Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

ΟΝΕΙΡΟ.

Ήταν άνετα, μια επανάληψη. Το είχα ξαναδεί- ίσως με άλλες μικρολεπτομέρειες, αλλά το είχα ξαναδεί σίγουρα. Επίσης, περιείχε ένα μάτσο οπτικούς κώδικες που, τώρα, που έχω το προνόμιο να είμαι ξύπνιος αλλά να θυμάμαι, έχουν ξαναεμφανιστεί σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις.

Η βάση, ο σκελετός της δήθεν υπόθεσης, διότι σταθερή υπόθεση δε πρέπει να υπήρχε, ήταν ένας: Εγώ, σαν κάποιος άλλος, μίζερος και χωρίς όνειρα ή φιλοδοξίες, πιασμένος σε έναν ιστό καθημερινότητας, ρουτίνας και επαναλμβανόμενων πράξεων, συναντώ έναν γέρο κοσμηματοπώλη και τις δυο κόρες του (και έναν γνωστό της φαμίλιας/ "γιο" του πιο μετά) και μέσω αυτών αρχίζω να παρατηρώ τα λεπτά όρια της όποιας καθημερινότητας/πραγματικότητας μέσω της καθημερινής τριβής και αλληλεπίδρασης με αυτούς.

Τα πάντα ξεκινάνε από ένα μαγαζί με ρούχα. Μικρό, βρώμικο- θύμιζε τέλεια αυτό στο οποίο ακόμα και σήμερα δουλεύει σαν υπάλληλος η μάνα μου. Αλλά καμία μάνα τριγύρω. Μόνο εγώ και ένας σκελετός. Μπορεί να ναι και ψεύτικος, μπορεί και όχι, πάντως έχει μουστάκι και μιλάει. Δε ξέρω τι λέμε. Δε με νοιάζει και πολύ, μάλλον. Τα πάντα είναι γκρίζα. Απ έξω, απ τα παράθυρα και τις βιτρίνες, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Κόσμος. Ούτε Πεδίο. Και το Τίποτα, αν όντως υπάρχει απ'έξω, είναι κάλπικο- η υπόστασή του έχει εξαφανιστεί. Περνάνε ώρες, μήνες, χρόνια- όλα όμως δεν μας ενοχλούν ούτε μας απασχολούν διότι δε τα αντιλαμβανόμαστε, άρα δεν έχουν και κάποιο αποτέλεσμα πάνω μας. Εμείς απλά μιλάμε για το καιρό. Ναι, για ώρες, μήνες, χρόνια.
Όλα αλλάζουν μόλις στο μαγαζί εμφανίζονται ο παππούς και οι δυό κόρες. Ο οποίος παππούς έχει θολή φάτσα- πολύ θολή φάτσα, τα χαρακτηριστικά του δε διακρίνονται καλά, αλλά είναι στητός και ψηλός, και όποτε τον παρατηρούσες καλά, έφερνε στον Πικάσσο. Οι κόρες του, δε θυμάμαι καλά. Σίγουρα ήαν γνωστά μου πρόσωπα (απ το real life) αλλά δε θυμάμαι ποιες. Ο γέρος άρπαξε τον σκελετό και τον έκανε χίλια κομμάτια, πετώντας τον στο πάτωμα, μπροστά μου. Κανονικά, μιας και είχα περάσει τόσες δεκαετίες μιλώντας με αυτό το σκελετό, θα πρεπε να είχα στεναχωρηθεί ή θυμώσει, έστω- αλλά το συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου, όπως και τίποτε άλλο στο κόσμο. Ο γέρος με δυο χαστούκια, με πήρε απ το χέρι και με έβγαλε έξω απ το μαγαζί. Ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω: Να μυρίσω τη βρώμα του κόσμου, αλλά να δω και την ομορφιά (όπως αυτή απεικονίζεται σε ένα μωρό στο καροτσάκι, πχ). Όλα έμοιαζαν πολύχρωμα και χαρούμενα- σα να γινόταν πανηγύρι στη πόλη. Ο γέρος με έβαλε σε ένα αμάξι, και μαζί με τις κόρες του, φύγαμε για το σπίτι του.

(Κενό σημείο). Στο σπίτι του, το οποίο ήταν ένα συνοθύλευμα χώρων από σπίτια που χω δει στο real life, η Δράση ήταν κι αυτή κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αλλά θεατρική. Το θέμα ήταν το sex. Υπήρχαν φορές που με έδεναν σε ένα καναπέ και με άφηναν να βλέπω τον γέρο να γαμάει τις κόρες (με την άδειά τους) ντυμένος Ηλιογάβαλος (ή κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας), άλλες φορές με έβαζαν, με παντομίμα, να παραστώ το Δία, που μεταμορφωμένος σε οποιοδήποτε ζώο, ασελγούσε σε διάφορες νύμφες, άλλες φορές ήμουν ένας σεξουαλικά ανίσχυρος Προμηθέας και με τιμωρούσαν με καμτσικιές που έδωσα τη φλόγα στους ανθρώπους, άλλες φορές ήμουν το πνεύμα της εκδίκησης και βίαζα τις πρώην θύτριές μου με μίσος. Και πάει λέγοντας. Ο γέρος ήταν ο θεός-Προστάτης και ο θεός-Τιμωρός. Ο Μολώχ που αν τύχαινε να παραστρατήσεις απ το θεατρικό, σε κυνηγούσε και σε ράβδιζε ανελέητα, αλλά και αυτός που αν κάνεις τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσες, χαμογελούσε ικανοποιημένα και σε έκανε να αισθάνεσαι σα το σπίτι σου. Απ το σπίτι περνούσαν διάφοροι και διάφορες- μερικές απ αυτές ήταν πολύ γνωστές μου (και θα μας πάνε μέσα αν αρχίσω να τις γράφω), άλλοι δεν ήταν καν άνθρωποι αλλά ζώα που μίλαγαν ή αντικείμενα που μίλαγαν, και πάει λέγοντας.

(Κενό). Ξαφνικά βρέθηκα με το γέρο σε ένα μπαρ. Το οποίο μπαρ, ήταν τίγκα στους σκελετούς. Τίγκα όμως. Ο γέρος καθόταν σε ένα ακρινό τραπέζι με τη μία κόρη και με κοίταζε επίμονα. Εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω- κατευθύνθηκα προς τον ένα σκελετό και άρχισα να του μιλάω. Αυτός μου μίλαγε μηχανικά, αυτόματα, δίχως συναίσθημα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Κατάλαβα πόσο χρόνο είχα σπαταλήσει με σκελετούς, πριν. Διότι απ τη στιγμή που φυγα απ το μαγαζί, τα χρόνια έπεσαν πάνω μου ανελέητα, και είχα βγάλει ρυτίδες, είχα πάρει περιττά κιλά, είχα καράφλα και μεγάλη γενειάδα- απ το πουθενά. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα, έκανα δυο ρουφηξιές. Μετά, ένα σεντόνι που βρήκα πιο δίπλα- το πετάω πάνω στο σκελετό, και μετά του πετάω το τσιγάρο από πάνω. Αυτός έμεινε απαθής. Καιγόταν, ούρλιαζε μηχανικά- δεν ούρλιαζε ακριβώς, ΜΙΛΑΓΕ προσποιούμενος το ουρλιαχτό. Άρχισε να "μειώνεται". Στο τέλος έμεινε ένα μικρό καμμένο κομματάκι, σα κουράδα με τρίχες. Ή σα ρίζα. Κατάλαβα τι είναι ο θάνατος για τους σκελετούς. Τι με είχαν μάθει, ως τότε. Αν η ζωή, είναι σαν επαναλαμβανόμενος κύκλος, πρέπει να κάνουμε το κάθε θάνατο δημιουργικό, να τον δεχτούμε σα γιορτή και με μελαγχολία για το τι μας περιμένει στην επόμενή μας ευκαιρία- μα ποτέ δε θα μάθουμε αν θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία, οπότε ας νιώσουμε, ας νιώσουμε για να νιώσουμε και για τίποτε παραπάνω. Πήρα το κομματάκι και το έβαλα στη τσέπη. Ο γέρος χαμογέλασε και φύγαμε από κει μέσα.

(Κενό).Τα θεατρικά στο σπίτι συνεχίζονταν, λεπτομέρειες δε θυμάμαι. το σημαντικό είναι ότι στο φινάλε, ένας γνωστός του γέρου, υιοθετημένος "γιος" του (πήδαγε κι αυτός αβέρτα), με κάθισε σε έναν καναπέ, και μου είπε εν ολίγοις ότι πρόκειται περί σεξουαλικής μαγείας, ένα αρπακτικό σεξουαλικής ενέργειας που απεικονίζεται στο θολό πρόσωπο του γέρου, και ότι τους χρειάζεται για να μπορούν να συγκρατούν τα θεμέλια του κόσμου χαράς, χρώματος και ανεμελιάς στα οποία βρίσκομαι. Το τρομερό ποιο είναι; Ότι εν τέλει, ο τύπος μου λεγε ότι το real life σε περιμένει μόλις ξυπνήσεις διότι αυτό είναι ένα όνειρο και όσο κι αν γάμησες, δε μπορείς να το προβάλλεις σαν εναλλακτική πραγματικότητα. Το ίδιο το όνειρο όμως μου δειξε ότι καμία πραγματικότητα δεν είναι γκρίζα- οι σκελετοί είναι στις ντουλάπες μας, όχι δίπλα μας. Έτσι σήμερα θα πιω σοκολάτα και θα την νιώσω ως το τέλος, θα καπνίσω και ο καπνός θα με αγκαλιάσει από μέσα προς τα έξω, θα κοιτάζω τριγύρω και θα ξέρω τι ωραία που είμαι, επειδή ακριβώς δεν είμαι τέλεια- και αυτό αξίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: