Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Ζήτημα είναι.

Πασπάτεψα με το δάχτυλό μου την κλειτορίδα της, σα δρυοκολάπτης. Δε φάνηκε να το εκτιμάει καθόλου. Οι ρόζοι στα δάχτυλά μου δε νομίζω να βοηθούσαν, αλλά απ την άλλη, το θέμα δεν ήταν καν αυτό. Ήταν ότι μάλλον κανένας απ τους δυο μας δεν είχε σκοπό ή ψυχικό σθένος, ώστε να προσπαθήσει να χαρίσει ηδονή στον άλλο. Απλούστατα δε μας ενδιέφερε, και η όλη διαδικασία είχε καταλήξει μια αυτοματοποιημένη παρωδία που με έκανε να ήθελα να σκάσω στα γέλια- "πώς γαμιούνται άραγε τα ρομπότ;". Δε το έκανα όμως, προς σεβασμό στην παρτενέρ μου.

Σεβασμός που μάλλον βγήκε κι αυτός κούφιος. Σε μια στιγμή, μέσα στη νιρβάνα των άχρηστων και εντελώς εκτός τόπου και χρόνου σκέψεών μας, οι ματιές μας έτυχε να συναντηθούν. Και οι δυο είδαμε αυτό που έκρυβε ο καθένας κάτω απ το δέρμα του. Ξαπλωμένη, μια κοκκαλιάρα νυφίτσα με ανθρώπινο σώμα, με κεχριμπαρένια μάτια και λεπτά, κοφτερά δόντια κρυμμένα πίσω από συγκαταβατικά χαμόγελα, να αφήνεται στα αδέξια, ατσούμπαλα δάχτυλα ενός ανθρωπόμορφου κηφήνα, με κεραίες που έσταζαν σαπισμένο μέλι, σκατά και λάσπη, ακούνητος και ανίκανος να αισθανθεί κάτι παραπάνω απ όσα τον προστάζουν να αισθανθεί. Νομίζω πως ήταν λογικό με τέτοιες εικονοπλασίες και οι δυο μας να γυρίσουμε και να στρίψουμε τα μάτια μας αλλού.

"Νομίζω πως πρέπει να φύγεις", αυστηρό βλέμμα, σφιγμένα δόντια. Δεν χρειαζόμουν δεύτερη ειδοποίηση. Μάζεψα το πουκάμισό μου από το πάτωμα, φόρεσα τα παπούτσια μου και σε μια συγκινητικά ταιριαστή έκλαμψη που είχα για εκείνη τη στιγμή, προσποιήθηκα πως βαπτίζομαι, κάνοντας τις γνωστές χειρονομίες του παππά στο κούτελό μου, αλλά αντί για λάδι, είχα τα ελάχιστα, βεβιασμένα υγρά του μουνιού της. Πόνταρα στο χιούμορ για να κλείσει κάπως πιο ελαφρά μια ούτως ή άλλως κατεστραμμένη βραδιά, αλλά ακόμα μια αυστηρή ματιά, ανελέητη σα της λύκαινας προς τον κυνηγό που πλησιάζει τα νεογέννητά της, και κατάλαβα πως "πούλος" ήταν πλέον το παρατσούκλι μου.

Κατεβαίνοντας τη πολυκατοικία και αφήνοντας πίσω μου εκείνο το δωμάτιο με τα κόκκινα φώτα, τα φουλάρια κρεμασμένα στους τοίχους και τους υδρατμούς ελάχιστης ηδονής που γαμιόνταν βίαια με την υπέρμετρη τσιγαρίλα, κατάλαβα ότι μια εποχή είχε τελειώσει και μια άλλη αναμενόταν να έρθει. Σαν είδος, έρχεται η στιγμή που νιώθουμε ανίκανοι να γαμάμε απλά για απόλαυση- φαίνεται ότι το κλειδωμένο χαρτοκούτι των αισθήσεών μας παραμένει απελπιστικά ανέγγιχτο στην πιο σκοτεινή γωνιά της αλληλεπίδρασης με το χρόνο και τον χώρο. Ξεχνάμε πώς είναι να απολαμβάνεις ένα καλό γαμήσι. Και αυτό νομίζω ότι θα μας πληγώσει παραπάνω, απ το να χάσουμε την ουσία του "πραγματικού έρωτα". Το κατάλαβα σήμερα, το κατάλαβα χτες και προχτές, το κατάλαβα πριν μήνες, το κατάλαβα πριν χρόνια, και συνεχίζω να το καταλαβαίνω και τώρα, περπατώντας στο πλακόστρωτο, χαζεύοντας τους κώλους των παπιών στο ποτάμι, κάτω απ το λιγοστό φως μιας κολώνας που πορτοκαλίζει μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του χώρου. Απλά, λιτά και λειτουργικά. Ανάβοντας ένα τσιγάρο από κάτω της και παρατηρώντας το πώς τρεμοπαίζει το φως της, κατανοώ ότι εν τέλει δε με νοιάζει αν η ετοιμοθάνατη λάμπα παραδοθεί στο σκοτάδι. Διότι εγώ ακόμα θα κανίζω και θα παρατηρώ κώλους πάπιας στο ποτάμι.