζιάς που είχα, αν θυμάστε οι "παλιοί", από πολύ παλαιότερο post σε αυτό το blog. Η ταινία έχει το παλαιομοδίτικο στήσιμο που όλοι γουστάρουμε, είναι γυρισμένη σα σκηνές/γεγονότα και όχι σαν κανονική αφήγηση, ο Cassel σπάει μύτες, δέρνει κόσμο, είναι ταυτόχρονα μπουνταλάς κωλόβλαχος και φιλόσοφος του δρόμου όπως ήταν και ο ίδιος ο Mesrine...κανένα πρόβλημα.
ΜΙΚΡΟΓΚΡΙΝΙΑ: Θα γούσταρα και την παιδική ζωή του Mesrine αποτυπωμένη στο φιλμ, μιας και στο βιβλίο είναι ποίηση σκέτη. Αλλά τότε θα χρειάζονταν 3 μέρη/DVD και όχι 2, οπότε λες, πάει στο διάλο.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Ναι! Αλλά πιο πολύ, αξίζει να πεθάνεις, αν πρώτα έχεις διαβάσει το βιβλίο.
*O Cassel για το ρόλο, έφτιαξε μια καθ'όλα αξιέπαινη μπάκα. Ρησπέκτ.
του CLINT EASTWOOD (2008)
---------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Ηλικιωμένος ζωντοχήρος, με "ουλές" από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, συνεχώς τσαντισμένος με όλους, φρικάρει όταν μια οικογένεια από Χμονγκ μετακομίζει ακριβώς στο δίπλα σπίτι, στη συνέχεια τους γνωρίζει καλύτερα (και ιδιαίτερα τον μικρό γιο της οικογένειας, Τάου) και αναθεωρεί κάποιες απόψεις του, και στη συνέχεια τη ζωή του την ίδια.
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Είναι Clint Eastwood. Τα χέρια κάτω. Υπάρχει κάποιος που δε χύνει με τη θέα ενός συνεχώς στραβωμένου στη φάτσα γερο-Clint, να γρυλίζει σα παλιόσκυλο μέσα από το γαμημένο από τον καπνό λαρύγγι του, να πετάει συνεχώς ρατσιστικές/μειωτικές ατάκες ("κιτρινιάρηδες", "αράπηδες" κλπ) και να σπάει μούτρα και να κόβει κώλους, αρπάζοντας ενίοτε και καραμπίνα ή περίστροφα; Για τους πιο σφιγγοκώληδες, που δε τους φτάνει αυτός ο απλός λόγος για να τρέξουν ΤΩΡΑ να δουν τη ταινία, να πω ότι πρόκειται περί έπους, με ίσα ποσά "κωμικών στιγμών" και άφθαρτου, ειλικρινούς συναισθηματισμού, με ένα φινάλε που γονατίζει και τον απαιτητικότερο των θεατών και τον κάνει να γαμωσταυρίσει που η εν λόγω ταινία δεν ήταν καν υποψήφια για ένα από κείνα τα χρυσά πεόμορφα ανθωπάκια που μοιράζουν στη μεγάλη φωτεινή σάλα κάθε χρόνο.
ΨΙΛΟΓΚΡΙΝΙΑ: Ναι, θα μπορέσετε κι εσείς να μαντέψετε πώς θα κινηθεί η περισσότερη ταινία, σαν πλοκή. Στα παπάρια σας.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Τρέχα, λέμε.
*"Μπανγκ, μπανγκ, κι είσαι νεκρός, παλιοαράπη"
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΥΠ'ΑΡΙΘΜΩΝ 1 (μέρη 1 και 2)
του JEAN-FRANCOIS RICHET (2008)
------------------------------------------
ΤΟ ΣΤΟΡΥ: Η ζωή του διαβόητου Jacques Mesrine μέσα από τα σημαντικότερα γεγονότα που τον έκαναν έναν από τους πιο μισητά κυνηγημένους από τα μπατσόνια κακοποιούς από το 60 μέχρι τέλη της δεκαετίας 70
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Παράκληση: πριν δείτε τη ταινία, διαβάστε την αυτοβιογραφία του, το φαινομενικά απίστευτο "Το ένστικτο του θανάτου", εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος. Εκτός του ότι θα πάθετε ένα πατατράκ διότι ο τύπος έγραφε με την καρδιά του και όχι με τα δάχτυλά του, θα'χετε και μια πιο σφαιρική άποψη επί του θέματος. Όχι ότι ο Vincent Cassel δεν τα φέρνει πέρα άψογα στον κύριο ρόλο- ο τύπος έδωσε ρέστα και μου διέλυσε κάθε μαλακισμένη υποψία περί καρπουζιάς που είχα, αν θυμάστε οι "παλιοί", από πολύ παλαιότερο post σε αυτό το blog. Η ταινία έχει το παλαιομοδίτικο στήσιμο που όλοι γουστάρουμε, είναι γυρισμένη σα σκηνές/γεγονότα και όχι σαν κανονική αφήγηση, ο Cassel σπάει μύτες, δέρνει κόσμο, είναι ταυτόχρονα μπουνταλάς κωλόβλαχος και φιλόσοφος του δρόμου όπως ήταν και ο ίδιος ο Mesrine...κανένα πρόβλημα.
ΜΙΚΡΟΓΚΡΙΝΙΑ: Θα γούσταρα και την παιδική ζωή του Mesrine αποτυπωμένη στο φιλμ, μιας και στο βιβλίο είναι ποίηση σκέτη. Αλλά τότε θα χρειάζονταν 3 μέρη/DVD και όχι 2, οπότε λες, πάει στο διάλο.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΗ ΔΩ: Ναι! Αλλά πιο πολύ, αξίζει να πεθάνεις, αν πρώτα έχεις διαβάσει το βιβλίο.
*O Cassel για το ρόλο, έφτιαξε μια καθ'όλα αξιέπαινη μπάκα. Ρησπέκτ.
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009
5 hardcore(-ίζοντες) δίσκοι που με ξεσηκώνουν αφάνταστα
Οι 5 πρώτοι που μου ήρθαν στο μυαλό, αυθόρμητα. Ούτε "έρευνα", ούτε παπάρια.
BURNT BY THE SUN
"THE PERFECT IS THE ENEMY OF THE GOOD"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Progressive όργιο, με όλη τη σημασία της λέξης, για τύπους βέβαια που χτυπάνε προσοχές σα στραβάδια μπροστά από μπάντες όπως οι Watchtower, για παράδειγμα, παρά οι Queensryche, ας πούμε. Δεν είναι ότι οι Burnt By The Sun μουσικά πλέουν κοντά με το τρελοκάραβο του "Control and Resistance", όμως σίγουρα μοιράζονται την ίδια ιδιοσυγκρασία περί μουσικής. Αλλαγές στις αλλαγές, προοδευτική αντίληψη αξιώσεων, ταυτόχρονα τσαμπουκάς, σφιγμένες γροθιές, riff-άρες που σπάνε μούτρα, φωνητικά τσαμπουκά, και ένας απίστευτος τύπος πίσω από τα τύμπανα που προκαλεί καταθλήψεις σε μαθητευόμενους ακροατές-ντράμερ.
-ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Spinner Dunn". Προσέξτε την αρμονία στη μέση. Οι μέρες του feeling στη κατασκευή τραγουδιών, ξαναζούν με αντιδάνειο από χεβυμετάλια σειρά από riffs, περασμένα από το κόσκινο της ανατριχίλας και καύλας χρόνων.
INTEGRITY
"HUMANITY IS THE DEVIL"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Καταρχάς, είναι Integrity. Πράγμα που επίσης σημαίνει, ότι με την ίδια ευκολία στη θέση αυτού, θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ από δαύτους. Προτιμάται στη τύχη το συγκεκριμένο, επειδή βρίσκω πως οι Samhain-ικές του κορυφώσεις είναι απλά υπεράνου σχολιασμού, η μικρή του διάρκεια λειτουργεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (σε κάνει να το ζητάς συνέχεια, σα καρπούζι στη Σαχάρα), το κομιξάδικο εξώφυλο με την μπιλντέρικη εκδοχή του Abraxas, και φυσικά, το "Vocal Test" που ανοίγει το δίσκο. Αρρώστια.
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Hollow". Αντε να σκοτεινιάσει τελείως κι ο ουρανός, με την Danzig-ίλα να χτυπάει κόκκινο!
CURSED
"II"
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Τον θεωρώ από τους 10 σημαντικότεορυς δίσκους hardcore της τελευταίας δεκαετίας. Δεν έφερε καμία μουσική επανάσταση, δεν σημάδεψε ίσως εποχές (όπως μερικά από τα υπόλοιπα άλμπουμ του αφιερώματος)- έδειξε όμως σε όλους, ότι για να παίξεις hardcore, πρέπει να βάζει ο ακροατής το δίσκο να παίζει και να αισθάνεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα του την πέσει ένα μάτσο ντουλαποδειδή για να τον εξολοθρεύσει. Κίνδυνος. Σε μια φάση που το hardcore το έπιανε στο στόμα του ο καθένας (και μέσα σε αυτόν τον "καθένα" κι εγώ επίσης, hardcore-ας ουδέποτε ήμουνα βαμμένος), λόγω της μεγάλης δημοσιότητας του metalcore και του παραμυθιού ότι αυτό είναι ουσιαστικά το μοντέρνο hardcore (πούτσες τραμπάλα), οι Cursed ξανακάνουν το παιχνίδι επικίνδυνο. Ίσως το επόμενο, "ΙΙΙ", να είναι πιο δουλεμένο μουσικά, και το "Ι" να είναι πιο δυνατό χαστούκι, αλλά κανένα τους δεν έχει την ομίχλη, την λύσσα και το σκοτάδι αυτού του δίσκου.
ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Reparations". Πάρτα στη μάπα άρρωστη. Και αν δε κοπανάς με μανία τουλάχιστον το πόδι με το που σκάσει η αλλαγή στη μέση, είσαι μαλάκας και χωρίς αρχίδια.
CONVERGE
"WHEN FOREVER COMES CRUSHING"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Έστησε σχολείο ολόκληρο. Ποτέ πριν το hardcore (που είναι η βάση εδώ, προφανέστατα) δεν ακούστηκε τόσο μοντέρνα χαοτικό, τόσο τσιτωμένα φιλοσοφημένο. Τέτοιους δίσκους χαρακτηρίζω με τη παρέα μου "προοδευτικούς", για τον απλούστατο λόγο ότι, και την επανάστασή του την έφερε, και η αξία του ακόμα και σήμερα είναι αναμφισβήτητη, και μετά από τόσα χρόνια πάλι κερδίζεις αν τον ακούς φορά τη φορά. Σκισμένα πέρα από κάθε επίπεδο ανθρωπιάς φωνητικά, riff-τραμπάλες, ρυθμοί του χάους, μα και η μελό πλευρά που στη επόμενα cd θα βγει παραέξω με σχεδόν ενοχλητικό τρόπο. Πάλι καλά που τα εν λόγω cd είναι δισκάρες, να λέμε, και τα συγχωρούμε όλα (εντάξει, θα το πω, το "You Fail Me" με ξενερώνει, μαστιγώστε με).
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: Ξέρω γω; "Conduit" πες για να'σαι μέσα και να πάρεις μια γερή ιδέα περί τίνος πράματος μιλάμε.
CATHARSIS
"PASSION"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Εντάξει. Αν πατήσετε στο search σε αυτό το μπλογκ "Catharsis", θα βρείτε και γω δε ξέρω πόσα posts για δαύτους και το "Passion". Οπότε, σιγά μην επαναλαμβάνομαι. Τι να ξαναπώ, δηλαδή; Ότι κάθε φοράς που τον ακούς αυτό το δίσκο αισθάνεσαι ότι πλέον πρωτοανακάλυψες να αναπνέεις; Ότι σε ταρακουνάει και με βία σε προσγειώνει στην πιο άθλια πραγματικότητα από όλες (τη δική μας); Ότι κάποτε θα γαμηθεί το σύμπαν όλο και θα φταίει αυτός ο δίσκος; Ότι τους στίχους τυπωμένους πρέπει να τους κάνουν μάθημα στα λύκεια μπας και καλυτερέψει τίποτα σε αυτό το πλανήτη; Χα.
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: Όλο το άλμπουμ, πρόκειται για βίωμα και όχι απλά για μουσικό δίσκο.
BURNT BY THE SUN
"THE PERFECT IS THE ENEMY OF THE GOOD"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Progressive όργιο, με όλη τη σημασία της λέξης, για τύπους βέβαια που χτυπάνε προσοχές σα στραβάδια μπροστά από μπάντες όπως οι Watchtower, για παράδειγμα, παρά οι Queensryche, ας πούμε. Δεν είναι ότι οι Burnt By The Sun μουσικά πλέουν κοντά με το τρελοκάραβο του "Control and Resistance", όμως σίγουρα μοιράζονται την ίδια ιδιοσυγκρασία περί μουσικής. Αλλαγές στις αλλαγές, προοδευτική αντίληψη αξιώσεων, ταυτόχρονα τσαμπουκάς, σφιγμένες γροθιές, riff-άρες που σπάνε μούτρα, φωνητικά τσαμπουκά, και ένας απίστευτος τύπος πίσω από τα τύμπανα που προκαλεί καταθλήψεις σε μαθητευόμενους ακροατές-ντράμερ.
-ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Spinner Dunn". Προσέξτε την αρμονία στη μέση. Οι μέρες του feeling στη κατασκευή τραγουδιών, ξαναζούν με αντιδάνειο από χεβυμετάλια σειρά από riffs, περασμένα από το κόσκινο της ανατριχίλας και καύλας χρόνων.
INTEGRITY
"HUMANITY IS THE DEVIL"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Καταρχάς, είναι Integrity. Πράγμα που επίσης σημαίνει, ότι με την ίδια ευκολία στη θέση αυτού, θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ από δαύτους. Προτιμάται στη τύχη το συγκεκριμένο, επειδή βρίσκω πως οι Samhain-ικές του κορυφώσεις είναι απλά υπεράνου σχολιασμού, η μικρή του διάρκεια λειτουργεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (σε κάνει να το ζητάς συνέχεια, σα καρπούζι στη Σαχάρα), το κομιξάδικο εξώφυλο με την μπιλντέρικη εκδοχή του Abraxas, και φυσικά, το "Vocal Test" που ανοίγει το δίσκο. Αρρώστια.
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Hollow". Αντε να σκοτεινιάσει τελείως κι ο ουρανός, με την Danzig-ίλα να χτυπάει κόκκινο!
CURSED
"II"
ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Τον θεωρώ από τους 10 σημαντικότεορυς δίσκους hardcore της τελευταίας δεκαετίας. Δεν έφερε καμία μουσική επανάσταση, δεν σημάδεψε ίσως εποχές (όπως μερικά από τα υπόλοιπα άλμπουμ του αφιερώματος)- έδειξε όμως σε όλους, ότι για να παίξεις hardcore, πρέπει να βάζει ο ακροατής το δίσκο να παίζει και να αισθάνεται ότι από στιγμή σε στιγμή θα του την πέσει ένα μάτσο ντουλαποδειδή για να τον εξολοθρεύσει. Κίνδυνος. Σε μια φάση που το hardcore το έπιανε στο στόμα του ο καθένας (και μέσα σε αυτόν τον "καθένα" κι εγώ επίσης, hardcore-ας ουδέποτε ήμουνα βαμμένος), λόγω της μεγάλης δημοσιότητας του metalcore και του παραμυθιού ότι αυτό είναι ουσιαστικά το μοντέρνο hardcore (πούτσες τραμπάλα), οι Cursed ξανακάνουν το παιχνίδι επικίνδυνο. Ίσως το επόμενο, "ΙΙΙ", να είναι πιο δουλεμένο μουσικά, και το "Ι" να είναι πιο δυνατό χαστούκι, αλλά κανένα τους δεν έχει την ομίχλη, την λύσσα και το σκοτάδι αυτού του δίσκου.
ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: "Reparations". Πάρτα στη μάπα άρρωστη. Και αν δε κοπανάς με μανία τουλάχιστον το πόδι με το που σκάσει η αλλαγή στη μέση, είσαι μαλάκας και χωρίς αρχίδια.
CONVERGE
"WHEN FOREVER COMES CRUSHING"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Έστησε σχολείο ολόκληρο. Ποτέ πριν το hardcore (που είναι η βάση εδώ, προφανέστατα) δεν ακούστηκε τόσο μοντέρνα χαοτικό, τόσο τσιτωμένα φιλοσοφημένο. Τέτοιους δίσκους χαρακτηρίζω με τη παρέα μου "προοδευτικούς", για τον απλούστατο λόγο ότι, και την επανάστασή του την έφερε, και η αξία του ακόμα και σήμερα είναι αναμφισβήτητη, και μετά από τόσα χρόνια πάλι κερδίζεις αν τον ακούς φορά τη φορά. Σκισμένα πέρα από κάθε επίπεδο ανθρωπιάς φωνητικά, riff-τραμπάλες, ρυθμοί του χάους, μα και η μελό πλευρά που στη επόμενα cd θα βγει παραέξω με σχεδόν ενοχλητικό τρόπο. Πάλι καλά που τα εν λόγω cd είναι δισκάρες, να λέμε, και τα συγχωρούμε όλα (εντάξει, θα το πω, το "You Fail Me" με ξενερώνει, μαστιγώστε με).
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: Ξέρω γω; "Conduit" πες για να'σαι μέσα και να πάρεις μια γερή ιδέα περί τίνος πράματος μιλάμε.
CATHARSIS
"PASSION"
-ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Εντάξει. Αν πατήσετε στο search σε αυτό το μπλογκ "Catharsis", θα βρείτε και γω δε ξέρω πόσα posts για δαύτους και το "Passion". Οπότε, σιγά μην επαναλαμβάνομαι. Τι να ξαναπώ, δηλαδή; Ότι κάθε φοράς που τον ακούς αυτό το δίσκο αισθάνεσαι ότι πλέον πρωτοανακάλυψες να αναπνέεις; Ότι σε ταρακουνάει και με βία σε προσγειώνει στην πιο άθλια πραγματικότητα από όλες (τη δική μας); Ότι κάποτε θα γαμηθεί το σύμπαν όλο και θα φταίει αυτός ο δίσκος; Ότι τους στίχους τυπωμένους πρέπει να τους κάνουν μάθημα στα λύκεια μπας και καλυτερέψει τίποτα σε αυτό το πλανήτη; Χα.
-ΚΟΜΜΑΤΙ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ: Όλο το άλμπουμ, πρόκειται για βίωμα και όχι απλά για μουσικό δίσκο.
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009
Κατουρόμελο
Ταπεινός, αγοραφοβικός μούλος καθώς είμαι, με τα φετίχ και τις αναποδιές του χωριού σε ίδια αναλογία ανεξαρτήτως περίστασης, αποφεύγω εδώ και χρόνια όσο μπορώ να πίνω στην Αθήνα. Το χωριό μου δίπλα είναι, φίλους αρκετούς έχω στη λίστα για να γαμωσταυρίζουν κάθε φορά που θα ζητάω σπίτι και φροντίδα όταν ανεβαίνω στη πρωτεύουσα σα κατουρημένος σπουργίτης (και όταν αρχιζω να γκρινιάζω σα κομπλεξική γριά για τα "αμάξα", τη φασαρία και τον κόσμο), αλλά και πάλι, στο δίλλημα, "μεθυσμένος στην Αθήνα ή στειρωση με ηλεκτροσόκ στα παπάρια από Ιάπωνα κασκαντέρ του μεσονυχτίου", απαντώ το δεύτερο σχεδόν πάντα με άνεση.
Ναι σίγουρα, έχω κάνει τα κουμάντα μου και εκεί, ειδικά μετά από μια καλή συναυλία, όσα λεφτά σου περισσεύουν, μετράει να τα πετάς στο τραπέζι με παρέα μαζί και να παρατηρείς μετά από μερικές ώρες το πεζοδρόμιο να μοιάζει ιδιαιτέρως ελκυστικό, ακριβώς επειδή "είναι βαρύ. και, και, μεγάλο, και μακρύ, και περπατάμε πάνω του". Και επίσης, αντιλαμβάνομαι ότι οι δικαιολογίες του στυλ, "χμμφφφ δε μου αρέσουν τα μαγαζιά της Αθήνας" είναι το ίδιο άκυρες με το να βάλεις τα Ζουζούνια να κόψουν 7'' με Bathtub Shitter, μιας και, καραγκιόζη μου, την έχεις ψάξει ΟΛΗ την Αθήνα, και λες ότι ΚΑΝΕΝΑ μαγαζί δε σου κάνει; Ούτε η τρελοκλαμπάρα Σταρ-Τρεκ με τα χαρτιά που τα πετάνε με ανεμιστήρες και σου ρχονται στη μάπα ενώ απολαμβάνεις ωραιότατο νερό με πάγο, ούτε το ταπεινό τσιπουράδικο στη πιο ξεχασμένη γωνία του πλανήτη, το "οικογενειακόν", με μόνους πελάτες το μαγαζάτορα, τον αδερφό του με τη πουκαμίσα και το σπυρί στη μύτη, τη γυναίκα του μαγαζάτορα και τον ξεχασμένο πλέον, από θεούς και δαίμονες, ξάδερφο...κάποιου, που σου πιάνει κουβέντα για το ποδόσφαιρο και πάνω που πας να γουστάρεις, το κόβει απότομα και σου λέει, "Έκοψα τη πρέζα πριν δυο μήνες"; Αν δεν την έχεις ψάξει, πούλους και περαστικά.
Γαμημένο βόλεμα. Πέστο, "ιδιοσυγκρασία". Μας τη κάνει τη ζημιά και γουστάρει, η τσούλα. Όταν έχεις μάθει να γίνεσαι λιάρδα, και να πηγαίνεις περπατώντας στο πατσατζίδικο, να επικρατεί ημι-γαλήνη λόγο περιοχής (και κανένας δε σου σπάει τα αρχίδια για καμία περίπτωση), να μπορείς να κλέψεις πινακίδες, μαυροπίνακες-καταλόγους έξω από ταβέρνες ή τυροπιτάδικα (πχ εκείνη με το σχήμα "κοκακόλα"), κάτι λάμπες από κάτι οικοδόμους μαζί με μία..περίεργη...κόλλα, και κείνα τα σιδερένια παλούκια που χουνε με παλαμάρια δεμένα, τα προειδοποιητικά για χώρο στάθμευσης έξω από τράπεζα και κανείς να μη κουνηθεί καν (όπως, και το επόμενο πρωί που ξυπνάς, να μην μοιάζουν σαν εξαίσιος, γυαλιστερός θησαυρός αλλά σαν αυτό που είναι στη πραγματικότητα, σκουπίδια και μαλακίες), τότε αναγκαστικά, άλλοι βιορυθμοί, άλλης περιοχής, σου γαμάνε τη διάθεση. Τα ξέρουμε όλοι αυτά, θα μου πείτε, οπότε περνάω στο παρασύνθημα.
Πριν κανα χρόνο, ή δύο, είχα ανέβει Αθήνα. Δε θυμάμαι καν το λόγο, ίσως για ρομαντικό πικνίκ στη πλατεία εξαρχείων, ή για birdwatching στο κέντρο. Έμεινα σε ένα φίλο, έκφυλο εδώ και χρόνια, πίσω από το προσωπείου του ψευδογκέη, και το βραδάκι λέμε, "μωρέ λεφτά έχουμε, δε πάμε να τα τζογάρουμε στο στρογγυλοτράπεζο";. "Μέσα", μου απαντάει, "ξέρω κι ένα παλεύσιμο, σχετικά φτηνό μαγαζί στου Ψυρρή"!. Ωραία σκέφτομαι, μαγαζιά εγώ δε ξέρω, ο άλλος είναι σφουγγάρι, κάτι θα γίνει εδώ όμορφο, θα μαγειρέψουμε. Φτάνουμε στου Ψυρρή, που ήταν όπως το θυμόμουν, από τις λίγες φορές που έσκαγα μύτη εκεί. Σα γαλότσα. Ξύνω το δεξί μου χέρι έντονα, να μην επιτρέψω στο agoraphobic nosebleed να βγει στην επιφάνεια, και αράζουμε στο εν λόγω μαγαζί... του οποίου το όνομα όλοι ξέρετε, μάλλον, απλά να δώσω ένα hint, είναι το όνομα αυτού του ταπεινού παράσιτου που όταν το πιάναμε στο μαλλί πιτσιρικάδες, οι μανάδες μας αν δε μας παστώνανε στους αφρούς και τα χημικά, μας ξυρίζανε φάση Ντέμι Μούρ στην "Επίλεκτη", ή Τζόννυ Ντεπ στο "Φόβο και Παράνοια στο Λας Βέγκας". Συννενοούμεθα. Χαίρομαι.
Αρχίσαμε. Ρακόμελα. Ωωωωω, ρακόμελα... μεγαλεία. Στα κωλοβούνια μου, η άποψή τους περί ρακόμελου είναι, παίρνω ρακί, το κατουράω, χύνω ένα κρόκκο αυγού μέσα, το πετάω στο πηγάδι δίπλα από τον Τίμμυ, ώστε όταν έρθει το πουστρόσκυλο η Λάσσυ να τονε σώσει να το κατουρήσει και άλλη μια φορά, και το σερβίρω κουλτουριάρικα. Άρα, τι καλύτερο από λίγο, όπως φανταζόμουνα, καλό, βρώμικο ρακόμελο από Αθήνα; Να μας γίνει πιο μπάσα η φωνή, να μας μεγαλώσει το μουστάκι και/ή η γενειάδα και να παίζει συνέχεια Clutch μέσα στα τούμπανά μας; Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε, πάρε, πάμε, ad mutandis ad mutandis ad mutandis. Ωραία κατάσταση ψήνεται. Μια πρώην γκόμενα του φίλου μου σκάει μύτη. Ευχαριστημένος και κεφάτος, χωρίς να την έχω ξαναδεί καν, της λέω "Παρουσιάσου, μανάρα μου" με ψευδο-επιτακτικό ύφος, και η τύχη μου εξαργυρώθηκε στο ότι δεν ήταν αρκετά κομπλεξική ή ίσως, δεν παρεξηγούσε εύκολα μαλάκες όπως εγώ, ώστε να μου ζουλήξει τη μούρη στο τραπέζι μέχρι να γίνω σα το Fido Diddo. Ωραία. Καλά πάμε...καλά πάμε...καλά πάμε; Από ένα σημείο και μετά, είμαστε αρκετά μεθυσμένοι για να ξέρουμε ότι προφανώς αυτό που πίνουμε δεν είναι ρακόμελο, από την άλλη, χμφ, ποιος χέστηκε; Συνέχεια. Μπεβέρε. Κυλάμε όμορφα μεταξύ προσπαθειών συζητήσεων ("Αλήθεια, σου αρέσει ο Jodorowsky;" , "Χμφφφφρναι, ααααααπολύ καλό. Καλός. Πρόσεχε, ααααμμμφφφ, κάτι παίζ, κάτι παίζ με δαύτονννν") και ειλικρινούς διασκέδασης, σε μια φάση έρχεται το καθιερωμένο πρεζάκι να ζητήσει φράγκα, ο φίλος σχεδόν τον υιοθετεί μες την καλοσύνη της σούρας του και κάθονται και λένε μαλακίες και του δίνει και τα ξηροκάρπιά μας, πράμα που τότε δε με ένοιαξε μία, αλλά τώρα σκέφτομαι ότι είναι σα να γαμάγαμε ώρες και να τα ρίξαμε στο τοίχο, στο τέλος, λέμε, πάμε τελευταία κανάτια, ξεμείναμε. Και το τελευταίο κανάτι, φίλε μου, ήταν οινόπνευμα. Παίζει να ταν και από κείνα τα μπλε, τα χρωματιστά. Ένα, δύο, φφφφφφάααααουλ, κόκκινη κάρτα. Ο φίλος με τη βοήθεια της πρώην γκόμενάς του πάει σε μια γωνία και βγάζει μαργαριτάρια από το στόμα. Εγώ ταυτόχρονα, από πριν, είχα πάρει τηλέφωνο ένα ζευγάρι, υπέροχους φίλους, και τους είχα πει, μιλώντας με σήματα μορς, να έρθουν στο μέρος να αράξουμε. Και το κινητό μου έκλεισε από μπαταρία, και η κοπέλα από το ζευγάρι να παίρνει το φίλο μου, αυτός να έχει το ακουστικό στο αυτί και να ξερνάει χωρίς να απαντάει σε τίποτα, και στο τέλος, ανοίγει τα μάτια, βλέπει τη πισίνα από αποφάγια και υγρά στο πεζοδρόμιο και μένει να τη κοιτάει μαλάκας για καμια ώρα, φάση, "Εγώ το βγαλα αυτό"; Και να μη πολυλογώ άλλο, λέμε τη κάνουμε. Κανόνι να σκάσουμε δε παίζει, αν και θα πρεπε, λόγο κατάστασης, οπότε ταξί και βάμος.
Στο ταξί, καθόμαστε πίσω, ο ταρίφας ξεκινάει το αμάξι, και σε μια φάση φρενάρει απότομα. Ο φίλος από δίπλα σκάει στο μαξιλαράκι της πίσω θέσης, γουρλώνει τα μάτια, μουρμουράει στο ταρίφα, "Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτόρρρρρρρλγκγκγρρρρλρλρλ" και αρχίζει να χύνει νερά από το στόμα. Ανοίγει το παράθυρο, και αρχίζει να ξερνάει νερά στο δρόμο, με το ταξί εν κινήσει, αμάξια από δίπλα να κορνάρουν φωνάζοντας "άξιος!", ο ταξιτζής να λέει "ρε μάγκες, δε μου το λέγατε από την αρχή;" και εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω την απίστευτη επιθυμία να ξεράσω κι εγώ, από τα γέλια και μόνο που έκανα, βλέποντας μια κυριλέ Χάρυβδη με κασκόλ να κάνει το δρόμο σφουγγαρίστρα. Λαμπίκο.
Κατεβαίνουμε. Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμα. Ξαπλώνω στο γαμημένο, άθλιο, απαίσιο κρεβάτι του φίλου, αυτός από δίπλα. Το γνωστό τρικ: μαλάκες, πρέπει να το πάρουμε απόφαση κάποια στιγμή ότι το σκοτάδι ζει και αναπνέει κ χορεύει πεντοζάλη, αλλά μας το δείχνει μόνο όταν είμαστε αρκετά λιώμα, για να γελάει στα μούτρα μας. Παπάρια λέω. Ύπνος και στο πούτσο μου, και κάνε όσα ακροβατικά θες, άραψ.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα, ένα κεφάλι-βίδα και μια ακαταμάχητη λαχτάρα να τρίβω το κώλο, τα παϊδια και το σαγόνι μου συνέχεια. Ο φίλος καλύτερα. Το έχω, λέω, γαμώ. Πάμε να φύγουμε. Βαρέθηκα τη κωλόπολή σου. Και όπως μπαίνουμε στο ασανσέρ, και πάνω που πάω να ολοκληρώσω τη φράση μου, "Χα, αδερφάρα, ξεράσαμε χτες, τα κάναμε πουτάνα, ε, ε;", με το που νιώθω το ασανσέρ να κατεβαίνει, ανοίγω διάπλατα τη παγίδα, το στόμα μου, και αρχίζω να γεμίζω το ασανσέρ. Φτάνουμε στο διάδρομο, και συνεχίζω- αν υπήρχε Καλιφορνέζος τριγύρω, με τόσο νερό που έβγαλα, θα τα χε πετάξει όλα έξω και θα'χε αρπάξει σανίδα σιδερώματος για διπλοσπινιές με τα νεροάντερά μου. Ακούμε και κάποιον να κατεβαίνει, οποτε με αρπάει ο άλλος, με απομεινάρια αξιοπρέπειας να κρέμονται στα μούσα, και με βγάζει όξω από το χέρι, σα παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο που δε λέει να ξεκολλήσει από τη βιτρίνα.
Οπότε διαπίστωσα, γάμησέ το. Δε φταίει η Αθήνα για τις μαλακίες τις αποπάνω, καθώς έχω γεμίσει ημερολόγιο, με τους άλλους τριγύρω, από μπομποκαταστάσεις κι εδώ πάνω. Μου φταίει ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος. Και το συγκεκριμένο μαγαζί. Και επειδή ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος είναι στην Αθήνα, λέω ότι δε πίνω όμορφα στην Αθήνα. Φτου και βγαίνω και ξελευτερία για όλους.
Ναι σίγουρα, έχω κάνει τα κουμάντα μου και εκεί, ειδικά μετά από μια καλή συναυλία, όσα λεφτά σου περισσεύουν, μετράει να τα πετάς στο τραπέζι με παρέα μαζί και να παρατηρείς μετά από μερικές ώρες το πεζοδρόμιο να μοιάζει ιδιαιτέρως ελκυστικό, ακριβώς επειδή "είναι βαρύ. και, και, μεγάλο, και μακρύ, και περπατάμε πάνω του". Και επίσης, αντιλαμβάνομαι ότι οι δικαιολογίες του στυλ, "χμμφφφ δε μου αρέσουν τα μαγαζιά της Αθήνας" είναι το ίδιο άκυρες με το να βάλεις τα Ζουζούνια να κόψουν 7'' με Bathtub Shitter, μιας και, καραγκιόζη μου, την έχεις ψάξει ΟΛΗ την Αθήνα, και λες ότι ΚΑΝΕΝΑ μαγαζί δε σου κάνει; Ούτε η τρελοκλαμπάρα Σταρ-Τρεκ με τα χαρτιά που τα πετάνε με ανεμιστήρες και σου ρχονται στη μάπα ενώ απολαμβάνεις ωραιότατο νερό με πάγο, ούτε το ταπεινό τσιπουράδικο στη πιο ξεχασμένη γωνία του πλανήτη, το "οικογενειακόν", με μόνους πελάτες το μαγαζάτορα, τον αδερφό του με τη πουκαμίσα και το σπυρί στη μύτη, τη γυναίκα του μαγαζάτορα και τον ξεχασμένο πλέον, από θεούς και δαίμονες, ξάδερφο...κάποιου, που σου πιάνει κουβέντα για το ποδόσφαιρο και πάνω που πας να γουστάρεις, το κόβει απότομα και σου λέει, "Έκοψα τη πρέζα πριν δυο μήνες"; Αν δεν την έχεις ψάξει, πούλους και περαστικά.
Γαμημένο βόλεμα. Πέστο, "ιδιοσυγκρασία". Μας τη κάνει τη ζημιά και γουστάρει, η τσούλα. Όταν έχεις μάθει να γίνεσαι λιάρδα, και να πηγαίνεις περπατώντας στο πατσατζίδικο, να επικρατεί ημι-γαλήνη λόγο περιοχής (και κανένας δε σου σπάει τα αρχίδια για καμία περίπτωση), να μπορείς να κλέψεις πινακίδες, μαυροπίνακες-καταλόγους έξω από ταβέρνες ή τυροπιτάδικα (πχ εκείνη με το σχήμα "κοκακόλα"), κάτι λάμπες από κάτι οικοδόμους μαζί με μία..περίεργη...κόλλα, και κείνα τα σιδερένια παλούκια που χουνε με παλαμάρια δεμένα, τα προειδοποιητικά για χώρο στάθμευσης έξω από τράπεζα και κανείς να μη κουνηθεί καν (όπως, και το επόμενο πρωί που ξυπνάς, να μην μοιάζουν σαν εξαίσιος, γυαλιστερός θησαυρός αλλά σαν αυτό που είναι στη πραγματικότητα, σκουπίδια και μαλακίες), τότε αναγκαστικά, άλλοι βιορυθμοί, άλλης περιοχής, σου γαμάνε τη διάθεση. Τα ξέρουμε όλοι αυτά, θα μου πείτε, οπότε περνάω στο παρασύνθημα.
Πριν κανα χρόνο, ή δύο, είχα ανέβει Αθήνα. Δε θυμάμαι καν το λόγο, ίσως για ρομαντικό πικνίκ στη πλατεία εξαρχείων, ή για birdwatching στο κέντρο. Έμεινα σε ένα φίλο, έκφυλο εδώ και χρόνια, πίσω από το προσωπείου του ψευδογκέη, και το βραδάκι λέμε, "μωρέ λεφτά έχουμε, δε πάμε να τα τζογάρουμε στο στρογγυλοτράπεζο";. "Μέσα", μου απαντάει, "ξέρω κι ένα παλεύσιμο, σχετικά φτηνό μαγαζί στου Ψυρρή"!. Ωραία σκέφτομαι, μαγαζιά εγώ δε ξέρω, ο άλλος είναι σφουγγάρι, κάτι θα γίνει εδώ όμορφο, θα μαγειρέψουμε. Φτάνουμε στου Ψυρρή, που ήταν όπως το θυμόμουν, από τις λίγες φορές που έσκαγα μύτη εκεί. Σα γαλότσα. Ξύνω το δεξί μου χέρι έντονα, να μην επιτρέψω στο agoraphobic nosebleed να βγει στην επιφάνεια, και αράζουμε στο εν λόγω μαγαζί... του οποίου το όνομα όλοι ξέρετε, μάλλον, απλά να δώσω ένα hint, είναι το όνομα αυτού του ταπεινού παράσιτου που όταν το πιάναμε στο μαλλί πιτσιρικάδες, οι μανάδες μας αν δε μας παστώνανε στους αφρούς και τα χημικά, μας ξυρίζανε φάση Ντέμι Μούρ στην "Επίλεκτη", ή Τζόννυ Ντεπ στο "Φόβο και Παράνοια στο Λας Βέγκας". Συννενοούμεθα. Χαίρομαι.
Αρχίσαμε. Ρακόμελα. Ωωωωω, ρακόμελα... μεγαλεία. Στα κωλοβούνια μου, η άποψή τους περί ρακόμελου είναι, παίρνω ρακί, το κατουράω, χύνω ένα κρόκκο αυγού μέσα, το πετάω στο πηγάδι δίπλα από τον Τίμμυ, ώστε όταν έρθει το πουστρόσκυλο η Λάσσυ να τονε σώσει να το κατουρήσει και άλλη μια φορά, και το σερβίρω κουλτουριάρικα. Άρα, τι καλύτερο από λίγο, όπως φανταζόμουνα, καλό, βρώμικο ρακόμελο από Αθήνα; Να μας γίνει πιο μπάσα η φωνή, να μας μεγαλώσει το μουστάκι και/ή η γενειάδα και να παίζει συνέχεια Clutch μέσα στα τούμπανά μας; Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε. Πάρε. Πάμε. Φέρε, πάρε, πάμε, ad mutandis ad mutandis ad mutandis. Ωραία κατάσταση ψήνεται. Μια πρώην γκόμενα του φίλου μου σκάει μύτη. Ευχαριστημένος και κεφάτος, χωρίς να την έχω ξαναδεί καν, της λέω "Παρουσιάσου, μανάρα μου" με ψευδο-επιτακτικό ύφος, και η τύχη μου εξαργυρώθηκε στο ότι δεν ήταν αρκετά κομπλεξική ή ίσως, δεν παρεξηγούσε εύκολα μαλάκες όπως εγώ, ώστε να μου ζουλήξει τη μούρη στο τραπέζι μέχρι να γίνω σα το Fido Diddo. Ωραία. Καλά πάμε...καλά πάμε...καλά πάμε; Από ένα σημείο και μετά, είμαστε αρκετά μεθυσμένοι για να ξέρουμε ότι προφανώς αυτό που πίνουμε δεν είναι ρακόμελο, από την άλλη, χμφ, ποιος χέστηκε; Συνέχεια. Μπεβέρε. Κυλάμε όμορφα μεταξύ προσπαθειών συζητήσεων ("Αλήθεια, σου αρέσει ο Jodorowsky;" , "Χμφφφφρναι, ααααααπολύ καλό. Καλός. Πρόσεχε, ααααμμμφφφ, κάτι παίζ, κάτι παίζ με δαύτονννν") και ειλικρινούς διασκέδασης, σε μια φάση έρχεται το καθιερωμένο πρεζάκι να ζητήσει φράγκα, ο φίλος σχεδόν τον υιοθετεί μες την καλοσύνη της σούρας του και κάθονται και λένε μαλακίες και του δίνει και τα ξηροκάρπιά μας, πράμα που τότε δε με ένοιαξε μία, αλλά τώρα σκέφτομαι ότι είναι σα να γαμάγαμε ώρες και να τα ρίξαμε στο τοίχο, στο τέλος, λέμε, πάμε τελευταία κανάτια, ξεμείναμε. Και το τελευταίο κανάτι, φίλε μου, ήταν οινόπνευμα. Παίζει να ταν και από κείνα τα μπλε, τα χρωματιστά. Ένα, δύο, φφφφφφάααααουλ, κόκκινη κάρτα. Ο φίλος με τη βοήθεια της πρώην γκόμενάς του πάει σε μια γωνία και βγάζει μαργαριτάρια από το στόμα. Εγώ ταυτόχρονα, από πριν, είχα πάρει τηλέφωνο ένα ζευγάρι, υπέροχους φίλους, και τους είχα πει, μιλώντας με σήματα μορς, να έρθουν στο μέρος να αράξουμε. Και το κινητό μου έκλεισε από μπαταρία, και η κοπέλα από το ζευγάρι να παίρνει το φίλο μου, αυτός να έχει το ακουστικό στο αυτί και να ξερνάει χωρίς να απαντάει σε τίποτα, και στο τέλος, ανοίγει τα μάτια, βλέπει τη πισίνα από αποφάγια και υγρά στο πεζοδρόμιο και μένει να τη κοιτάει μαλάκας για καμια ώρα, φάση, "Εγώ το βγαλα αυτό"; Και να μη πολυλογώ άλλο, λέμε τη κάνουμε. Κανόνι να σκάσουμε δε παίζει, αν και θα πρεπε, λόγο κατάστασης, οπότε ταξί και βάμος.
Στο ταξί, καθόμαστε πίσω, ο ταρίφας ξεκινάει το αμάξι, και σε μια φάση φρενάρει απότομα. Ο φίλος από δίπλα σκάει στο μαξιλαράκι της πίσω θέσης, γουρλώνει τα μάτια, μουρμουράει στο ταρίφα, "Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτόρρρρρρρλγκγκγρρρρλρλρλ" και αρχίζει να χύνει νερά από το στόμα. Ανοίγει το παράθυρο, και αρχίζει να ξερνάει νερά στο δρόμο, με το ταξί εν κινήσει, αμάξια από δίπλα να κορνάρουν φωνάζοντας "άξιος!", ο ταξιτζής να λέει "ρε μάγκες, δε μου το λέγατε από την αρχή;" και εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω την απίστευτη επιθυμία να ξεράσω κι εγώ, από τα γέλια και μόνο που έκανα, βλέποντας μια κυριλέ Χάρυβδη με κασκόλ να κάνει το δρόμο σφουγγαρίστρα. Λαμπίκο.
Κατεβαίνουμε. Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμα. Ξαπλώνω στο γαμημένο, άθλιο, απαίσιο κρεβάτι του φίλου, αυτός από δίπλα. Το γνωστό τρικ: μαλάκες, πρέπει να το πάρουμε απόφαση κάποια στιγμή ότι το σκοτάδι ζει και αναπνέει κ χορεύει πεντοζάλη, αλλά μας το δείχνει μόνο όταν είμαστε αρκετά λιώμα, για να γελάει στα μούτρα μας. Παπάρια λέω. Ύπνος και στο πούτσο μου, και κάνε όσα ακροβατικά θες, άραψ.
Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα, ένα κεφάλι-βίδα και μια ακαταμάχητη λαχτάρα να τρίβω το κώλο, τα παϊδια και το σαγόνι μου συνέχεια. Ο φίλος καλύτερα. Το έχω, λέω, γαμώ. Πάμε να φύγουμε. Βαρέθηκα τη κωλόπολή σου. Και όπως μπαίνουμε στο ασανσέρ, και πάνω που πάω να ολοκληρώσω τη φράση μου, "Χα, αδερφάρα, ξεράσαμε χτες, τα κάναμε πουτάνα, ε, ε;", με το που νιώθω το ασανσέρ να κατεβαίνει, ανοίγω διάπλατα τη παγίδα, το στόμα μου, και αρχίζω να γεμίζω το ασανσέρ. Φτάνουμε στο διάδρομο, και συνεχίζω- αν υπήρχε Καλιφορνέζος τριγύρω, με τόσο νερό που έβγαλα, θα τα χε πετάξει όλα έξω και θα'χε αρπάξει σανίδα σιδερώματος για διπλοσπινιές με τα νεροάντερά μου. Ακούμε και κάποιον να κατεβαίνει, οποτε με αρπάει ο άλλος, με απομεινάρια αξιοπρέπειας να κρέμονται στα μούσα, και με βγάζει όξω από το χέρι, σα παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο που δε λέει να ξεκολλήσει από τη βιτρίνα.
Οπότε διαπίστωσα, γάμησέ το. Δε φταίει η Αθήνα για τις μαλακίες τις αποπάνω, καθώς έχω γεμίσει ημερολόγιο, με τους άλλους τριγύρω, από μπομποκαταστάσεις κι εδώ πάνω. Μου φταίει ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος. Και το συγκεκριμένο μαγαζί. Και επειδή ο Ψυρρής ο πούστης ο δρόμος είναι στην Αθήνα, λέω ότι δε πίνω όμορφα στην Αθήνα. Φτου και βγαίνω και ξελευτερία για όλους.
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Psalm#?
Γάμαγα τον Ανούβη από το κώλο.
Δε ξέρω πώς και γιατί,
το "ίσως" και το "μπορεί" επίσης με αφήνουν παγερά αδιάφορο,
αλλά πρέπει να πω ότι το έκανα με υπερβολικό ζήλο,
αν σκεφτείς ότι το γούτσου γούτσο με τρίψιμο αρχιδότριχας
δεν είναι το αγαπημένο μου χόμπυ.
Όπως φτάναμε στην κορύφωση,
γυρνάει ο άτιμος, με τη τσακαλόφατσα,
που μοιαζε περισσότερο σκυλόφατσα παρατημένη σε πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου,
και μου χώνει μια δαγκωματιά υπέρτατη,
στο δείκτη του χεριού,
σχεδόν τον έκανε μια χαψιά.
Από πίσω, σύννεφα παρατημένα, με τούρλα εγγυμοσύνης,
να σκέφτομαι ότι θα βρέξει γατοπόδαρα,
να μη με νοιάζει τίποτα από τα δύο ταυτόχρονα,
το επιβεβλημένο ή ίσως όχι γαμήσι,
και το νερό στη γκλάβα μου επίσης,
μιας και ήξερα ότι ούτε θα εκσπερματώσω τελικώς, ούτε θα βραχώ
Και σειρήνες, και σκοτάδια, μαλακίες,
σούσουρα στους τοίχους, καρδιά περιβόλι μου φτιάξανε
και δώστου πάλι, και θα βρέξει,
και δώστου πάλι, μέσα έξω το πουλί
αισθανόμουνα Φαραώ, γαμιάς, εξουσία σκέτη
και ταυτόχρονα ένα τίποτα:
ένας λεπρός, ένα μηδενικό,
ο τελευταίος διακονιάρης, το γελοιότερο πλάσμα στη πλάση όλη
μετά τη στρουθοκάμηλο
Και δώστουνα
και σύρτηνα
και χώστηνα
και βγάλτηνα
και φτύστηνα
δε τελείωνε τίποτα, διότι δεν υπήρχε αρχή, όπως δεν υπήρχε και τέλος.
Απλά μετά κάτι χάλασε στη συνταγή
και άραζα ανέμελα, μόνος μου και για τη πάρτη μου
ούτε κώλοι από τσακάλια, ούτε βροχές και μαλακίες
τίποτα, τίποτα, τίποτα
και ήταν υπέροχα,
και ήταν απίστευτα,
γαμάτα,
εξαίσια
Και για κάποιο λόγο,
τραγούδαγα μια μαλακία
με μελωδία παιδική, από παγωτατζίδικο ίσως,
"Ο Ιακώβ, γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας,
εγγονός του Αβραάμ και της Σάρας,
πατέρας από ένα τσούρμο κουτσούβελα
και του ωραίου τύπου, του Ιωσήφ
που τον πήρε παραμάσχαλα
και τον έθαψε στη σπηλιά κει μέσα"
"Αφού πρώτα ο πατέρας του είχε δώσει στυλιάρι σε έναν άγγελο"
σκέφτηκα στο τέλος του τραγουδιού
και επέμεινα να αράζω στο πουθενά,
τίποτα, τίποτα, τίποτα, μανάρα μου
και ήταν υπέροχα,
και ήταν απίστευτα,
γαμάτα,
εξαίσια
Δε ξέρω πώς και γιατί,
το "ίσως" και το "μπορεί" επίσης με αφήνουν παγερά αδιάφορο,
αλλά πρέπει να πω ότι το έκανα με υπερβολικό ζήλο,
αν σκεφτείς ότι το γούτσου γούτσο με τρίψιμο αρχιδότριχας
δεν είναι το αγαπημένο μου χόμπυ.
Όπως φτάναμε στην κορύφωση,
γυρνάει ο άτιμος, με τη τσακαλόφατσα,
που μοιαζε περισσότερο σκυλόφατσα παρατημένη σε πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου,
και μου χώνει μια δαγκωματιά υπέρτατη,
στο δείκτη του χεριού,
σχεδόν τον έκανε μια χαψιά.
Από πίσω, σύννεφα παρατημένα, με τούρλα εγγυμοσύνης,
να σκέφτομαι ότι θα βρέξει γατοπόδαρα,
να μη με νοιάζει τίποτα από τα δύο ταυτόχρονα,
το επιβεβλημένο ή ίσως όχι γαμήσι,
και το νερό στη γκλάβα μου επίσης,
μιας και ήξερα ότι ούτε θα εκσπερματώσω τελικώς, ούτε θα βραχώ
Και σειρήνες, και σκοτάδια, μαλακίες,
σούσουρα στους τοίχους, καρδιά περιβόλι μου φτιάξανε
και δώστου πάλι, και θα βρέξει,
και δώστου πάλι, μέσα έξω το πουλί
αισθανόμουνα Φαραώ, γαμιάς, εξουσία σκέτη
και ταυτόχρονα ένα τίποτα:
ένας λεπρός, ένα μηδενικό,
ο τελευταίος διακονιάρης, το γελοιότερο πλάσμα στη πλάση όλη
μετά τη στρουθοκάμηλο
Και δώστουνα
και σύρτηνα
και χώστηνα
και βγάλτηνα
και φτύστηνα
δε τελείωνε τίποτα, διότι δεν υπήρχε αρχή, όπως δεν υπήρχε και τέλος.
Απλά μετά κάτι χάλασε στη συνταγή
και άραζα ανέμελα, μόνος μου και για τη πάρτη μου
ούτε κώλοι από τσακάλια, ούτε βροχές και μαλακίες
τίποτα, τίποτα, τίποτα
και ήταν υπέροχα,
και ήταν απίστευτα,
γαμάτα,
εξαίσια
Και για κάποιο λόγο,
τραγούδαγα μια μαλακία
με μελωδία παιδική, από παγωτατζίδικο ίσως,
"Ο Ιακώβ, γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας,
εγγονός του Αβραάμ και της Σάρας,
πατέρας από ένα τσούρμο κουτσούβελα
και του ωραίου τύπου, του Ιωσήφ
που τον πήρε παραμάσχαλα
και τον έθαψε στη σπηλιά κει μέσα"
"Αφού πρώτα ο πατέρας του είχε δώσει στυλιάρι σε έναν άγγελο"
σκέφτηκα στο τέλος του τραγουδιού
και επέμεινα να αράζω στο πουθενά,
τίποτα, τίποτα, τίποτα, μανάρα μου
και ήταν υπέροχα,
και ήταν απίστευτα,
γαμάτα,
εξαίσια
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Γιατί το χάνεις, αδερφέ μου, κρίμα είναι.
Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που είχε σκάσει η φάση Baroness- θυμάμαι μετά από λίγο καιρό να βάζω το "First" EP, με τα τρία κομμάτια, και να γουστάρω- αργότερα το άκουσα ακόμα καλύτερα, το πρώτο χρόνο στη Φλώρινα, με το Λαρσαίο, και γουστάραμε together. Θεώρησα διασκεδαστικό τον τρόπο που αποδέχονταν πλήρως την καύλα τους για κλασσικούρα/heavy metal σολίδι και κόψιμο, μέσα στην όλη προοδευτική αντίληψη και τον τότε για μένα, σχετικά βαρύ ήχο (περισσότερο σαν feeling ομιλώ, yo), και είπα να το παίξω παρατηρητής της πορείας τους, τζογάροντας στα κρυφά για πάρτη τους, υπέρ τους.
Το 2007, αν θυμάμαι καλά, είχε βγει το πρώτο τους πόνημα το δισκογραφικό- "Red Record". "Κόκκινο άλμπουμ", λέω, "Είδομεν. Ξεκίνα" και το βαλα να παίξει. Χλιαρά παπαράκια. Καμία ανατριχίλα, και η υπόσχεση του πρώτου κομματιού για ωραία πράματα ξεφούσκωσε σα λαστιχένιος καναπές μετά τη ξαφνική επίσκεψη του παλαιστή σούμο φίλου σου από το καουτσ-σέρφινγκ σάιτ. Κάπου εκεί ψιλοπαράτησα τους φίλτατους μουσικούς στα ξερονήσια της δισκογραφίας τους και άρχισα να πλέω αλλού.
Φέτο, βγήκε το δεύτερό τους άλμπουμ, "Blue Record". Καταρχάς το εξώφυλο παίζει να ναι από τα πιο όμορφα που χω δει τα τελευταία χρόνια:
*Στην επόμενή μου μετενσάρκωση δω πάνω, θέλω να χω τα χέρια του κιθαρίστα/τραγουδιστή/σχεδιαστή, John Baiszley, ακούς θείο;
Δε ξέρω για σας, αλλά στη μουσική μου, πιστεύω σε μια "μαγεία", η οποία και λέει ότι δίσκος, με τόσο απίστευτα καλαίσθητο, φοβερό εξώφυλο, δε μπορεί, ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ να είναι μαλακία, δε θα'ναι απλά καλός καν, θα'ναι ανεπανάληπτος. Ε, αρχίδια μαγεία αυτή τη φορά. Ο δίσκος μου αρέσει λιγότερο και από τον προηγούμενο, με μια πρόχειρη και μια καλή αυτιά, προς το παρόν. Βασικά, αν δε βαριόμουνα, θα προσπαθούσα ψυχαναγκαστικά να τον δεχτώ, ακούγοντάς τον συνέχεια, όλη μέρα κάθε μέρα, μόνο και μόνο για να μην χαλάσει η ψευτοφιλοσοφική μου μανιταρόσουπα γνώμης.
Και είναι κρίμα. Είναι κρίμα, επειδή οι τύποι μουσική νιώθουνε. Αλλά ρε παιδάκι μου, γιατί μας το γαμάς το θέμα τόσο πολύ με τις κλασσικομεταλιές σου; Στις στιγμές που τα riff αγριεύουνε, πιάνεις το γραφείο και δαγκώνεις τα χείλια σου για να μη σταματήσει η τσίτα και το γυρίσουν σε "τρουλουλιλιρρρρλλλρλρρ", αλλά σχεδόν ποτέ οι προσευχές σου δεν εισακούγονται. Φτάνει και με τα ιντερλούδια, δε ξέρω πώς και γιατί, αλλά εδώ δε δουλεύουν- είναι ανούσια. Τα φωνητικά, ενώ στο πρώτο κομμάτι μετά την εισαγωγή σε ψήνουν, στη συνέχεια ακολουθούν το ίδιο μαλακισμένο μοτίβο, "φωνακλάς γενειοφόρος", αλλά καμία σχέση με διαμάντια όπως οι Mastodon πχ, απλά επαναλαμβάνονται και φωνάζουν μερικές εντελώς αδιάφορες μελωδίες. Τις ατμόσφαιρες που θέλουν δε να χτίσουνε, τις υποτιμούν πολύ. Παίξτε καλύτερα με κάτι πιο γήινο για αρχή, και μετά βλέπουμε... όχι βουρ στο πατσά να φτιάξω Neurosis-something κατάσταση (τυχαίο παράδειγμα, ίσως αποτυχημένο διότι κανείς δεν αντιγράφει τους Neurosis ούτως ή άλλως) με Iron Maiden τσαχπινιές. Είναι κρίμα, κρίμα, κρίμα- ξέρεις τι είναι να το'χεις και να μη το καταλαβαίνεις, επειδή πετσώνεις; Νομίζω σε πωλήσεις, καλά πάνε γενικά, και μάλλον τώρα θα πουλήσουν παραπάνω, επειδή το "Blue Record" εκτός των άλλων, σε σημεία, έχει και ένα teen φάση ανέμελο πνεύμα (άκουσον άκουσον), καθώς και αρκετές γλυκούλικες ημιμπαλάντες (ή σημεία τραγουδιών, έστω) που θα τραβήξουν τις δεσποσύνες της μουσικής (a.k.a, καμία σχέση με το φύλο). Αλλά στα παπάρια μας, έτσι;
Προτείνω ο Baiszley να συνεχίσει απλά να ζωγραφίζει, γιατί αυτό το κατέχει τίγκα, και να κρεμάσει τη κιθάρα πάνω από το τζάκι, αφού πρώτα καταπιεί το αμίλητο νερό. Μέχρι τότε, κάθε δυο-τρία χρόνια που θα βγαίνει νέο Baroness, αν δε γίνει κανένα θαύμα και με δελεάσει μουσικά (όλα παίζουν), θα έχει την ιδιαίτερη τιμιτική του περιποίηση, όπως αυτό εδώ το τέλεια ραφιναρισμένο, με τέλειο περιτύλιγμα σκατούλι. Και ναι, το ξαναλέω, κρίμα είναι τα παιδιά. Νιώθεις κι άσχημα μετά που τους τη λες, επειδή βγάζουν μαλακίες...
-Ηλίας
Το 2007, αν θυμάμαι καλά, είχε βγει το πρώτο τους πόνημα το δισκογραφικό- "Red Record". "Κόκκινο άλμπουμ", λέω, "Είδομεν. Ξεκίνα" και το βαλα να παίξει. Χλιαρά παπαράκια. Καμία ανατριχίλα, και η υπόσχεση του πρώτου κομματιού για ωραία πράματα ξεφούσκωσε σα λαστιχένιος καναπές μετά τη ξαφνική επίσκεψη του παλαιστή σούμο φίλου σου από το καουτσ-σέρφινγκ σάιτ. Κάπου εκεί ψιλοπαράτησα τους φίλτατους μουσικούς στα ξερονήσια της δισκογραφίας τους και άρχισα να πλέω αλλού.
Φέτο, βγήκε το δεύτερό τους άλμπουμ, "Blue Record". Καταρχάς το εξώφυλο παίζει να ναι από τα πιο όμορφα που χω δει τα τελευταία χρόνια:
*Στην επόμενή μου μετενσάρκωση δω πάνω, θέλω να χω τα χέρια του κιθαρίστα/τραγουδιστή/σχεδιαστή, John Baiszley, ακούς θείο;
Δε ξέρω για σας, αλλά στη μουσική μου, πιστεύω σε μια "μαγεία", η οποία και λέει ότι δίσκος, με τόσο απίστευτα καλαίσθητο, φοβερό εξώφυλο, δε μπορεί, ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ να είναι μαλακία, δε θα'ναι απλά καλός καν, θα'ναι ανεπανάληπτος. Ε, αρχίδια μαγεία αυτή τη φορά. Ο δίσκος μου αρέσει λιγότερο και από τον προηγούμενο, με μια πρόχειρη και μια καλή αυτιά, προς το παρόν. Βασικά, αν δε βαριόμουνα, θα προσπαθούσα ψυχαναγκαστικά να τον δεχτώ, ακούγοντάς τον συνέχεια, όλη μέρα κάθε μέρα, μόνο και μόνο για να μην χαλάσει η ψευτοφιλοσοφική μου μανιταρόσουπα γνώμης.
Και είναι κρίμα. Είναι κρίμα, επειδή οι τύποι μουσική νιώθουνε. Αλλά ρε παιδάκι μου, γιατί μας το γαμάς το θέμα τόσο πολύ με τις κλασσικομεταλιές σου; Στις στιγμές που τα riff αγριεύουνε, πιάνεις το γραφείο και δαγκώνεις τα χείλια σου για να μη σταματήσει η τσίτα και το γυρίσουν σε "τρουλουλιλιρρρρλλλρλρρ", αλλά σχεδόν ποτέ οι προσευχές σου δεν εισακούγονται. Φτάνει και με τα ιντερλούδια, δε ξέρω πώς και γιατί, αλλά εδώ δε δουλεύουν- είναι ανούσια. Τα φωνητικά, ενώ στο πρώτο κομμάτι μετά την εισαγωγή σε ψήνουν, στη συνέχεια ακολουθούν το ίδιο μαλακισμένο μοτίβο, "φωνακλάς γενειοφόρος", αλλά καμία σχέση με διαμάντια όπως οι Mastodon πχ, απλά επαναλαμβάνονται και φωνάζουν μερικές εντελώς αδιάφορες μελωδίες. Τις ατμόσφαιρες που θέλουν δε να χτίσουνε, τις υποτιμούν πολύ. Παίξτε καλύτερα με κάτι πιο γήινο για αρχή, και μετά βλέπουμε... όχι βουρ στο πατσά να φτιάξω Neurosis-something κατάσταση (τυχαίο παράδειγμα, ίσως αποτυχημένο διότι κανείς δεν αντιγράφει τους Neurosis ούτως ή άλλως) με Iron Maiden τσαχπινιές. Είναι κρίμα, κρίμα, κρίμα- ξέρεις τι είναι να το'χεις και να μη το καταλαβαίνεις, επειδή πετσώνεις; Νομίζω σε πωλήσεις, καλά πάνε γενικά, και μάλλον τώρα θα πουλήσουν παραπάνω, επειδή το "Blue Record" εκτός των άλλων, σε σημεία, έχει και ένα teen φάση ανέμελο πνεύμα (άκουσον άκουσον), καθώς και αρκετές γλυκούλικες ημιμπαλάντες (ή σημεία τραγουδιών, έστω) που θα τραβήξουν τις δεσποσύνες της μουσικής (a.k.a, καμία σχέση με το φύλο). Αλλά στα παπάρια μας, έτσι;
Προτείνω ο Baiszley να συνεχίσει απλά να ζωγραφίζει, γιατί αυτό το κατέχει τίγκα, και να κρεμάσει τη κιθάρα πάνω από το τζάκι, αφού πρώτα καταπιεί το αμίλητο νερό. Μέχρι τότε, κάθε δυο-τρία χρόνια που θα βγαίνει νέο Baroness, αν δε γίνει κανένα θαύμα και με δελεάσει μουσικά (όλα παίζουν), θα έχει την ιδιαίτερη τιμιτική του περιποίηση, όπως αυτό εδώ το τέλεια ραφιναρισμένο, με τέλειο περιτύλιγμα σκατούλι. Και ναι, το ξαναλέω, κρίμα είναι τα παιδιά. Νιώθεις κι άσχημα μετά που τους τη λες, επειδή βγάζουν μαλακίες...
-Ηλίας
Εποικοδομητικές βραδιές στην αρένα
-Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα!
-Θα μου κλάσεις τα αρχίδια...πουτάνα!
Μόλις ξυπνούσα από τον αλκοολολήθαργο, καθισμένος μαζί με το Λαρσαίο και έναν άλλο φίλο στο "metal bar" της περιοχής (το οποίο, σημειωτέον, γαμάει επειδή είναι σα ταβέρνα που παίζει heavy metal, συν ότι τα υποβρύχια τα αφήνει 2,50 ευρώ), και είδα απέναντί μου το Γιώργη να είναι σχεδόν face to face σε απόσταση μύγας με μια περίεργη, στουμπουλή τύπισσα, και να είναι έτοιμοι να δαγκάσουν ο ένας το κούτελο του άλλου.
-Γαμώ τη μάνα σου κωλομαλάκα, το σπίτι σου και το πατέρα σου!
-Να πας να γαμηθείς και συ και τα κωλο-Σκόπια σου, μουνοφασιστάκι!
-Ναι ρε αρχίδι, όλοι εδώ τριγύρω είμαστε φασίστες ρε, και θα σε σπάσουμε στα δύο!
Η αλήθεια είναι ότι, αν και δεν είχα καταλάβει γιατί είχε ξεκινήσει έτσι το show, το συγκεκριμένο μπαράκι βρώμαγε από φήμες, μουφιές ή όχι δε μπορείς να ξέρεις, ότι μάζευε αρκετούς εθνικόφρονες σημαιοκαθετήρες τα βράδια. Οι περισσότεροι, βέβαια, ήταν αγχωμένοι έφηβοι (ηλικιακά οι μισοί, στο μυαλό οι άλλοι), τους οποίους το σκηνικό "βουνά/χιόνια/black metal" τους μπέρδευε, τους μπέρδευε αφάνταστα, οπότε πχ αντί να γουστάρουνε μόνο τη μουσική του Virkenes, γουστάρουνε και τις ανεκδιήγητες πολιτικές του κοσμοθεωρίες. Οπότε, με το που ακούω τη παραπάνω απειλή, διασκέδασα μέσα μου αρκετά. Το τελευταίο πράμα που ήθελα, ήταν να μας ορμήσει μια λεγεώνα από καυλωμένους για δράση action-men με χέρια σηκωμένα (μόνο και μόνο για να σκάσουν στη μάπα σου μετά τον κλασσικό ρωμαϊκό χαιρετισμό), απ την άλλη, αν η τύπισσα δε μπλόφαρε, δε θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε τίποτα, άρα; Σηκώνω τη μπύρα μου πάνω και ρουφάω χαρούμενος δυο γερές, καθώς μες τη σούρα μου, μου έρχονταν στο μυαλό flashback ότι, είμαι σαν τον Edqard Norton στο "American History X" κομπλέ με τη σβάστιγκα στο βυζί, και με πατάνε στα πλεμόνια εκατοντάδες γυαλιστερές γαλότσες- αν είναι να πέσεις, άκουγα από γέρους στο χωριό πιτσιρικάς, πέσε και φχαριστήσου τη φάση μέχρι να σκάσεις στο πεζοδρόμιο. Αφάνταστο κέφι στο κεφάλι μου, οι φαντασιώσεις μου συνεχίζονταν, ενώ από δίπλα το ζευγάρι των λεκτικών πυγμάχων πήγαιναν για το τρίτο γύο, και ο φίλος από δεξιά μου παρατηρούσε σχεδόν αποσβολωμένος πώς θα συνεχιστεί. Η τύπισσα προσπάθησε για ένα άπερκατ στο μισό του αγώνα, με ένα "αντε ρε μαλάκα, άντε ρε μαλάκα, μεθύστακα, μαστούρι", ο Γιώργης το απέκρουσε και έκανε έφοδο για μια σειρά από ντιρέκτ, με "Πουτάνα, καριόλα, γαμιόλα, γούστο και καπέλο μου, άντε γαμήσου". Σε μια στιγμή η φάση αγρίεψε περισσότερο, οπότε τσαφ, όπως στα cartoon, το συννεφάκι με τις φαντασιώσεις πάνω από τη γκλάβα μου έσκασε απότομα, δυστυχώς η αλκοολοσούρα δηλητηριάστηκε με τις πρώτες σκέψεις λογικής, και σηκώθηκα όρθιος, προσπαθώντας να χωρίσω τον με από τη δε. Δε καταλάβαινα τίποτα ιδιαίτερα- κοντοστεκόμουνα, ψιθύριζα στο Γιώργη μεθυσμένος να δώσει πούλο στο θέμα και να την κάνουμε, μετά γύριζα στη τύπισσα και της έκανα νοήματα με τα χέρια να το βουλώσει ολίγον τι, ο φίλος/γκόμενός της από δίπλα μάλλον ήταν της ίδιας γνώμης με μένα και προσπαθούσε να κάνει το ίδιο, ο φίλος που ήταν μαζί είχε σηκωθεί επίσης. Δε θυμάμαι παρά μόνο ένα μεγάλο σούσουρο στη συνέχεια- λες και μαζευτήκαμε όλοι, μύγες, πάνω από μια κουράδα ελέφαντα- ο Γιώργης με αυτήνα, εγώ με τον φίλο στη μέση, τριγύρω πελάτες/γνωστές φάτσες να με ρωτάνε τι παίζει σκουντόντας, μερικοί να χώνονται επίσης, ο καταστηματάρχης να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πράματα, ο Γιώργης να έχει φλιπάρει και να λέει "Πλήρωσε Ηλία να πάμε να φύγουμε", η τύπισσα να συνεχίζει να βρίζει, εγώ να προσπαθώ να συννενοηθώ με τον καταστηματάρχη, ο Γιώργος να βγαίνει όξω, η τύπισσα να τον ακολουθεί, να πάει να τον βρίσει ξανά, μόνο και μόνο για να δει σε κλάσματα δευτερολέπτου τη γροθιά του Γιώργη να της σκάσει στη μάπα, οπότε δίχως να κάνει τίποτε άλλο, να μπαίνει μέσα ζαλισμένη, ο φίλος να λέει στον γκόμενό της ότι η τύπισσα αξίζει ξύλο και ότι πολύ ευχαρίστως θα την τακτοποιούσε, ο γκόμενος να μας ακολουθεί έξω για να μας πει συγγνώμη, ο καταστηματάρχης στην ερώτηση του φίλου "τι σου χρωστάω για τις μπύρες μου;" να του λέει "τίποτα, πάρτους και φύγετε γρήγορα", ο γκόμενος να μας λέει "Κι εγώ στην ίδια φάση με σας είμαι, μπορώ να πω ότι με τα δεδομένα της Φλώρινας, θεωρούμαι αναρχικός", για να εισπράξει το πολύ σωστό απ τονΛαρσαίο, "Στα παπάρια μου, ούτε μεις είμαστε αναρχικοί, αλλά όπως σε σέβομαι εσένα και τη πόλη σου τόσα χρόνια, να με σεβαστείτε κι εσείς", πήραμε το πούλο, αρίμπα, αλόχα, γεια χαρά.
Σουρνόμαστε μέχρι το επόμενο μαγαζί, για να συνεχίσουμε και να κλείσουμε τη βραδιά με μπύρες, έχοντας μαλακώσει αρκετά και ξενερώσει ολίγον από όλα τα προηγούμενα (και τζογάραμε εδώ κεφάλι αξιώσεων, αξιέπαινο, με 2 μπουκάλια ουίσκυ πεθαμένα ακριβώς πριν στο σπίτι, και κάτι κεράσματα σε άλλο μαγαζί πριν πάμε στο μεταλοταβερνοκαπηλειό), συζητώντας μόνο για αυτό. Σχεδόν λυπάμαι που έγινα ολίγον τι σεξιστής και είπα ότι, "δε μπορώ να φανταστώ ότι χτυπάω γυναίκα, δε μεγάλωσα έτσι, σόρρυ", διότι ως γνωστόν, αν αποζητάμε ισότητα και αδερφότητα, δε μπορείς παρά να λιώσεις τη μάπα αυτού ή αυτηνής που σου τη μπαίνει άσχημα, δίχως να νοιαστείς αν της κρέμονται τσαπέλες ανάμεσα από τα ποδάρια. Τουλάχιστον τα σκηνικά πάνε στο διάλο, μακριά, ήπιαμε ό,τι μπύρες μπορούσαμε ήρεμα, και μετά τελειώσαμε με σνιτζελάρες με σκορδοστούπι σε πατσατσίδικο.
Απόδειξης ότι ήπιαμε καλά, σήμερα δεν υπάρχει παρά ένα απειροελάχιστο δείγμα πονοκέφαλου, καθώς και μια ολική νάρκωσης των μελών του σώματος, και μια ακαταμάχητη επιθυμία για χέσιμο-λύτρωση, την οποία και σκοπεύω να εκτονώσω αμέσως τώρα.
-Ηλίας
-Θα μου κλάσεις τα αρχίδια...πουτάνα!
Μόλις ξυπνούσα από τον αλκοολολήθαργο, καθισμένος μαζί με το Λαρσαίο και έναν άλλο φίλο στο "metal bar" της περιοχής (το οποίο, σημειωτέον, γαμάει επειδή είναι σα ταβέρνα που παίζει heavy metal, συν ότι τα υποβρύχια τα αφήνει 2,50 ευρώ), και είδα απέναντί μου το Γιώργη να είναι σχεδόν face to face σε απόσταση μύγας με μια περίεργη, στουμπουλή τύπισσα, και να είναι έτοιμοι να δαγκάσουν ο ένας το κούτελο του άλλου.
-Γαμώ τη μάνα σου κωλομαλάκα, το σπίτι σου και το πατέρα σου!
-Να πας να γαμηθείς και συ και τα κωλο-Σκόπια σου, μουνοφασιστάκι!
-Ναι ρε αρχίδι, όλοι εδώ τριγύρω είμαστε φασίστες ρε, και θα σε σπάσουμε στα δύο!
Η αλήθεια είναι ότι, αν και δεν είχα καταλάβει γιατί είχε ξεκινήσει έτσι το show, το συγκεκριμένο μπαράκι βρώμαγε από φήμες, μουφιές ή όχι δε μπορείς να ξέρεις, ότι μάζευε αρκετούς εθνικόφρονες σημαιοκαθετήρες τα βράδια. Οι περισσότεροι, βέβαια, ήταν αγχωμένοι έφηβοι (ηλικιακά οι μισοί, στο μυαλό οι άλλοι), τους οποίους το σκηνικό "βουνά/χιόνια/black metal" τους μπέρδευε, τους μπέρδευε αφάνταστα, οπότε πχ αντί να γουστάρουνε μόνο τη μουσική του Virkenes, γουστάρουνε και τις ανεκδιήγητες πολιτικές του κοσμοθεωρίες. Οπότε, με το που ακούω τη παραπάνω απειλή, διασκέδασα μέσα μου αρκετά. Το τελευταίο πράμα που ήθελα, ήταν να μας ορμήσει μια λεγεώνα από καυλωμένους για δράση action-men με χέρια σηκωμένα (μόνο και μόνο για να σκάσουν στη μάπα σου μετά τον κλασσικό ρωμαϊκό χαιρετισμό), απ την άλλη, αν η τύπισσα δε μπλόφαρε, δε θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε τίποτα, άρα; Σηκώνω τη μπύρα μου πάνω και ρουφάω χαρούμενος δυο γερές, καθώς μες τη σούρα μου, μου έρχονταν στο μυαλό flashback ότι, είμαι σαν τον Edqard Norton στο "American History X" κομπλέ με τη σβάστιγκα στο βυζί, και με πατάνε στα πλεμόνια εκατοντάδες γυαλιστερές γαλότσες- αν είναι να πέσεις, άκουγα από γέρους στο χωριό πιτσιρικάς, πέσε και φχαριστήσου τη φάση μέχρι να σκάσεις στο πεζοδρόμιο. Αφάνταστο κέφι στο κεφάλι μου, οι φαντασιώσεις μου συνεχίζονταν, ενώ από δίπλα το ζευγάρι των λεκτικών πυγμάχων πήγαιναν για το τρίτο γύο, και ο φίλος από δεξιά μου παρατηρούσε σχεδόν αποσβολωμένος πώς θα συνεχιστεί. Η τύπισσα προσπάθησε για ένα άπερκατ στο μισό του αγώνα, με ένα "αντε ρε μαλάκα, άντε ρε μαλάκα, μεθύστακα, μαστούρι", ο Γιώργης το απέκρουσε και έκανε έφοδο για μια σειρά από ντιρέκτ, με "Πουτάνα, καριόλα, γαμιόλα, γούστο και καπέλο μου, άντε γαμήσου". Σε μια στιγμή η φάση αγρίεψε περισσότερο, οπότε τσαφ, όπως στα cartoon, το συννεφάκι με τις φαντασιώσεις πάνω από τη γκλάβα μου έσκασε απότομα, δυστυχώς η αλκοολοσούρα δηλητηριάστηκε με τις πρώτες σκέψεις λογικής, και σηκώθηκα όρθιος, προσπαθώντας να χωρίσω τον με από τη δε. Δε καταλάβαινα τίποτα ιδιαίτερα- κοντοστεκόμουνα, ψιθύριζα στο Γιώργη μεθυσμένος να δώσει πούλο στο θέμα και να την κάνουμε, μετά γύριζα στη τύπισσα και της έκανα νοήματα με τα χέρια να το βουλώσει ολίγον τι, ο φίλος/γκόμενός της από δίπλα μάλλον ήταν της ίδιας γνώμης με μένα και προσπαθούσε να κάνει το ίδιο, ο φίλος που ήταν μαζί είχε σηκωθεί επίσης. Δε θυμάμαι παρά μόνο ένα μεγάλο σούσουρο στη συνέχεια- λες και μαζευτήκαμε όλοι, μύγες, πάνω από μια κουράδα ελέφαντα- ο Γιώργης με αυτήνα, εγώ με τον φίλο στη μέση, τριγύρω πελάτες/γνωστές φάτσες να με ρωτάνε τι παίζει σκουντόντας, μερικοί να χώνονται επίσης, ο καταστηματάρχης να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πράματα, ο Γιώργης να έχει φλιπάρει και να λέει "Πλήρωσε Ηλία να πάμε να φύγουμε", η τύπισσα να συνεχίζει να βρίζει, εγώ να προσπαθώ να συννενοηθώ με τον καταστηματάρχη, ο Γιώργος να βγαίνει όξω, η τύπισσα να τον ακολουθεί, να πάει να τον βρίσει ξανά, μόνο και μόνο για να δει σε κλάσματα δευτερολέπτου τη γροθιά του Γιώργη να της σκάσει στη μάπα, οπότε δίχως να κάνει τίποτε άλλο, να μπαίνει μέσα ζαλισμένη, ο φίλος να λέει στον γκόμενό της ότι η τύπισσα αξίζει ξύλο και ότι πολύ ευχαρίστως θα την τακτοποιούσε, ο γκόμενος να μας ακολουθεί έξω για να μας πει συγγνώμη, ο καταστηματάρχης στην ερώτηση του φίλου "τι σου χρωστάω για τις μπύρες μου;" να του λέει "τίποτα, πάρτους και φύγετε γρήγορα", ο γκόμενος να μας λέει "Κι εγώ στην ίδια φάση με σας είμαι, μπορώ να πω ότι με τα δεδομένα της Φλώρινας, θεωρούμαι αναρχικός", για να εισπράξει το πολύ σωστό απ τονΛαρσαίο, "Στα παπάρια μου, ούτε μεις είμαστε αναρχικοί, αλλά όπως σε σέβομαι εσένα και τη πόλη σου τόσα χρόνια, να με σεβαστείτε κι εσείς", πήραμε το πούλο, αρίμπα, αλόχα, γεια χαρά.
Σουρνόμαστε μέχρι το επόμενο μαγαζί, για να συνεχίσουμε και να κλείσουμε τη βραδιά με μπύρες, έχοντας μαλακώσει αρκετά και ξενερώσει ολίγον από όλα τα προηγούμενα (και τζογάραμε εδώ κεφάλι αξιώσεων, αξιέπαινο, με 2 μπουκάλια ουίσκυ πεθαμένα ακριβώς πριν στο σπίτι, και κάτι κεράσματα σε άλλο μαγαζί πριν πάμε στο μεταλοταβερνοκαπηλειό), συζητώντας μόνο για αυτό. Σχεδόν λυπάμαι που έγινα ολίγον τι σεξιστής και είπα ότι, "δε μπορώ να φανταστώ ότι χτυπάω γυναίκα, δε μεγάλωσα έτσι, σόρρυ", διότι ως γνωστόν, αν αποζητάμε ισότητα και αδερφότητα, δε μπορείς παρά να λιώσεις τη μάπα αυτού ή αυτηνής που σου τη μπαίνει άσχημα, δίχως να νοιαστείς αν της κρέμονται τσαπέλες ανάμεσα από τα ποδάρια. Τουλάχιστον τα σκηνικά πάνε στο διάλο, μακριά, ήπιαμε ό,τι μπύρες μπορούσαμε ήρεμα, και μετά τελειώσαμε με σνιτζελάρες με σκορδοστούπι σε πατσατσίδικο.
Απόδειξης ότι ήπιαμε καλά, σήμερα δεν υπάρχει παρά ένα απειροελάχιστο δείγμα πονοκέφαλου, καθώς και μια ολική νάρκωσης των μελών του σώματος, και μια ακαταμάχητη επιθυμία για χέσιμο-λύτρωση, την οποία και σκοπεύω να εκτονώσω αμέσως τώρα.
-Ηλίας
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009
Επιστροφή
Δε κοιμήθηκα καθόλου. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, προφανώς, αν και εκείνη τη στιγμή είχα ένα λόγο παραπάνω: στις 4:30 το πρωί ξεκίναγα το οδοιπορικό από το χωριό στη Φλώρινα. Αν έλεγα ότι δεν χεζόμουνα πάνω μου, απ'τη χαρά και μόνο της σκέψης, αρκετές βδομάδες πριν, θα ήμουν ένας βρωμερός ψεύτης. Η αλήθεια είναι, ότι 8 στους 10 απ'όσους συναντώ σε σχεδόν ημερησία βάση, είναι στο ίδιο μήκος με μένα σχετικά με το θέμα του θανάτου των διακοπών. Φταίει ίσως ο μεταβολισμός του χωριού, σε σχέση με τον κόσμο, αλλά όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι από τέλη Αυγούστου, ωπ, ανασκουμπωνόμεθα και κυνηγάμε τις δουλειές που αφήσαμε στη μέση από τον Ιούνιο. Οι διακοπές του Σεπτέμβρη δε δούλεψαν ποτέ για μένα, διότι, ακόμα και αν λόγο σχολής, έχω παραπάνω από αρκετό ελεύθερο χρόνο στα χέρια μου (όπως όλοι εδώ πάνω- η Καλών Τεχνών είναι μια απαιτητική σκύλα που κάνει νάζια συνεχώς μέχρι να πάρει μπρος), απλά ποτέ δε μου κάθισε καλά στη γκλάβα.
Αλλά όπως και να'χει, Φλώρινα μετά από τρεις μήνες αποχής από καταναλώσεις πάσης φύσεως και με μια ενοχλητική ρουτίνα να κρέμεται ανάποδα από το ταβάνι κάθε γαμημένη μέρα, και να σε κοιτάει με ηλίθιο χαμογελάκι, σημαίνει παράδεισος.
Βάλε και την έμφυτη περίεργεια, καύλα καλύτερα, να δούμε τι φρούτα θα σκάσουνε φέτος εδώ πάνω, λες και είναι στρατός, "ψάρια". Όλα καλά, όλα καλύτερα, όλα κάλλιστα.
Ο πατέρας μου, που αναλαμβάνει μετά από καιρό για άλλη μια φορά, τον άχαρο ρόλο να με πετάξει με το αμάξι στη διπλανή πόλη για να πάρω λεοφορείο για Αθήνα, γρυλίζει αγουροξυπνημένος γύρω στις 4:20. Κλείνω τον υπολογιστή, χώνω τα τελευταία σώβρακα στην λαδιά γυναικεία τσάντα με τα λουριά που μου χει μείνει εδώ και ένα χρόνο, δανεικιά από μια φίλη, και η οποία μοιάζοντας ενοχλητικά πολύ με τσάντα εμπόρου κοκαϊνας μου έχει δημιουργήσει παραπάνω ψαχτήρια απ'όσα γουστάρω το τελευταίο καιρό, φοράω παπούτσια και πάω στο σαλόνι. Κάθομαι στο καναπέ, αρχίζω να ρίχνω για πλάκα ποκερόφυλα στο τραπεζάκι, ενώ από απέναντι ο πατέρας ρουφάει στα γρήγορα καφεϊνη και νικοτίνη, βρυχίζοντας σιγανά, "Κλειδιά πήρες; Αχά. Λεφτά έχεις; Ωραία. Ταυτότητα;". Ναι κύριε λοχαγέ, ο στρατιώτης είναι πανέτοιμος. Σε ένα εικοσάλεπτο, ανοίγαμε την εξώπορτα του κήπου-γκαράζ και την πουλεύαμε για Κιάτο.
Φτάσαμε 4:53, πέντε λεπτά σχεδόν πριν καταφτάσει το λεοφορείο. Αρνούμαι ευγενικά τη πρόταση του πατέρα μου για άραγμα στο αμάξι και κάπνισμα παρέα μέχρι να έρθει το όχημα, τον χαιρετάω και κατεβαίνω στη στάση. Είναι οι ώρες των νεκρών του ωραρίου, όπως τις λέω. Κάθε φορά, μετανάστες με τσάντες που σαν τη δικιά μου, μοιάζουν εξωτερικά να κουβαλάνε ό,τι αφήνει η φαντασία του καθενός να υποθέσει, πού και πού κανένας παππούς τελειωμένος, με ζακέτα μπλε κλειστή και βήχα σε ρυθμό πολυβόλου (και πολλά σκάγια, χλέπες, χολή), και πολλές συνήθως στριπτιτζούδες ή βιζιτούδες που τελειώνουν τη βάρδια. Τους κάνω παρέα, όταν μου ζητάνε τσιγάρο. Εκείνη τη φορά, ήταν τρεις μαύρες, ντυμένες σφιχτά λόγο θερμοκρασίας. Ευχάριστες και με ελάχιστα ελληνικά στο ρεπερτόριο, μιλάνε στα αφρικάνικα και γελάνε συνεχώς. Είναι ωραίο, διότι βλέπεις ότι πραγματικά εκείνη την ώρα ο καθένας έχει τελειώσει τον καθημερινό του "ρόλο" και είναι πάλι αυτό που γεννήθηκε. Πριν λίγο, πχ, μια τύπισσα βγήκε από ένα ταξί παρκαρισμένο ακριβώς από δίπλα, τελειώνοντας το τσιμπούκι στον ταξιτζή, και στάθηκε περιμένοντας στη στάση βαριεστημένα, χωρίς τίποτα ξετσίπωτο ή επιτηδευμένο στις κινήσεις- αν ήταν ταινία του Αλμοδόβαρ, θα μεταμορφώνονταν όλοι τριγύρω σε τραβέλια και θα με κυνηγάγανε να μου πιάσουνε τον κώλο πρόστυχα.
Αράζω στη θέση μου. Σε κανονικές συνθήκες, ο Μορφέας θα με γάμαγε πισωκολλητό από το πρώτο τέταρτο της ρουτίνας "σπιτάκι-δέντρο-σπιτάκι-αααα, δέντρο!-μαγαζιά-δρόμος-δέντρο", αυτή τη φορά μένω ξύπνιος σχεδόν μέχρι την Αθήνα. Κοιμάμαι σα ζώο για ένα εικοσάλεπτο, αν υπολόγισα μετά καλά, μέχρι να φτάσουμε στο Κηφισσό, πετάγομαι ξύπνιος αγχωτικά με το που φτάνουμε, βουτάω τη τσάντα μου, δίνω προτεραιότητα στις μαύρες δεσποινίδες να περάσουν τη σκάλα, κάνοντας και μια νυσταγμένη ψευτο-φιγούρα υπόκλησης, και περπατάω μέχρι το θάλαμο Θεσσαλονίκης για να βγάλω το πολυπόθητο εισητήριο. Η ώρα ήταν 6:43, το όχημα έφευγε στις 8:00.
"Πφφφ, για Φλώρινα; Δε βγάζω ακόμα, έλα σε κανένα μισάωρο". Παλιά καλή ρουτίνα. Κατουρημένο καθισματάκι, τσιγάρο, σχεδόν αγενές κοίταγμα στο κόσμο τριγύρω λόγο νύστας. Το στομάχι βαράει τούμπανο. Άφαγος για ώρες. Πάω μέχρι το φαγάδικο, το μοναδικό τριγύρω, αλλά γάμησέ τα Πολυχρόνη, ολόκληρος λόχος από κωλοφάνταρα περιμένει σε σειρά. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι, άντε γαμηθείτε, οι πρώτες σκέψεις, και επιστρέφω στη θέση μου, κουρνιάζω και δε μιλάω στον εαυτό μου για αρκετή ώρα. Γιαγιάδες με χαρτομάντηλα- παλιότερα, αν έδινες στη πρώτη που έβλεπες, και μετά κράταγες το πακέτο χαρτομάντηλα μπροστά σου, δε σε ενοχλούσαν άλλοι τόσο πολύ. Πλέον, η ίδια γιαγιά που πριν ένα τέταρτο σου δωσε το πακέτο, επιστρέφει και κάνει ότι δε σε θυμάται, ή δε τη νοιάζει, και σου ζητάει να ξαναγοράσεις. Αλλά το χειρότερο είναι οι κοινωνικές συναναστροφές οι επιβαλλόμενες από τη νύστα, με πρεζάκια-εμπόρους ρολογιών ή γυαλιών, και με νεαρές γυφτοπούλες-ή-μη με τουπέ. Ίσως ακούγομαι αντιπαθέστατο ζώο, μα, όχι μαλάκα μου, δε με ξέρεις για να υποθέτεις με το στραβόγελό σου το φαφούτικο ότι "Ααααα, σε βλέπω εγώ, είσαι κι εσύ της πιάτσας ε; Ρουφάς ό,τι βρεις αααααααααα" και να το πας στην "συναδελφική αλληλεγγύη" για να σου αγοράσω το κωλορόλογο, και όχι, μαλάκω μου, σου' δωσα ένα 2ευρο πριν 5 λεπτά, κι άλλο 1 ευρώ επειδή μου πρηξες τα παπάρια με τη δήθεν μάνα σου που θέλει φάρμακα (πολλές μάνες με φαρμακόκαυλες μαζεύτηκαν στο Κηφισσό), τι ύφος και στράβωμα είναι αυτό, που μου φωνάζεις κιόλας, "Τι είναι μωρέ αυτό; 3 ευρώ, άλλα δεν έχεις να μου δώσεις, μόνο 3 ευρώ;". Συγγνώμη, αλλά δε νομίζω να φοράω σήμερα την αποκριάτικη στολή μου, της μαγικής βρύσης που στάζει τάλαρα, οπότε είναι είτε 3 ευρώ, είτε μια κλωτσιά στο πρόσωπο, μόνο και μόνο για την έλλειψη σεβασμού (που εγώ σου δείχνω) και για τίποτε άλλο.
Βγάζω το εισητήριο. Η κοιλιά διαμαρτύρεται. Τόσην ώρα, μια χλιδάτη, σιχαμένη χοντρή (και εννοώ κυρίως το λίπος στον εγκέφαλο και στη κινησιολογία), με το ένα χέρι χώνει σχεδόν όλη την αραβική πίττα στο στόμα (και θυμίζοντάς μας, όπως και ο Λαρσαίος μου'χε θυμίσει και μένα πριν κανένα μήνα, τη παλιά εκείνη διαφήμιση, "Πάνω κάτω οι μασέλες, να μασάνε μορταδέλες"), και με το άλλο χύνει HBH λεμονίτα στον ουρανίσκο πριν καν καταπιεί, φτιάχνοντας λίμνη κανονικά στο αδηφάγο στόμα, κατουρημένη από σπουργίτες που δε λένε να πάρουν πούλο για χειμώνα. Δεν αηδίασα. Πείνασα περισσότερο. Δε γαμιέται, δυο βήματα είναι το φαγάδικο, ας ελπίζουμε ότι τα φαντάρια χορτάσανε. Και ναι, αγία πίστη, άδειο. Τσιμπάω κι εγώ μια αραβική πίττα. Στέκομαι απέναντι από τη χοντρή και το τρώω κι εγώ σε δεύτερα, σχεδόν δαγκώνοντας το καρπό μου κατά την εν λόγω διαδικασία. Όχι για να την κοροϊδέψω, να της "την πω". Απλά, όπως και να γίνει, μεταξύ χοντρών πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη, έτσι δεν είναι;
Επιτέλους. Όχημα, όχημα. Λίγος κόσμος όπως σχεδόν πάντα. Ο καθένας όπου γουστάρει, ας αράξει τον κώλο του. Και είναι ίσως η μόνη φορά που κάνω αυτή την "ατασθαλία" με τις θέσεις, καθώς προέρχομαι από μία εκ των πλέων σφιγκοκωλάριων περιοχών με το μαλακισμένο θέμα του "Συγγνώμη, εδώ είναι η θέση μου" σε τρένα και λεοφορεία, και το να σηκώνομαι από εκεί που κάθομαι επειδή ο κύριος Μαλάκας ή η κυρία Αγαμήδου δε καταδέχονται να καθίσουν σε μία από τις 30 άδειες θέσεις τριγύρω τους αλλά σα τα σκυλιά, κατουράνε τη θέση τους επειδή ΤΟΥΣ ΑΝΗΚΕΙ, ΧΑΡ ΧΑΡ ΧΑΡ, με εκνευρίζει αφάνταστα- όχι όμως, σε αυτό το δρομολόγιο σπάνια έχει τίγκα κόσμο, και σπάνια μιλάει κάποιος. Νυσταλέα πράματα. Νυσταλέα. Γουστάρω.
Ο ύπνος αργεί λίγο. Κάτι η μουσική, όμως, κάτι η κωλοδρομάδα, πέφτω σε λήθαργο. Για να καταλάβετε, έπεσα αναίσθητος γύρω στις 8:20, Αθήνα ακόμα, και ξύπνησα στη δεύτερη στάση (εκ των 2 συνολικών), κοντά στον Όλυμπο νομίζω, 2 ώρες ακόμα μέχρι τη Φλώρινα από εκεί. Δηλαδή, γύρω στις 6 ώρες αναισθησία σε κάθισμα. Δε περίμενα τίποτε άλλο. Ό,τι καλύτερο.
Φτάνω. Οικείες παραστάσεις, μανάρα μου. Σα να μην έλειψα μια μέρα. Το σπίτι στην εντέλεια- σε αυτό, να'ναι καλά οι γονείς μου, μιας και, όντας το μοναδικό ίσως πράμα στο οποίο συνεργαζόμαστε ανοιχτά πλέον (και για το οποίο καταδεχόμαστε να μιλάμε μεταξύ μας περισσότερο απ'όσο πρέπει), είναι το καθάρισμα του σπιτιού. Και αν σκεφτεί κανείς ότι το παράτησα (επειδή έφυγα σα το σκυλί, τον Μάιο, λες και με κυνηγάγανε) με βουνά από σκουπίδια στο μπαλκόνι, αποτσίγαρα παντού, βιβλία δίπλα από τη λεκάνη, σαπισμένα φαγητά στο ψυγείο, πεταμένα σεντόνια, κάλτσες-λαγούμια και τη γκραν-ατραξιόν, μια χρησιμοποιημένη καπότα φάτσα φόρα στο κομοδίνο να στάζει σπέρμα στο πάτωμα (και δεν είμαι δυστυχώς υπερβολικός για τις ανάγκες του κειμένου), και τώρα το βρήκα καθαρότερο και από κώλο μωρού μετά το talk-ing session και με συν τοιχάκια στο τετράγωνο που μέχρι πριν ήταν η "μπανιέρα" μου, τότε πρέπει να τους φτιάξω γλυπτό προς τιμήν τους σε κεντρική πλατεία του χωριού, το ελάχιστο.
Φτάνω σε σπίτι φίλων. Χαιρετούρες, αγκαλιές και κακό. Παίζουν ένα περίεργο, τίγκα ναρκωτικά παιχνίδι στο PSP, που πρέπει να πατάς συνδιασμούς κουμπιών για να βοηθάς τον επεκτατικό πόλεμο ενός μάτσου μκροβίων (ή κάτι που μοιάζει με μικρόβιο). "Μαστουρωμένος, χάνεσαι στο ρυθμό, αλήθεια". Αχά. Το μάντεψα με τη μία. Βγάζω το ουίσκυ που έφερα στη σακούλα μαζί μου, δώρο ενός θείου μου bon-viveur, 16 χρόνια σε βαρέλι έτοιμο για κατανάλωση. Είναι πιο θάνατος από το θάνατο, χωρις αυτό να είναι κάτι κακό, φυσικά. Ο ένας εκ των φίλων, λέει ότι σου αφήνει μυρωδιά παστουρμά- δε μπορώ να ξέρω. Το πεθαίνουμε χωρίς πολλά πολλά.
Και πλέον είμαι στην ίδια οθόνη, μετά από κανένα τετράμηνο σχεδόν, και σκέφτομαι πόσο τυχερός γαμιόλης είμαι, που ακόμα δεν έχουν περάσει αρκετοί μήνες, μέχρι να μισήσω, να σιχαθώ τη Φλώρινα και να θέλω να κατέβω πάλι στο χωριό μου. Όχι κύριε.
Όπως λέει και η μεταγλωτισμένη κοπελιά στη τηλεόραση από δίπλα, που πουλάει σκούπες μαζί με τον Τζο, "Είναι η ροή του αέρα". Η ροή, ναι. Η αγία, η γαμημένη, η υπερπολύτιμη ροή των πάντων.
-Ηλίας
Αλλά όπως και να'χει, Φλώρινα μετά από τρεις μήνες αποχής από καταναλώσεις πάσης φύσεως και με μια ενοχλητική ρουτίνα να κρέμεται ανάποδα από το ταβάνι κάθε γαμημένη μέρα, και να σε κοιτάει με ηλίθιο χαμογελάκι, σημαίνει παράδεισος.
Βάλε και την έμφυτη περίεργεια, καύλα καλύτερα, να δούμε τι φρούτα θα σκάσουνε φέτος εδώ πάνω, λες και είναι στρατός, "ψάρια". Όλα καλά, όλα καλύτερα, όλα κάλλιστα.
Ο πατέρας μου, που αναλαμβάνει μετά από καιρό για άλλη μια φορά, τον άχαρο ρόλο να με πετάξει με το αμάξι στη διπλανή πόλη για να πάρω λεοφορείο για Αθήνα, γρυλίζει αγουροξυπνημένος γύρω στις 4:20. Κλείνω τον υπολογιστή, χώνω τα τελευταία σώβρακα στην λαδιά γυναικεία τσάντα με τα λουριά που μου χει μείνει εδώ και ένα χρόνο, δανεικιά από μια φίλη, και η οποία μοιάζοντας ενοχλητικά πολύ με τσάντα εμπόρου κοκαϊνας μου έχει δημιουργήσει παραπάνω ψαχτήρια απ'όσα γουστάρω το τελευταίο καιρό, φοράω παπούτσια και πάω στο σαλόνι. Κάθομαι στο καναπέ, αρχίζω να ρίχνω για πλάκα ποκερόφυλα στο τραπεζάκι, ενώ από απέναντι ο πατέρας ρουφάει στα γρήγορα καφεϊνη και νικοτίνη, βρυχίζοντας σιγανά, "Κλειδιά πήρες; Αχά. Λεφτά έχεις; Ωραία. Ταυτότητα;". Ναι κύριε λοχαγέ, ο στρατιώτης είναι πανέτοιμος. Σε ένα εικοσάλεπτο, ανοίγαμε την εξώπορτα του κήπου-γκαράζ και την πουλεύαμε για Κιάτο.
Φτάσαμε 4:53, πέντε λεπτά σχεδόν πριν καταφτάσει το λεοφορείο. Αρνούμαι ευγενικά τη πρόταση του πατέρα μου για άραγμα στο αμάξι και κάπνισμα παρέα μέχρι να έρθει το όχημα, τον χαιρετάω και κατεβαίνω στη στάση. Είναι οι ώρες των νεκρών του ωραρίου, όπως τις λέω. Κάθε φορά, μετανάστες με τσάντες που σαν τη δικιά μου, μοιάζουν εξωτερικά να κουβαλάνε ό,τι αφήνει η φαντασία του καθενός να υποθέσει, πού και πού κανένας παππούς τελειωμένος, με ζακέτα μπλε κλειστή και βήχα σε ρυθμό πολυβόλου (και πολλά σκάγια, χλέπες, χολή), και πολλές συνήθως στριπτιτζούδες ή βιζιτούδες που τελειώνουν τη βάρδια. Τους κάνω παρέα, όταν μου ζητάνε τσιγάρο. Εκείνη τη φορά, ήταν τρεις μαύρες, ντυμένες σφιχτά λόγο θερμοκρασίας. Ευχάριστες και με ελάχιστα ελληνικά στο ρεπερτόριο, μιλάνε στα αφρικάνικα και γελάνε συνεχώς. Είναι ωραίο, διότι βλέπεις ότι πραγματικά εκείνη την ώρα ο καθένας έχει τελειώσει τον καθημερινό του "ρόλο" και είναι πάλι αυτό που γεννήθηκε. Πριν λίγο, πχ, μια τύπισσα βγήκε από ένα ταξί παρκαρισμένο ακριβώς από δίπλα, τελειώνοντας το τσιμπούκι στον ταξιτζή, και στάθηκε περιμένοντας στη στάση βαριεστημένα, χωρίς τίποτα ξετσίπωτο ή επιτηδευμένο στις κινήσεις- αν ήταν ταινία του Αλμοδόβαρ, θα μεταμορφώνονταν όλοι τριγύρω σε τραβέλια και θα με κυνηγάγανε να μου πιάσουνε τον κώλο πρόστυχα.
Αράζω στη θέση μου. Σε κανονικές συνθήκες, ο Μορφέας θα με γάμαγε πισωκολλητό από το πρώτο τέταρτο της ρουτίνας "σπιτάκι-δέντρο-σπιτάκι-αααα, δέντρο!-μαγαζιά-δρόμος-δέντρο", αυτή τη φορά μένω ξύπνιος σχεδόν μέχρι την Αθήνα. Κοιμάμαι σα ζώο για ένα εικοσάλεπτο, αν υπολόγισα μετά καλά, μέχρι να φτάσουμε στο Κηφισσό, πετάγομαι ξύπνιος αγχωτικά με το που φτάνουμε, βουτάω τη τσάντα μου, δίνω προτεραιότητα στις μαύρες δεσποινίδες να περάσουν τη σκάλα, κάνοντας και μια νυσταγμένη ψευτο-φιγούρα υπόκλησης, και περπατάω μέχρι το θάλαμο Θεσσαλονίκης για να βγάλω το πολυπόθητο εισητήριο. Η ώρα ήταν 6:43, το όχημα έφευγε στις 8:00.
"Πφφφ, για Φλώρινα; Δε βγάζω ακόμα, έλα σε κανένα μισάωρο". Παλιά καλή ρουτίνα. Κατουρημένο καθισματάκι, τσιγάρο, σχεδόν αγενές κοίταγμα στο κόσμο τριγύρω λόγο νύστας. Το στομάχι βαράει τούμπανο. Άφαγος για ώρες. Πάω μέχρι το φαγάδικο, το μοναδικό τριγύρω, αλλά γάμησέ τα Πολυχρόνη, ολόκληρος λόχος από κωλοφάνταρα περιμένει σε σειρά. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι, άντε γαμηθείτε, οι πρώτες σκέψεις, και επιστρέφω στη θέση μου, κουρνιάζω και δε μιλάω στον εαυτό μου για αρκετή ώρα. Γιαγιάδες με χαρτομάντηλα- παλιότερα, αν έδινες στη πρώτη που έβλεπες, και μετά κράταγες το πακέτο χαρτομάντηλα μπροστά σου, δε σε ενοχλούσαν άλλοι τόσο πολύ. Πλέον, η ίδια γιαγιά που πριν ένα τέταρτο σου δωσε το πακέτο, επιστρέφει και κάνει ότι δε σε θυμάται, ή δε τη νοιάζει, και σου ζητάει να ξαναγοράσεις. Αλλά το χειρότερο είναι οι κοινωνικές συναναστροφές οι επιβαλλόμενες από τη νύστα, με πρεζάκια-εμπόρους ρολογιών ή γυαλιών, και με νεαρές γυφτοπούλες-ή-μη με τουπέ. Ίσως ακούγομαι αντιπαθέστατο ζώο, μα, όχι μαλάκα μου, δε με ξέρεις για να υποθέτεις με το στραβόγελό σου το φαφούτικο ότι "Ααααα, σε βλέπω εγώ, είσαι κι εσύ της πιάτσας ε; Ρουφάς ό,τι βρεις αααααααααα" και να το πας στην "συναδελφική αλληλεγγύη" για να σου αγοράσω το κωλορόλογο, και όχι, μαλάκω μου, σου' δωσα ένα 2ευρο πριν 5 λεπτά, κι άλλο 1 ευρώ επειδή μου πρηξες τα παπάρια με τη δήθεν μάνα σου που θέλει φάρμακα (πολλές μάνες με φαρμακόκαυλες μαζεύτηκαν στο Κηφισσό), τι ύφος και στράβωμα είναι αυτό, που μου φωνάζεις κιόλας, "Τι είναι μωρέ αυτό; 3 ευρώ, άλλα δεν έχεις να μου δώσεις, μόνο 3 ευρώ;". Συγγνώμη, αλλά δε νομίζω να φοράω σήμερα την αποκριάτικη στολή μου, της μαγικής βρύσης που στάζει τάλαρα, οπότε είναι είτε 3 ευρώ, είτε μια κλωτσιά στο πρόσωπο, μόνο και μόνο για την έλλειψη σεβασμού (που εγώ σου δείχνω) και για τίποτε άλλο.
Βγάζω το εισητήριο. Η κοιλιά διαμαρτύρεται. Τόσην ώρα, μια χλιδάτη, σιχαμένη χοντρή (και εννοώ κυρίως το λίπος στον εγκέφαλο και στη κινησιολογία), με το ένα χέρι χώνει σχεδόν όλη την αραβική πίττα στο στόμα (και θυμίζοντάς μας, όπως και ο Λαρσαίος μου'χε θυμίσει και μένα πριν κανένα μήνα, τη παλιά εκείνη διαφήμιση, "Πάνω κάτω οι μασέλες, να μασάνε μορταδέλες"), και με το άλλο χύνει HBH λεμονίτα στον ουρανίσκο πριν καν καταπιεί, φτιάχνοντας λίμνη κανονικά στο αδηφάγο στόμα, κατουρημένη από σπουργίτες που δε λένε να πάρουν πούλο για χειμώνα. Δεν αηδίασα. Πείνασα περισσότερο. Δε γαμιέται, δυο βήματα είναι το φαγάδικο, ας ελπίζουμε ότι τα φαντάρια χορτάσανε. Και ναι, αγία πίστη, άδειο. Τσιμπάω κι εγώ μια αραβική πίττα. Στέκομαι απέναντι από τη χοντρή και το τρώω κι εγώ σε δεύτερα, σχεδόν δαγκώνοντας το καρπό μου κατά την εν λόγω διαδικασία. Όχι για να την κοροϊδέψω, να της "την πω". Απλά, όπως και να γίνει, μεταξύ χοντρών πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη, έτσι δεν είναι;
Επιτέλους. Όχημα, όχημα. Λίγος κόσμος όπως σχεδόν πάντα. Ο καθένας όπου γουστάρει, ας αράξει τον κώλο του. Και είναι ίσως η μόνη φορά που κάνω αυτή την "ατασθαλία" με τις θέσεις, καθώς προέρχομαι από μία εκ των πλέων σφιγκοκωλάριων περιοχών με το μαλακισμένο θέμα του "Συγγνώμη, εδώ είναι η θέση μου" σε τρένα και λεοφορεία, και το να σηκώνομαι από εκεί που κάθομαι επειδή ο κύριος Μαλάκας ή η κυρία Αγαμήδου δε καταδέχονται να καθίσουν σε μία από τις 30 άδειες θέσεις τριγύρω τους αλλά σα τα σκυλιά, κατουράνε τη θέση τους επειδή ΤΟΥΣ ΑΝΗΚΕΙ, ΧΑΡ ΧΑΡ ΧΑΡ, με εκνευρίζει αφάνταστα- όχι όμως, σε αυτό το δρομολόγιο σπάνια έχει τίγκα κόσμο, και σπάνια μιλάει κάποιος. Νυσταλέα πράματα. Νυσταλέα. Γουστάρω.
Ο ύπνος αργεί λίγο. Κάτι η μουσική, όμως, κάτι η κωλοδρομάδα, πέφτω σε λήθαργο. Για να καταλάβετε, έπεσα αναίσθητος γύρω στις 8:20, Αθήνα ακόμα, και ξύπνησα στη δεύτερη στάση (εκ των 2 συνολικών), κοντά στον Όλυμπο νομίζω, 2 ώρες ακόμα μέχρι τη Φλώρινα από εκεί. Δηλαδή, γύρω στις 6 ώρες αναισθησία σε κάθισμα. Δε περίμενα τίποτε άλλο. Ό,τι καλύτερο.
Φτάνω. Οικείες παραστάσεις, μανάρα μου. Σα να μην έλειψα μια μέρα. Το σπίτι στην εντέλεια- σε αυτό, να'ναι καλά οι γονείς μου, μιας και, όντας το μοναδικό ίσως πράμα στο οποίο συνεργαζόμαστε ανοιχτά πλέον (και για το οποίο καταδεχόμαστε να μιλάμε μεταξύ μας περισσότερο απ'όσο πρέπει), είναι το καθάρισμα του σπιτιού. Και αν σκεφτεί κανείς ότι το παράτησα (επειδή έφυγα σα το σκυλί, τον Μάιο, λες και με κυνηγάγανε) με βουνά από σκουπίδια στο μπαλκόνι, αποτσίγαρα παντού, βιβλία δίπλα από τη λεκάνη, σαπισμένα φαγητά στο ψυγείο, πεταμένα σεντόνια, κάλτσες-λαγούμια και τη γκραν-ατραξιόν, μια χρησιμοποιημένη καπότα φάτσα φόρα στο κομοδίνο να στάζει σπέρμα στο πάτωμα (και δεν είμαι δυστυχώς υπερβολικός για τις ανάγκες του κειμένου), και τώρα το βρήκα καθαρότερο και από κώλο μωρού μετά το talk-ing session και με συν τοιχάκια στο τετράγωνο που μέχρι πριν ήταν η "μπανιέρα" μου, τότε πρέπει να τους φτιάξω γλυπτό προς τιμήν τους σε κεντρική πλατεία του χωριού, το ελάχιστο.
Φτάνω σε σπίτι φίλων. Χαιρετούρες, αγκαλιές και κακό. Παίζουν ένα περίεργο, τίγκα ναρκωτικά παιχνίδι στο PSP, που πρέπει να πατάς συνδιασμούς κουμπιών για να βοηθάς τον επεκτατικό πόλεμο ενός μάτσου μκροβίων (ή κάτι που μοιάζει με μικρόβιο). "Μαστουρωμένος, χάνεσαι στο ρυθμό, αλήθεια". Αχά. Το μάντεψα με τη μία. Βγάζω το ουίσκυ που έφερα στη σακούλα μαζί μου, δώρο ενός θείου μου bon-viveur, 16 χρόνια σε βαρέλι έτοιμο για κατανάλωση. Είναι πιο θάνατος από το θάνατο, χωρις αυτό να είναι κάτι κακό, φυσικά. Ο ένας εκ των φίλων, λέει ότι σου αφήνει μυρωδιά παστουρμά- δε μπορώ να ξέρω. Το πεθαίνουμε χωρίς πολλά πολλά.
Και πλέον είμαι στην ίδια οθόνη, μετά από κανένα τετράμηνο σχεδόν, και σκέφτομαι πόσο τυχερός γαμιόλης είμαι, που ακόμα δεν έχουν περάσει αρκετοί μήνες, μέχρι να μισήσω, να σιχαθώ τη Φλώρινα και να θέλω να κατέβω πάλι στο χωριό μου. Όχι κύριε.
Όπως λέει και η μεταγλωτισμένη κοπελιά στη τηλεόραση από δίπλα, που πουλάει σκούπες μαζί με τον Τζο, "Είναι η ροή του αέρα". Η ροή, ναι. Η αγία, η γαμημένη, η υπερπολύτιμη ροή των πάντων.
-Ηλίας
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
2 COMICS ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ
100 BULLETS
των Brian Azzarello (σενάριο), Eduardo Risso (σχέδιο)
1999-2009 (αν μπορούμε να εμπιστευτούμε τη wikipedia εδώ, η μνήμη μου με απατάει τίγκα, σόρρυ)
=================
Υπερ-καυλωτικό. Ρωμαϊκό όργιο σε 100 τεύχη αποτελούμενα από 23 σελίδες έκαστο, το 100 Bullets δείχνει να μοστράρει τα αχαμνά του περήφανο, ακομπλεξάριστο, στον αναγνώστη ο οποίος, αφού πρώτα ξεπεράσει το μικρό-shock-άκι των πρώτων τευχών (αν βέβαια δε ξέρει από πριν τι έχει να αντιμετωπίσει), θα είναι ο ίδιος που θα μετατραπεί σε αχόρταγο φαταούλα, εξυμνώντας τα ίδια στοιχεία εκείνα της σειράς, τα οποία και τον έπιασαν μαλάκα και του "χάλασαν την όρεξη" στην αρχή. Ναι, το 100 Bullets σε κερδίζει επειδή μπορεί να είναι το ίδιο απροκάλυπτα βίαιο (σε βαθμό παρεξηγήσεως σε σημεία) όσο και εντυπωσιακά πολυσχιδές- αν θέλετε σώνει και καλά μια παρομοίωση, ας πούμε ότι είναι σα να παίρνουμε το Sin City του Miller, να του χώνουμε μια μυτιά Κάππα με το ζόρι, να στολίζουμε τους σε σημεία επίπεδους μέσα στο μηδενισμό τους χαρακτήρες του με κοσμοθεωρίες και προ-σω-πι-κό-τη-τα (και φυσικά, αυτό δε τους εμποδίζει να συνεχίσουν να σπάνε λαιμούς με δυο δάχτυλα ή να πυροβολούν πουτάνες στο κεφάλι), και το κυριότερο, να τα σερβίρουμε όλα αυτά στο διψασμένο για άρτον και θεάματο κοινό, με μια ιστορία με περισσότερες ίντριγκες και ανατροπές, κι από μεξικάνικο σήριαλ. Ναι, το 100 Bullets για μένα θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί σαν, ο δεύτερος βίαιος και χυδαίος ξάδερφος του "Reservoir Dogs" στην 9η Τέχνη, αν κι αυτό από μόνο του δεν εξηγεί τίποτα. Bad-ass, bad-ass, bad-γαμημένο-ass από την αρχή μέχρι το τέλος, παντοδύναμα Trust που κινούν μυστικά μια ολόκληρη χώρα, πρώην ασφαλίτες αυτών που τώρα μπλέκονται σε έναν ιστό από επιτηδευμένα εσφαλμένες πληροφορίες (και τους δαίμονες των γαμημένων ζωών τους), μια μυστηριώδης φιγούρα που δίνει σε εκ πρώτης όψεος αθώους πολίτες μια βαλίτσα με ένα όπλο, 100 σφαίρες που δεν μπορούν να ανιχνευτούν από κανέναν και τη φωτογραφία του ατόμου που τους κατέστρεψε τη ζωή (μαζί με ένα πάκο ατράνταχτα στοιχεία σχετικά με την όλη υπόθεση), και τους δίνει την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση, με το να είναι, ουσιαστικά, για μια φορά, πάνω από κάθε "Νόμο", φονικές μηχανές με κουστούμια και "ντελικάτο" εξωτερικό παρουσιαστικό, ένας μισότρελος μποντιμπιλντέρης με εμμονή στο φόνο και στους βιασμούς, που κυνηγάει δύναμη και χρήμα, πιστολίδια, μαχαιρώματα, ακρωτηριασμοί, φόνοι ανήλικων μπροστά στους μεγαλοεπιχειρηματίες/πατεράδες τους... Ναι ρε πούστη μου, είναι υπέροχο να μπορείς να διαβάζεις κάτι τόσο αποτελεσματικά καθαρτικό, και τόσο, μα τόσο αρχοντικά εξύπνως στημένο, που σε κρατάει στη τσίτα μέχρι να φτάσεις στο μεγαλειώδες φινάλε.
ΤΟΠ ΣΤΙΓΜΗ: Τι να πρωτοδιαλέξεις; Ας πούμε, στη τύχη, εκεί που ο Lono, ο μανιακός που λέγαμε πριν, βασανίζει ένα από τα θύματά του (σσσςςς, δε λέμε ποιον), έχοντάς τον δέσει ανάποδα από το ταβάνι με αλυσίδες και κόβοντάς του ένα-ένα τα δάχτυλα του χεριού, ξεχνιέται, καθώς διηγείται μια ιστορία για το πώς ξεκίνησε το κάπνισμα, και παρατηρεί ότι αυτό που πάει να ανάψει, στο στόμα του, είναι όχι πούρο, αλλά ένα από τα δάχτυλα που λέγαμε. Οπότε, τι κάνει; Χαμογελάει, το ανάβει, και τραβάει δυο-τρεις ρουφηξιές. Κύριος, όχι αστεία.
TRANSMETROPOLITAN
των Warren Ellis (σενάριο), Darick Robertson (σχέδιο)
1998 με 2002 (αν δε πέφτω έξω, οπότε θα πρέπει να με καμτσικώσετε παραδειγματικά)
===========================
Σε αυτό το blog, χμ, πώς να το πω... αγαπάμε Warren Ellis. Δε ξέρω, βέβαια, τώρα που γίναμε 3 οι πρηξαρχίδηδες στο posting therapy, αν οι άλλοι 2 θα συμφωνήσουν, αλλά ποσώς μας ενδιαφέρει κιόλας, έτσι; Ο άνθρωπος είναι χρυσός σκέτος. Τελεία και παύλα. Και για μένα το Transmetropolitan στέκει ως κάτι υπεράνω από το "καλύτερό του έργο". Ξέρετε, όπως ίσως έχει τύχει να ακούσετε για καλλιτεχνάδες, που κάποια στιγμή το magnum opus τους τούς ξεπερνάει και τους ίδιους και στέκει σαν αυτόνομη, καλλιτεχνική ύπαρξη; Ε έτσι ακριβώς. Ο cyberpunk κόσμος που σκαρφίστηκε ο Ellis είναι ανελέητος, με τις έννοιες της "ανθρωπιάς" και της "ηθικής" να' χουν στρετσαριστεί μέχρι να φτάσουν το ανώτατο όριό τους, με την επιστήμη και τη τεχνολογία να χουν γεμίσει το χωράφι σα παπαρούνες οπιούχες, προσφέροντας ό,τι μπορεί να ληγουρευτεί ο καθένας (πχ, φάρμακο που εξουδετερώνει τον καρκίνο σα γρίπη- βλέπεις χαρακτήρες στο κόμικ να καπνίζουνε 10 τσιγάρα την ίδια στιγμή στο στόμα και κλαις), και πάνω απ'όλα, απίστευτο κυνισμό και μαύρο χιούμορ, και ο χαρακτήρας του, ο Spider Jerusalem, είναι ακριβώς ο άνθρωπος που θα περίμενες για την δουλειά που κάνει: ρεπόρτερ. Νακρωμανής ως τα πρέκια του, χυδαίος, στην τσίτα από το πρωί ως το βράδυ, βίαιος, πανέξυπνος και πάνω απ'όλα ανθρώπινος εκεί που πρέπει, με έναν καθ'όλα cool και επίσης bad-ass (πόσες φορές θα γράψω αυτή τη λέξη σήμερα) τρόπο, τα βάζει με όλους και όλα, φτάνει δε στο σημείο να ρίξει το ίδιο το "σύστημα", όταν αυτό πλέον έχει γίνει όντως κώδικας ψηφίων σε μεγάλες οθόνες. Ανατρεπτικό χωρίς ψευτοαναρχικές διδαχές, παραλληλισμοί που δουλεύουν απ' το σήμερα ως το μεθαύριο, καταστάσεις που ζεις ήδη αλλά ίσως δε πιάσεις με τη μία, λόγω της προαναφερθείσας sci-fi ζάχαρης άχνης: Το Transmetropolitan ήρθε, είδε, νίκησε, μας γάμησε κι ασάλιωτους στο κώλο εν τέλει και ήδη είναι κάτι παραπάνω από ανάγνωσμα. Εμπειρία.
ΤΟΠ ΣΤΙΓΜΗ: Σε κάθε τεύχος είχε και από μία. Ο κυνισμός του σαν ολότητα, για μένα, είναι "top" από μόνος του, γενικώς και αορίστως, άμα λάχει να'ουμ.
*Αν θυμάμαι καλά, μπορείτε να βρείτε σε ψηφιακή μορφή τεύχη και από τις δύο σειρές, στο lucidmedia.blogspot.com , με λίγο ψάξιμο (και μαζί με αυτά, και πολλές όμορφες μουσικές προτάσεις, επίσης). Αν όχι, torrents και άγιος ο θεός, αν βέβαια δε τη ψάξετε με Amazon και λοιπά ακατανόητα (me Tarzan, you Jane) από τον γραφόντα, τερτίπια.
-Ηλίας
των Brian Azzarello (σενάριο), Eduardo Risso (σχέδιο)
1999-2009 (αν μπορούμε να εμπιστευτούμε τη wikipedia εδώ, η μνήμη μου με απατάει τίγκα, σόρρυ)
=================
Υπερ-καυλωτικό. Ρωμαϊκό όργιο σε 100 τεύχη αποτελούμενα από 23 σελίδες έκαστο, το 100 Bullets δείχνει να μοστράρει τα αχαμνά του περήφανο, ακομπλεξάριστο, στον αναγνώστη ο οποίος, αφού πρώτα ξεπεράσει το μικρό-shock-άκι των πρώτων τευχών (αν βέβαια δε ξέρει από πριν τι έχει να αντιμετωπίσει), θα είναι ο ίδιος που θα μετατραπεί σε αχόρταγο φαταούλα, εξυμνώντας τα ίδια στοιχεία εκείνα της σειράς, τα οποία και τον έπιασαν μαλάκα και του "χάλασαν την όρεξη" στην αρχή. Ναι, το 100 Bullets σε κερδίζει επειδή μπορεί να είναι το ίδιο απροκάλυπτα βίαιο (σε βαθμό παρεξηγήσεως σε σημεία) όσο και εντυπωσιακά πολυσχιδές- αν θέλετε σώνει και καλά μια παρομοίωση, ας πούμε ότι είναι σα να παίρνουμε το Sin City του Miller, να του χώνουμε μια μυτιά Κάππα με το ζόρι, να στολίζουμε τους σε σημεία επίπεδους μέσα στο μηδενισμό τους χαρακτήρες του με κοσμοθεωρίες και προ-σω-πι-κό-τη-τα (και φυσικά, αυτό δε τους εμποδίζει να συνεχίσουν να σπάνε λαιμούς με δυο δάχτυλα ή να πυροβολούν πουτάνες στο κεφάλι), και το κυριότερο, να τα σερβίρουμε όλα αυτά στο διψασμένο για άρτον και θεάματο κοινό, με μια ιστορία με περισσότερες ίντριγκες και ανατροπές, κι από μεξικάνικο σήριαλ. Ναι, το 100 Bullets για μένα θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί σαν, ο δεύτερος βίαιος και χυδαίος ξάδερφος του "Reservoir Dogs" στην 9η Τέχνη, αν κι αυτό από μόνο του δεν εξηγεί τίποτα. Bad-ass, bad-ass, bad-γαμημένο-ass από την αρχή μέχρι το τέλος, παντοδύναμα Trust που κινούν μυστικά μια ολόκληρη χώρα, πρώην ασφαλίτες αυτών που τώρα μπλέκονται σε έναν ιστό από επιτηδευμένα εσφαλμένες πληροφορίες (και τους δαίμονες των γαμημένων ζωών τους), μια μυστηριώδης φιγούρα που δίνει σε εκ πρώτης όψεος αθώους πολίτες μια βαλίτσα με ένα όπλο, 100 σφαίρες που δεν μπορούν να ανιχνευτούν από κανέναν και τη φωτογραφία του ατόμου που τους κατέστρεψε τη ζωή (μαζί με ένα πάκο ατράνταχτα στοιχεία σχετικά με την όλη υπόθεση), και τους δίνει την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση, με το να είναι, ουσιαστικά, για μια φορά, πάνω από κάθε "Νόμο", φονικές μηχανές με κουστούμια και "ντελικάτο" εξωτερικό παρουσιαστικό, ένας μισότρελος μποντιμπιλντέρης με εμμονή στο φόνο και στους βιασμούς, που κυνηγάει δύναμη και χρήμα, πιστολίδια, μαχαιρώματα, ακρωτηριασμοί, φόνοι ανήλικων μπροστά στους μεγαλοεπιχειρηματίες/πατεράδες τους... Ναι ρε πούστη μου, είναι υπέροχο να μπορείς να διαβάζεις κάτι τόσο αποτελεσματικά καθαρτικό, και τόσο, μα τόσο αρχοντικά εξύπνως στημένο, που σε κρατάει στη τσίτα μέχρι να φτάσεις στο μεγαλειώδες φινάλε.
ΤΟΠ ΣΤΙΓΜΗ: Τι να πρωτοδιαλέξεις; Ας πούμε, στη τύχη, εκεί που ο Lono, ο μανιακός που λέγαμε πριν, βασανίζει ένα από τα θύματά του (σσσςςς, δε λέμε ποιον), έχοντάς τον δέσει ανάποδα από το ταβάνι με αλυσίδες και κόβοντάς του ένα-ένα τα δάχτυλα του χεριού, ξεχνιέται, καθώς διηγείται μια ιστορία για το πώς ξεκίνησε το κάπνισμα, και παρατηρεί ότι αυτό που πάει να ανάψει, στο στόμα του, είναι όχι πούρο, αλλά ένα από τα δάχτυλα που λέγαμε. Οπότε, τι κάνει; Χαμογελάει, το ανάβει, και τραβάει δυο-τρεις ρουφηξιές. Κύριος, όχι αστεία.
TRANSMETROPOLITAN
των Warren Ellis (σενάριο), Darick Robertson (σχέδιο)
1998 με 2002 (αν δε πέφτω έξω, οπότε θα πρέπει να με καμτσικώσετε παραδειγματικά)
===========================
Σε αυτό το blog, χμ, πώς να το πω... αγαπάμε Warren Ellis. Δε ξέρω, βέβαια, τώρα που γίναμε 3 οι πρηξαρχίδηδες στο posting therapy, αν οι άλλοι 2 θα συμφωνήσουν, αλλά ποσώς μας ενδιαφέρει κιόλας, έτσι; Ο άνθρωπος είναι χρυσός σκέτος. Τελεία και παύλα. Και για μένα το Transmetropolitan στέκει ως κάτι υπεράνω από το "καλύτερό του έργο". Ξέρετε, όπως ίσως έχει τύχει να ακούσετε για καλλιτεχνάδες, που κάποια στιγμή το magnum opus τους τούς ξεπερνάει και τους ίδιους και στέκει σαν αυτόνομη, καλλιτεχνική ύπαρξη; Ε έτσι ακριβώς. Ο cyberpunk κόσμος που σκαρφίστηκε ο Ellis είναι ανελέητος, με τις έννοιες της "ανθρωπιάς" και της "ηθικής" να' χουν στρετσαριστεί μέχρι να φτάσουν το ανώτατο όριό τους, με την επιστήμη και τη τεχνολογία να χουν γεμίσει το χωράφι σα παπαρούνες οπιούχες, προσφέροντας ό,τι μπορεί να ληγουρευτεί ο καθένας (πχ, φάρμακο που εξουδετερώνει τον καρκίνο σα γρίπη- βλέπεις χαρακτήρες στο κόμικ να καπνίζουνε 10 τσιγάρα την ίδια στιγμή στο στόμα και κλαις), και πάνω απ'όλα, απίστευτο κυνισμό και μαύρο χιούμορ, και ο χαρακτήρας του, ο Spider Jerusalem, είναι ακριβώς ο άνθρωπος που θα περίμενες για την δουλειά που κάνει: ρεπόρτερ. Νακρωμανής ως τα πρέκια του, χυδαίος, στην τσίτα από το πρωί ως το βράδυ, βίαιος, πανέξυπνος και πάνω απ'όλα ανθρώπινος εκεί που πρέπει, με έναν καθ'όλα cool και επίσης bad-ass (πόσες φορές θα γράψω αυτή τη λέξη σήμερα) τρόπο, τα βάζει με όλους και όλα, φτάνει δε στο σημείο να ρίξει το ίδιο το "σύστημα", όταν αυτό πλέον έχει γίνει όντως κώδικας ψηφίων σε μεγάλες οθόνες. Ανατρεπτικό χωρίς ψευτοαναρχικές διδαχές, παραλληλισμοί που δουλεύουν απ' το σήμερα ως το μεθαύριο, καταστάσεις που ζεις ήδη αλλά ίσως δε πιάσεις με τη μία, λόγω της προαναφερθείσας sci-fi ζάχαρης άχνης: Το Transmetropolitan ήρθε, είδε, νίκησε, μας γάμησε κι ασάλιωτους στο κώλο εν τέλει και ήδη είναι κάτι παραπάνω από ανάγνωσμα. Εμπειρία.
ΤΟΠ ΣΤΙΓΜΗ: Σε κάθε τεύχος είχε και από μία. Ο κυνισμός του σαν ολότητα, για μένα, είναι "top" από μόνος του, γενικώς και αορίστως, άμα λάχει να'ουμ.
*Αν θυμάμαι καλά, μπορείτε να βρείτε σε ψηφιακή μορφή τεύχη και από τις δύο σειρές, στο lucidmedia.blogspot.com , με λίγο ψάξιμο (και μαζί με αυτά, και πολλές όμορφες μουσικές προτάσεις, επίσης). Αν όχι, torrents και άγιος ο θεός, αν βέβαια δε τη ψάξετε με Amazon και λοιπά ακατανόητα (me Tarzan, you Jane) από τον γραφόντα, τερτίπια.
-Ηλίας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)