Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Τρίτη βράδυ

Κάτι φίλοι μου, Κοριάκοι, με προσκάλεσαν να γίνω αυτόπτης μάρτυρας ενός μανιταρο-πάρτυ που διοργάνωναν εκείνο το βράδυ της Τρίτης. Απ τη μία, ήθελα σα τρελός να πάω- το δήθεν φιλοσοφικό και εξερευνητικό άλλοθι της υπόθεσης με είχε ιντριγκάρει, ακόμα και αν τα μανιτάρια δεν είναι μέσα στις μαστουρικές μου προτεραιότητες. Απ την άλλη, έβρεχε σα πούστης, πού να βρω, σκέφτομαι, θα γίνω χάλια, άσε που τίποτα δεν είναι σίγουρο -διότι οι Κοριάκοι συχνά ακυρώνουν τελευταία στιγμή, θυμάμαι και τα βαφτήσια του μικρού Αβέζια.

Δε γαμιέται, σκέφτομαι, τι άλλο να κάνω κιόλας; Παλαιοσιβηρικοί λάοι, παιδάκι μου, σκέφτομαι σχεδόν αυθαίρετα, καθώς ο τάρανδος έσπρωχνε το έλκυθρο νωχελικά. Παρόλο που έβρεχε, ναι. Μη βιάζεστε να με πείτε ψεύτη, ξέρετε τι σκυλιά είν οι τάρανδοι των Κοριάκων; Παλαιοσιβηριακοί λαοί, τακτ καθόλου, φινέτσα μηδέν, ό,τι πρέπει για τα χνώτα μου! Η διαδρομή δε θα μπορούσε να είναι πιο βαρετή: Δέντρο, δέντρο, δέντρο, ααααα- αγελάδα!, δέντρο, δέντρο, δέντρο, δέντρο... Πού και πού εμφανιζόταν στο βάθος κάποια περίπου ανθρώπινη μορφή, αλλά μπααααα...Τι να πρωτοδείς; Τι να πρωτοκάμεις; Οι τρεις Κοριάκοι φίλοι μου έστεκαν αμίλητοι- χαίρω πολύ, 5 χρόνια και μιλάνε σπάνια, τώρα θα τους έπιανε ξαφνικά η πίρλα; Το μόνο που μπορούσα να κάνω, είναι να παρατηρώ το περιβάλλον χασμουριώντας μάκρια όλες τις προσμονές για κάτι ιδιαίτερο και περιπετειώδες.

Εν τέλει φτάσαμε στη καλύβα. Γερό σκαρί, που λεν και για τα πλοία, καμωμένη με μεράκι- μπορώ να πω ότι είχα βοηθήσει κι εγώ κατά την κατασκευή της, μεταφέροντας καρυδότσουφλα και ξηρούς καρπούς για τους Κοριάκους εργάτες. Στο εσωτερικό, άλλα τρία άτομα, άγνωστα σε μένα, περίμεναν σιωπηλά. Έγνεψα για "καλησπέρα", ουδείς τινάχτηκε καν. Οι Κοριάκοι φίλοι έκαναν λιτά και λιγομίλητα τις συστάσεις και καθήσαμε όλοι στο έδαφος σχηματίζοντας κύκλο.

Ο ένας, ο πιο μουντρούχος, θα έλεγα, ξετύλιξε ένα πανί και από μέσα έβγαλε τον περίφημο Αμανίτη τον μυϊοκτόνο, το μανιτάρι του Σούπερ Μάριο, όλο μπρος μου, να λάμπει εκτυφλωτικά, σα να είχα κερδίσει το λαχείο και να νόμιζα ότι όλα ήταν χαρούμενα όπως εγώ. Στην πραγματικότητα, η σκηνή ήταν επίσης λιτή- το μανιτάρι ήταν ημι-λερωμένο, ο τυπάς το βγαλε απ τα πανιά και το έβαλε στη μέση και μπλα μπλα- προτιμώ όμως το φαντασμαγορικό του πράγματος, έστω και φτιαγμένο από εμένα, ειδάλλως σωθήκαμε, πνιγήκαμε στον αγγελοπουλισμό. Εν πάσει περιπτώση. Οι προοπτικές, απ'όσα κατάλαβα, ήταν είτε να κάνουν μπαλάκια τα αποξηραμένα μέρη του μανιταριού και να τα καταπιούν μεμιάς, είτε να βράσουν το μανιτάρι σα σούπα, είτε να το μουλιάσουν μέσα σε ένα κωλο-απόσταγμα απόχυμό μύρτιλου (που χαν μάθει να κάνουν απ τους Κοζάκους, άλλα μούτρα αυτοί!). Οι δυο τελευταίες προοπτικές ήταν περίπλοκες και χρονοβόρες, οπότε πέσαν με τα μούτρα και άρχισαν να κάνουν μπαλάκια, μπαλάκια, μπαλάκια. Υπέροχα. Σκεπτόμενος ότι ξέχασα να φέρω καμιά κάμερα μαζί, έβρισα τον εαυτό μου.

Σε λίγο χρονικό διάστημα, γινόταν της πουτάνας. Τουλάχιστον δυο απ αυτούς τραγουδούσαν (ή καλύτερα γκάριζαν) με όλη τους τη δύναμη. Προσπαθούσα να τους συγκρατήσω αλλά δε μου δίναν καν σημασία. Άλλοι δύο είχαν πέσει σε κάποιου είδους θρησκευτική έκσταση, ένας άλλος δεν έδειχνε σημεία ζωής και ο τελευταίος- καλά, ο τελευταίος... Είχε βγει εξω και ακολουθούσε λέει τους ανθρώπους του μανιταριού, πλάσματα χωρίς λαιμό και χωρίς πόδια. Πρόσταζε λέει το Μεγάλο Κοράκι να τους ακολουθήσει (σύμφωνα με το θρύλο τους, το Μεγάλο Κοράκι είχε ζητήσει τη βοήθεια της Ύπαρξης για να σηκώσει ένα βαρύ φορτίο και Αυτή του πε να φάει Αμανίτη για να τα καταφέρει- άκου κει τώρα) και αυτός έπρεπε να τους προλάβει. Μόλις που πρόλαβα κι εγώ, με τη σειρά μου, να τον σταματήσω, αν και κατάλαβα ότι ήμουν ούτως ή άλλως ψιλοάκυρος- δε κόβω και τ'αρχίδια μου, αλλά αυτός ο τελευταίος, ο γηραιότερος όλων, ήταν ο σαμάνος, οπότε μάλλον του διέκοψα την οραματική έκσταση- στ'αρχίδια μου, είμαι δυτικός λευκός κατακτητής, χαααααρ κλπ κλπ.

Με το που ξαναμπήκα στη σκηνή, έμεινα μαλάκας: Την είχαν βγάλει όλοι έξω, και κατούραγαν παντού! Άλλος όρθιος, κανονικά, άλλος ξαπλωτός, άλλος κατακόρυφα- πίδακες κάτουρου εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις κι εγώ να κάνω τον Tom Cruise για να μη με πάρει καμιά ρουκέτα. Εν τέλει, κατουρούσαν σε ένα ποτήρι και τα πίνανε- αηδιαστική συνήθεια για το θεατή, εμένα, αλλά ο Αμανίτης έχει την ικανότητα να κρατάει τις ιδιότητές του ακόμα και σε μορφή κάτουρου απ τον οργανισμό άλλου πλάσματος (ενίοτε πίνουν και κάτουρα μαστουρωμένου τάρανδου). Έχοντας δει αρκετά, και με την καλύβα να τρίζει, πήρα το έλκυθρο και σιγααααααα-σιγαααααα την έκανα για το σπίτι. Μανιτάρι-πάρτυ και μαλακίες. Αν δε τρως και συ, μη πας τσάμπα.

2 σχόλια:

snowghoul είπε...

Twra auto einai oneiro?

Λιος είπε...

Oxi, proion kwlovarematos einai kai meleths panw ston Amanith