Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008
Ο ήλιος, το σπέρμα, το φεγγάρι, και ο ναός
Ο μονάρχης, ο ήλιος, η κόρη, το φεγγάρι, ο ναός, το σώμα, το κρασί και το σπέρμα. Σπέρμα αναμειγμένο με ψωμί, ο ήλιος γεμάτος κρασί σαν κούπα μονάρχη, ο ναός κρύβει την κόρη απ τον ουρανό σαν τους εραστές που κρύβονται απ τον Κόσμο τον ίδιο, σα τη πόρτα που κλειδαμπαρώνεται μόνη της και προστατεύει τις κόρες απ τον πούτσο του πατέρα τους. Η εικόνα ενός μεσσία συνδιασμένη με τις καννιβαλιστικές μας τάσεις για να φάμε το σώμα του σαν ευλογία, το σπέρμα είναι ο χυμός ισάξιος του κρασιού που φέρνει ζωή στο καταραμένο, λαβωμένο του κορμί, οπότε η περηφάνεια της ανθρωπότητας είναι ένα με την νοητή εικόνα του μάρτυρα εκεί ψηλά- έτσι κλείνει ο κύκλος και γιορτάζουμε γυμνοί κάτω από τον έναστρο ουρανό, με μέλι και τραγούδια απ τις λίμνες που γονιμοποιούν τα ερπετά της σκέψης.
Ο ήλιος είναι το φωτοστέφανο πίσω και μπροστά και μέσα και έξω απ το κεφάλι του χωρικού, οι ακτίνες του σχηματίζουν σκήπτρο και τον μετατρέπουν σε μονάρχη της καθημερινής του ρουτίνας , του καθημερινού του φόνου. Ο κηφήνας δηλαδή βιάζει τη βασίλισσα μέχρι αυτή να αφήσει τη τελευταία της πνοή στα πόδια του, και μετά κατουράει σε όλα τα αποθέματα από μέλι. Το κερί είναι τώρα η ταυτότητά του, το κρεβάτι του και το φαγητό του- το κάτουρο το όπλο του, και ένα μέρος του εαυτού του. Δηλητηρίασε μια ολόκληρη φωλιά με τα σωματικά του υγρά και τώρα πάει να φτιάξει ένα κλουβί για την αυθάδειά του.
Και η κόρη είναι ακόμα μέσα στο ναό, με τον εραστή της να της σφίγγει τα χέρια, υποσχόμενος ότι όλα είναι καλά και φιλώντας την στο κούτελο, σκουπίζοντας τα δάκρυά της, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι ο ναός είναι ζωντανός, και φλέγεται με το μίσος αυτών δίχως φύλο, τους αγίους με το κεφάλι λύκου και το φωτοστέφανο από νέφος. Αυτός ο ναός είναι γεμάτος ουλές, και είναι φτιαγμένος από σπασμένα δόντια, νεκρές υποσχέσεις, δάχτυλα πίστης, οστά συμβιβασμού και στάχτες προσμονών. Τώρα είναι η στιγμή για τη κόρη να κατανοήσει ότι ακόμα και αν είναι ευλογημένη, με την μετεμψύχωση του φεγγαριού του ίδιου μέσα στο μουνί της, παραμένει ένας σάκος από κόκκινο, φρέσκο κρέας, και μπορεί να διαπεραστεί από κάθε τρύπα του σώματός της, ακόμα και απ τις ουλές. Και ο νεαρός αγαπητικός θα καταλάβει ότι κάθε στάλα έρωτα που σπατάλησε, θα εξατμιστεί ανεπιστρεπτί απόψε, μιας και τόλμησε να προσωποποιήσει το ενδότερό του πόθο σε μια σακούλα από μελανιές, κρέας και δάκρυα.
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008
Ήρθε.
Έφτασε και φέτος ο λόγος, για σχεδόν ψυχαναγκαστική χαρμόλυπη, για κατανάλωση ζαχαρωτών αηδίων, για παραπάνω απ' όσο επιτρέπουμε στους εαυτούς μας κοινωνικότητες, για πυγολαμπίδες πάνω απ' τους δρόμους που γαμιούνται μεταξύ τους βίαια. Και ξέρεις κάτι; Ωραία είναι, αν μη τι άλλο. Φαγητό και χαλάρωση για ολίγον δε βλάψανε ποτέ κανέναν.
Άντε, λοιπόν. Όμορφα ας μας μπει, όμορφα ας μας βγει, όταν έρθει η ώρα.
"Καλές γιορτές".
Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008
Επαναπροσδιορισμός της Σφραγίδας
Το χώμα λειτουργεί σαν πρόσωπο, μερικές φορές. Τα αυτιά του, τα κειμήλια που πείθουν με το ζόρι το πάθος να κυοφορήσει διορθώσεις μέσα στην εννοιολογική μήτρα που είμαστε "εμείς". Χωρίς όμως φρέσκους αυτοματισμούς να συγκρατούν τις κολώνες, ο ναός του Αξιοπερίεργου θα πέσει. Μεσσίες-αετοί, με το πρόσωπο του Σαμσών, καραφλοί με τις ουλές ενός πέτρινου συκωτιού, μαστουρωμένοι απ την μυρωδιά του τσιμέντου, χύνουν ευλογία, εκσπερματώνουν θεία χάρη. Άγγελοι από σπέρμα, άγγελοι από πίσσα, κυκλώνουν σαν ύαινες αυτό το βρώμικο μέσο, αποκαλούμενο και "σώμα", καθαρίζοντας όλες τις βρωμιές του με το να καταναλώνουν την σάρκα- τη σάρκα που κάποτε άνηκε στις πιο μεγαλειώδεις απ τις αυτοκρατορικές τίγρεις.
Είσαι όντως το πικρό. Είσαι όντως το ήσυχο και πράο.
Είσαι όντως το σπέρμα κάποιου. Είσαι όντως το κρέας.
Έτσι έπεσε ο μεγάλος και τρανός πολιτισμός μας, κάποια μέρα, ξαφνικά- ζητήσαμε απ τον ήλιο να λάμψει, απ το φεγγάρι να κλάψει, απ το ερπετό να αλλάξει το δέρμα του, και τα κάναμε όλα αυτά με την σιγουριά ότι δεν είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό-διατάζοντας τη ροή των πραγμάτων να γίνει ένα με τη σιγουριά για τα πάντα, μιας άχρηστης γραφειοκρατίας. Κενό φωτός, κενό ελπίδας, τρία εννιάρια στον αυτοκινητόδρομο, και, μωρό μου, απόψε εγώ είμαι το όχημά σου, και το κλειδί για την εισβολή σου μέσα στα γρανάζια.
Μουσική στα αυτιά μου. Μουσική στα αυτιά του εδάφους. Σπέρμα στο κούτελό μας.
Βρέφη στο χώμα, βιασμένα απ του Πατέρα τους τα δάχτυλα.
Τώρα είναι η σειρά της γενιάς μας, και της δικιάς σας, να πάρει το φταίξιμο.
Απλά βουβοί ηθοποιοί. Καλή τύχη σε όλους μας.
Αράχνη με αρχίδια
Άκουγα τη καρέκλα στο σαλόνι να τρίζει, ενώ προσπαθούσα να κοιμηθώ, γύρω στις 6 το πρωί, και ήμουνα με το μάτι γαρίδα. Μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν η ανάσα μου, σα χαλασμένο ραδιόφωνο απ τα τσιγάρα. Σα να βλεπα και μια μεγάλη αράχνη, ακροβατικά απ το ταβάνι, με αρχίδια. Ναι, με αρχίδια, ένα ζευγάρι τριχωτές, πλακουτσωτές τσαπέλες που με σημάδευαν απειλητικά. Πφ, γύρισα πλευρό. Όλα είναι εναντίων μου απόψε, λέω. Δε γαμιέται.
Ακόμα και τα όνειρά μου- στρατιές λέει από λεπρούς, παραμορφωμένους, να κυκλώνουν τη πολυκατοικία μας, ενώ εγώ ταυτόχρονα προσπαθούσα σα τρελός, για κάποιο λόγο, να χαλβαδιάσω και να γαμήσω ένα ημι-ασιάτικο γκομενάκι. Και δε μ'αρέσουν καν τα ημι-ασιατικά γκομενάκια. Α, είχε και δυο μούλικα και έναν σύζυγο. Κάτι που στο όνειρο, με έκανε να προσπαθώ ακόμα περισσότερο να την πηδήξω. Είμαι πιο πολύ μουνόπανο απ'όσο νομίζω, εν τέλει.
Το πρωί, ακόμα ένας αντίπαλος στην προσπάθεια για ομαλή ροή της καθημερινής βιοπάλης της μιζέριας και της βαρεμάρας. Η πούτσα μου πάει να σκάσει- λες και ψυχαναγκαστικά έπρεπε να γεμίσει όσο περισσότερο μπορούσε με κάτουρο, χωρίς να το θέλει, απλά για να με κάνει να αισθάνομαι δυσφορία. Τρέξιμο στο μπάνιο- μπα. Η Αγγελική κάνει μπάνιο. Συγγνώμη, αλλά δε τη παλεύω. Κουρτίνα τραβηγμένη υπάρχει. (διότι δε μου αρέσει κανένας να με κατασκοπεύει όσο αδειάζω- φύλαγε τα ρούχα σου). Επιτέλους και το πρώτο σημάδι καλής πίστης απ το Σύμπαν- γυμνή γυναικεία σάρκα στη μπανιέρα.
Σαπουνάδες και βυζιά μου δίνουν περισσότερη δύναμη για να κατέβω, να τρέξω μέχρι το DVD-άδικο για να αφήσω την "Ιστορία του Κόσμου" του Mel Brooks και να πάρω και τσιγάρα. Πληρώνοντας την ταινία, διαπιστώνω ότι δεν έχω προνοήσει να πάρω αρκετά γκαφρά, οπότε δε μπορώ και να κάνω την τσιγαριστική συναλλαγή ευθέως. Μουρμούρα και τρέξιμο πίσω στην εστία. Περισσότερο συνάλλαγμα, τρέξιμο ξανά μέχρι το περίπτερο. Κάποιος εκεί πάνω θέλει απλά να μου κάνει καψώνια σήμερα.
Και με το τέλος του πρώτου τσιγάρου, αποφασίζω να τα γράψω στ'αρχίδια μου όλα και να ακούσω Catharsis. Όλα κύλησαν ομαλότερα. Πολύ ομαλότερα. Οπότε το ηθικό δίδαγμα είναι το εξής, παιδιά, κυρίες και κύριοι: Ακούτε το "Passion" σαφώς για να ονειρεύεσθε έναν καλύτερο κόσμο, αλλά μην ξεχνάτε, ΄μέχρι τότε, μπορεί απλά να καλυτερεύσει την καθημερινή σας βιοπάλη με τις Δυνάμεις τη Γκαντέμως που κρέμονται πάνω απ τα κεφάλια σας. Σαν αράχνη με αρχίδια.
Θεέ μου, σήμερα πώς βαριέμαι να γράψω.
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008
Baranetz
BARANETZ
------------
1)A motion
=========
Feels like an umbilical chord/ chaining my will to breathe into the ground/
Between "need to" and "want to"/ my fingernails now as razorblades/
Had to keep scratching, had to keep digging for pleasures/
In Heaven, the way Heaven looks from down here.
In Heaven, in a heaven of corpses, where every month is January.
Sweet and vicious/ like the mouth of an infant/ Without mercy/ like the words of a dead lover/ wearing the robe of wounds/
2)Nails of bitter truth
========
I talked to her canines
It was more like a pantomime, than a conversation as we all reduce our insticts to understand.
She assured me, in all her ugliness, that they're coming.
And they're coming with nails of bitter truth.
She smiled and crawled away, her old carcass was a path once more,
and I dared not to follow it till noon.
When I stared at the face of my dead father
who was hanged from a tree like a fruit, I knew what I had to do.
I asked to carry his body in my arms
only to get assaulted by his lifeless stare
And then I knew I heard them coming/
And they were coming indeed,
with nails of bitter truth/
When I'm alone, and when I desire
the freedom to challenge my will to survive
I still hear them coming
with nails of bitter truth
3)Reflections of yourself
=========
These are the mouths that chew,
that consume your passion and replace it with broken-jaw messiahs,
These are the shrouds of youth,
that cover past experience with the cement robes of mistakes,
These are the sparrows of autumn,
with their fertile suits of nothingness, an empty core of lost self-respect,
These are just fragments of you,
of your own inaccuracy to feel the world around your
Because/ to feel/ is another piece of action/
never learnt/ from those who breed/ the desire/ to be/
expected/ or maybe/ loved/ by the faceless deities/
that turn echoes/ into sand/ and tar/ into populations/
Is this how you want to die?/ then perish/ but remember/
that every second that passed/ in your miserable/ gray cell/
that you call/ every day routine/ we were beside you/
and every time/ you chose to sacrifice/ yet another piece of your heart/
in the altar/ of self-destructive/ consumerism/ we were under the blade/ as well/
staring at your self degradation/ in rage, a rage/ that in reality was yours/
4)Disciples of the Borometz
=========
Somewhere, in the middle of nowhere, where all life lies trapped in a jar of neglect/
You wait for your ambitions to move/
but your umbilical chord still lies nailed to the ground/
Somewhere, in the middle of nowhere, where all life lies frozen and abandoned/
In January pastures/ I still walk with them/
with nails of bitter truth, as well/
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008
This is my condition
Craig Comstock, δηλαδή This is my Condition: One man band προφανώς, παίζει απ το 2003 και έχει βγάλει απ όσο ξέρω ένα demo. Ο Craig καταφέρνει να παίζει ταυτόχρονα τύμπανα και κιθάρα και να τραγουδάει- την κιθάρα ξαπλωμένη στα τύμπανα και να τη χτυπάει με τις μπαγκέτες. Θυμίζει Melvins και Big Bussiness, ψάξτε youtube για βιντεάκια διότι ο τύπος μετράει τρελά και εντυπωσιάζει, σε στιγμές, ή ακόμα καλύτερα κατεβάστε το demo και κρίνετε μόνοι σας.
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008
ΟΟΕΚΕΚΕΚ
Σύρθηκα με μεγάλη δυσκολία απ το κρεβάτι στο πληκτρολόγιο. ΚΑταχρήσεις κάθε είδους. ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ. Ο ύπνος = λύτρωση. Πέφτω και βγαίνω logo ut. Αύριο απλά, αναμνήσεις του τότε. Στρατός από χερουβείμ χωρις φτερά . ΜΕ τα κόκκαλα πεταγμένα έξω. ΤΟΤΕΜ από ουλές και τραύματα. Όπως όλοι μας. Λύτρωση από οστά και γλώσσσες (γεύσεις). Ύπνος. Σκατά.
ΣΥΓΓΝΩΜΗ αν δεν ικανοποιώ λογοτεχνιές ανάγκες κανενός. ΔΕ με ενδιαφέρει. Ειλικρίνεια. ΜΑύρο απόλυτο. ΚΙΤΡΙΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΛΕ. Άσπρο και γκρι. καληνύχτα. Προσπάθησα πολύ να μην υπάρχουν σαρδάμ. Ερωτεύομαι και ξεχνάω, ξεχνώ αλλά ερωτεύομαι το ίδιο πλάσμα, συνέχεια.
ΠΕίτε με μαλακοκαύλη.
Αλλά ζω το όνειρο/ψευδαίσθηση μου. ΚΑι τα κάστρα μου θα πέσουν. Πότε; ΔΕ ΞΕΡΩ> Αλλά θα το ξέρω τότε./
καληνλύχτα.
ΣΥΓΓΝΩΜΗ αν δεν ικανοποιώ λογοτεχνιές ανάγκες κανενός. ΔΕ με ενδιαφέρει. Ειλικρίνεια. ΜΑύρο απόλυτο. ΚΙΤΡΙΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΛΕ. Άσπρο και γκρι. καληνύχτα. Προσπάθησα πολύ να μην υπάρχουν σαρδάμ. Ερωτεύομαι και ξεχνάω, ξεχνώ αλλά ερωτεύομαι το ίδιο πλάσμα, συνέχεια.
ΠΕίτε με μαλακοκαύλη.
Αλλά ζω το όνειρο/ψευδαίσθηση μου. ΚΑι τα κάστρα μου θα πέσουν. Πότε; ΔΕ ΞΕΡΩ> Αλλά θα το ξέρω τότε./
καληνλύχτα.
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008
Μπαααααααα
Οι πυγολαμπίδες που μαζεύτηκαν όλες, ανεξαιρέτως, για να γαμηθούν και μετά να φάνε η μία την άλλη, τελετουργικά, και που όλοι οι άλλοι ονομάζουν αυθέραιτα "φωτάκια των Χριστουγέννων στα δέντρα" και "αξιαγάπητο και γλυκούλη τρόπο εορτασμού", αυτές τις πουτάνες, ομολογώ ότι τις γουστάρω πολύ. Ακόμα και όταν λέω ότι δε τις αντέχω άλλο.
Διότι.
Άλλο να περπατάς, "φτιαγμένος" ή όχι, στο πεζόδρομο, και να βλέπεις φάτσες κωλόγερων (ό,τι οργανική/σωματική ηλικία και να χουν), και άλλο να περπατάς και να χαζεύεις πυγολαμπίδες. Και τότε οι φάτσες κωλόγερων φωτίζουν. Ή απλά δε τις προσέχεις.
Μπλε Κίτρινο Μηδέν Μηδέν Άσπρο.
Κωδικοί αστικής (ή μεσοαστικής ή μικροαστικής) λειτουγικότητας για να ξέρεις ότι όλα πάνε καλά (έρχονται ΓΙΟΡΤΕΣ! ΓΙΕ-ΧΑ! κλπ κλπ) .
Μακάρι να ήμουνα σκίουρος και να είχα φωλιά απελπιστικά κοντά στα φωτάκια. Στις πυγολαμπίδες. Θα μουνα γαμάω και δέρνω.
Τώρα απλά παρατηρώ σηματοδότες. Φωτεινούς. Σηματοδότες διάθεσης.
Κατούρα στα επόμενα φανάρια. Πάνω τους.
Ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης το κατάντησαν αηδία το θέμα. Πραγματικά.
Διότι.
Άλλο να περπατάς, "φτιαγμένος" ή όχι, στο πεζόδρομο, και να βλέπεις φάτσες κωλόγερων (ό,τι οργανική/σωματική ηλικία και να χουν), και άλλο να περπατάς και να χαζεύεις πυγολαμπίδες. Και τότε οι φάτσες κωλόγερων φωτίζουν. Ή απλά δε τις προσέχεις.
Μπλε Κίτρινο Μηδέν Μηδέν Άσπρο.
Κωδικοί αστικής (ή μεσοαστικής ή μικροαστικής) λειτουγικότητας για να ξέρεις ότι όλα πάνε καλά (έρχονται ΓΙΟΡΤΕΣ! ΓΙΕ-ΧΑ! κλπ κλπ) .
Μακάρι να ήμουνα σκίουρος και να είχα φωλιά απελπιστικά κοντά στα φωτάκια. Στις πυγολαμπίδες. Θα μουνα γαμάω και δέρνω.
Τώρα απλά παρατηρώ σηματοδότες. Φωτεινούς. Σηματοδότες διάθεσης.
Κατούρα στα επόμενα φανάρια. Πάνω τους.
Ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης το κατάντησαν αηδία το θέμα. Πραγματικά.
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008
Γιε-χα
Το ξύπνημα είναι βάσανο. Ασπρίλα και θολούρα, ένα έμβρυο που ανοίγει τα μάτια του πρώτη φορά και μες την μετα-γεννησιακή του μαστούρα, χτυπάει το κούτελό του και λέει, "Πωωω ρε μάααααγκαααα!", ένας νέος κόσμος. Εδώ τα πράγματα είναι απείρως πιο μινιμαλιστικά και καθόλου μεγαλειώδη. Αλκοόλ, δαιδαλώδεις συζητήσεις που δεν οδηγούν πουθενά και ύπνος τα ξημερώματα = Σχολή γιοκ για τα πρωινά εργαστήρια. Μένω καθηλωμένος στο κρεβάτι, αρνούμενος να συμμετάσχω στην εμποροπανήγυρη ωριμότητας και ευθυνών. Σήμερα το πρωί υπήρξα Καλιγούλας της Μαξιλαρένιας Ρώμης μου, οι ορέξεις μου-ο νόμος μου, και σας γράφω όλους στ'αρχίδια μου. Επειδή όμως και ο Καλιγούλας την έπαθε πανηγυρικά στο τέλος, όπως κάθε μεγάλος δερβέναγας της ιστορίας λίγο ή πολύ, δειλά αποφάσισα να νιώσω τα κρύα πλακάκια και με αξιοζήλευτο ζήλο, να κατεδαφίσω τα εργοστάστια παραγωγής τσίμπλας που χτίστηκαν αυθαίρετα στα πανέμορφα, κουραδίσια μάτια μου.
Φωνές- προφανώς οι αξιαγάπητοι σύντροφοί μου στη κραιπάλη ξύπνησαν και είναι σε κέφια. Προφανώς- ήπιαν λιγότερο, είναι κυριλέ, τους χλευάζω (με καλή πίστη και σε επίπεδο ευγένειας πάντα) το βράδυ στο μπαράκι, και τους θαυμάζω το επόμενο πρωί. Όλοι, εκτός απ τον παιδόφιλο Τυρναβιώτη που μοιάζει λιπόθυμος στον καναπέ. Η τουαλέτα είναι ο ναός μου, ο νιπτήρας η αγία τράπεζα και η λεκάνη το ιερό όπου διάφοροι "παππάδες" επιπλέουν, μέσα στην σιχαμένη τους σιγουριά για αθανασία. Κρίμα όμως, αγαπημένες μου κουράδες, είναι ή εσείς ή εγώ, η Κάθαρση έρχεται με τεράστιες πλημμύρες για άλλη μια φορά, και ακόμα και το πιο σκληροπυρηνικό/τσαμπουκαλίδικο περίττωμα είναι παρελθόν.
*Στα συν, κάτι που ποτέ δεν παρατήρησα ξεμέθυστος: Το πόσο γοητευτικός είναι ο ήχος που κάνει το θρόισμα της κατουροριπής όταν σκάει συνεχόμενα στο δέρμα του νερού της λεκάνης. Επαναληπτικός και μοναρχικός, εύγε νέε μου.
Σούξου μούξου, χαλαρά να πάρουν μπρος οι μηχανές, ο παιδόφιλος άσπρος σα το πανί να γκαρίζει για τον πονοκέφαλό του, και με τα πολλά, στις 2 παρά την κάνουμε για τη σχολή. Αισθανόμουν όλως περιέργως απίστευτα καλά μετά το ξύπνημα, ούτε καν το ελάχιστο hangover για να δικαιολογήσει τον σκατόγερο μέσα μου που απαιτεί να γκρινιάξει για το "πόσο χάλια είμαι". Βέβαια αυτό άλλαξε μες το λεωφορείο, του οποίου οι απότομες στροφές με έφεραν στα πρόθυρα στομαχικού πανικού- και όχι τίποτε άλλο, αλλά αμέλησα λόγω περιστάσεων να μπανίσω και την προκλητικά όμορφη δεσποσύνη στην απέναντι θέση, με τα walkman. Τα ξαναλέμε μανάρα, η Φλώρινα είναι μικρή, το ίδιο και το ποσό ωριμότητάς μου όμως όταν χειρίζομαι τα αλκόλια.
Σχολή. Ωραία λέξη. Η φάση όμως καθόλου. Εικονογράφηση βιβλίου με μειωμένα αντανακλαστικά και μηδενική έμπνευση- εν τέλει θριάμβευσε ο Βέγγος μέσα μου, έτρεξα και έδωσα τη λύση. Και πάνω που πάμε να αγιάσουμε, σκάνε στη σχολή δυο μπουκάλια whiskey (nai, sta agglika afth h leksh se kanei na ais8anesai pio giaphs kai goustarw). Τι να κάνουμε, να μη τα τιμήσουμε; Ένα ποτηράκι γεμάτο ως πάνω και ξαφνικά γαμιέται το σύμπαν. Πικρίλα, δυσφορία και, ωπ, αρχές κλειστοφοβίας. Πού είμαι ρε εδώ μέσα; Πφφφ αποπνικτηκά είναι. Πάμε να τη πουλέψουμε τώρα, τώρα όμως.
Η υπόλοιποη καθημερινότητα δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Όχι ότι παρουσίασε αυτή που διηγήθηκα έως τώρα, αλλά κουβέντα να γίνεται. "Κουβέντα να γίνεται", τώρα που το σκέφτομαι, γάμα το, να μη γίνεται. Έχω ανάγκη από ύπνο, και θα τον απαιτήσω με το ζόρι, ακόμα και αν ο Ελευθεριάδης απλώνεται σαν σερβιέτα στο στρώμα μου.
Φωνές- προφανώς οι αξιαγάπητοι σύντροφοί μου στη κραιπάλη ξύπνησαν και είναι σε κέφια. Προφανώς- ήπιαν λιγότερο, είναι κυριλέ, τους χλευάζω (με καλή πίστη και σε επίπεδο ευγένειας πάντα) το βράδυ στο μπαράκι, και τους θαυμάζω το επόμενο πρωί. Όλοι, εκτός απ τον παιδόφιλο Τυρναβιώτη που μοιάζει λιπόθυμος στον καναπέ. Η τουαλέτα είναι ο ναός μου, ο νιπτήρας η αγία τράπεζα και η λεκάνη το ιερό όπου διάφοροι "παππάδες" επιπλέουν, μέσα στην σιχαμένη τους σιγουριά για αθανασία. Κρίμα όμως, αγαπημένες μου κουράδες, είναι ή εσείς ή εγώ, η Κάθαρση έρχεται με τεράστιες πλημμύρες για άλλη μια φορά, και ακόμα και το πιο σκληροπυρηνικό/τσαμπουκαλίδικο περίττωμα είναι παρελθόν.
*Στα συν, κάτι που ποτέ δεν παρατήρησα ξεμέθυστος: Το πόσο γοητευτικός είναι ο ήχος που κάνει το θρόισμα της κατουροριπής όταν σκάει συνεχόμενα στο δέρμα του νερού της λεκάνης. Επαναληπτικός και μοναρχικός, εύγε νέε μου.
Σούξου μούξου, χαλαρά να πάρουν μπρος οι μηχανές, ο παιδόφιλος άσπρος σα το πανί να γκαρίζει για τον πονοκέφαλό του, και με τα πολλά, στις 2 παρά την κάνουμε για τη σχολή. Αισθανόμουν όλως περιέργως απίστευτα καλά μετά το ξύπνημα, ούτε καν το ελάχιστο hangover για να δικαιολογήσει τον σκατόγερο μέσα μου που απαιτεί να γκρινιάξει για το "πόσο χάλια είμαι". Βέβαια αυτό άλλαξε μες το λεωφορείο, του οποίου οι απότομες στροφές με έφεραν στα πρόθυρα στομαχικού πανικού- και όχι τίποτε άλλο, αλλά αμέλησα λόγω περιστάσεων να μπανίσω και την προκλητικά όμορφη δεσποσύνη στην απέναντι θέση, με τα walkman. Τα ξαναλέμε μανάρα, η Φλώρινα είναι μικρή, το ίδιο και το ποσό ωριμότητάς μου όμως όταν χειρίζομαι τα αλκόλια.
Σχολή. Ωραία λέξη. Η φάση όμως καθόλου. Εικονογράφηση βιβλίου με μειωμένα αντανακλαστικά και μηδενική έμπνευση- εν τέλει θριάμβευσε ο Βέγγος μέσα μου, έτρεξα και έδωσα τη λύση. Και πάνω που πάμε να αγιάσουμε, σκάνε στη σχολή δυο μπουκάλια whiskey (nai, sta agglika afth h leksh se kanei na ais8anesai pio giaphs kai goustarw). Τι να κάνουμε, να μη τα τιμήσουμε; Ένα ποτηράκι γεμάτο ως πάνω και ξαφνικά γαμιέται το σύμπαν. Πικρίλα, δυσφορία και, ωπ, αρχές κλειστοφοβίας. Πού είμαι ρε εδώ μέσα; Πφφφ αποπνικτηκά είναι. Πάμε να τη πουλέψουμε τώρα, τώρα όμως.
Η υπόλοιποη καθημερινότητα δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Όχι ότι παρουσίασε αυτή που διηγήθηκα έως τώρα, αλλά κουβέντα να γίνεται. "Κουβέντα να γίνεται", τώρα που το σκέφτομαι, γάμα το, να μη γίνεται. Έχω ανάγκη από ύπνο, και θα τον απαιτήσω με το ζόρι, ακόμα και αν ο Ελευθεριάδης απλώνεται σαν σερβιέτα στο στρώμα μου.
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008
ΟΚ.
Αυτά είναι τα ερεθίσματά σου. Ασχολούμεθα με την απατεωνιά της δήθεν Τέχνης.
Τα πνευμόνια μου σκοτώνονται, αυτοκτωνούν μέσα στο παχύ μαύρο της πίσσας και του σταρχιδισμού. Έχω 5 άτομα, μαζί με τον εαυτό μου, να αλληλεπιδρούμε, 5 το πρωί, στον ίδιο χώρο, μετά από αλκοολορούφηγμα. Και λέω: Στ'αρχίδια μου οι βαρύγδουπες συζητήσεις του σαβατοκύριακου. Νιώθω; Κρυώνω όπως εσύ; Γελάω όπως εσύ; Πέφτω σε καταθλίψεις όπως εσύ; Ζω; Ζεις κι εσύ;
Στ' αρχίδια μου όλα; Στ'αρχίδια μου όλα. Ο τελευταίος περιστέρης έπεσε νεκρός απ το πεύκο. Αγαπάω; Έτσι λέω.
Διότι, δε γεννηθήκαμε σε αυτό το κόσμο για να αισθανόμαστε. Αλλά για να κατανοούμε τι αισθανόμαστε. Και αν είναι δικαίωμά μας να πλάθουμε τεράστιους Πύργους από Συναισθήματα, και να ματώνουμε και να ιδρώνουμε για αυτό που πιστεύουμε ότι αισθανόμαστε, ακόμα καλύτερα. Συνειδητά όμως. Σαν μονάδες. Και γάμησε τις δήθεν αντικειμενικότηες. Γενικευμένες υποκειμενικότητες.
Είμαστε σε ένα όνειρο. Αρνούμαι, αρνούμαι με όλη μου τη δύναμη να δεχτώ ότι κάποτε θα υπάρξει σκοτάδι και δε θα υπάρχω, όπως δεν υπήρχα πριν γεννηθώ. Θα ξυπνήσω, και θα είμαι κάτι. Χωρίς να θυμάμαι τι ήμουν πριν. Θα ερωτευτώ. Θα φωνάξω. Θα εξοργιστώ. Θα πέσω σε κατάθλιψη. ΞΑΝΑ. Όπως τώρα.
Βέβαια η σκέψη του ότι ό,τι είμαι τώρα δε θα υπάρχει πλεόν, με πληγώνει αφάνταστα.
Ζούμε σαν μόρια. Ανακυκλωνόμαστε συνεχώς. Αυτό θέλω να πιστέυω. Ζω τη στιγμή λόγω της αδυναμίας μου να αγκαλιάσω τα πάντα. Και αυτό με κάνει πιο ζωντανό από ποτέ.
Οπότε.
Συγχωρέστε την αυθαίρετη, μεθυσμένη μου μαρτυρία. Η οποία δεν έχει αξία, τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά μέσα απ τον πιο σπάνιο χειμώνα, βρίσκεις το καλύτερο κρασί. Και το δικό μου κρασί, έχει τη γεύση του πιο βαριού χειμώνα. Εδώ, αλλά ταυτόχρονα παντού.
Μέσα στην ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητάς μου, που είναι απλώς γενικευμένη υποκειμενικότητα.
Διότι όπως κι εσύ.
Είμαι απλά κάτι.
Εκμεταλεύσου το.
Εγώ δε το χω καταφέρει ακόμα.
Τα πνευμόνια μου σκοτώνονται, αυτοκτωνούν μέσα στο παχύ μαύρο της πίσσας και του σταρχιδισμού. Έχω 5 άτομα, μαζί με τον εαυτό μου, να αλληλεπιδρούμε, 5 το πρωί, στον ίδιο χώρο, μετά από αλκοολορούφηγμα. Και λέω: Στ'αρχίδια μου οι βαρύγδουπες συζητήσεις του σαβατοκύριακου. Νιώθω; Κρυώνω όπως εσύ; Γελάω όπως εσύ; Πέφτω σε καταθλίψεις όπως εσύ; Ζω; Ζεις κι εσύ;
Στ' αρχίδια μου όλα; Στ'αρχίδια μου όλα. Ο τελευταίος περιστέρης έπεσε νεκρός απ το πεύκο. Αγαπάω; Έτσι λέω.
Διότι, δε γεννηθήκαμε σε αυτό το κόσμο για να αισθανόμαστε. Αλλά για να κατανοούμε τι αισθανόμαστε. Και αν είναι δικαίωμά μας να πλάθουμε τεράστιους Πύργους από Συναισθήματα, και να ματώνουμε και να ιδρώνουμε για αυτό που πιστεύουμε ότι αισθανόμαστε, ακόμα καλύτερα. Συνειδητά όμως. Σαν μονάδες. Και γάμησε τις δήθεν αντικειμενικότηες. Γενικευμένες υποκειμενικότητες.
Είμαστε σε ένα όνειρο. Αρνούμαι, αρνούμαι με όλη μου τη δύναμη να δεχτώ ότι κάποτε θα υπάρξει σκοτάδι και δε θα υπάρχω, όπως δεν υπήρχα πριν γεννηθώ. Θα ξυπνήσω, και θα είμαι κάτι. Χωρίς να θυμάμαι τι ήμουν πριν. Θα ερωτευτώ. Θα φωνάξω. Θα εξοργιστώ. Θα πέσω σε κατάθλιψη. ΞΑΝΑ. Όπως τώρα.
Βέβαια η σκέψη του ότι ό,τι είμαι τώρα δε θα υπάρχει πλεόν, με πληγώνει αφάνταστα.
Ζούμε σαν μόρια. Ανακυκλωνόμαστε συνεχώς. Αυτό θέλω να πιστέυω. Ζω τη στιγμή λόγω της αδυναμίας μου να αγκαλιάσω τα πάντα. Και αυτό με κάνει πιο ζωντανό από ποτέ.
Οπότε.
Συγχωρέστε την αυθαίρετη, μεθυσμένη μου μαρτυρία. Η οποία δεν έχει αξία, τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά μέσα απ τον πιο σπάνιο χειμώνα, βρίσκεις το καλύτερο κρασί. Και το δικό μου κρασί, έχει τη γεύση του πιο βαριού χειμώνα. Εδώ, αλλά ταυτόχρονα παντού.
Μέσα στην ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητάς μου, που είναι απλώς γενικευμένη υποκειμενικότητα.
Διότι όπως κι εσύ.
Είμαι απλά κάτι.
Εκμεταλεύσου το.
Εγώ δε το χω καταφέρει ακόμα.
Σκέψεις;
Πίστευα σε θαύματα, όταν αυτά τα "θαύματα" περιορίζονταν ή περιείχαν τα στοιχεία εκείνα τα οποία κάποτε ανέθρεψαν την έννοια του "Δεκέμβρη":
τα σάλια μας, τα κάτουρα μας, και τη φιλοδοξία μας για κάτι ανώτερο απ αυτό που αναμένουμε να λάβουμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήλιο αυτού του μήνα, σε προσκαλεί να καθίσεις και να συνομιλήσεις μαζί του, μέσα στη νωχελική του μεγαλοπρέπεια, σαν γερασμένο μονάρχη που απ το θρόνο του βαθμολογεί το χαρέμι απ τις κόρες του, με τη ρουτίνα της αυτοεπιβεβαίωσης και την σιγουριά της επιυχίας- έσπειρα το σπόρο μου, σαφώς και θα ανθίσουν τριαντάφυλλα.
Και αν μας βγει αγριόχορτο στη πορεία, αρχηγέ;
Μα το πετσοκόβουμε απ τη ρίζα του και ξεχνάμε ότι υπάρχει.
Αυτός ο ψυχρός, σχεδόν απάνθρωπος ρεαλισμός, θεωρητικά μπορεί να ιντριγκάρει πολλούς.
Το θέμα είναι ότι δε μπορούμε αυτοβούλως να αλλάξουμε δέρμα, πόσο μάλλον το δέρμα της συνείδησής μας. Και μέσα στο κυκλώνα από χαρακτήρες και ερεθίσματα που πλάθουμε για να ανταπεξέλθουμε σε μια ανούσια καθημερινότητα, τοποθετούμε και τον "Μονάρχη". Σαν δερβέναγα των απολαύσεών μας. Καλώς ή κακώς, ο καθείς για τη πάρτη του.
Φανταστείτε όμως την ενεργειακή αντίδραδη, την επαναστατική Πράξη, του να αναγκάσεις τον Μονάρχη να καταπιεί ο ίδιος το γιαταγάνι του, να κατουρήσει το στέμμα του και να χέσει το θρόνο του. Να σκάσει το δυνατότερο απ τα χαστούκια σε κάθε μία απ τις κόρες του και να τις αφυπνίσει. Να τις αναγκάσει να βγάλουν γαμημένα φτερά και να εκτοξευτούν σε χιλιάδες κατευθύνσεις κουβαλώντας τις ανάγκες, τις καύλες και το μεράκι τους. Και τέλος να παραδεχτεί πως δεν έχει μάτια, χέρια, μύτη, αυτιά και στόμα, να συρρικνωθεί, να γίνει μια άβουλη μάζα και να αιωρείται στο κίτρινο και το κόκκινο της αντίληψης αιώνια.
Τότε ο "Μονάρχης" είναι ο "Δημιουργός" και η ζωή βαδίζει ευχάριστα.
Όχι τέλεια.
Το ίδιο και με τον ήλιο του Δεκέμβρη δηλαδή. Είναι απαίσιος συνομιλητής, αλλά ξέρει πού πατάει. Ο εγωισμός του με αφήνει αδιάφορο. Μακάρι όμως να είχα την αυτοπεποίθησή του και να γάμαγα τον Κόσμο στο κούτελο.
τα σάλια μας, τα κάτουρα μας, και τη φιλοδοξία μας για κάτι ανώτερο απ αυτό που αναμένουμε να λάβουμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήλιο αυτού του μήνα, σε προσκαλεί να καθίσεις και να συνομιλήσεις μαζί του, μέσα στη νωχελική του μεγαλοπρέπεια, σαν γερασμένο μονάρχη που απ το θρόνο του βαθμολογεί το χαρέμι απ τις κόρες του, με τη ρουτίνα της αυτοεπιβεβαίωσης και την σιγουριά της επιυχίας- έσπειρα το σπόρο μου, σαφώς και θα ανθίσουν τριαντάφυλλα.
Και αν μας βγει αγριόχορτο στη πορεία, αρχηγέ;
Μα το πετσοκόβουμε απ τη ρίζα του και ξεχνάμε ότι υπάρχει.
Αυτός ο ψυχρός, σχεδόν απάνθρωπος ρεαλισμός, θεωρητικά μπορεί να ιντριγκάρει πολλούς.
Το θέμα είναι ότι δε μπορούμε αυτοβούλως να αλλάξουμε δέρμα, πόσο μάλλον το δέρμα της συνείδησής μας. Και μέσα στο κυκλώνα από χαρακτήρες και ερεθίσματα που πλάθουμε για να ανταπεξέλθουμε σε μια ανούσια καθημερινότητα, τοποθετούμε και τον "Μονάρχη". Σαν δερβέναγα των απολαύσεών μας. Καλώς ή κακώς, ο καθείς για τη πάρτη του.
Φανταστείτε όμως την ενεργειακή αντίδραδη, την επαναστατική Πράξη, του να αναγκάσεις τον Μονάρχη να καταπιεί ο ίδιος το γιαταγάνι του, να κατουρήσει το στέμμα του και να χέσει το θρόνο του. Να σκάσει το δυνατότερο απ τα χαστούκια σε κάθε μία απ τις κόρες του και να τις αφυπνίσει. Να τις αναγκάσει να βγάλουν γαμημένα φτερά και να εκτοξευτούν σε χιλιάδες κατευθύνσεις κουβαλώντας τις ανάγκες, τις καύλες και το μεράκι τους. Και τέλος να παραδεχτεί πως δεν έχει μάτια, χέρια, μύτη, αυτιά και στόμα, να συρρικνωθεί, να γίνει μια άβουλη μάζα και να αιωρείται στο κίτρινο και το κόκκινο της αντίληψης αιώνια.
Τότε ο "Μονάρχης" είναι ο "Δημιουργός" και η ζωή βαδίζει ευχάριστα.
Όχι τέλεια.
Το ίδιο και με τον ήλιο του Δεκέμβρη δηλαδή. Είναι απαίσιος συνομιλητής, αλλά ξέρει πού πατάει. Ο εγωισμός του με αφήνει αδιάφορο. Μακάρι όμως να είχα την αυτοπεποίθησή του και να γάμαγα τον Κόσμο στο κούτελο.
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008
Ζήτημα είναι.
Πασπάτεψα με το δάχτυλό μου την κλειτορίδα της, σα δρυοκολάπτης. Δε φάνηκε να το εκτιμάει καθόλου. Οι ρόζοι στα δάχτυλά μου δε νομίζω να βοηθούσαν, αλλά απ την άλλη, το θέμα δεν ήταν καν αυτό. Ήταν ότι μάλλον κανένας απ τους δυο μας δεν είχε σκοπό ή ψυχικό σθένος, ώστε να προσπαθήσει να χαρίσει ηδονή στον άλλο. Απλούστατα δε μας ενδιέφερε, και η όλη διαδικασία είχε καταλήξει μια αυτοματοποιημένη παρωδία που με έκανε να ήθελα να σκάσω στα γέλια- "πώς γαμιούνται άραγε τα ρομπότ;". Δε το έκανα όμως, προς σεβασμό στην παρτενέρ μου.
Σεβασμός που μάλλον βγήκε κι αυτός κούφιος. Σε μια στιγμή, μέσα στη νιρβάνα των άχρηστων και εντελώς εκτός τόπου και χρόνου σκέψεών μας, οι ματιές μας έτυχε να συναντηθούν. Και οι δυο είδαμε αυτό που έκρυβε ο καθένας κάτω απ το δέρμα του. Ξαπλωμένη, μια κοκκαλιάρα νυφίτσα με ανθρώπινο σώμα, με κεχριμπαρένια μάτια και λεπτά, κοφτερά δόντια κρυμμένα πίσω από συγκαταβατικά χαμόγελα, να αφήνεται στα αδέξια, ατσούμπαλα δάχτυλα ενός ανθρωπόμορφου κηφήνα, με κεραίες που έσταζαν σαπισμένο μέλι, σκατά και λάσπη, ακούνητος και ανίκανος να αισθανθεί κάτι παραπάνω απ όσα τον προστάζουν να αισθανθεί. Νομίζω πως ήταν λογικό με τέτοιες εικονοπλασίες και οι δυο μας να γυρίσουμε και να στρίψουμε τα μάτια μας αλλού.
"Νομίζω πως πρέπει να φύγεις", αυστηρό βλέμμα, σφιγμένα δόντια. Δεν χρειαζόμουν δεύτερη ειδοποίηση. Μάζεψα το πουκάμισό μου από το πάτωμα, φόρεσα τα παπούτσια μου και σε μια συγκινητικά ταιριαστή έκλαμψη που είχα για εκείνη τη στιγμή, προσποιήθηκα πως βαπτίζομαι, κάνοντας τις γνωστές χειρονομίες του παππά στο κούτελό μου, αλλά αντί για λάδι, είχα τα ελάχιστα, βεβιασμένα υγρά του μουνιού της. Πόνταρα στο χιούμορ για να κλείσει κάπως πιο ελαφρά μια ούτως ή άλλως κατεστραμμένη βραδιά, αλλά ακόμα μια αυστηρή ματιά, ανελέητη σα της λύκαινας προς τον κυνηγό που πλησιάζει τα νεογέννητά της, και κατάλαβα πως "πούλος" ήταν πλέον το παρατσούκλι μου.
Κατεβαίνοντας τη πολυκατοικία και αφήνοντας πίσω μου εκείνο το δωμάτιο με τα κόκκινα φώτα, τα φουλάρια κρεμασμένα στους τοίχους και τους υδρατμούς ελάχιστης ηδονής που γαμιόνταν βίαια με την υπέρμετρη τσιγαρίλα, κατάλαβα ότι μια εποχή είχε τελειώσει και μια άλλη αναμενόταν να έρθει. Σαν είδος, έρχεται η στιγμή που νιώθουμε ανίκανοι να γαμάμε απλά για απόλαυση- φαίνεται ότι το κλειδωμένο χαρτοκούτι των αισθήσεών μας παραμένει απελπιστικά ανέγγιχτο στην πιο σκοτεινή γωνιά της αλληλεπίδρασης με το χρόνο και τον χώρο. Ξεχνάμε πώς είναι να απολαμβάνεις ένα καλό γαμήσι. Και αυτό νομίζω ότι θα μας πληγώσει παραπάνω, απ το να χάσουμε την ουσία του "πραγματικού έρωτα". Το κατάλαβα σήμερα, το κατάλαβα χτες και προχτές, το κατάλαβα πριν μήνες, το κατάλαβα πριν χρόνια, και συνεχίζω να το καταλαβαίνω και τώρα, περπατώντας στο πλακόστρωτο, χαζεύοντας τους κώλους των παπιών στο ποτάμι, κάτω απ το λιγοστό φως μιας κολώνας που πορτοκαλίζει μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του χώρου. Απλά, λιτά και λειτουργικά. Ανάβοντας ένα τσιγάρο από κάτω της και παρατηρώντας το πώς τρεμοπαίζει το φως της, κατανοώ ότι εν τέλει δε με νοιάζει αν η ετοιμοθάνατη λάμπα παραδοθεί στο σκοτάδι. Διότι εγώ ακόμα θα κανίζω και θα παρατηρώ κώλους πάπιας στο ποτάμι.
Σεβασμός που μάλλον βγήκε κι αυτός κούφιος. Σε μια στιγμή, μέσα στη νιρβάνα των άχρηστων και εντελώς εκτός τόπου και χρόνου σκέψεών μας, οι ματιές μας έτυχε να συναντηθούν. Και οι δυο είδαμε αυτό που έκρυβε ο καθένας κάτω απ το δέρμα του. Ξαπλωμένη, μια κοκκαλιάρα νυφίτσα με ανθρώπινο σώμα, με κεχριμπαρένια μάτια και λεπτά, κοφτερά δόντια κρυμμένα πίσω από συγκαταβατικά χαμόγελα, να αφήνεται στα αδέξια, ατσούμπαλα δάχτυλα ενός ανθρωπόμορφου κηφήνα, με κεραίες που έσταζαν σαπισμένο μέλι, σκατά και λάσπη, ακούνητος και ανίκανος να αισθανθεί κάτι παραπάνω απ όσα τον προστάζουν να αισθανθεί. Νομίζω πως ήταν λογικό με τέτοιες εικονοπλασίες και οι δυο μας να γυρίσουμε και να στρίψουμε τα μάτια μας αλλού.
"Νομίζω πως πρέπει να φύγεις", αυστηρό βλέμμα, σφιγμένα δόντια. Δεν χρειαζόμουν δεύτερη ειδοποίηση. Μάζεψα το πουκάμισό μου από το πάτωμα, φόρεσα τα παπούτσια μου και σε μια συγκινητικά ταιριαστή έκλαμψη που είχα για εκείνη τη στιγμή, προσποιήθηκα πως βαπτίζομαι, κάνοντας τις γνωστές χειρονομίες του παππά στο κούτελό μου, αλλά αντί για λάδι, είχα τα ελάχιστα, βεβιασμένα υγρά του μουνιού της. Πόνταρα στο χιούμορ για να κλείσει κάπως πιο ελαφρά μια ούτως ή άλλως κατεστραμμένη βραδιά, αλλά ακόμα μια αυστηρή ματιά, ανελέητη σα της λύκαινας προς τον κυνηγό που πλησιάζει τα νεογέννητά της, και κατάλαβα πως "πούλος" ήταν πλέον το παρατσούκλι μου.
Κατεβαίνοντας τη πολυκατοικία και αφήνοντας πίσω μου εκείνο το δωμάτιο με τα κόκκινα φώτα, τα φουλάρια κρεμασμένα στους τοίχους και τους υδρατμούς ελάχιστης ηδονής που γαμιόνταν βίαια με την υπέρμετρη τσιγαρίλα, κατάλαβα ότι μια εποχή είχε τελειώσει και μια άλλη αναμενόταν να έρθει. Σαν είδος, έρχεται η στιγμή που νιώθουμε ανίκανοι να γαμάμε απλά για απόλαυση- φαίνεται ότι το κλειδωμένο χαρτοκούτι των αισθήσεών μας παραμένει απελπιστικά ανέγγιχτο στην πιο σκοτεινή γωνιά της αλληλεπίδρασης με το χρόνο και τον χώρο. Ξεχνάμε πώς είναι να απολαμβάνεις ένα καλό γαμήσι. Και αυτό νομίζω ότι θα μας πληγώσει παραπάνω, απ το να χάσουμε την ουσία του "πραγματικού έρωτα". Το κατάλαβα σήμερα, το κατάλαβα χτες και προχτές, το κατάλαβα πριν μήνες, το κατάλαβα πριν χρόνια, και συνεχίζω να το καταλαβαίνω και τώρα, περπατώντας στο πλακόστρωτο, χαζεύοντας τους κώλους των παπιών στο ποτάμι, κάτω απ το λιγοστό φως μιας κολώνας που πορτοκαλίζει μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του χώρου. Απλά, λιτά και λειτουργικά. Ανάβοντας ένα τσιγάρο από κάτω της και παρατηρώντας το πώς τρεμοπαίζει το φως της, κατανοώ ότι εν τέλει δε με νοιάζει αν η ετοιμοθάνατη λάμπα παραδοθεί στο σκοτάδι. Διότι εγώ ακόμα θα κανίζω και θα παρατηρώ κώλους πάπιας στο ποτάμι.
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008
Χαλκός
Απ το δευτερολέπτο που κοίταξα την αντανάκλασή μου και αποφάσισα ότι είναι κι αυτή ζωντανή, όπως κι εγώ, το κουκούλι μου άρχισε να ραγίζει. Τα κουρέλια που μέχρι πριν στόλιζαν σαν νύφη για το γάμο της τη μάπα μου, μαζεύτηκαν τριγύρω μου, αρπακτικά, αναποφάσιστα για το αν θα πρέπει για άλλη μια φορά να καλύψουν αυτό το άγνωστο συναίσθημα που κυοφορήθηκε ξανά απ το τίποτα, μέσα κι έξω μου, πάνω και κάτω απ την αντίληψή μου. Είμαστε ένα γένος απατεώνων, έχουμε τελειοποιήσει την τεχνική του να στραγγαλίζουμε με μεράκι ό,τι όμορφο πάει να γεννηθεί χωρίς την έγκρισή μας, φοβούμενοι τις άγνωστες πτυχές του και τις πιθανές του συνέπειες. Σκεπτόμενοι δήθεν σφαιρικά- ακόμα μεγαλύτερη απατεωνιά, ποια σφαίρα άραγε υπήρξε ποτέ γεμάτη γωνίες, γωνίες κοινωνικής αποδοχής, κυνηγιού του οικονομικού γοήτρου; Δώσαμε στις λέξεις και τις έννοιες το όπλο της σιωπηλής υποταγής, ένα τοτέμ από βρώμικα λάστιχα, σκατά και πίσσα, κλειδώσαμε στα κουτάκια μας οτιδήποτε δε μπορούμε να κατανοήσουμε με αυτές, και κατάπιαμε το κλειδί του λουκέτου.
Πώς εγώ λοιπόν τώρα να δεχτώ το δώρο τούτο, το υπέροχο αυτό γαργάλημα στον ουρανίσκο, το σούβλισμα στο στομάχι που σε πεθαίνει στο πόνο, μόνο και μόνο για να σε ηδονίσει, θυμίζοντάς σου ότι ήρθε η ώρα για κάτι; Ότι κάτι ξεκίνησε. Ότι έφτασε η εποχή σου, ότι κρατάς στα χέρια σου έναν ναό και περιμένεις τα κοράκια να έρθουν και να απλώσουν πάνω στα κατακόκκινα χαλιά του τις ψυχές που σύλλεξαν; Πώς να ξεσκονίσω από τις πλάτες μου μια ολόκληρη κληρονομιά συνειδήσεων και αλληλουχιών, καταστάσεων, οι οποίες με στιγμάτισαν δίχως να το θελήσω ή δίχως να το καταλάβω καν; Πώς αλλιώς θα μπορέσω να αγκαλιάσω αυτό το οποίο ξύνει τη σάρκα μου κάθε φορά, δαγκώνει τα δάχτυλά μου, απαιτεί να γίνει ένα με αυτό το σύμπλεγμα μυών και λανθασμένων αντιλήψεων και να φέρει την τελευταία ανάσα, τη δροσερή ανάσα ενός ετοιμοθάνατου, την ανάσα που λείπει; Πώς αλλιώς θα καλωσορίσω, εν τέλει, το θάνατο του Ηλία, και την ίδια στιγμή θα γιορτάσω, με τα ακριβότερα εδέσματα, την γέννησή του;
Ήλπιζα ότι αυτό θα ταν το τελευταίο μου γραπτό και η πιο βροντερή μου ιαχή απέναντι στο βουνό της αλήθειας που δε μπόρεσα να διασχίσω ακόμα. Με τα ίδια μου τα χέρια, μέχρι κάθε κόκκαλο του σώματός μου να κορνητοποιηθεί, θα σπρώχνω κ θα ξύνω και θα σκάβω με τα δόντια μου, μέχρι να κατανοήσω το μάταιο της κατάστασης και να αράξω, απενοχοποιημένος πια, στις ρίζες του, και να απολαύσω το αεράκι που τόσο καιρό μου ψιθυρίζει ότι είμαι ένας μαλάκας, αλλά ποτέ δε του δίνω σημασία.
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008
Ασημι
Ευλογω συχνα τα δαχτυλα μου και τον κοσμο γυρω μου, που με φερνει στη θεση του να παραγω γραπτως το οτιδηποτε. Αυτο ομως ειναι απλα ενας τροπος για να ξεχναω το πως δε ξερω να γραφω. Αν οντως αυτο που παραγουμε μας αντικατοπτριζει τελεια, παραμενω παντα ενας ατσουμπαλος χοντρος. Ο οποιος καταπιαστηκε καποτε με πραγματα που δε μπορεσε να κατανοησει ποτε. Εχουμε ολοι μεσα μας νησιδες, κολυμπαμε γυμνοι σε εναν ωκεανο ιδεων και ερεθισματων και η καθε νησιδα ειναι εφαλτηριο για νεες ανακαλυψεις. Μεσα στο αγχος της ηλικιας μου, και του ανωφελου των γραπτων μου, συχνα επεισα τον εαυτο μου να δεχτει οτι θα μπορουσε να κολυμπησει μεχρι να του τελειωσει η αναπνοη, και να φτασει, πνιγμενος, στο πατο ενος ωκεανου που ποτε δεν τον αγαπησε. Να βρει το τιτανιο εκεινο φως, στο κεντρο ακριβως ολων των πραγματων, αναμεσα στο σκοταδι, να αιωρηθει χωρις ζωη σαν εμβρυο μεσα στο κιτρινο και το κοκκινο, να αφουγκραστει ανασες, να καταπιει τα νευματα των κινησεων των ιδεων. Τετοιες ψευτομεσσιακες εικονες επλαθα και αισθανομουν βολεμενος, μεσα στην ανακουφιση του αφηρημενου, που προσφερει ενα τετοιο διανοητικο χαος. Το γεροτερο χαστουκι ηρθε οταν παρατηρησα οτι ο κοσμος αναπνεει μαζι μου, οτι υπαρχοντας, φερνω ευτυχια και δυστυχια, παρομοια με αυτη που συλλεγω. Ολα πλεον εμοιαζαν πιο στερεα απο πριν, ολα ειχαν μια εξωγηινη βαρυτητα, η οποια με πλακωνε σαν βασιλικος ελεφαντας, περπατωντας αυτοκρατορικα απο πανω μου με κυκλους.
Ολα εκμηδενιστηκαν απο εκει και περα. Οι νησιδες μου γιγαντωθηκαν, η σαρκα του εδαφους απλωθηκε στον ωκεανο μου, ρουφωντας τον, μετατρεποντας ο,τι ειχα να κοκορευομαι, σε ερημο. Μια αλληλουχια παραστασεων, το καφε της ατμοσφαιρας, το κιτρινο της διψας, μια ευθεια που δεν οδηγει πουθενα και δε τελειωνει πουθενα. Αποφασισα να επανεφευρω τον εαυτο μου. Να τον σκοτωσω και να τον ξαναγεννησω απ το μουνι της γκλαβας μου. Να τον θυσιασω για να ερθει η βροχη. Μετα συνειδητοποιησα οτι δε μπορουσα. Διοτι ο εαυτος μου δεν ειναι μονο εγω. Ειναι ολοι οσοι βρισκονται θαμμενοι μεσα μου, ειναι ολοι οσοι αναπνεουν καθε μερα μαζι μου, ειναι ολα οσα παρατηρω, απ τον τσιμεντενιο τιτανα της μεγαλουπολης μεχρι την κινηση της πευκοβελονας στον ανεμο. Δε μπορω να θυσιασω τιποτα απο ολα αυτα, με το ετσι θελω, επειδη ανακαλυψα την ανικανοτητα μου να ειμαι αυτο που θελω να παραγω.
Λενε οτι το σωμα ειναι ναος. Το δικο μου ειναι σουπερ-μαρκετ. Εμπορευομαι ανουσιοτητες, καλογυαλισμενες και λαχταριστες με την συσκευασια τους, αλλα διχως νοημα. Και αυτο δε το ξεχναω, ουτε ενα δευτερο, καν.
Ολα εκμηδενιστηκαν απο εκει και περα. Οι νησιδες μου γιγαντωθηκαν, η σαρκα του εδαφους απλωθηκε στον ωκεανο μου, ρουφωντας τον, μετατρεποντας ο,τι ειχα να κοκορευομαι, σε ερημο. Μια αλληλουχια παραστασεων, το καφε της ατμοσφαιρας, το κιτρινο της διψας, μια ευθεια που δεν οδηγει πουθενα και δε τελειωνει πουθενα. Αποφασισα να επανεφευρω τον εαυτο μου. Να τον σκοτωσω και να τον ξαναγεννησω απ το μουνι της γκλαβας μου. Να τον θυσιασω για να ερθει η βροχη. Μετα συνειδητοποιησα οτι δε μπορουσα. Διοτι ο εαυτος μου δεν ειναι μονο εγω. Ειναι ολοι οσοι βρισκονται θαμμενοι μεσα μου, ειναι ολοι οσοι αναπνεουν καθε μερα μαζι μου, ειναι ολα οσα παρατηρω, απ τον τσιμεντενιο τιτανα της μεγαλουπολης μεχρι την κινηση της πευκοβελονας στον ανεμο. Δε μπορω να θυσιασω τιποτα απο ολα αυτα, με το ετσι θελω, επειδη ανακαλυψα την ανικανοτητα μου να ειμαι αυτο που θελω να παραγω.
Λενε οτι το σωμα ειναι ναος. Το δικο μου ειναι σουπερ-μαρκετ. Εμπορευομαι ανουσιοτητες, καλογυαλισμενες και λαχταριστες με την συσκευασια τους, αλλα διχως νοημα. Και αυτο δε το ξεχναω, ουτε ενα δευτερο, καν.
Χρυσο.
Ημουν ο πρωτος που, στη θεα του εαυτου μου,
του νοηματος που κρυβεται μεσα στο να υπαρχω,
να υπαρχω προσπαθωντας να κατανοησω ο,τι δεν μπορει να εξηγηθει,
αρπαξα την τσουγγρανα και το δαυλο και τον κυνηγησα μακρια,
μεσα στα δαση, τη νυχτα που παρατηρησα οτι το φεγγαρι μου ψιθυριζε,
οτι το φως που με ελουζε δεν ηταν δικο μου αλλα δικο του,
κι αυτο με εκανε να ζηλεψω μια Αληθεια που ποτε δε θα αποκτουσα
οσο κι αν ματωνα κι αν εκλαιγα κι αν εσφιγγα τις γροθιες μου.
Αλλα ξερω τωρα οτι αυτο το σωμα που με αναπνεει σαν οξυγονο
ειναι απλα μια σταγονα, ενα δακρυ που επεσε απ το πουθενα,
βρωμικο και ατσαλο, σε μια τροχια απ το ματι της Ολοτητας
μεχρι το εδαφος, οπου θα χωριστει σε μικροτερα τμηματα
και το καθε ενα απο αυτα θα επιστρεψει εκει απ οπου προηλθε
στο πουθενα.
Ειναι απιστευτα σκληρο να φανταζομαι οτι καποτε απλα θα παψω να υπαρχω, οπως δεν υπηρχα πριν γεννηθω. 100 φορες πιο σκληρο, αν το σκεφτομαι πιωμενος. Η αναγκη μου να θεωρησω τον εαυτο μου αυτο-ανακυκλωμενο, ποναει επισης. Καμια αισθηση μοναδικοτητας και περηφανειας για τιποτα, περαν των αναγκων μου. Αν το παθος μου κρυβεται καπου βαθεια, αναμεσα στις σελιδες του ορατου και κατανοητου, ισως και να ψαξω να το βρω μεχρι να μη μπορω να σκεφτομαι πια για το εγω μου. Οταν το κρατησω σφιχτα στην αγκαλια μου, σα πατερας πανω απ το πτωμα του πρωτοτοκου του, ισως και να νιωσω οτι κατι πηγε καλα εδω μεσα. Και οτι ο χρονος μου εδω ειναι πολυτιμος, επειδη ακριβως καποτε θα παψω να υπαρχω, ετσι απλα, κυνηγωντας ενα παθος. Μεχρι τοτε ομως, ειμαι απλα ενα σωμα, τοποθετημενο ατσουμπαλα σε μια αλληλουχια σημειων.
του νοηματος που κρυβεται μεσα στο να υπαρχω,
να υπαρχω προσπαθωντας να κατανοησω ο,τι δεν μπορει να εξηγηθει,
αρπαξα την τσουγγρανα και το δαυλο και τον κυνηγησα μακρια,
μεσα στα δαση, τη νυχτα που παρατηρησα οτι το φεγγαρι μου ψιθυριζε,
οτι το φως που με ελουζε δεν ηταν δικο μου αλλα δικο του,
κι αυτο με εκανε να ζηλεψω μια Αληθεια που ποτε δε θα αποκτουσα
οσο κι αν ματωνα κι αν εκλαιγα κι αν εσφιγγα τις γροθιες μου.
Αλλα ξερω τωρα οτι αυτο το σωμα που με αναπνεει σαν οξυγονο
ειναι απλα μια σταγονα, ενα δακρυ που επεσε απ το πουθενα,
βρωμικο και ατσαλο, σε μια τροχια απ το ματι της Ολοτητας
μεχρι το εδαφος, οπου θα χωριστει σε μικροτερα τμηματα
και το καθε ενα απο αυτα θα επιστρεψει εκει απ οπου προηλθε
στο πουθενα.
Ειναι απιστευτα σκληρο να φανταζομαι οτι καποτε απλα θα παψω να υπαρχω, οπως δεν υπηρχα πριν γεννηθω. 100 φορες πιο σκληρο, αν το σκεφτομαι πιωμενος. Η αναγκη μου να θεωρησω τον εαυτο μου αυτο-ανακυκλωμενο, ποναει επισης. Καμια αισθηση μοναδικοτητας και περηφανειας για τιποτα, περαν των αναγκων μου. Αν το παθος μου κρυβεται καπου βαθεια, αναμεσα στις σελιδες του ορατου και κατανοητου, ισως και να ψαξω να το βρω μεχρι να μη μπορω να σκεφτομαι πια για το εγω μου. Οταν το κρατησω σφιχτα στην αγκαλια μου, σα πατερας πανω απ το πτωμα του πρωτοτοκου του, ισως και να νιωσω οτι κατι πηγε καλα εδω μεσα. Και οτι ο χρονος μου εδω ειναι πολυτιμος, επειδη ακριβως καποτε θα παψω να υπαρχω, ετσι απλα, κυνηγωντας ενα παθος. Μεχρι τοτε ομως, ειμαι απλα ενα σωμα, τοποθετημενο ατσουμπαλα σε μια αλληλουχια σημειων.
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008
Όνειρο#
Ήμουν με τον Λαρσαίο σε μια τεράστια έκταση. Τριγύρω μας, κόσμος, ο οποίος όμως έμοιαζε με συμπλέγματα από φιγούρες παρά για μοναδιαίες αναπαραστάσεις χαρακτήρα και προσωπικότητας. Μπροστά μας, ακριβώς, μια τεράστια λίμνη. Τεράστια όμως. Για κάποιο λόγο ήξερα ότι δεν έπρεπε να κολυμπήσουμε εκεί μέσα (φοβόμουν τη βρώμα) αλλά ο Λαρσαίος είχε βγάλει ήδη τη ψωλή έξω και βούτηξε τρέχοντας χαζοχαρούμενα προς το νερό. Ακολουθώντας τον, κατάλαβα ότι είμασταν οι μόνοι που κολυμπούσαμε. Η λίμνη ήταν σιωπηλή, ή για να το περιγράψη αλλιώς, έμοιαζε λες και την προηγούμενη μέρα είχαν πνιγεί μέσα της καμιά εκατοστάρα άνθρωποι και περίμενες να δεις τα κουφάρια τους να επιπλέουν μπροστά σου. Ακόμα κι έτσι όμως, δε σου έβγαζε κάτι το σκοτεινό ή απαισιόδοξο- μόνο κάτι σιωπηλό και ουδέτερο. Παρατήρησα επίσης ότι μέσα στη λίμνη, υπήρχαν μόνο τσούχτρες, και διάφορες νησίδες, στις οποίες νησίδες, κάθονταν έγγυες, με τουρλωμένες, τεράστιες κοιλιές που τις έψηνε ο ήλιος, ή κατ'επέκταση μάνες, με τα μούλικά τους από δίπλα. Αράζανε στο πηχτό χώμα της κάθε μικροσκοπικής νησίδας σαν φώκιες. Ο Λαρσαίος άλλαζε- το κατάλαβαινα, μέχρι που σε μια στιγμή είδα ότι η πλάτη του είχε ανοίξει πολύ, τα άκρα του άρχιζαν να εξαφανίζονταν και το κεφάλι του μπήκε μέσα στους ώμους του. Ήταν ένα σαλάχι από ανθρώπινο δέρμα, ένα σιχαμένο, ανώμαλο θέαμα. Τον έπιασα απ΄ό,τι είχε μείνει απ το πόδι του, και αυτός άρχισε να κολυμπάει κάτω απ το νερό με υπερφυσική ταχύτητα, παρασέρνοντάς με μαζί του. Και κάθε φορά που περνούσαμε από μια νησίδα με λεχώνες ή γκαστρωμένες, έβγαινε στην επιφάνεια και εκτόξευε τεράστιες ποσότητες νερού πάνω τους, κάνοντάς τες μούσκεμα, αν και υποπτευόμουν ότι τις έπνιγε, μαζί με τα παιδιά τους.
Hellboy106 CD-R out now
Kυκλοφόρησε και επισήμως το "Some people make better looking corpses than others" ντεμπούτο-cd του Hellboy106, σε καυλιάρικη συσκευασία με ριζόχαρτο και δώρο αυτοκόλλητο, για την cult-ιά της υπόθεσης. Όσο για το περιέχομενο του δισκίου, αυτό το ξέρουμε ήδη: Γαμημένος θόρυβος, μελετημένος και δομημένος, ποιοτικός και ειλικρινής. Ό,τι καλύτερο δηλαδή.
Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008
"Γαμημένη Χελώνα"
Παρόλο που εκείνη η σερβιτόρα ήταν απελπιστικά ερεθιστική, κάτι μέσα μου με σκούνταγε και μου ψιθύριζε ότι ήταν τραβέλι- ότι το μουνί της είναι μόνο μια πληγή από μαχαιριά χειρούργου και τίποτε περισσότερο. Κάτι ανήθικα ψευδές φυσικά. Η κατάσταση δεν αλλάζει, όσα κείμενα και να γραφτούν, και το καταλαβαίνεις όταν πιάνεις τον εαυτό σου στη πλατεία της Φλώρινας, με το χιλιοστό διακοσιοστό όγδοο τσιγάρο να κρέμεται απ τα χείλη σα σακάτης που έπεσε κατά λάθος απ την αναπηρική καρέκλα και μια μέχρι πριν κρύα σοκολάτα να ανθίζει βγάζοντας μπουμπούκια, μπρος στη μάπα σου.Μάτια μισόκλειστα απ το χτεσινό (και τακτικό πλέον) μεθύσι, με placebo φιλοσοφίας υποσχέσεις για πανάκεια για την καθημερινότητά σου, αξύριστα μούτρα, η μύτη παρόλο που δε μπορεί να μυρίσει, είναι σίγουρη ότι η μπλούζα-φλοκάτη που φοράω εδώ και καμιά βδομάδα συνεχώς (και στον ύπνο ακόμα) αρχίζει να αποσυντίθεται απ τη βρώμα και τα μικρόβια. Οι μύες εδώ και 2 μήνες κρέμονται ανήμποροι να λειτουργήσουν- το λογικό αποτέλεσμα μιας κομπλεξικής εφηβείας που δίνει τη θέση της στην γκρίζα ενηλικίωση, ο σκεμπές φουσκώνει αργά αλλά σταθερά απειλώντας να μετατρέψει τον χρυσαυγίτη του απέξω σε σήμα/μασκότ της Michelline, o άνθρωπος-σαμπρέλα. Οι ορμόνες εκτοξεύονται στα ύψη διότι ο ήλιος, ο γαμημένος ήλιος δε μου κάνει το χατήρι να κρυφτεί, ώστε να κρυφτούν μαζί του και τα μέλη του σώματος των χιλιάδων γυναικείων παρουσιών που κάνουν πασαρέλα στο πεζόδρομο- ξεκινάει πάλι ο εμφύλιος του μυαλού και της δήθεν ψυχής, ορμόνες εναντίων έρωτα που λένε, η ζωώδης ανάγκη να γαμήσεις στριμώχνει στη γωνία του ρινγκ το συναίσθημα και την ειλικρίνεια απέναντι στο έτερον ήμισυ, οπότε και καταλήγεις να τον παίζεις στο pornhub μέχρι να βαρεθείς.
Όχι ότι οι διπλανοί είναι καλύτεροι. Ο σγουρομάλλης δαίμονας των γηπέδων, ο έκφυλος με τα γαλάζια μάτια επίσης σαπίζει αλλά το κρύβει καλύτερα με τις δαιδαλώδεις ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Πιο δίπλα, το υποκατάστατο του Speed των Soilwork με τη χειρότερη μοϊκάνα στην ιστορία της κομμωτικής δε τη παλεύει ούτε στάλα, θύμα κραιπάλης επίσης, οι υπόλοιποι απλά υπάρχουν (όπως κι όλοι μας) για να υπάρχουν μέσα στο περιβάλλον της καφετέριας. Σα πιόνια σε σκακιέρα, κινούμασταν στα τετράγωνα πλακάκια της πλατείας με προορισμό αποφασισμένο όχι από εμάς αλλά απ την ίδια τη Φλώρινα και το φάντασμα του Καντιώτη. Ναι, ξέρω ότι δεν έχει πεθάνει ο τύπος.
Το σπίτι κοινόβιο, αχούρι, βουνά από άπλυτα, στάχτες και πλαστικά ποτήρια σε ρόλο τασακιών παντού σα τρόπαια, το μπάνιο κερδίζει άνετα μια θέση στους πιο απαίσιους στάβλους της ιστορίας της ανθρωπότητας- ζηλεύω την κουφάλα τον Ηρακλή και το νταλαβέρι με τις κουράδες του Αυγεία, παραήταν εύκολο για άθλος. Ξεραμένο κάτουρο στο πλαστικό καπάκι της λεκάνης σε καλωσορίζει στο rollercoaster της προσβολής της ανθρώπινης υγιεινής, όπως και μια πινακίδα διαφήμισης ηχοσυστημάτων, που βουτήξαμε έξω από ένα μαγαζί το προηγούμενο πρωί, μες τη σούρα μας, με τον τυρναβιώτη παιδεραστή, μαζί με άλλη μια που διαφήμιζε τυρόπιτες από ένα φούρνο και δυο παλούκια με χοντρό σκοινί που ήταν μπροστά απ το γκαράζ της τράπεζας δίπλα απ το σπίτι μου- επίσης μέσα στο αχούρι μου κι αυτά. Φαγητό για κάποιο λόγο ελάχιστο, δε ξέρω κι εγώ γιατί τρώω τόσο λίγο- έχω την αίσθηση ότι όλη στην αίρεσή μας δε τρώμε αυτές τις μέρες γενικά. Και ο τρόμος του να συνειδητοποιείς ότι την επόμενη μέρα πρέπει αν φτιάξεις κουτάκια-ή-όχι/συσκευασία για ένα μαλακισμένο εργαστήρι, κάνει τα πάντα πιο επίπονα.
Οπότε. Λέω να κλείσω την πανέμορφη αυτή μέρα με μια υπόσχεση ότι η επόμενη θα ναι το ίδιο ανούσια με τη σημερινή- διότι ο κύκλος αυτός καυλώνει τη προκατασκευασμένη μιζέρια του μαζόχα μέσα μου. Ξες τώρα. Μακάρι να ήμουνα ποζεράς όπως η πλειοψηφία των γνωστών μου απ τη σχολή, για να μη με απασχολούσαν ρητορικές κουράδες κάθε μέρα. Αν μη τι άλλο θα χε και περισσότερη πλάκα.
Όχι ότι οι διπλανοί είναι καλύτεροι. Ο σγουρομάλλης δαίμονας των γηπέδων, ο έκφυλος με τα γαλάζια μάτια επίσης σαπίζει αλλά το κρύβει καλύτερα με τις δαιδαλώδεις ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Πιο δίπλα, το υποκατάστατο του Speed των Soilwork με τη χειρότερη μοϊκάνα στην ιστορία της κομμωτικής δε τη παλεύει ούτε στάλα, θύμα κραιπάλης επίσης, οι υπόλοιποι απλά υπάρχουν (όπως κι όλοι μας) για να υπάρχουν μέσα στο περιβάλλον της καφετέριας. Σα πιόνια σε σκακιέρα, κινούμασταν στα τετράγωνα πλακάκια της πλατείας με προορισμό αποφασισμένο όχι από εμάς αλλά απ την ίδια τη Φλώρινα και το φάντασμα του Καντιώτη. Ναι, ξέρω ότι δεν έχει πεθάνει ο τύπος.
Το σπίτι κοινόβιο, αχούρι, βουνά από άπλυτα, στάχτες και πλαστικά ποτήρια σε ρόλο τασακιών παντού σα τρόπαια, το μπάνιο κερδίζει άνετα μια θέση στους πιο απαίσιους στάβλους της ιστορίας της ανθρωπότητας- ζηλεύω την κουφάλα τον Ηρακλή και το νταλαβέρι με τις κουράδες του Αυγεία, παραήταν εύκολο για άθλος. Ξεραμένο κάτουρο στο πλαστικό καπάκι της λεκάνης σε καλωσορίζει στο rollercoaster της προσβολής της ανθρώπινης υγιεινής, όπως και μια πινακίδα διαφήμισης ηχοσυστημάτων, που βουτήξαμε έξω από ένα μαγαζί το προηγούμενο πρωί, μες τη σούρα μας, με τον τυρναβιώτη παιδεραστή, μαζί με άλλη μια που διαφήμιζε τυρόπιτες από ένα φούρνο και δυο παλούκια με χοντρό σκοινί που ήταν μπροστά απ το γκαράζ της τράπεζας δίπλα απ το σπίτι μου- επίσης μέσα στο αχούρι μου κι αυτά. Φαγητό για κάποιο λόγο ελάχιστο, δε ξέρω κι εγώ γιατί τρώω τόσο λίγο- έχω την αίσθηση ότι όλη στην αίρεσή μας δε τρώμε αυτές τις μέρες γενικά. Και ο τρόμος του να συνειδητοποιείς ότι την επόμενη μέρα πρέπει αν φτιάξεις κουτάκια-ή-όχι/συσκευασία για ένα μαλακισμένο εργαστήρι, κάνει τα πάντα πιο επίπονα.
Οπότε. Λέω να κλείσω την πανέμορφη αυτή μέρα με μια υπόσχεση ότι η επόμενη θα ναι το ίδιο ανούσια με τη σημερινή- διότι ο κύκλος αυτός καυλώνει τη προκατασκευασμένη μιζέρια του μαζόχα μέσα μου. Ξες τώρα. Μακάρι να ήμουνα ποζεράς όπως η πλειοψηφία των γνωστών μου απ τη σχολή, για να μη με απασχολούσαν ρητορικές κουράδες κάθε μέρα. Αν μη τι άλλο θα χε και περισσότερη πλάκα.
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Όλα καταλήγουν εκεί τελικά.
Να σου πω, στέκομαι σα μαλάκας και αναρωτιέμαι, πού είναι εκείνη η απειροελάχιστα μεγάλη κουκίδα, που στέκεται σαν σημείο για να ενώσει την τσιμεντένια, γκρι κληρονομιά του δρόμου μαζί με το σκούρο μωβ του γαμημένου του ουρανού; Είμαι τυχερός που στραγγάλισα από νωρίς τον κουλτουριάρη μέσα μου- διότι το έδαφος, ο δρόμος, είναι πιο κοντά απ τον ουρανό και σίγουρα βαριέμαι περισσότερο από εσάς τις ποιητικές εξάρσεις αηδίας, εξύμνησης της απεραντοσύνης αυτού που μας αγκαλιάζει απο "απάνου". Πεντακόσια βήματα στην άσφαλτο, 600 χιλιόμετρα μέσα σε ένα μπρίκι με τέσσερεις ρόδες, η απαίσια αντανάκλαση των φωτών των πεζοδρομίων στο τζάμι και όλα μοιάζουν καλύτερα, μα πολύ καλύτερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά τότε κοιτάς το κόσμο μέσα από ένα άλλο πεδίο, ουτιδανότητας ίσως, και ο πολιτισμός τους (μας) μοιάζει με μια φωλιά από πυγολαμπίδες, που συσπειρώνονται, γαμιούνται μεταξύ τους βίαια, ξεσκίζοντας τα βρωμερά, μικροσκοπικά μουνιά τους και μετά αλληλοτρώγονται.
Αποχαυνωμένος, όχι από τον ηλεκτρισμό και τα εργαλεία του, αλλά από την απίστευτη (και απίστευτα ανούσια) προσπάθεια να βάλω ουσία σε μια ύπαρξη που ποτέ δε κατάλαβα, προσωπικά, γουστάρω να αγκαλιάζω την κληρονομιά που σου αφήνει ένα μονοπάτι ή ένας δρόμος- πατημασιές χρόνων, φτυσιές, σκατούλες. Σα να προβάλλεις την εικόνα των αδυναμιών σου στην άσφαλτο και να την περπατάς, να τη βαδίζεις σα να είσαι ένα με αυτες- αισθάνεσαι και πιο ανθρώπινος, αν το πάτε έτσι. Αλλά είναι αυστηρώς προσωπικό τριπάρισμα, και όχι συχνό. Απ τη στιγμή που σαν είδος αποφασίσαμε ότι ένα αστέρι είναι απλά ένα αστέρι και τίποτα παραπάνω, και το φεγγάρι ένα τρύπιο κέρμα στο ταβάνι του "εμείς", γίναμε τεμπέληδες. Περισσότερο της αλληλεπίδρασης με την κατανόηση του τι υπάρχει γύρω μας, παρά σωματικά ή πνευματικά.
Αλλά σαφώς, επειδή ανήκω στο ίδιο μαλακισμένο είδος με εσάς, αυτά τα γράφω με το σώβρακο, καθισμένος στην αναπαυτική καρέκλα μου, μπροστά απ την οθόνη ενός υπολογιστή που έχω χρόνια και δεν αγόρασα εγώ, σε ένα σπίτι που δε μπορώ να πληρώνω εγώ, σε μια ζωή που δε μπορώ να καταλάβω, με τσιγάρο, που είναι το τέλειο άλλοθι για "την χύμα" ή σκατά-intellectual-με-τρίχες-στη-μάπα αντιμετώπιση των πραγμάτων (μη κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας). Και σαφώς, δε το κόβω να περπατάω στη Φλώρινα μόνος, σύντομα- δέσμιος μιας επίσης ανούσιας καθημερινότητας, αλλά αυτό δεν είναι λάθος κανενός παρά μόνο δικό μου. Άρα αγνοείστε τις δήθεν λογοτεχνικές εξάρσεις και χαλάστε την ώρα σας, αν φυσικά το πάρετε απόφαση να χαλάσετε την ώρα σας διαβάζοντας το κείμενο, επικεντρωμένοι στο πόση ουσία έχει η δικιά σας ζωή.
Αποχαυνωμένος, όχι από τον ηλεκτρισμό και τα εργαλεία του, αλλά από την απίστευτη (και απίστευτα ανούσια) προσπάθεια να βάλω ουσία σε μια ύπαρξη που ποτέ δε κατάλαβα, προσωπικά, γουστάρω να αγκαλιάζω την κληρονομιά που σου αφήνει ένα μονοπάτι ή ένας δρόμος- πατημασιές χρόνων, φτυσιές, σκατούλες. Σα να προβάλλεις την εικόνα των αδυναμιών σου στην άσφαλτο και να την περπατάς, να τη βαδίζεις σα να είσαι ένα με αυτες- αισθάνεσαι και πιο ανθρώπινος, αν το πάτε έτσι. Αλλά είναι αυστηρώς προσωπικό τριπάρισμα, και όχι συχνό. Απ τη στιγμή που σαν είδος αποφασίσαμε ότι ένα αστέρι είναι απλά ένα αστέρι και τίποτα παραπάνω, και το φεγγάρι ένα τρύπιο κέρμα στο ταβάνι του "εμείς", γίναμε τεμπέληδες. Περισσότερο της αλληλεπίδρασης με την κατανόηση του τι υπάρχει γύρω μας, παρά σωματικά ή πνευματικά.
Αλλά σαφώς, επειδή ανήκω στο ίδιο μαλακισμένο είδος με εσάς, αυτά τα γράφω με το σώβρακο, καθισμένος στην αναπαυτική καρέκλα μου, μπροστά απ την οθόνη ενός υπολογιστή που έχω χρόνια και δεν αγόρασα εγώ, σε ένα σπίτι που δε μπορώ να πληρώνω εγώ, σε μια ζωή που δε μπορώ να καταλάβω, με τσιγάρο, που είναι το τέλειο άλλοθι για "την χύμα" ή σκατά-intellectual-με-τρίχες-στη-μάπα αντιμετώπιση των πραγμάτων (μη κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας). Και σαφώς, δε το κόβω να περπατάω στη Φλώρινα μόνος, σύντομα- δέσμιος μιας επίσης ανούσιας καθημερινότητας, αλλά αυτό δεν είναι λάθος κανενός παρά μόνο δικό μου. Άρα αγνοείστε τις δήθεν λογοτεχνικές εξάρσεις και χαλάστε την ώρα σας, αν φυσικά το πάρετε απόφαση να χαλάσετε την ώρα σας διαβάζοντας το κείμενο, επικεντρωμένοι στο πόση ουσία έχει η δικιά σας ζωή.
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008
Αυτός που φοράει το δέρμα μου.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ξεκίνησα το τσιγάρο για να έχω την ψευδο-πολυτέλεια να πληκτρολογώ ηλίθιες κωλο-ατάκες αντί εισαγωγής σε αμφιβόλου αισθητικής ιντερνετικές ψυχαναλύσεις: "Τσιγάρο στο χέρι και σκοτάδι στο δωμάτιο" κλπ, κουλουπου- πήρατε μια ιδέα.
Επίσης μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησα τις αλκοολικές καταχρήσεις για να δώσω χρώμα στο μαλακισμένα κάτασπρο καμβά της γκλάβας μου. Ή να φορέσω το ψευδομανδύα της εικονικής εμπειρίας ως αντίβαρο στην ά-πειρη (και απείρως ξερακιανή) καθημερινότητα μου ως τώρα.
Επιπροσθέτως, κατασκεύασα μια εξίσου εικονική ψευδο-tough guy αμφίεση, μυών και ξυρισμένης κούτρας, για να φέρω σε μια τάξη το χάσμα μεταξύ του τότε φοβισμένου 15αρη και του νυν σταρχιδιστή 20άρη, που κουβαλάει σα τον Άτλα στις πλάτες του μια τεράστια, στρογγυλή και υπερβαρη μαλακία φτιαγμένη από κόμπλεξ και λανθασμένα παραδείγματα.
Ίσως να μπορώ να κατηγορήσω τον μαλάκα που με φοράει σα δέρμα, ότι αρνείται πεισματικά να ενταχθεί κάπου, όχι ως αποτέλεσμα υγιούς μελέτης και επιλογής κοσμοθεωριών, μα φόβου για την αδυναμία του να υποστηρίξει ορθώς κάτι που ίσως πιστεύει.
Το "εν ολίγοις" βιάζει μια στρατιά από "επίσης", "συν το ότι", "να σημειώσω πως" και απαιτεί να εισακουστεί, μπρος στη σάλα των ανούσιων αυτοκριτικών (που εν τέλει δεν οδηγούν κάπου διότι γραμμένες χάνουν τη μισή τους ουσία): Είναι που δεν υπάρχει νόημα. Δε ξέρω τι, δε ξέρω πώς, γιατί και πότε. Αρχίδια πολιτισμούς κρύβει μια νιφάδα μέσα της- αυτή η αλλαγή δε με άγγιξε ποτέ, διοτί απλούστατα γεννήθηκα βλάχος και παχύδερμο. Κάθε νιφάδα είναι το ίδιο άδεια και σάπια, ανούσια και κενή.
Και φαντάζομαι ότι αν ανοίξει το μπαούλο, θα βγούνε κι άλλα.
Αλλά απόψε είναι μια απ τις ελάχιστες μέρες που αισθάνομαι ευλογημένος, καθώς νυστάζω από τις 2:30. Οπότε θα το χρησιμοποιήσω υπέρ μου, ξεγλιστρώντας μίζερα, σα το γυμνοσάλιαγκα, από μια ούτως ή άλλως άκυρη συνομιλία με αυτόν που φοράει το δέρμα μου.
Επίσης μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησα τις αλκοολικές καταχρήσεις για να δώσω χρώμα στο μαλακισμένα κάτασπρο καμβά της γκλάβας μου. Ή να φορέσω το ψευδομανδύα της εικονικής εμπειρίας ως αντίβαρο στην ά-πειρη (και απείρως ξερακιανή) καθημερινότητα μου ως τώρα.
Επιπροσθέτως, κατασκεύασα μια εξίσου εικονική ψευδο-tough guy αμφίεση, μυών και ξυρισμένης κούτρας, για να φέρω σε μια τάξη το χάσμα μεταξύ του τότε φοβισμένου 15αρη και του νυν σταρχιδιστή 20άρη, που κουβαλάει σα τον Άτλα στις πλάτες του μια τεράστια, στρογγυλή και υπερβαρη μαλακία φτιαγμένη από κόμπλεξ και λανθασμένα παραδείγματα.
Ίσως να μπορώ να κατηγορήσω τον μαλάκα που με φοράει σα δέρμα, ότι αρνείται πεισματικά να ενταχθεί κάπου, όχι ως αποτέλεσμα υγιούς μελέτης και επιλογής κοσμοθεωριών, μα φόβου για την αδυναμία του να υποστηρίξει ορθώς κάτι που ίσως πιστεύει.
Το "εν ολίγοις" βιάζει μια στρατιά από "επίσης", "συν το ότι", "να σημειώσω πως" και απαιτεί να εισακουστεί, μπρος στη σάλα των ανούσιων αυτοκριτικών (που εν τέλει δεν οδηγούν κάπου διότι γραμμένες χάνουν τη μισή τους ουσία): Είναι που δεν υπάρχει νόημα. Δε ξέρω τι, δε ξέρω πώς, γιατί και πότε. Αρχίδια πολιτισμούς κρύβει μια νιφάδα μέσα της- αυτή η αλλαγή δε με άγγιξε ποτέ, διοτί απλούστατα γεννήθηκα βλάχος και παχύδερμο. Κάθε νιφάδα είναι το ίδιο άδεια και σάπια, ανούσια και κενή.
Και φαντάζομαι ότι αν ανοίξει το μπαούλο, θα βγούνε κι άλλα.
Αλλά απόψε είναι μια απ τις ελάχιστες μέρες που αισθάνομαι ευλογημένος, καθώς νυστάζω από τις 2:30. Οπότε θα το χρησιμοποιήσω υπέρ μου, ξεγλιστρώντας μίζερα, σα το γυμνοσάλιαγκα, από μια ούτως ή άλλως άκυρη συνομιλία με αυτόν που φοράει το δέρμα μου.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
Όνειρο&
Ένα τεράστιο λιμάνι με ερείπια. Σαπισμένα ξύλα, μπάζα, στάχτη, σκατά στο έδαφος και να επιπλέουν και στο νερό. Ένας πολεοδομιακός λαβύρινθος, μια πόλη μετά από μια μεγάλη καταστροφή- προφανώς πλημμύρα. Γκρεμισμένα σπίτια τοποθετημένα το ένα δίπλα απ το άλλο και διαγώνια- χανόσουν και μόνο στη σκέψη ότι θα περπατήσεις ανάμεσά τους. Στον ορίζοντα φαίνονταν και κάποιες τεράστιες πολυκατοικίες, που λες ότι αν τις άγγιζες, θα γίνονταν σκόνη- παρ'ολ'αυτά, έβγαζαν κάτι αυτοκρατορικό, ξεπεσμένα μεγαλεία-style. Άνθρωποι παντού έξω, παρέα με τα συντρίμια, να ανάβουν φωτιές στα βαρέλια και να χορεύουν τριγύρω με κουρέλια ή γυμνοί. Ανάθεμά με αν ήξερα κανέναν- ήμουν ξένος σε γη ξένων, που λένε. Περπατούσα απλά στο λιμάνι και προσπαθούσα να παρατηρήσω οτιδήποτε στον ορίζοντα. Το μόνο που υπήρχε, ήταν τρία τεράστια πλοία, να αχνοφαίνονται στο κέντρο της θάλασσας- η οποία έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Αυτά τα πλοία έστεκαν ακίνητα και σάπιζαν σιγά σιγά- σα να τους φεύγουν οι τόνοι σίδερο σιγά σιγά, λες και τα τσιγάριζες, σα κάποιο ερπετό να αλλάζει δέρμα. Καθόμουν και παρατηρούσα τους ανθρώπους, μετά το τοπίο, μετά τα πλοία. Ο χρόνος είχε εξαφανιστεί, οι άνθρωποι έμοιαζαν να μην απασχολούνται απ το τίποτα, τα πλοία σάπιζαν, η πόλη έμοιαζε να καταρρέει αργά και βασανιστικά, θύμιζε άνθρωπο που τον πυροβόλησαν και ξεψυχάει κάθε δεύτερο και πιο πολύ. Σίγουρα είχε προηγηθεί τεράστια καταστροφή, δε ξέρω αν υπήρχε πλέον "πολιτισμός" ή όχι, αλλά κατάλαβα ότι δε θα έκανα τίποτε άλλο από εκεί και πέρα, ποτέ, παρά να κοιτάω τη θάλασσα να αγριεύει, τους ανθρώπους να χορεύουν στα σκουπίδια, τον καιρό να φτιάχνει ή να χαλάει, τα πλοία να σαπίζουν.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008
Great Moloch with the skin of Saturn
Great Moloch returns disguised as a saint
a modern civilian with the eyes of a blindman
suit as a memory of past mistakes
your offsprings aroused and consumed by euphoria
An underage vision of future
should always start and conclude like this:
"Venom in the rivers, fires in the sky,
so strangle me, love, and kiss me goodbye"
Entrails in pockets, to secure we're alright
Keeping what's precious, close to our crotch
and material as reason in front of our doorsteps
The hooves of a beast, that slices the night
(the same beast you nurtured
and blessed with the spits of the dead
Great Moloch as a belly of something mundane
and far, far greater than the sky)
This something that used to be ourselves
before we decided to unite our will to fail
Great Moloch devours every newborn in line
and you still pray for the skin of Saturn
so you can devour them yourself
a modern civilian with the eyes of a blindman
suit as a memory of past mistakes
your offsprings aroused and consumed by euphoria
An underage vision of future
should always start and conclude like this:
"Venom in the rivers, fires in the sky,
so strangle me, love, and kiss me goodbye"
Entrails in pockets, to secure we're alright
Keeping what's precious, close to our crotch
and material as reason in front of our doorsteps
The hooves of a beast, that slices the night
(the same beast you nurtured
and blessed with the spits of the dead
Great Moloch as a belly of something mundane
and far, far greater than the sky)
This something that used to be ourselves
before we decided to unite our will to fail
Great Moloch devours every newborn in line
and you still pray for the skin of Saturn
so you can devour them yourself
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
Μπλακσαντ
Απ τα πλέον εντυπωσιακά comics που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, ο Blacksad των Juan Diaz Canales και Juanjo Guarnido αποτελεί επιβεβλημένο διάβασμα για τους φίλους των ποιοτικών δειγμάτων 9ης Τέχνης. Noir ατμόσφαιρα, ρεαλιστικό, στακάτο γράψιμο (ασχέτως την ζωόμορφη απεικόνιση των χαρακτήρων) και εξαίσιο σχέδιο, τι άλλο να ζητήσει κανείς;
... ίσως τη μταφορά του σε ταινία;
Συζητιέται λέει κάτι παρόμοιο με μεγάλο budget απ τους παραωγούς του Transporter και The Incredible Hulk (ωχ) για το 2009. Είδομεν.
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008
Γαμιώντας αφηρημένα
Καθόμουνα και σκεφτόμουνα μια μέρα, ρε πούστη, τελικά η πουτάνα η πολεοδομία αναπτύχθηκε τόσο πολύ, εξαιτίας του γνωστού, παγκοσμίου προβλήματος που ακούει στο όνομα "γυναίκα".
Τρόπος του λέγειν, το πρόβλημα, δε γουστάρω να μου επιτεθεί ο σύλλογος γυναικών Φλώρινας "Οι Ακτύπητες" καθώς θα πηγαίνω να πάρω τσιγάρα στο πεζόδρομο- καλές είναι οι γυναίκες.
Αλλά σοβαρά τώρα. Αν σκεφτούμε το πώς αντιμετώπιζαν παλαιότερα τα μπουρδέλα, δε μας προκαλεί μεγάλη έκπληξη η παραπάνω διαπίστωση. "Τρόπος για να συνομιλήσεις με τους θεούς" λέγανε. Και να σου τιμές στη πουτάνα, την διάμεσο. Οπότε, ας έχουμε πιο εύκολη πρόσβαση στα μουρδέλα. Αργότερα τα δεδομένα βέβαια άλλαξαν (όπως κι εμείς), αλλά το roller coaster είχε ξεκινήσει.
Και να που έχουμε έναν ξεβράκωτο Τιτάνα τίγκα στο τσιμέντο και τα σκατά με πίσσα, πάνω απ τα κεφάλια μας- τελευταία φορά δε, τον είδα κομματάκι χλωμό. Άκουσα αργότερα ότι είναι βαριά άρρωστος. Να εύχεστε, κουφάλες, να μην ξεψυχήσει, ή έστω λιποθυμήσει. Διότι στο κεφάλι το δικό μας θα πέσει. Και τι να την κάνω τη διάμεσο μετά; Θα τους συναντήσω τους θεούς μου μόνος μου και από κοντά.
Γαμάει. Η Πάτρα είναι τόσο απελπιστικά κενή και ανούσια, που όπως έλεγα και πριν, αναγκαστικά στρίβεις το μυαλό σου, το ξεζουμίζεις για να βγάλεις έστω και τρεις σταγόνες από... κάτι. Από υποτιθέμενη ουσία, έστω. Και δε γαμιέται; Τι άλλο να κάνεις, μόνος στο σπίτι, με ένα πακέτο καρκίνο και μπουκάλια από "Βελούχι" (ναι, γκρίζα διαφήμιση, περιμένω τα φράγκα ταχυδρομικώς απ' τον Άρη των ατάκτων αυτοπροσώπως)
Α, και για να μη ξεχνιόμαστε. Πάνω είναι η παλαιολιθική "Αφροδίτη του Βίλεντορφ", πρότυπο ομορφιάς για τότε. Νο πρόμπλεμ, βίτσια και αντανακλάσεις κοινωνιάς- νο πρόμπλεμ. Αλλά για να ισορροπεί λίγο η κουλτούρα, αντιπροτείνω:
Kinzie Kenner, post-industrial εποχή, η Αφροδίτη του κανα-πέους
(Μα ναι, είμαι σεξιστής λοιπόν- ό,τι καλύτερο για να κοροϊδεύεις ψευτοαριστερούς)
Σκέψεις πάνω στο ψευδο-πεδίο/περιβάλλον
Κάθε ταξίδι οποιασδήποτε υφής και αν επιλέγω να πραγματοποιήσω, συρρικνώνεται άνετα σε 3 βασικούς παράγοντες: Το τι μουσική κουβαλάω μαζί μου, το πόσες και πόσο ωραίες γκόμενες υπάρχουν στον γύρω χώρο, και το πώς ξεδιπλώνεται το ίδιο το γύρω περιβάλλον κάθε φορά. Σαφώς και μπορούμε να πιάσουμε κουβέντα με τις ώρες για καθένα απ αυτά τα τρία συστατικά- ας επικεντρωθούμε όμως στο τελευταίο. Παρατηρώ ότι με τα χρόνια έχω σταματήσει να σκανάρω τον χώρο συνολικά- ασχέτως με το τι κρίνεται σωστό ή υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχα "κατακτήσει" μετά από κάποια χρόνια ενασχόλησης με την απατεωνιά της τέχνης. Τι εννοώ λοιπόν.
Ζούμε σε μια σούπα. Σε μια κομπόστα. Μέχρι εδώ όλα καλά; Ομαδοποιημένοι με την χειρότερη έννοια του όρου, το μυαλό μας έχει συνηθίσει να υπεραναλύει μεν τα πάντα, αλλά με τον διεφθαρμένο τρόπο του επιχειρηματία-κομπιναδόρου πχ, ο οποίος μετατρέπει το εργατικό του δυναμικό σε μάζα, πατσά, πιάτο από μακαρόνια, και για αυτόν η κάθε έμβια μονάδα είναι σύμβολα από μελάνι σε χαρτιά. Έχουμε, με άλλα λόγια, γίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τεμπέληδες της εισροής ερεθισμάτων, τεμπέληδες πολυτελείας, μιας και, αναγκασμένοι να αποζητήσουμε την προσωπική βούληση ή ελευθερία επιλογής συμπερασμάτων (σαν φυσική αντίδραση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου απέναντι στην κομπόστα που προαναφέραμε), ομαδοποιούμε πράγματα και καταστάσεις και υπεραναλύουμε άχρηστες λεπτομέρειες ψάχνοντας καταφύγιο στην ψευδο-σιγουριά της επαλήθευσης μιας σάπιας καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό μας φέρεται σχεδόν ύπουλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτό που αποκαλούμε "απλές απολαύσεις" για την ομαλή αλληλεπίδραση με το τσιμέντο και τις γρήγορες εξυπηρετήσεις, στρεφόμαστε λοιπόν προς αυτές- μα, με ακόμα μια δόση ψευδοσιγουριάς ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας κατέχει αυτομάτως το μυστικό για την "επιστροφή στις ρίζες".
Η φύση μας είναι τέτοια, που σχεδόν από ενοχή, γινόμαστε μέρος ομάδων, σκεπτόμενοι το ότι το να πολεμάς ουτοπικά για κάτι είναι καλύτερο απ το να αναγνωρίζεις ότι η φύση του ουτοπικού είναι απ την βάση της μη καρποφόρα για την έννοια της "μάχης". Καταλήγουμε να ταμπελοποιήσουμε (εννοιολογικά) το περιβάλλον γύρω μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας προσωποποιώντας το σε θεότητες. Μια ανθρώπινη ανάγκη κατανοητή και ίσως λειτουργική, απ τη στιγμή που δοξάζοντας το πρόσωπο/θεό, σέβονταν περισσότερο το περιβάλλον απ' ότι το να κυνηγάνε το θείο στα συννεφάκια- όχι βέβαια ότι αυτή είναι και η κάποια λύση, αν υπάρχει, του προβλήματος.
Απ τη στιγμή που γίνει η ταμπελοποίηση, περνάμε σε ένα άλλο πεδίο αντίληψης, αναγκαστικά. Το περιβάλλον είναι μεν ένας οργανισμός, αλλά πλαστικός, στατικός, είναι "Το Περιβάλλον" και εμείς απλά επιπλέουμε τριγύρω του, περήφανοι που καταφέραμε να το προσεγγίσουμε έστω και με τα χίλια ζόρια. Ο Καλιγούλας μέσα μας φωνάζει, "Σκίστο. Ρήμαξέ το, βίασε το, έτσι θα το αγαπήσεις πραγματικά"- μια βάση κυνική μα με μια δόση αλήθειας, όταν είναι απογυμνωμένη από λοιπούς παράγοντες κερδοσκοπίας και όταν την κρατάμε στο θεωρητικό, προσωπικό επίπεδο. Διότι αν η Φύση όπως λεν είναι η Μάνα μας, το νεαρό λυκόπουλο θα τη δαγκάσει, θα τη γαμήσει, θα τη ματώσει, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ αυτό- γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει λόγο της φύσης του.
Οπότε, στο επίπεδο της αντίληψης που έχουμε μείνει, είμαστε σε δυο διαφορετικές εκτάσεις πραγματικότητας. Τα μάτια μας μέσα στο τρένο, στο λεοφορείο, στο αεροπλάνο, τα μάτια μας μέσα στο κεφάλι μας, και τα μάτια μας μέσα στο πεδίο του γύρου περιβάλλοντος. Αν πάμε σε καθαρά τεχνικούς όρους, και σύμφωνα με τη φύση τη δικιά μας, Φύση είναι ό,τι μας περικυκλώνει σε συσχετισμό με τις πράξεις μας- άρα οι τσιμεντοτιτάνες του σήμερα είναι η Φύση που αντιστοιχεί στο μαλακισμένο μας είδος. Ακόμα κι εκεί λοιπόν, στο απόλυτο γκρίζο, ή στην ακριβώς απέναντι όχθη, το απόλυτο πράσινο, η ουσία βρίσκεται στις γωνίες. Στις γωνίες, στην κουφάλα, στο σοκάκι, στο ξεραμένο κτήμα με την σκουριασμένη πόρτα, στη σπιταρώνα ανάμεσα στα δυο τεράστια πεύκα, στη καλύβα από ξύλο κάτω απ το γεφύρι που περνάνε κάθε πρωί οι αστοί με τους τετρακίνητους διαβόλους για να χτυπήσουν κάρτα.
Είναι το παζλ της κατανόησής μας για το γύρω χώρο. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταλήγω να εντοπίζω ασυνείδητα τα μικρότερα κομμάτια αυτού, να τα απομονώνω και να τα καθαγιάζω απ την πλάνη της πλαστικής οικουμενικότητας της όρασης. Δεν μιλάω δήθεν αντικειμενικά- και αλίμονο σε όποιον βιαστεί να αρθρώσει την λέξη "ψευτοκουλτούρα", αρχίδια στο στόμα του πριν προλάβει να τελειώσει. Πόσες φορές όμως δεν έχετε νιώσει την ανάγκη να μπείτε σε εκείνο το σπιτάκι, στο βάθος του τρίτου στενού δίπλα απ τις παλιές γραμμές του ΟΣΕ; Ή να περπατήσετε δίπλα απ το ποτάμι, για να βρεθείτε στο μικροσκοπικό (και ίσως ανούσιο για τα γούστα μας) ξέφωτο του οποίου το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το λίγο φως ηλίου που αντανακλάται πάνω στις χεσμένες πέτρες; (διότι ναι, δεν έχετε βρει μόνο εσείς το ξέφωτο αυτό, ας είμαστε ρεαλιστές). Και ακόμα σπουδαιότερα, πόσες φορές έχετε αισθανθεί την ανάγκη να είσασταν μια ανθρώπινη φωτογραφική μηχανή; Να μην αγγίξετε καν δηλαδή αυτούς τους μικρούς, άγιους χώρους, μα να μπορούσατε να τους κρατήσετε αθάνατους μέσα σας, όχι σαν κάδρο στον τοίχο των faux προσωπικών σας αναζητήσεων (ο Ταρζάν εκπολιτίστηκε, χωνέψτε το), αλλά σαν ερέθισμα, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές δημιουργικές διεργασίες και θα κρατήσει έστω και για λίγες ώρες μακριά, τον ιό που λέγεται καθημερινή τριβή σε οτιδήποτε. Γι'αυτά μιλάω. Μικρά, απλά και αυτονόητα από όλους- και με τόση σημασία όμως για τον καθένα μας.
Ζούμε σε μια σούπα. Σε μια κομπόστα. Μέχρι εδώ όλα καλά; Ομαδοποιημένοι με την χειρότερη έννοια του όρου, το μυαλό μας έχει συνηθίσει να υπεραναλύει μεν τα πάντα, αλλά με τον διεφθαρμένο τρόπο του επιχειρηματία-κομπιναδόρου πχ, ο οποίος μετατρέπει το εργατικό του δυναμικό σε μάζα, πατσά, πιάτο από μακαρόνια, και για αυτόν η κάθε έμβια μονάδα είναι σύμβολα από μελάνι σε χαρτιά. Έχουμε, με άλλα λόγια, γίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τεμπέληδες της εισροής ερεθισμάτων, τεμπέληδες πολυτελείας, μιας και, αναγκασμένοι να αποζητήσουμε την προσωπική βούληση ή ελευθερία επιλογής συμπερασμάτων (σαν φυσική αντίδραση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου απέναντι στην κομπόστα που προαναφέραμε), ομαδοποιούμε πράγματα και καταστάσεις και υπεραναλύουμε άχρηστες λεπτομέρειες ψάχνοντας καταφύγιο στην ψευδο-σιγουριά της επαλήθευσης μιας σάπιας καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό μας φέρεται σχεδόν ύπουλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτό που αποκαλούμε "απλές απολαύσεις" για την ομαλή αλληλεπίδραση με το τσιμέντο και τις γρήγορες εξυπηρετήσεις, στρεφόμαστε λοιπόν προς αυτές- μα, με ακόμα μια δόση ψευδοσιγουριάς ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας κατέχει αυτομάτως το μυστικό για την "επιστροφή στις ρίζες".
Η φύση μας είναι τέτοια, που σχεδόν από ενοχή, γινόμαστε μέρος ομάδων, σκεπτόμενοι το ότι το να πολεμάς ουτοπικά για κάτι είναι καλύτερο απ το να αναγνωρίζεις ότι η φύση του ουτοπικού είναι απ την βάση της μη καρποφόρα για την έννοια της "μάχης". Καταλήγουμε να ταμπελοποιήσουμε (εννοιολογικά) το περιβάλλον γύρω μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας προσωποποιώντας το σε θεότητες. Μια ανθρώπινη ανάγκη κατανοητή και ίσως λειτουργική, απ τη στιγμή που δοξάζοντας το πρόσωπο/θεό, σέβονταν περισσότερο το περιβάλλον απ' ότι το να κυνηγάνε το θείο στα συννεφάκια- όχι βέβαια ότι αυτή είναι και η κάποια λύση, αν υπάρχει, του προβλήματος.
Απ τη στιγμή που γίνει η ταμπελοποίηση, περνάμε σε ένα άλλο πεδίο αντίληψης, αναγκαστικά. Το περιβάλλον είναι μεν ένας οργανισμός, αλλά πλαστικός, στατικός, είναι "Το Περιβάλλον" και εμείς απλά επιπλέουμε τριγύρω του, περήφανοι που καταφέραμε να το προσεγγίσουμε έστω και με τα χίλια ζόρια. Ο Καλιγούλας μέσα μας φωνάζει, "Σκίστο. Ρήμαξέ το, βίασε το, έτσι θα το αγαπήσεις πραγματικά"- μια βάση κυνική μα με μια δόση αλήθειας, όταν είναι απογυμνωμένη από λοιπούς παράγοντες κερδοσκοπίας και όταν την κρατάμε στο θεωρητικό, προσωπικό επίπεδο. Διότι αν η Φύση όπως λεν είναι η Μάνα μας, το νεαρό λυκόπουλο θα τη δαγκάσει, θα τη γαμήσει, θα τη ματώσει, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ αυτό- γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει λόγο της φύσης του.
Οπότε, στο επίπεδο της αντίληψης που έχουμε μείνει, είμαστε σε δυο διαφορετικές εκτάσεις πραγματικότητας. Τα μάτια μας μέσα στο τρένο, στο λεοφορείο, στο αεροπλάνο, τα μάτια μας μέσα στο κεφάλι μας, και τα μάτια μας μέσα στο πεδίο του γύρου περιβάλλοντος. Αν πάμε σε καθαρά τεχνικούς όρους, και σύμφωνα με τη φύση τη δικιά μας, Φύση είναι ό,τι μας περικυκλώνει σε συσχετισμό με τις πράξεις μας- άρα οι τσιμεντοτιτάνες του σήμερα είναι η Φύση που αντιστοιχεί στο μαλακισμένο μας είδος. Ακόμα κι εκεί λοιπόν, στο απόλυτο γκρίζο, ή στην ακριβώς απέναντι όχθη, το απόλυτο πράσινο, η ουσία βρίσκεται στις γωνίες. Στις γωνίες, στην κουφάλα, στο σοκάκι, στο ξεραμένο κτήμα με την σκουριασμένη πόρτα, στη σπιταρώνα ανάμεσα στα δυο τεράστια πεύκα, στη καλύβα από ξύλο κάτω απ το γεφύρι που περνάνε κάθε πρωί οι αστοί με τους τετρακίνητους διαβόλους για να χτυπήσουν κάρτα.
Είναι το παζλ της κατανόησής μας για το γύρω χώρο. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταλήγω να εντοπίζω ασυνείδητα τα μικρότερα κομμάτια αυτού, να τα απομονώνω και να τα καθαγιάζω απ την πλάνη της πλαστικής οικουμενικότητας της όρασης. Δεν μιλάω δήθεν αντικειμενικά- και αλίμονο σε όποιον βιαστεί να αρθρώσει την λέξη "ψευτοκουλτούρα", αρχίδια στο στόμα του πριν προλάβει να τελειώσει. Πόσες φορές όμως δεν έχετε νιώσει την ανάγκη να μπείτε σε εκείνο το σπιτάκι, στο βάθος του τρίτου στενού δίπλα απ τις παλιές γραμμές του ΟΣΕ; Ή να περπατήσετε δίπλα απ το ποτάμι, για να βρεθείτε στο μικροσκοπικό (και ίσως ανούσιο για τα γούστα μας) ξέφωτο του οποίου το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το λίγο φως ηλίου που αντανακλάται πάνω στις χεσμένες πέτρες; (διότι ναι, δεν έχετε βρει μόνο εσείς το ξέφωτο αυτό, ας είμαστε ρεαλιστές). Και ακόμα σπουδαιότερα, πόσες φορές έχετε αισθανθεί την ανάγκη να είσασταν μια ανθρώπινη φωτογραφική μηχανή; Να μην αγγίξετε καν δηλαδή αυτούς τους μικρούς, άγιους χώρους, μα να μπορούσατε να τους κρατήσετε αθάνατους μέσα σας, όχι σαν κάδρο στον τοίχο των faux προσωπικών σας αναζητήσεων (ο Ταρζάν εκπολιτίστηκε, χωνέψτε το), αλλά σαν ερέθισμα, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές δημιουργικές διεργασίες και θα κρατήσει έστω και για λίγες ώρες μακριά, τον ιό που λέγεται καθημερινή τριβή σε οτιδήποτε. Γι'αυτά μιλάω. Μικρά, απλά και αυτονόητα από όλους- και με τόση σημασία όμως για τον καθένα μας.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
Αντρας σε κύβο και μπαμπού
[Τοπίο: Ένας μεγάλος κύβος. Πάνω του έχει ζωγραφισμένα πολλά μάτια, και ένα μπαμπού τοποθετημένο στο κέντρο του. Γύρω γύρω, κουρτίνες μαύρες, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από αριστερά, δεξιά, μέσα, έξω.
Ένας άντρας μπαίνει απ τα αριστερά. Είναι γυμνός και λεπτός]
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα γεννήθηκα. Και μη βιαστείτε να με κατακρίνετε- δε σας λέω κάτι ιδιαίτερο. Τι πιο απλό από μια γέννα; Σήμερα γεννήθηκα- ή έτσι πίστευα. Να σας πω, έχω μπερδευτεί. Πραγματικά όμως. Έχω γεννηθεί; Μέχρι πριν πέντε λεπτά να με ρωτάγατε, θα έγνεφα καταφατικά μεμιάς. Τώρα απλά δε ξέρω. Νιώθω εγώ. Αλλά αυτό φτιάχτηκε πριν ή μετά;
Αγαπημένοι μου, ανύπαρκτοι και αόρατοι ακροατές, σας βεβαιώνω- δεν υπάρχετε εδώ μέσα. Ξέρετε όμως τι βλέπετε. Ή όχι; Εγώ υπάρχω εδώ, και δε ξέρω τι να νιώσω απ αυτό που βλέπω. Πώς, γιατί, πότε. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο σαν οντότητα για μενα. Διότι εσείς έχετε βάλει σε μια τάξη τα υπαρξιακά σας- και μιλώ για απλά πράγματα, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι. Γεννηθήκατε τότε. Ζείτε τώρα. Αλλά αν σας ρώταγα εγώ τι έκανα απ τα δύο, θα μου λέγατε;
Σαφώς, αν στηρίζασταν στο ότι έχω σάρκα και οστά- μα, έχω; Το βλέπετε αλλά δεν είστε εδώ. Εγώ σας βλέπω μα είμαι. Το μόνο που μου ανήκει είναι ο χώρος. Και αυτό το κωλόδεντρο.
(Κατουράει το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι και να λένε, τίποτα δεν είναι τελειότερο από την συνειδητοποίηση ότι πιάνεις τον εαυτό σου. Μακάρι να χανε την ίδια άποψη και τα σκουλήκια και να μην πιάνανε τα δικά μας σώματα. Διότι εκεί καταλήγουν όλοι, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι.
(Πιάνει το μπαμπού και το μυρίζει και το χαϊδεύει στο πρόσωπό του)
ΑΝΤΡΑΣ: Ασήμαντο πράμα. Μα τόσο ουσιώδες.
(Κάθεται στο κύβο)
ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί καταλήγουν. Θα μου πείτε, πώς το ξέρεις χωρίς να χεις γεννηθεί, όπως λες; Μα γι'αυτό και έχω μπερδευτεί. Διότι αυτό εδώ δεν είναι η ζωή μου. Ούτε η δική σας, για σας δεν υπάρχει. Βλέπετε έναν καθρέφτη απ τη μεριά του ειδώλου, αγαπημένοι μου ανύπαρκτοι κύριοι, ανύπαρκτες κυρίες. Περιμένω εδώ και ώρες, μέρες, χρόνια. Να ξερα μόνο- τι θα γίνει; Θα βρεθώ σαν έμβρυο, σε μια αγκαλία που θα γνωρίσω ΚΑΠΟΤΕ; Θα περιμένω να σκοτεινιάσουν όλα και απλά να χαϊδεύω το μπαμπού μου; Δε θυμάμαι καν. Έχω βρεθεί ποτέ σε αγκαλιά; Είμαι στο κέντρο, και δε ξέρω τι να κοιτάξω και προς τα πού. Θα μπορώ να χαϊδεύω το μπαμπού μου αν σκοτεινιάσουν όλα; Το ότι αισθάνομαι τα χάδια, σημαίνει ότι έχω τις αισθήσεις που θα χρησιμοποιώ για μια ζωή, ΚΑΠΟΤΕ; Ή ότι είναι ό,τι απέμεινε;
(σηκώνεται και ξαπλώνει στο πάτωμα με το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν υπάρχετε εδώ. Βλέπετε ό,τι σκέφτεστε. Μπορείτε να σηκωθείτε και να με αγγίξετε. Θα με νιώσετε. Μπορείτε να σκίσετε τις κουρτίνες πίσω μου. Να διαλύσετε το κύβο μου, να πάρετε μακριά το μπαμπού μου, να με σηκώσετε και να με ντύσετε. Αλλά ποιός θα μου πει, έχω γεννηθεί ήδη; Ή περιμένω το τελευταίο σκουλήκι να απενεργοποιήσει τον εγκέφαλό μου;
(κουλουριάζεται και παραμένει έτσι μέχρι το κοινό να φύγει ή να αντιδράσει- επικροτείται το να μπει το κοινό μέσα στο χώρο-δωμάτιο και να αλληλεπιδράσει όπως επιθυμεί με τα στοιχεία του έργου. Ο άντρας πρέπει να παραμείνει ακίνητος και με κλειστά μάτια- να αναπνέει κοφτά, ελεγχόμενα, "κυκλικά" (ανάσα συγκεκριμένης και πανομοιότυπης ισχύς). Το έργο συνεχίζεται και αφού φύγουν όλοι (ή μείνουν ελάχιστοι)- ο ηθοποιός έχει χρέος να μείνει έτσι μέχρι να κοιμηθεί)
Ένας άντρας μπαίνει απ τα αριστερά. Είναι γυμνός και λεπτός]
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα γεννήθηκα. Και μη βιαστείτε να με κατακρίνετε- δε σας λέω κάτι ιδιαίτερο. Τι πιο απλό από μια γέννα; Σήμερα γεννήθηκα- ή έτσι πίστευα. Να σας πω, έχω μπερδευτεί. Πραγματικά όμως. Έχω γεννηθεί; Μέχρι πριν πέντε λεπτά να με ρωτάγατε, θα έγνεφα καταφατικά μεμιάς. Τώρα απλά δε ξέρω. Νιώθω εγώ. Αλλά αυτό φτιάχτηκε πριν ή μετά;
Αγαπημένοι μου, ανύπαρκτοι και αόρατοι ακροατές, σας βεβαιώνω- δεν υπάρχετε εδώ μέσα. Ξέρετε όμως τι βλέπετε. Ή όχι; Εγώ υπάρχω εδώ, και δε ξέρω τι να νιώσω απ αυτό που βλέπω. Πώς, γιατί, πότε. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο σαν οντότητα για μενα. Διότι εσείς έχετε βάλει σε μια τάξη τα υπαρξιακά σας- και μιλώ για απλά πράγματα, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι. Γεννηθήκατε τότε. Ζείτε τώρα. Αλλά αν σας ρώταγα εγώ τι έκανα απ τα δύο, θα μου λέγατε;
Σαφώς, αν στηρίζασταν στο ότι έχω σάρκα και οστά- μα, έχω; Το βλέπετε αλλά δεν είστε εδώ. Εγώ σας βλέπω μα είμαι. Το μόνο που μου ανήκει είναι ο χώρος. Και αυτό το κωλόδεντρο.
(Κατουράει το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι και να λένε, τίποτα δεν είναι τελειότερο από την συνειδητοποίηση ότι πιάνεις τον εαυτό σου. Μακάρι να χανε την ίδια άποψη και τα σκουλήκια και να μην πιάνανε τα δικά μας σώματα. Διότι εκεί καταλήγουν όλοι, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι.
(Πιάνει το μπαμπού και το μυρίζει και το χαϊδεύει στο πρόσωπό του)
ΑΝΤΡΑΣ: Ασήμαντο πράμα. Μα τόσο ουσιώδες.
(Κάθεται στο κύβο)
ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί καταλήγουν. Θα μου πείτε, πώς το ξέρεις χωρίς να χεις γεννηθεί, όπως λες; Μα γι'αυτό και έχω μπερδευτεί. Διότι αυτό εδώ δεν είναι η ζωή μου. Ούτε η δική σας, για σας δεν υπάρχει. Βλέπετε έναν καθρέφτη απ τη μεριά του ειδώλου, αγαπημένοι μου ανύπαρκτοι κύριοι, ανύπαρκτες κυρίες. Περιμένω εδώ και ώρες, μέρες, χρόνια. Να ξερα μόνο- τι θα γίνει; Θα βρεθώ σαν έμβρυο, σε μια αγκαλία που θα γνωρίσω ΚΑΠΟΤΕ; Θα περιμένω να σκοτεινιάσουν όλα και απλά να χαϊδεύω το μπαμπού μου; Δε θυμάμαι καν. Έχω βρεθεί ποτέ σε αγκαλιά; Είμαι στο κέντρο, και δε ξέρω τι να κοιτάξω και προς τα πού. Θα μπορώ να χαϊδεύω το μπαμπού μου αν σκοτεινιάσουν όλα; Το ότι αισθάνομαι τα χάδια, σημαίνει ότι έχω τις αισθήσεις που θα χρησιμοποιώ για μια ζωή, ΚΑΠΟΤΕ; Ή ότι είναι ό,τι απέμεινε;
(σηκώνεται και ξαπλώνει στο πάτωμα με το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν υπάρχετε εδώ. Βλέπετε ό,τι σκέφτεστε. Μπορείτε να σηκωθείτε και να με αγγίξετε. Θα με νιώσετε. Μπορείτε να σκίσετε τις κουρτίνες πίσω μου. Να διαλύσετε το κύβο μου, να πάρετε μακριά το μπαμπού μου, να με σηκώσετε και να με ντύσετε. Αλλά ποιός θα μου πει, έχω γεννηθεί ήδη; Ή περιμένω το τελευταίο σκουλήκι να απενεργοποιήσει τον εγκέφαλό μου;
(κουλουριάζεται και παραμένει έτσι μέχρι το κοινό να φύγει ή να αντιδράσει- επικροτείται το να μπει το κοινό μέσα στο χώρο-δωμάτιο και να αλληλεπιδράσει όπως επιθυμεί με τα στοιχεία του έργου. Ο άντρας πρέπει να παραμείνει ακίνητος και με κλειστά μάτια- να αναπνέει κοφτά, ελεγχόμενα, "κυκλικά" (ανάσα συγκεκριμένης και πανομοιότυπης ισχύς). Το έργο συνεχίζεται και αφού φύγουν όλοι (ή μείνουν ελάχιστοι)- ο ηθοποιός έχει χρέος να μείνει έτσι μέχρι να κοιμηθεί)
Maharaja
The distance that flows beneath the "act as one" and "pretend the feeling" is as vast as the last choice of the prisoner before the electric chair: A last cigar, a last night with a woman?
We give flesh, breath and blood to our lament, only to dive inside the artificial ocean someone's actions built around the borders of our being. To breathe, sing and drink- the need to breathe (that is the wine) came before the bee hive, or the temple (that is the bee hive) before the wine?
What am I longing for, is my umbilical chord to be one with the lion in the distant coriddors of my echoes. One day as a canine. One day more- to caress the Colossus. To scratch my surface- deep within the pseudo truce between words and time. Find shit. Find gold.
Μακάρι να έκαιγα για πάντα. Σα σειρές απο τσιγάρα σε κάποιο ξεχασμένο τασάκι. Να με ανέπνεαν, όπως θα θελα να αναπνέω κι εγώ αυτούς. Να γένναγα αρρώστιες, να έχεζα εκεί που έτρωγα, μόνο και μόνο για να μάθω να εκτιμώ αυτό που γαμάω με τα ίδια μου τα χέρια.
A line of termites. To breathe life in my offsprings. To caress an existence hidden behind the river which I crave. (the same river I'll never find_)
A line of termites. To form circles behind circles and dance like a yezidi around their autumn pride. (a pride which is mine too, but I don't know it yet)
Everything built upon tar. I constructed my shipwrecks with the corpses of "need", "use" and "consume" and now I play the captain, at the top of my mountain of flesh, flesh disguised as rotten wood.
As long as they sing, eat the honey of their ancestors and breathe as one, I'm more than eager to accept their influence, and paint with blood of avatars my lyrics and songs.
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008
Addiction^&^
What clouds may bring,
what birds may puke from their antenas of tomorrow.
I invoke gathering eyes to peek, luminous tongues to lick,
castrate a body to create a new genocide of self-deduction.
Delivering the stigmata to those that care enough to accept them,
body as a map, desires carve their way between flesh and bone
like drops of something higher, something bigger than me and myself and I
Pale as the moon that hangs from the ceiling for Her eyes only,
I await for my hand to grab a pencil
and stab my eyes till I see what darkness looks like,
through the holes of a blindman.
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008
ΟΝΕΙΡΟ.
Ήταν άνετα, μια επανάληψη. Το είχα ξαναδεί- ίσως με άλλες μικρολεπτομέρειες, αλλά το είχα ξαναδεί σίγουρα. Επίσης, περιείχε ένα μάτσο οπτικούς κώδικες που, τώρα, που έχω το προνόμιο να είμαι ξύπνιος αλλά να θυμάμαι, έχουν ξαναεμφανιστεί σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις.
Η βάση, ο σκελετός της δήθεν υπόθεσης, διότι σταθερή υπόθεση δε πρέπει να υπήρχε, ήταν ένας: Εγώ, σαν κάποιος άλλος, μίζερος και χωρίς όνειρα ή φιλοδοξίες, πιασμένος σε έναν ιστό καθημερινότητας, ρουτίνας και επαναλμβανόμενων πράξεων, συναντώ έναν γέρο κοσμηματοπώλη και τις δυο κόρες του (και έναν γνωστό της φαμίλιας/ "γιο" του πιο μετά) και μέσω αυτών αρχίζω να παρατηρώ τα λεπτά όρια της όποιας καθημερινότητας/πραγματικότητας μέσω της καθημερινής τριβής και αλληλεπίδρασης με αυτούς.
Τα πάντα ξεκινάνε από ένα μαγαζί με ρούχα. Μικρό, βρώμικο- θύμιζε τέλεια αυτό στο οποίο ακόμα και σήμερα δουλεύει σαν υπάλληλος η μάνα μου. Αλλά καμία μάνα τριγύρω. Μόνο εγώ και ένας σκελετός. Μπορεί να ναι και ψεύτικος, μπορεί και όχι, πάντως έχει μουστάκι και μιλάει. Δε ξέρω τι λέμε. Δε με νοιάζει και πολύ, μάλλον. Τα πάντα είναι γκρίζα. Απ έξω, απ τα παράθυρα και τις βιτρίνες, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Κόσμος. Ούτε Πεδίο. Και το Τίποτα, αν όντως υπάρχει απ'έξω, είναι κάλπικο- η υπόστασή του έχει εξαφανιστεί. Περνάνε ώρες, μήνες, χρόνια- όλα όμως δεν μας ενοχλούν ούτε μας απασχολούν διότι δε τα αντιλαμβανόμαστε, άρα δεν έχουν και κάποιο αποτέλεσμα πάνω μας. Εμείς απλά μιλάμε για το καιρό. Ναι, για ώρες, μήνες, χρόνια.
Όλα αλλάζουν μόλις στο μαγαζί εμφανίζονται ο παππούς και οι δυό κόρες. Ο οποίος παππούς έχει θολή φάτσα- πολύ θολή φάτσα, τα χαρακτηριστικά του δε διακρίνονται καλά, αλλά είναι στητός και ψηλός, και όποτε τον παρατηρούσες καλά, έφερνε στον Πικάσσο. Οι κόρες του, δε θυμάμαι καλά. Σίγουρα ήαν γνωστά μου πρόσωπα (απ το real life) αλλά δε θυμάμαι ποιες. Ο γέρος άρπαξε τον σκελετό και τον έκανε χίλια κομμάτια, πετώντας τον στο πάτωμα, μπροστά μου. Κανονικά, μιας και είχα περάσει τόσες δεκαετίες μιλώντας με αυτό το σκελετό, θα πρεπε να είχα στεναχωρηθεί ή θυμώσει, έστω- αλλά το συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου, όπως και τίποτε άλλο στο κόσμο. Ο γέρος με δυο χαστούκια, με πήρε απ το χέρι και με έβγαλε έξω απ το μαγαζί. Ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω: Να μυρίσω τη βρώμα του κόσμου, αλλά να δω και την ομορφιά (όπως αυτή απεικονίζεται σε ένα μωρό στο καροτσάκι, πχ). Όλα έμοιαζαν πολύχρωμα και χαρούμενα- σα να γινόταν πανηγύρι στη πόλη. Ο γέρος με έβαλε σε ένα αμάξι, και μαζί με τις κόρες του, φύγαμε για το σπίτι του.
(Κενό σημείο). Στο σπίτι του, το οποίο ήταν ένα συνοθύλευμα χώρων από σπίτια που χω δει στο real life, η Δράση ήταν κι αυτή κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αλλά θεατρική. Το θέμα ήταν το sex. Υπήρχαν φορές που με έδεναν σε ένα καναπέ και με άφηναν να βλέπω τον γέρο να γαμάει τις κόρες (με την άδειά τους) ντυμένος Ηλιογάβαλος (ή κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας), άλλες φορές με έβαζαν, με παντομίμα, να παραστώ το Δία, που μεταμορφωμένος σε οποιοδήποτε ζώο, ασελγούσε σε διάφορες νύμφες, άλλες φορές ήμουν ένας σεξουαλικά ανίσχυρος Προμηθέας και με τιμωρούσαν με καμτσικιές που έδωσα τη φλόγα στους ανθρώπους, άλλες φορές ήμουν το πνεύμα της εκδίκησης και βίαζα τις πρώην θύτριές μου με μίσος. Και πάει λέγοντας. Ο γέρος ήταν ο θεός-Προστάτης και ο θεός-Τιμωρός. Ο Μολώχ που αν τύχαινε να παραστρατήσεις απ το θεατρικό, σε κυνηγούσε και σε ράβδιζε ανελέητα, αλλά και αυτός που αν κάνεις τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσες, χαμογελούσε ικανοποιημένα και σε έκανε να αισθάνεσαι σα το σπίτι σου. Απ το σπίτι περνούσαν διάφοροι και διάφορες- μερικές απ αυτές ήταν πολύ γνωστές μου (και θα μας πάνε μέσα αν αρχίσω να τις γράφω), άλλοι δεν ήταν καν άνθρωποι αλλά ζώα που μίλαγαν ή αντικείμενα που μίλαγαν, και πάει λέγοντας.
(Κενό). Ξαφνικά βρέθηκα με το γέρο σε ένα μπαρ. Το οποίο μπαρ, ήταν τίγκα στους σκελετούς. Τίγκα όμως. Ο γέρος καθόταν σε ένα ακρινό τραπέζι με τη μία κόρη και με κοίταζε επίμονα. Εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω- κατευθύνθηκα προς τον ένα σκελετό και άρχισα να του μιλάω. Αυτός μου μίλαγε μηχανικά, αυτόματα, δίχως συναίσθημα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Κατάλαβα πόσο χρόνο είχα σπαταλήσει με σκελετούς, πριν. Διότι απ τη στιγμή που φυγα απ το μαγαζί, τα χρόνια έπεσαν πάνω μου ανελέητα, και είχα βγάλει ρυτίδες, είχα πάρει περιττά κιλά, είχα καράφλα και μεγάλη γενειάδα- απ το πουθενά. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα, έκανα δυο ρουφηξιές. Μετά, ένα σεντόνι που βρήκα πιο δίπλα- το πετάω πάνω στο σκελετό, και μετά του πετάω το τσιγάρο από πάνω. Αυτός έμεινε απαθής. Καιγόταν, ούρλιαζε μηχανικά- δεν ούρλιαζε ακριβώς, ΜΙΛΑΓΕ προσποιούμενος το ουρλιαχτό. Άρχισε να "μειώνεται". Στο τέλος έμεινε ένα μικρό καμμένο κομματάκι, σα κουράδα με τρίχες. Ή σα ρίζα. Κατάλαβα τι είναι ο θάνατος για τους σκελετούς. Τι με είχαν μάθει, ως τότε. Αν η ζωή, είναι σαν επαναλαμβανόμενος κύκλος, πρέπει να κάνουμε το κάθε θάνατο δημιουργικό, να τον δεχτούμε σα γιορτή και με μελαγχολία για το τι μας περιμένει στην επόμενή μας ευκαιρία- μα ποτέ δε θα μάθουμε αν θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία, οπότε ας νιώσουμε, ας νιώσουμε για να νιώσουμε και για τίποτε παραπάνω. Πήρα το κομματάκι και το έβαλα στη τσέπη. Ο γέρος χαμογέλασε και φύγαμε από κει μέσα.
(Κενό).Τα θεατρικά στο σπίτι συνεχίζονταν, λεπτομέρειες δε θυμάμαι. το σημαντικό είναι ότι στο φινάλε, ένας γνωστός του γέρου, υιοθετημένος "γιος" του (πήδαγε κι αυτός αβέρτα), με κάθισε σε έναν καναπέ, και μου είπε εν ολίγοις ότι πρόκειται περί σεξουαλικής μαγείας, ένα αρπακτικό σεξουαλικής ενέργειας που απεικονίζεται στο θολό πρόσωπο του γέρου, και ότι τους χρειάζεται για να μπορούν να συγκρατούν τα θεμέλια του κόσμου χαράς, χρώματος και ανεμελιάς στα οποία βρίσκομαι. Το τρομερό ποιο είναι; Ότι εν τέλει, ο τύπος μου λεγε ότι το real life σε περιμένει μόλις ξυπνήσεις διότι αυτό είναι ένα όνειρο και όσο κι αν γάμησες, δε μπορείς να το προβάλλεις σαν εναλλακτική πραγματικότητα. Το ίδιο το όνειρο όμως μου δειξε ότι καμία πραγματικότητα δεν είναι γκρίζα- οι σκελετοί είναι στις ντουλάπες μας, όχι δίπλα μας. Έτσι σήμερα θα πιω σοκολάτα και θα την νιώσω ως το τέλος, θα καπνίσω και ο καπνός θα με αγκαλιάσει από μέσα προς τα έξω, θα κοιτάζω τριγύρω και θα ξέρω τι ωραία που είμαι, επειδή ακριβώς δεν είμαι τέλεια- και αυτό αξίζει.
Η βάση, ο σκελετός της δήθεν υπόθεσης, διότι σταθερή υπόθεση δε πρέπει να υπήρχε, ήταν ένας: Εγώ, σαν κάποιος άλλος, μίζερος και χωρίς όνειρα ή φιλοδοξίες, πιασμένος σε έναν ιστό καθημερινότητας, ρουτίνας και επαναλμβανόμενων πράξεων, συναντώ έναν γέρο κοσμηματοπώλη και τις δυο κόρες του (και έναν γνωστό της φαμίλιας/ "γιο" του πιο μετά) και μέσω αυτών αρχίζω να παρατηρώ τα λεπτά όρια της όποιας καθημερινότητας/πραγματικότητας μέσω της καθημερινής τριβής και αλληλεπίδρασης με αυτούς.
Τα πάντα ξεκινάνε από ένα μαγαζί με ρούχα. Μικρό, βρώμικο- θύμιζε τέλεια αυτό στο οποίο ακόμα και σήμερα δουλεύει σαν υπάλληλος η μάνα μου. Αλλά καμία μάνα τριγύρω. Μόνο εγώ και ένας σκελετός. Μπορεί να ναι και ψεύτικος, μπορεί και όχι, πάντως έχει μουστάκι και μιλάει. Δε ξέρω τι λέμε. Δε με νοιάζει και πολύ, μάλλον. Τα πάντα είναι γκρίζα. Απ έξω, απ τα παράθυρα και τις βιτρίνες, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Κόσμος. Ούτε Πεδίο. Και το Τίποτα, αν όντως υπάρχει απ'έξω, είναι κάλπικο- η υπόστασή του έχει εξαφανιστεί. Περνάνε ώρες, μήνες, χρόνια- όλα όμως δεν μας ενοχλούν ούτε μας απασχολούν διότι δε τα αντιλαμβανόμαστε, άρα δεν έχουν και κάποιο αποτέλεσμα πάνω μας. Εμείς απλά μιλάμε για το καιρό. Ναι, για ώρες, μήνες, χρόνια.
Όλα αλλάζουν μόλις στο μαγαζί εμφανίζονται ο παππούς και οι δυό κόρες. Ο οποίος παππούς έχει θολή φάτσα- πολύ θολή φάτσα, τα χαρακτηριστικά του δε διακρίνονται καλά, αλλά είναι στητός και ψηλός, και όποτε τον παρατηρούσες καλά, έφερνε στον Πικάσσο. Οι κόρες του, δε θυμάμαι καλά. Σίγουρα ήαν γνωστά μου πρόσωπα (απ το real life) αλλά δε θυμάμαι ποιες. Ο γέρος άρπαξε τον σκελετό και τον έκανε χίλια κομμάτια, πετώντας τον στο πάτωμα, μπροστά μου. Κανονικά, μιας και είχα περάσει τόσες δεκαετίες μιλώντας με αυτό το σκελετό, θα πρεπε να είχα στεναχωρηθεί ή θυμώσει, έστω- αλλά το συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου, όπως και τίποτε άλλο στο κόσμο. Ο γέρος με δυο χαστούκια, με πήρε απ το χέρι και με έβγαλε έξω απ το μαγαζί. Ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω: Να μυρίσω τη βρώμα του κόσμου, αλλά να δω και την ομορφιά (όπως αυτή απεικονίζεται σε ένα μωρό στο καροτσάκι, πχ). Όλα έμοιαζαν πολύχρωμα και χαρούμενα- σα να γινόταν πανηγύρι στη πόλη. Ο γέρος με έβαλε σε ένα αμάξι, και μαζί με τις κόρες του, φύγαμε για το σπίτι του.
(Κενό σημείο). Στο σπίτι του, το οποίο ήταν ένα συνοθύλευμα χώρων από σπίτια που χω δει στο real life, η Δράση ήταν κι αυτή κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αλλά θεατρική. Το θέμα ήταν το sex. Υπήρχαν φορές που με έδεναν σε ένα καναπέ και με άφηναν να βλέπω τον γέρο να γαμάει τις κόρες (με την άδειά τους) ντυμένος Ηλιογάβαλος (ή κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας), άλλες φορές με έβαζαν, με παντομίμα, να παραστώ το Δία, που μεταμορφωμένος σε οποιοδήποτε ζώο, ασελγούσε σε διάφορες νύμφες, άλλες φορές ήμουν ένας σεξουαλικά ανίσχυρος Προμηθέας και με τιμωρούσαν με καμτσικιές που έδωσα τη φλόγα στους ανθρώπους, άλλες φορές ήμουν το πνεύμα της εκδίκησης και βίαζα τις πρώην θύτριές μου με μίσος. Και πάει λέγοντας. Ο γέρος ήταν ο θεός-Προστάτης και ο θεός-Τιμωρός. Ο Μολώχ που αν τύχαινε να παραστρατήσεις απ το θεατρικό, σε κυνηγούσε και σε ράβδιζε ανελέητα, αλλά και αυτός που αν κάνεις τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσες, χαμογελούσε ικανοποιημένα και σε έκανε να αισθάνεσαι σα το σπίτι σου. Απ το σπίτι περνούσαν διάφοροι και διάφορες- μερικές απ αυτές ήταν πολύ γνωστές μου (και θα μας πάνε μέσα αν αρχίσω να τις γράφω), άλλοι δεν ήταν καν άνθρωποι αλλά ζώα που μίλαγαν ή αντικείμενα που μίλαγαν, και πάει λέγοντας.
(Κενό). Ξαφνικά βρέθηκα με το γέρο σε ένα μπαρ. Το οποίο μπαρ, ήταν τίγκα στους σκελετούς. Τίγκα όμως. Ο γέρος καθόταν σε ένα ακρινό τραπέζι με τη μία κόρη και με κοίταζε επίμονα. Εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω- κατευθύνθηκα προς τον ένα σκελετό και άρχισα να του μιλάω. Αυτός μου μίλαγε μηχανικά, αυτόματα, δίχως συναίσθημα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Κατάλαβα πόσο χρόνο είχα σπαταλήσει με σκελετούς, πριν. Διότι απ τη στιγμή που φυγα απ το μαγαζί, τα χρόνια έπεσαν πάνω μου ανελέητα, και είχα βγάλει ρυτίδες, είχα πάρει περιττά κιλά, είχα καράφλα και μεγάλη γενειάδα- απ το πουθενά. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα, έκανα δυο ρουφηξιές. Μετά, ένα σεντόνι που βρήκα πιο δίπλα- το πετάω πάνω στο σκελετό, και μετά του πετάω το τσιγάρο από πάνω. Αυτός έμεινε απαθής. Καιγόταν, ούρλιαζε μηχανικά- δεν ούρλιαζε ακριβώς, ΜΙΛΑΓΕ προσποιούμενος το ουρλιαχτό. Άρχισε να "μειώνεται". Στο τέλος έμεινε ένα μικρό καμμένο κομματάκι, σα κουράδα με τρίχες. Ή σα ρίζα. Κατάλαβα τι είναι ο θάνατος για τους σκελετούς. Τι με είχαν μάθει, ως τότε. Αν η ζωή, είναι σαν επαναλαμβανόμενος κύκλος, πρέπει να κάνουμε το κάθε θάνατο δημιουργικό, να τον δεχτούμε σα γιορτή και με μελαγχολία για το τι μας περιμένει στην επόμενή μας ευκαιρία- μα ποτέ δε θα μάθουμε αν θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία, οπότε ας νιώσουμε, ας νιώσουμε για να νιώσουμε και για τίποτε παραπάνω. Πήρα το κομματάκι και το έβαλα στη τσέπη. Ο γέρος χαμογέλασε και φύγαμε από κει μέσα.
(Κενό).Τα θεατρικά στο σπίτι συνεχίζονταν, λεπτομέρειες δε θυμάμαι. το σημαντικό είναι ότι στο φινάλε, ένας γνωστός του γέρου, υιοθετημένος "γιος" του (πήδαγε κι αυτός αβέρτα), με κάθισε σε έναν καναπέ, και μου είπε εν ολίγοις ότι πρόκειται περί σεξουαλικής μαγείας, ένα αρπακτικό σεξουαλικής ενέργειας που απεικονίζεται στο θολό πρόσωπο του γέρου, και ότι τους χρειάζεται για να μπορούν να συγκρατούν τα θεμέλια του κόσμου χαράς, χρώματος και ανεμελιάς στα οποία βρίσκομαι. Το τρομερό ποιο είναι; Ότι εν τέλει, ο τύπος μου λεγε ότι το real life σε περιμένει μόλις ξυπνήσεις διότι αυτό είναι ένα όνειρο και όσο κι αν γάμησες, δε μπορείς να το προβάλλεις σαν εναλλακτική πραγματικότητα. Το ίδιο το όνειρο όμως μου δειξε ότι καμία πραγματικότητα δεν είναι γκρίζα- οι σκελετοί είναι στις ντουλάπες μας, όχι δίπλα μας. Έτσι σήμερα θα πιω σοκολάτα και θα την νιώσω ως το τέλος, θα καπνίσω και ο καπνός θα με αγκαλιάσει από μέσα προς τα έξω, θα κοιτάζω τριγύρω και θα ξέρω τι ωραία που είμαι, επειδή ακριβώς δεν είμαι τέλεια- και αυτό αξίζει.
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008
Ο τρίτος δρόμος...Δεξιά
Κάτι σαν οικογενειακό κειμήλιο αυτό το κόμιξ, δώρο μιας θειας μου στο πατέρα μου περίπου 2 δεκαετίες πριν (μπορεί να κάνω και λάθος), ο "Τρίτος Δρόμος Δεξιά" του Γιάννη Ιωάνου (εκδόσεις Καστανιώτη) αποτελεί μια απ τις καλύτερες και πιο αποτελεσματικές σάτυρες που έγιναν ποτέ για την κοινωνική/πολτική κατάσταση της χώρας μας τη δεκαετία του 80. Με κεντρικό ήρωα τον Παππανδρέου τον πρεσβύτερο, βουτάει στα φλέγοντα ζητήματα της ελληνικής πραγματικότητας του τότε (ΚΥΠ, Α.Τ.Α, οι Αμερικάνοι κλπ κλπ) και άναρχα αναδομεί τις κομματικές αντιδράσεις πάσης φύσεως σε Luis Defunes-ικά μανιφέστα μαύρου χιούμορ και κυνισμού. Πολυτιμότερο κι από 10 ντοκυμαντέρ για την Ελλάδα, μαζί.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Jacques Mesrine, 1979
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008
Womb of seasons
The bond between a name and its essence
is that you cannot forge the essence with respect or understanding
towards the one who bears the name-
you have to invent the name in your throat
thus, presenting to the subject the gift of being
then, lock it on the back of your head
and try to activate its creational forces
Every name is a lover
whose womb breeds seasons
"Change" is not just a word
and no star looks like another, anymore.
Fingernails depicted as Saints
We're asexual beings/ shrouded in sexual outfits/
our stimuli form a Rhino Deity/ and his Temple is our climax
Masquerade of whims/ self-idolation as a remedy/
rape is another form of art/ when used against the memory/ of your dead echo of respect
Holy Carcass/ once full of life/ now bees in Her Womb
and Her body a temple/
Her vagina, a honey-producing trumpet of the Apocalypse
and I'm Her Jericho/ to watch me tremble and fall/ in front of Her
and smile till the end/ with a wound in my chest
As if I'm stabbed/ from the Horn/ of my Rhino Deity
To learn to respect/ what chews my inner self with canines of saphyre/
is to accept/ that I never loved anything/ except my inability to caress my faults
Spines of Forgotten Deities
Forming weapons out of your imperfections/
Since the weapon of choice/ is always the one of failure.
To drink/ the blood that someone/ pissed on your cup
(the cup/ your wife/ your children/)
Let's propose a toast/ to the fang that slices the most
Your lust for life/ prepared and organized/ like cups for a wedding
beatiful/ but dead inside
Since love/ is for you that which jumped out/ of the cocoon/
during the metamorphosis of a low self esteem/ (the self esteem that is yours to handle)
Nullifying your self/ for the shake of "we"
when "we"/ is in reality another "I"/ bred with the fascist craving of a Mithras bull
Generalized subjectivity/
raising a temple/ now named "objectivity"/ and the opium of the people was never so appropriate before/ now used for the faceless masses/ to recreate
All your life, a piece of meat,
meat for their cannons/ to fire/ and consume your ego
and will to create something personal
Collosus Infant of Shit and Tar
Since I can't ask for forgiveness, or shake my head with sympathy,/ I wear the skin of cement and pretend I'm invulnerable,/ in my daily routine, in my daily muder/
Who would have guessed, from the stares of the martyrs/ (pagans, in a world of statues)/ to the grins of those who starved to death/ (from lack of communication)/ that death itself would be so meaningless/ when realizing that your breath is not yours/ from the first place/
Who would have guessed, from the stares of the martyrs/ (pagans, in a world of statues)/ to the grins of those who starved to death/ (from lack of communication)/ that death itself would be so meaningless/ when realizing that your breath is not yours/ from the first place/
All my lies/ are floating in front of my eyes/ like thrones around the Father
All my memories/ hanging from the ceiling/ like a hermaphrodite Jupiter/ (dressed as a bride)
So now I realize/ what we build, is what we leave behind/ but what we leave behind/ sometimes/is constructed from a palm far wider than ours/ taming our will to breathe/
So now I realize/ what we build, is what we leave behind/ but what we leave behind/ sometimes/is constructed from a palm far wider than ours/ taming our will to breathe/
A COLLOSUS/ WITH THE BODY OF THE INFINITE INFANT/
RIDING A MAKARA OF CABLES, STOLEN SWEAT AND SUBURBAN PROMISES
RIDING A MAKARA OF CABLES, STOLEN SWEAT AND SUBURBAN PROMISES
/(OF SELF-RESPECT)/
THE SHIT COVERING HIS BODY/ IS YOU AND ME/ AND OUR ANCESTORS/
THE TAR IN HIS EYES/ IS OUR INABILITY/ TO FEEL EACH OTHER
A COLLOSUS/ WITH THE BODY OF AN INFINITE INFANT/
IS WHAT WE BUILT/ FROM YEARS OF ABUSE/ AND BROKEN PROMISES
HOPE YOU'RE NOT SATISFIED WITH IT/
'CAUSE I'M NOT
Οδηγίες Προς Νέους
The Cult of Minimalism
"He goes naked or wears the shroud of a corpse, he covers himself in the ashes of the cremation ground" (Aghori, perfection of the lord Shiva)
Man survived the fluxus of perfection/
by avoiding perfection itself/
and shrouding his inability to understand perfection/
with the fake measures of "perfection" as a term/
constructed by the human mind/
What once used to be a Tower of Ivory
now is a cathedral that bleeds impurity-
impurity of reason,
Defiler of comprehension/
Sovereign of wannabe philosophical manifestations/
Pseudo-social tamer of disbelief/
we strangle our infant of creativity,
in order to pretend "perfection"/
And our saliva is that of a snail/
its trail depicts the majority of thoughts/ we left unfinished,
dreams unrealised/
It's all because we crowned you the monarch,
you, a Crippled Messiah of Make-Believe
Why do we have to spread our will in fields of Theory
while we only need to ACT?
Your bonds are rotten,
your chain of breaths is weak, I'm the weakest link,
and I command you to choke,
choke like a motherfucker,
choke like an old and dirty elephant,
bleeding from its trunk,
and I swear/
I'll strangle myself with you.
Man survived the fluxus of perfection/
by avoiding perfection itself/
and shrouding his inability to understand perfection/
with the fake measures of "perfection" as a term/
constructed by the human mind/
What once used to be a Tower of Ivory
now is a cathedral that bleeds impurity-
impurity of reason,
Defiler of comprehension/
Sovereign of wannabe philosophical manifestations/
Pseudo-social tamer of disbelief/
we strangle our infant of creativity,
in order to pretend "perfection"/
And our saliva is that of a snail/
its trail depicts the majority of thoughts/ we left unfinished,
dreams unrealised/
It's all because we crowned you the monarch,
you, a Crippled Messiah of Make-Believe
Why do we have to spread our will in fields of Theory
while we only need to ACT?
Your bonds are rotten,
your chain of breaths is weak, I'm the weakest link,
and I command you to choke,
choke like a motherfucker,
choke like an old and dirty elephant,
bleeding from its trunk,
and I swear/
I'll strangle myself with you.
Προ των Πυλών
At the Gates, live, για μας, τους κωλο-Έλληνες; Πριν κάτι χρόνια θα ακουγόταν τελείως ουτοπικό, μόλις όμως έσκασαν τα νέα για τη συναυλία στο Gagarin, περίπου 1300 νοματαίοι πλημμύρισαν το χώρο, έτοιμοι να αποδώσουν το απαραίτητο σέβας στην μεγαλύτερη ίσως σουηδική death metal μπάντα που βγήκε ποτέ- κι επειδή ξέρω οτί πολλοί τσινάνε, ας το αλλάξω: Στην σουηδική death metal μπάντα που δημιούργησε το καλύτερο σουηδικό death metal album όλων των εποχών, το "Slaughter of the Soul".
Οι The Ocean παίζουν κι είμαστε ακόμα απ'έξω. Στ'αρχίδια μας, βασικά- ακόμα και με το που έφτασα στο συναυλιακό χώρο, τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι και συνοδοιπόροι μου είμασταν είτε κομμάτια απ τη κούραση είτε υπέρμετρα βαριεστημένοι, οπότε δε μας ενδιέφερε τίποτα σε σχέση με τη συναυλία, πόσο μάλλον με το support. Από γνωστό πάντως άκουσα ότι "έπαιξαν χειρότερα απ την Γαλλία"- επειδή όμως δεν είχα πάει Γαλλία, απ' το ένα αυτί μπαίνει και απ το άλλο βγαίνει, και συνεχίζουμε.
Σπρωξίδι, ανυπομονησία, προσμονή για τη μπάντα πάνω στις σκάλες. Δε φαίνεται τίποτα- είπαμε, βαρεμάρα, αλλά 32 Γιούροζ σκάσαμε, οπότε δεν είμαστε και μαλάκες. Κατεβαίνουμε κάτω, μπαστακωνόμαστε στο κέντρο. Όσο η ώρα περνούσε, η βαρεμάρα και η κούραση άρχισαν να πηγαίνουν περίπατο. Σε ένα λεπτό θα έβγαιναν μπροστά μας οι θεοί (ή, όσο με αφορά, ο Θεός...), δε μπορείς να μιζεριάζεις με μικροαστικές ψευδαισθήσεις. Και όντως. Με τις πρώτες νότες του Slaughter of The Soul, εναρκτήριου κομματιού και πύλη για την είσοδό μας σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, και για 1,5 ώρα περίπου (λιγότερο ή περισσότερο αν παίξανε δε ξέρω, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου), η μπάντα-φετίχ του μουσικού μου παρελθόντος και ο τραγουδιστής που πάλαι ποτέ θεωρούσα πατρική φιγούρα, χάρισαν σε όλους μας τη καλύτερη Κυριακή της ζωής μας.
Τα τραγούδια; Με χειρουργική ακρίβεια. Τα παλαιότερα δε, live σκοτώνουν ακόμα πιο πολύ, η blackmetal ρίζα τους γίνεται 10 φορές πιο θανατηφόρα, η doom διάθεσή τους 10 φορές πιο ασήκωτη. Ο ήχος; Καλός έως αρκετά καλός. Οι κιθάρες σε σημεία δεν ακούγονταν, όπως και αρκετά solo-s, η φωνή και τα τύμπανα όσο πιο δυνατά και καθαρά γίνονταν, το ίδιο και το μπάσο. Playlist; Πάρε να χεις... Όλο το "Slaughter of the Soul", σχεδόν όλο το "Terminal Spirit Disease", 4 τραγούδια απ το "The Red in the sky...", άλλα 4-5 απ το "Burning Darkness", καθώς και ένα απ το Ε.Ρ "Gardens of Grief" (!!!!). Για encore, στο τέλος, κράτησαν το "Blinded by fear" (σίγουρος άσσος στο μανίκι) και έκλεισαν το "τελευταίο At the Gates show ever" (λόγια του Lindberg) με το "Kingdom Gone" όπου άφησα την τελευταία μου ανάσα ανάμεσα σε ιδρωμένες μασχάλες, ιπτάμενους αγκώνες και τείχη από φανελάκια.
Επαγγελματική εμφάνιση, εξαίσια εμφάνιση- όποιος πει το αντίθετο, ήταν μάλλον σε άλλη συναυλία. Ή ίσως τους είδε στο εξωτερικό και "εκεί ήταν καλύτεροι". Ο Lindberg είναι Θεός. Χαίρεται που είναι στη σκηνή και σε γεμίζει ενέργεια για να φωνάξεις μαζί του και να χτυπηθείς προς τιμήν του- είναι ο άνθρωπος που θες να αρπάξεις απ το χέρι και να τον πας να τον κεράσεις ρακόμελα με το ζόρι. Και αν σε αυτή την εμφάνιση λείπανε οι φιγούρες του a-la Elvis, 14 Νοεμβρίου που θα τον ξανασυναντήσω με τους Disfear στο An Club, πιστεύω ότι δε θα μείνω παραπονεμένος...
Έφτυνα τούφες απ το μαλλί του μπροστινού μου, μύριζα πουτσίλα/αντρίλα, πόναγα παντού, καθόμουν στο πεζοδρόμιο λούτσα στον ιδρώτα και σκεφτόμουνα: Ε όχι, αυτή τη συναυλία, ΔΕΝ θα ήθελα, ΠΟΤΕ να την είχα χάσει. Πράγμα περίεργο, επειδή, όπως είπα, ξεκίνησα κουρασμένος και βαριεστημένος. Και σπάνια ξεφεύγω απ τις μικροαστικές μου ψευδαισθήσεις, τόσο, μα τόσο εύκολα...
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
ΧΑΡΡΥ>
[Χώρος: Ένα μεγάλο κουτί. Κάθε πλευρά του είναι ένας καθρέφτης από μέσα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορείς να δεις από έξω προς τα μέσα αλλά όχι το αντίθετο. Ωμά, κατακόκκινα κρέατα, γεμάτα ζουμιά, είναι πεταμένα παντού στο εσωτερικό του κύβου. Μέσα στον κύβο-καθρέφτη κατοικεί ο Χάρρυ]
[Χάρρυ: Μεγαλόσωμος, αρκετά χοντρός, καραφλός με ουλές στο κεφάλι. Φοράει μια άσπρη ποδιά και τίποτ'άλλο, η οποία είναι γεμάτη αίματα. Η φιγούρα του πέους του διαγράφεται φανερά πίσω απ την ποδιά, σα βουναλάκι- το πέος είναι σε στύση. Μοιάζει μπερδεμένος]
ΧΑΡΡΥ: Θα ορκιζόμουν ότι άλλη ανατροφή έλαβα απ τους δικούς μου... (μασουλάει- μιλάει με το στόμα γεμάτο) Αν μη τι άλλο, γεννήθηκα για να ζήσω (μεγαλύτερη μπουκιά), πού είναι η ζωή τώρα; Ποια ανατροφή και πού; (μασουλάει με μανία- αντίστοιχα με το ψυχολογικό σκαμπανέβασμα) Ξέρω μόνο ότι πρέπει να ζω εδώ. Στον κύβο με τους καθρέφτες. Από πότε; Ξέρω γω...σάμπως υπάρχει πλέον χρόνος; Τι είναι ο χρόνος; Πετάει εδώ τριγύρω, κοντά; Έχει φωλιά σε κανα δέντρο; Με τι σκουλήκια καθημερινότητας ταϊζει άραγε τα μικρά του, τις μέρες, τους μήνες, τις ώρες, τα λεπτά, τα χρόνια... (μασάει) τα δευτερόλεπτα, τους αιώνες, τις βδομάδες (ξαναμασουλάει) και τα λοιπά και τα λοιπά.
(γραπώνει ένα κομμάτι κρέας. Το κομμάτι κρέας είναι μεγάλο, αφράτο, και έχει μια μεγάλη οπή στο κέντρο του)
ΧΑΡΡΥ: Είμαι εδώ μέσα... πόσο καιρό; Δε ξέρω. Θυμάμαι ότι ήμουν πάντως τουλάχιστον... 20 κιλά ελαφρύτερος. Και θα είχα πεθάνει, αν δεν έρχονταν τα κρέατα να με βρουν. Ω ναι, τα κρέατα με αγαπάνε, όσο κι εγώ αυτά.
(παρατηρεί την οπή στο κομμάτι. Χώνει το δάχτυλό του μέσα)
ΧΑΡΡΥ: Έχω ξεχάσει τι θέλω να κάνω πια. Ποια ανατροφή; Υπάρχει ανατροφή; Ποιος χρόνος; Ποιος χρόνος να με κρίνει και για τι; Ποιες αξίες τρέχουν τριγύρω και δε τις βλέπω; Μήπως δε τρέχει καμία;
(πιάνει με δύναμη το πέος του)
ΧΑΡΡΥ: Και τι να πω στον πατέρα μου όταν βγω έξω; "Πού είχες πάει;". Πού είχα πάει; Ήμουνα σε ένα κύβο; Θα θυμώσει. Ή με μένα ή με αυτόν. Και τι να λέει η μάνα μου η κακόμοιρη; Ότι σηκώθηκα κι έφυγα; Θα θυμώσει, θα πεθάνει απ τη στεναχώρια όμως πριν θυμώσει...ή μετά; δε ξέρω...
(χώνει τα δάχτυλα πιο βαθειά στην οπή και τα στριφογυρνάει άτσαλα, ατσούμπαλα. Ζουμιά απ το κρέας πέφτουν στο έδαφος)
ΧΑΡΡΥ: Δε ξέρω τι είμαι. Ποιος είμαι άραγε; Χάραξα στη κοιλιά μου μια λέξη, το θυμάμαι καλά...
(κοιτάει τη κοιλιά του σηκώνοντας τη ποδιά και φανερώνοντας το πέος του. Η χαρακιά λέει "ΧΑΡΡΥ")
ΧΑΡΡΥ: Μα δε ξέρω να διαβάζω- ή μάλλον, ίσως ήξερα. Αλλά δεν είμαι συνεπής στο να θυμάμαι. Τι να θυμάμαι; Τι λέω; Ποιος είμαι; Τι είμαι; Μα βέβαια- θα δημιουργήσω, είμαι ο Βασιλιάς των Κρεάτων!
(φέρνει μια βόλτα περήφανα στο εσωτερικό του κύβου, σαν να παρελαύνει μοναχός του. Μετά από πέντε γύρους, κάθεται στο πάτωμα μαζί με το κομμάτι κρέας με την οπή. Ξαναβάζει τα δάχτυλά του μέσα στην οπή)
ΧΑΡΡΥ: Κοιμάμαι; Δε θυμάμαι. Τα πλάσματα σαν εμένα κοιμούνται; Κλείνω τα μάτια και βλέπω ότι κοιμάμαι, τα ανοίγω και δε μπορώ να κοιμηθώ. Αλλά δεν νυστάζω ποτέ. Κουράζομαι; Τα πλάσματα σαν εμένα, κουράζονται; Πού είναι η ανατροφή μου, όντως.
(πλέον έχει αφαιρεθεί απ την οπή. Με το άλλο χέρι γραπώνει γερά το πέος του)
ΧΑΡΡΥ: Ξέρω μόνο τι μ'αρέσει... Και το τι μ'άρέσει...είναι ό,τι αρέσει σε ένα πλάσμα σαν εμένα...ό,τι πρέπει να αρμόζει...
(σηκώνει τη ποδιά, φέρνει το κομμάτι κρέας δίπλα απ το πέος του και αυνανίζεται)
ΧΑΡΡΥ: Η δικιά μου ευχαρίστηση είναι η αλήθεια μου...
(τελειώνει πάνω στο κρέας. Το αφήνει στην άκρη και κοιτάει το πάτωμα)
ΧΑΡΡΥ: Πότε άραγε θα κοιμηθώ; Και πότε θα καταφέρω να ξαναδώ τους δικούς μου;
(κλείνει τα μάτια, κυλιέται στα κρέατα και γυρίζει πλευρό)
ΧΑΡΡΥ: Ποιους δικούς μου; Έχω "δικούς"; Μου ανήκει κάτι; Ανήκω εγώ κάπου;
(ξαφνικά κλείνουν τα φώτα, ο κύβος μένει κατάμαυρος)
ΧΑΡΡΥ: Υπάρχω; Ή θα γεννηθώ ξανά;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)