Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Το σκοτάδι ζει.

Κοίταξα κάτω απ το κρεβάτι πολλές φορές προσπαθώντας να βρω με το ζόρι έναν μπαμπούλα για να κατουρηθώ πάνω μου- φευ. Μετά κατάλαβα ότι για άλλη μια φορά, ο μπαμπούλας ήταν το ίδιο το κρεβάτι. Απαίσιο, αισχρό, ανήθικα άβολο αρχίδι- και ακόμα είμαι στο "α". Ο χώρος; θάλασσα από ρούχα και εσώρουχα στα δυτικά, μισάνοιχτες γρίλιες στη μπαλκονόπορτα μπροστά μου, ένας ανεμιστήρας πίσω μου να σκανάρει το δωμάτιο κλάνοντας ψύχος (πού τότε τόσο είχα ανάγκη, σαν ανάσα ετοιμοθάνατου- ίσως επειδή εγώ ήμουν σωματικά νεκρός) και ένας ημίγυμνος παπάρας που ενίοτε αποκαλώ και "πολύ καλό φίλο" να ροχαλίζει ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα μου. Στην ίδια ζάλη με μένα.

Αυτό που ανακαλύπτεις μετά από κατάχρηση αλκοόλ είναι ότι το σκοτάδι που γεννάς κλείνοντας τα μάτια είναι ζωντανό. Μα ζωντανό, το γαμήδι! Είναι σα να σου ρχεται επιφώτιση, κατανοείς το βαθύτερο σχέδιο- το σκοτάδι ανέκαθεν ήταν ζωντανό, απλά το παίζει νεκρό τη πλειοψηφία των ωρών. Των ημερών, των βδομάδων, των μηνών, των χρόνων. Και όταν σε βρίσκει έτοιμο για να σε θερίσει, χορεύει σα δερβίσης, με το πρωτόγονο θράσος του κυνόδοντα που εντοπίζει τη τροφή του, σα να σε κοροϊδεύει για την αδυναμία σου να σταθείς στα πόδια σου. Μια πρέζα ζωής όταν όλα είναι μαύρα (τίποτα), μα συνειδητοποιείς ότι μια πρέζα πραγματικής ζωής απ το τίποτα είναι επίπονη- ποιο καλύτερο μάθημα;

Το ξύπνημα μοιάζει αρχικά μεγαλειώδες- πάντα. "Είμαι καλά, είμαι καλά", το αυτονόητο του να στέκεσαι όρθιος και να έχεις αντίληψη του τι γίνεται φαντάζει άθλος, κατόρθωμα, μέγιστη επιτυχία. Ο έταιρος συνήγορος στο έγκλημα τρίβει τα μάτια του με αλαντιν-ιακή αφοσίωση, λες και περιμένει να βγει κάποιο τζίνι από μέσα και με ένα νεύμα του, το puzzle από χυμένα κομμάτια κεφαλιού να ξαναφτιαχτεί ανώδυνα. Τηλεόραση, παπαριές, 1 το μεσημέρι και φαντάζει άλλη εποχή. Το ωραίο είναι ότι αποθηκεύεις ερεθίσματα- όχι αναγκαστικά εικόνες. Φώτα από ποικίλες πηγές, φιγούρες που πολλαπλασιάζονταν ανά δεύτερο, γυναικείες παρουσίες στο στριμόκωλο τραπέζι- το ταξί έγινε καλοκαιρινό, δε φταίει απόλυτα ο συνένοχος γι'αυτό, πάντως, μα τη πίστη μου, προσπάθησα πολύ να μη με πάρουν τα υστερικά γέλια βλέποντας τον να μετατρέπεται σε μια αλκοολική Χάρυβδη, ρουφώντας και φτύνοντας νερό στα καθίσματα και έξω απ το παράθυρο. Ή ό,τι εξέλαβα σα νερό.

Τηλεόραση, παπαριές, 2 το μεσημέρι και αναγκαστική αποχώρηση απ το κελί μας, εμείς, οι μοναχοί της ηλιθιότητας και της συνειδητής, εικονικής "ανωριμότητας"... Η σιγουριά για το αλάθητο του Πάπα στις καταχρήσεις γι'άλλη μια φορά μετατρέπεται σε εξαργυρωμένη μπαρούφα, παραμύθι για Καθολικούς. Μια βόλτα με το ασανσέρ για το διάδρομο της πολυκατοικίας και με το που κλείνει η Πόρτα, γίνομαι ο Ωκεανός και απελευθερώνω τα παιδιά μου στο πάτωμα. Μικρά, ασύμμετρα κομμάτια ύλης μέσα σε ένα χείμαρρο νερού. Θα ορκιζόμουνα ότι είδα Καλιφορνέζους surfer να τρέχουν προς το μέρος μου- ο Μέγας Ευεργέτης, ο Κατέχων το Κύμμα. Πιασμένος απ το χέρι και συρμένος έξω απ την πολυκατοικία με μια ιδέα ξερατού να κάνει bungee-jumping απ τα μούσια μου, ήρθα σε επαφή με τον έξω κόσμο. Πανάκεια- αλλά τι να εκτιμήσεις όταν θέλεις απλά χάσεις το νόημα της εκτίμησης για το περιβάλλον γύρω σου και να χαλαρώσεις;

Η Αθήνα είναι μια γριά πουτάνα. Ή καλύτερα, ένα μεγάλο, γέρικο, απαίσιο μουνί, ροζιασμένο και μπλαβιασμένο από τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Παραμένει μουνί, ναι- ζωοφόρος δύναμη, κρύβει πολιτείες στις σάλπιγγες- αλλά δεν είμαι σίγουρα εγώ αυτός που θα δωρίσει ιδρώτα και σπέρμα για να γονιμοποιήσει πάσης φύσεως ωάρια της αλλαγής. Τα αμάξια πάνε πιο αργά απ'ό,τι συνήθως, για την ακρίβεια, δε τους δίνω πολύ σημασία. Ο Πασόκος και ο Κνίτης στα φανάρια εναλλάσονται με χαρακτηριστική αργοπορία- στον Κνίτη σταματάμε και τον αγνοούμε, στον Πασόκο περπατάμε και τον αποφεύγουμε χαρακτηριστικά- και κρίμα που δεν υπάρχουν άλλες κομματικές μεταφορές σε σχέση με τα φανάρια, μη βιαστείτε να με χρωματίσετε με τη μέθοδο της εις άτοπον επαγωγής. Πεζοδρόμιο, κουρασμένα πρόσωπα και ιδρώτας- με πιστεύετε όταν λέω ότι είναι πρώτη φορά εδώ και καιρό που αισθάνομαι καλά; Όχι όμορφα αναγκαστικά, δεν είμαι απαισιόδοξος παπάρας. Αλλά καλά. Ζεστά.

Το μετρό φάνταζε πάντα για έναν βλάχο σαν εμένα ένας hi-tech λαβύρινθος της Κρήτης, πολλές φορές έχω προσπαθήσει να αναζητήσω το μίτο της Αριάδνης στο κασκόλ που κρέμεται της Μαρίας, στο λυμμένο κορδώνι του Μηνά, στα φαρδιά παντελόνια του Αργύρη και πάει λέγοντας. [Ελπίζω να έπεσα κοντά, αν μη τι άλλο, στα ονόματα που σκαρφίστηκα για τους ανά καιρό ανώνυμους οδηγούς μου. ] Αυτή τη φορά ήταν ένας ναός. Ο ναός της βεβιασμένης Πράξης, της ουτιδανότητας. Ο σκοπός δεν είναι να προλάβεις το μετρό, αλλά να τρέξεις για να το προλάβεις. Το μετρό πάει αργά. Του ψιθύρισα ότι κινδυνεύει, ότι πιθανότατα αν ζαλιστώ ξανά θα το γεμίσω νερό και αποφάγια και συμφωνήσαμε να το πάρει χαλαρά το θέμα. Δίπλα, ο σύντροφος στη "παρακμή" (τι ωραία, αυθαίρετη λέξη, ε;) την παλεύει προς το παρόν καλύτερα.

Έξοδος, είσοδος, έξοδος, είσοδος.
Συνάντηση εδώ, συνάντηση εκεί,
σουβλάκια, βρώμικα ποτήρια με σιχαμένο νερό βρύσης,
ψηλά σκαμπό-κατάρτια, άγνωστος κόσμος που σε αγγίζει και σου μιλάει χωρίς να σε ξέρει,
καμεραμέν, αιδεία, μαλλιά, ψευταράδες,
καθρέφτες να αντανακλούν το φως του άρρωστου επίσης ήλιου,
αναψυκτικά στα χέρια, σαμπάνιες στη φαντασία, το όνειρο του μικροαστού
[που έγινε μεγαλοαστός εμπειρικά]
κανάτα με παγάκια, η άρνηση του τσιγάρου,
κοινωνικά φόρουμ σαν μαντρί για ορφανούς της ύπαρξης (εμείς),
βιασύνη, τρέξιμο, είσοδος, Μετρό, έξοδος, Προαστιακός
Και να αναρωτιέμαι άλλη μια φορά,
ήμουν εγώ χτες το βράδυ που προσπαθούσα να δώσω υπόσταση στο σκοτάδι των ματιών,
ή αυτό με κοίταζε όπως κοίταζα εγώ αυτό και χόρευε με πάθος μπρος μου;

Δεν υπάρχουν σχόλια: