Κάθε ταξίδι οποιασδήποτε υφής και αν επιλέγω να πραγματοποιήσω, συρρικνώνεται άνετα σε 3 βασικούς παράγοντες: Το τι μουσική κουβαλάω μαζί μου, το πόσες και πόσο ωραίες γκόμενες υπάρχουν στον γύρω χώρο, και το πώς ξεδιπλώνεται το ίδιο το γύρω περιβάλλον κάθε φορά. Σαφώς και μπορούμε να πιάσουμε κουβέντα με τις ώρες για καθένα απ αυτά τα τρία συστατικά- ας επικεντρωθούμε όμως στο τελευταίο. Παρατηρώ ότι με τα χρόνια έχω σταματήσει να σκανάρω τον χώρο συνολικά- ασχέτως με το τι κρίνεται σωστό ή υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχα "κατακτήσει" μετά από κάποια χρόνια ενασχόλησης με την απατεωνιά της τέχνης. Τι εννοώ λοιπόν.
Ζούμε σε μια σούπα. Σε μια κομπόστα. Μέχρι εδώ όλα καλά; Ομαδοποιημένοι με την χειρότερη έννοια του όρου, το μυαλό μας έχει συνηθίσει να υπεραναλύει μεν τα πάντα, αλλά με τον διεφθαρμένο τρόπο του επιχειρηματία-κομπιναδόρου πχ, ο οποίος μετατρέπει το εργατικό του δυναμικό σε μάζα, πατσά, πιάτο από μακαρόνια, και για αυτόν η κάθε έμβια μονάδα είναι σύμβολα από μελάνι σε χαρτιά. Έχουμε, με άλλα λόγια, γίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τεμπέληδες της εισροής ερεθισμάτων, τεμπέληδες πολυτελείας, μιας και, αναγκασμένοι να αποζητήσουμε την προσωπική βούληση ή ελευθερία επιλογής συμπερασμάτων (σαν φυσική αντίδραση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου απέναντι στην κομπόστα που προαναφέραμε), ομαδοποιούμε πράγματα και καταστάσεις και υπεραναλύουμε άχρηστες λεπτομέρειες ψάχνοντας καταφύγιο στην ψευδο-σιγουριά της επαλήθευσης μιας σάπιας καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό μας φέρεται σχεδόν ύπουλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτό που αποκαλούμε "απλές απολαύσεις" για την ομαλή αλληλεπίδραση με το τσιμέντο και τις γρήγορες εξυπηρετήσεις, στρεφόμαστε λοιπόν προς αυτές- μα, με ακόμα μια δόση ψευδοσιγουριάς ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας κατέχει αυτομάτως το μυστικό για την "επιστροφή στις ρίζες".
Η φύση μας είναι τέτοια, που σχεδόν από ενοχή, γινόμαστε μέρος ομάδων, σκεπτόμενοι το ότι το να πολεμάς ουτοπικά για κάτι είναι καλύτερο απ το να αναγνωρίζεις ότι η φύση του ουτοπικού είναι απ την βάση της μη καρποφόρα για την έννοια της "μάχης". Καταλήγουμε να ταμπελοποιήσουμε (εννοιολογικά) το περιβάλλον γύρω μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας προσωποποιώντας το σε θεότητες. Μια ανθρώπινη ανάγκη κατανοητή και ίσως λειτουργική, απ τη στιγμή που δοξάζοντας το πρόσωπο/θεό, σέβονταν περισσότερο το περιβάλλον απ' ότι το να κυνηγάνε το θείο στα συννεφάκια- όχι βέβαια ότι αυτή είναι και η κάποια λύση, αν υπάρχει, του προβλήματος.
Απ τη στιγμή που γίνει η ταμπελοποίηση, περνάμε σε ένα άλλο πεδίο αντίληψης, αναγκαστικά. Το περιβάλλον είναι μεν ένας οργανισμός, αλλά πλαστικός, στατικός, είναι "Το Περιβάλλον" και εμείς απλά επιπλέουμε τριγύρω του, περήφανοι που καταφέραμε να το προσεγγίσουμε έστω και με τα χίλια ζόρια. Ο Καλιγούλας μέσα μας φωνάζει, "Σκίστο. Ρήμαξέ το, βίασε το, έτσι θα το αγαπήσεις πραγματικά"- μια βάση κυνική μα με μια δόση αλήθειας, όταν είναι απογυμνωμένη από λοιπούς παράγοντες κερδοσκοπίας και όταν την κρατάμε στο θεωρητικό, προσωπικό επίπεδο. Διότι αν η Φύση όπως λεν είναι η Μάνα μας, το νεαρό λυκόπουλο θα τη δαγκάσει, θα τη γαμήσει, θα τη ματώσει, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ αυτό- γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει λόγο της φύσης του.
Οπότε, στο επίπεδο της αντίληψης που έχουμε μείνει, είμαστε σε δυο διαφορετικές εκτάσεις πραγματικότητας. Τα μάτια μας μέσα στο τρένο, στο λεοφορείο, στο αεροπλάνο, τα μάτια μας μέσα στο κεφάλι μας, και τα μάτια μας μέσα στο πεδίο του γύρου περιβάλλοντος. Αν πάμε σε καθαρά τεχνικούς όρους, και σύμφωνα με τη φύση τη δικιά μας, Φύση είναι ό,τι μας περικυκλώνει σε συσχετισμό με τις πράξεις μας- άρα οι τσιμεντοτιτάνες του σήμερα είναι η Φύση που αντιστοιχεί στο μαλακισμένο μας είδος. Ακόμα κι εκεί λοιπόν, στο απόλυτο γκρίζο, ή στην ακριβώς απέναντι όχθη, το απόλυτο πράσινο, η ουσία βρίσκεται στις γωνίες. Στις γωνίες, στην κουφάλα, στο σοκάκι, στο ξεραμένο κτήμα με την σκουριασμένη πόρτα, στη σπιταρώνα ανάμεσα στα δυο τεράστια πεύκα, στη καλύβα από ξύλο κάτω απ το γεφύρι που περνάνε κάθε πρωί οι αστοί με τους τετρακίνητους διαβόλους για να χτυπήσουν κάρτα.
Είναι το παζλ της κατανόησής μας για το γύρω χώρο. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταλήγω να εντοπίζω ασυνείδητα τα μικρότερα κομμάτια αυτού, να τα απομονώνω και να τα καθαγιάζω απ την πλάνη της πλαστικής οικουμενικότητας της όρασης. Δεν μιλάω δήθεν αντικειμενικά- και αλίμονο σε όποιον βιαστεί να αρθρώσει την λέξη "ψευτοκουλτούρα", αρχίδια στο στόμα του πριν προλάβει να τελειώσει. Πόσες φορές όμως δεν έχετε νιώσει την ανάγκη να μπείτε σε εκείνο το σπιτάκι, στο βάθος του τρίτου στενού δίπλα απ τις παλιές γραμμές του ΟΣΕ; Ή να περπατήσετε δίπλα απ το ποτάμι, για να βρεθείτε στο μικροσκοπικό (και ίσως ανούσιο για τα γούστα μας) ξέφωτο του οποίου το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το λίγο φως ηλίου που αντανακλάται πάνω στις χεσμένες πέτρες; (διότι ναι, δεν έχετε βρει μόνο εσείς το ξέφωτο αυτό, ας είμαστε ρεαλιστές). Και ακόμα σπουδαιότερα, πόσες φορές έχετε αισθανθεί την ανάγκη να είσασταν μια ανθρώπινη φωτογραφική μηχανή; Να μην αγγίξετε καν δηλαδή αυτούς τους μικρούς, άγιους χώρους, μα να μπορούσατε να τους κρατήσετε αθάνατους μέσα σας, όχι σαν κάδρο στον τοίχο των faux προσωπικών σας αναζητήσεων (ο Ταρζάν εκπολιτίστηκε, χωνέψτε το), αλλά σαν ερέθισμα, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές δημιουργικές διεργασίες και θα κρατήσει έστω και για λίγες ώρες μακριά, τον ιό που λέγεται καθημερινή τριβή σε οτιδήποτε. Γι'αυτά μιλάω. Μικρά, απλά και αυτονόητα από όλους- και με τόση σημασία όμως για τον καθένα μας.
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Einai gamato na parathreis kati gamato to opoio einai entetagmeno se mia megalyterh kai vareth eikona, auto ki an einai empneush gamwto
Δημοσίευση σχολίου