Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

ΧΑΡΡΥ>


[Χώρος: Ένα μεγάλο κουτί. Κάθε πλευρά του είναι ένας καθρέφτης από μέσα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορείς να δεις από έξω προς τα μέσα αλλά όχι το αντίθετο. Ωμά, κατακόκκινα κρέατα, γεμάτα ζουμιά, είναι πεταμένα παντού στο εσωτερικό του κύβου. Μέσα στον κύβο-καθρέφτη κατοικεί ο Χάρρυ]
[Χάρρυ: Μεγαλόσωμος, αρκετά χοντρός, καραφλός με ουλές στο κεφάλι. Φοράει μια άσπρη ποδιά και τίποτ'άλλο, η οποία είναι γεμάτη αίματα. Η φιγούρα του πέους του διαγράφεται φανερά πίσω απ την ποδιά, σα βουναλάκι- το πέος είναι σε στύση. Μοιάζει μπερδεμένος]
ΧΑΡΡΥ: Θα ορκιζόμουν ότι άλλη ανατροφή έλαβα απ τους δικούς μου... (μασουλάει- μιλάει με το στόμα γεμάτο) Αν μη τι άλλο, γεννήθηκα για να ζήσω (μεγαλύτερη μπουκιά), πού είναι η ζωή τώρα; Ποια ανατροφή και πού; (μασουλάει με μανία- αντίστοιχα με το ψυχολογικό σκαμπανέβασμα) Ξέρω μόνο ότι πρέπει να ζω εδώ. Στον κύβο με τους καθρέφτες. Από πότε; Ξέρω γω...σάμπως υπάρχει πλέον χρόνος; Τι είναι ο χρόνος; Πετάει εδώ τριγύρω, κοντά; Έχει φωλιά σε κανα δέντρο; Με τι σκουλήκια καθημερινότητας ταϊζει άραγε τα μικρά του, τις μέρες, τους μήνες, τις ώρες, τα λεπτά, τα χρόνια... (μασάει) τα δευτερόλεπτα, τους αιώνες, τις βδομάδες (ξαναμασουλάει) και τα λοιπά και τα λοιπά.
(γραπώνει ένα κομμάτι κρέας. Το κομμάτι κρέας είναι μεγάλο, αφράτο, και έχει μια μεγάλη οπή στο κέντρο του)
ΧΑΡΡΥ: Είμαι εδώ μέσα... πόσο καιρό; Δε ξέρω. Θυμάμαι ότι ήμουν πάντως τουλάχιστον... 20 κιλά ελαφρύτερος. Και θα είχα πεθάνει, αν δεν έρχονταν τα κρέατα να με βρουν. Ω ναι, τα κρέατα με αγαπάνε, όσο κι εγώ αυτά.
(παρατηρεί την οπή στο κομμάτι. Χώνει το δάχτυλό του μέσα)
ΧΑΡΡΥ: Έχω ξεχάσει τι θέλω να κάνω πια. Ποια ανατροφή; Υπάρχει ανατροφή; Ποιος χρόνος; Ποιος χρόνος να με κρίνει και για τι; Ποιες αξίες τρέχουν τριγύρω και δε τις βλέπω; Μήπως δε τρέχει καμία;
(πιάνει με δύναμη το πέος του)
ΧΑΡΡΥ: Και τι να πω στον πατέρα μου όταν βγω έξω; "Πού είχες πάει;". Πού είχα πάει; Ήμουνα σε ένα κύβο; Θα θυμώσει. Ή με μένα ή με αυτόν. Και τι να λέει η μάνα μου η κακόμοιρη; Ότι σηκώθηκα κι έφυγα; Θα θυμώσει, θα πεθάνει απ τη στεναχώρια όμως πριν θυμώσει...ή μετά; δε ξέρω...
(χώνει τα δάχτυλα πιο βαθειά στην οπή και τα στριφογυρνάει άτσαλα, ατσούμπαλα. Ζουμιά απ το κρέας πέφτουν στο έδαφος)
ΧΑΡΡΥ: Δε ξέρω τι είμαι. Ποιος είμαι άραγε; Χάραξα στη κοιλιά μου μια λέξη, το θυμάμαι καλά...
(κοιτάει τη κοιλιά του σηκώνοντας τη ποδιά και φανερώνοντας το πέος του. Η χαρακιά λέει "ΧΑΡΡΥ")
ΧΑΡΡΥ: Μα δε ξέρω να διαβάζω- ή μάλλον, ίσως ήξερα. Αλλά δεν είμαι συνεπής στο να θυμάμαι. Τι να θυμάμαι; Τι λέω; Ποιος είμαι; Τι είμαι; Μα βέβαια- θα δημιουργήσω, είμαι ο Βασιλιάς των Κρεάτων!
(φέρνει μια βόλτα περήφανα στο εσωτερικό του κύβου, σαν να παρελαύνει μοναχός του. Μετά από πέντε γύρους, κάθεται στο πάτωμα μαζί με το κομμάτι κρέας με την οπή. Ξαναβάζει τα δάχτυλά του μέσα στην οπή)
ΧΑΡΡΥ: Κοιμάμαι; Δε θυμάμαι. Τα πλάσματα σαν εμένα κοιμούνται; Κλείνω τα μάτια και βλέπω ότι κοιμάμαι, τα ανοίγω και δε μπορώ να κοιμηθώ. Αλλά δεν νυστάζω ποτέ. Κουράζομαι; Τα πλάσματα σαν εμένα, κουράζονται; Πού είναι η ανατροφή μου, όντως.
(πλέον έχει αφαιρεθεί απ την οπή. Με το άλλο χέρι γραπώνει γερά το πέος του)
ΧΑΡΡΥ: Ξέρω μόνο τι μ'αρέσει... Και το τι μ'άρέσει...είναι ό,τι αρέσει σε ένα πλάσμα σαν εμένα...ό,τι πρέπει να αρμόζει...
(σηκώνει τη ποδιά, φέρνει το κομμάτι κρέας δίπλα απ το πέος του και αυνανίζεται)
ΧΑΡΡΥ: Η δικιά μου ευχαρίστηση είναι η αλήθεια μου...
(τελειώνει πάνω στο κρέας. Το αφήνει στην άκρη και κοιτάει το πάτωμα)
ΧΑΡΡΥ: Πότε άραγε θα κοιμηθώ; Και πότε θα καταφέρω να ξαναδώ τους δικούς μου;
(κλείνει τα μάτια, κυλιέται στα κρέατα και γυρίζει πλευρό)
ΧΑΡΡΥ: Ποιους δικούς μου; Έχω "δικούς"; Μου ανήκει κάτι; Ανήκω εγώ κάπου;
(ξαφνικά κλείνουν τα φώτα, ο κύβος μένει κατάμαυρος)
ΧΑΡΡΥ: Υπάρχω; Ή θα γεννηθώ ξανά;