Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Έτσι είναι, διότι έτσι πάει


Έτσι. Δώσε μας ευτελές, σιχαμένο, θρασύτατο υλικό προς βρώσιν για τα μάτια μας μόνο. Γουστάρουμε. Βλέποντας τα πράματα από τη μεριά του αθυρόστομου, a la Dario Fo, γελωτοποιού, δε κατάλαβα ποτέ το μένος ενάντια στην τετράγωνη πόρνη του σαλονιού. Δε περιμένεις να "μορφωθείς" από τη τηλεόραση, αν και, τόσα ντοκυμαντέρ που έχουμε δει δω πάνω από το ΣΚΑΪ λιωμένοι, κάτι μας έμεινε ("το χταπόδι είναι η τσίχλα του ωκεανού", τάδε έφη Γιώργης). Από τη τηλεόραση εγώ περιμένω, όταν την ανοίξω απλά για να υπάρχει, το μεσημέρι-απογευματάκι, να δω ένα μάτσο μαλακίες που θα με κάνουν να γελάσω, και κατ' επέκταση να γράψω. Και να γελάσω και με τον εαυτό μου.
Και πάρε φάση τώρα: Love Bites! Μα είναι υπέροχο!

Το σενάριο έχει ως εξής: μια καριόλα, στολίζεται νυφοπάζαρο φάση και παίρνει σβάρνα τέσσερα σπίτια, με τέσσερις καημένους σε κάθε ένα από αυτά, οι οποίοι της κάνουν το τραπέζι ρομαντικά, και στο τέλος, αφού ψάξει το δωμάτιό του, του δίνει τη βαθμολογία του σε καρδούλα, και την πουλεύει. Στο τέλος της βδομάδας, μαζεύονται όλοι σε ένα τραπέζι, και με τρόπο, τους ξεκάνει έναν έναν, μέχρι που δίνει στον τελευταίο από τους δύο εναπομείναντες μνηστήρες το ποτήρι κρασί (ή σαμπάνια είναι; ή μαλαματίνα; δε θυμάμαι) και κερδίζουν αμφότεροι μια εκδρομή πληρωμένη, με ξενοδοχειάρα πληρωμένη, με μάσα και πουλί πληρωμένα όλα. Γιούργια.

Σου χω εγώ όμως μανάρα μου, το καλύτερο σενάριο.
Λοιπόν, άκου δω:
Ας πούμε την γκόμενα Μαρία, ξέρω γω. Η Μαρία είναι 21 και έχει χόμπυ την ιππασία, ενώ έχει καβαλήσει άλογο μια φορά μόνο σε μια τσόντα, της αρέσει ο αθλητισμός (δηλαδή το τέννις), και ντύνεται κομψά, μια γυναίκα της εποχής της που της αρέσει να τραβάει τα βλέμματα (δηλαδή είναι μια καριόλα).
Και ξεκινάει η Μαρία στο πρώτο σπίτι.

Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει ο, ας τον πούμε, Μανώλης.
Η Μαρία έχει φροντίσει να δείχνει κάτι παραπάνω από θελκτική. Είναι γαμάτη και γαμάει και δέρνει. Και χτυπάει το κουδούνι και ανοίγει ο Μανώλης.
Ο Μανώλης είναι χοντρός, μες την τρίχα, με ξυρισμένο κεφάλι και γενειάδα. Ανοίγει τη πόρτα φορώντας μόνο ένα μποξεράκι, τίποτα άλλο. Τρεκλίζει και κρατάει ένα μπουκάλι Γιαννάκη Περπατητή άδειο- ξύνει δε, συνέχεια τα κωλομάγουλά του με μανία.

-Α. Συ είσαι. Έμπα μέσα.

Η Μαρία μπαίνει, αν και το μετανιώνει στη συνέχεια. Το σπίτι είναι ένα αχούρι, τραπέζι δεν υπάρχει, στοίβες από κουτιά από πίτσες και τσιγάρα παντού, μια χαλασμένη γραφομηχανή στη γωνία, ένας καναπές τίγκα στη βρώμα και πεταγμένα ελατήρια στα αριστερά. Η Μαρία νιώθει να λιποθυμάει από τη βρώμα. Οπότε αποφασίζει να το πάει στις δημόσιες σχέσεις.

-Και δε μου λες, τι επαγγέλλεσαι;
-Δεν επαγγέλομαι.

Ο Μανώλης ψάχνει στα ντουλάπια του. Η Μαρία προσπαθεί να καθίσει, χωρίς να της σφηνωθεί κανένα ελατήριο στον κώλο.

-Και...και...είδα τη γραφομηχανή! Γράφεις; Γιατί, ξέρεις, ένας θείος μ...
-Να σου πω; Θα μου τον πρήξεις τον πούτσο σήμερα; Ή όχι;

Χωρίς κανένα μορφασμό, πετάει μια κονσέρβα στο πάτωμα, ντολμαδάκια, και άλλη μία, φασόλια, ανοίγει και μια μπύρα, και λέει:

-Φαρμάκω. Γω πάω λίγο στο μπάνιο. Σα το σπίτι σου.

Και σε λίγο αρχίζει να αντηχεί στο σπίτι ο ήχος της ξερατίλας. Η Μαρία αισθάνεται άρρωστη. Η Μαρία παρατηρεί δέκα μύγες, στον τοίχο από δίπλα, να γαμιούνται παρτουζέ, και σε συνδιασμό με τις ρουκέτες του μπάνιου, τρέχει γρήγορα στην έξοδο, κατεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας πιο γρήγορα και από τον Κεντέρη.

Μέρα 1: Πουλί.
Η Μαρία δε το βάζει κάτω, όμως. Είναι μια φάρσα. Είναι μια σκευορία. Παίζουν με τα νεύρα της. Οπότε, σα γκόμενα της σειράς, θα στήσει οδόφραγμα στο μουνί της. Το θέλετε, μπάσταρδοι; Θα φτύσετε αίμα. Θα σας παλουκώσω. Θα σας εξολοθρεύσω έναν έναν. Θα σας χώσω σε φουρνάκια. Γενοκτονία θα με λέτε και θα κλάνετε μέντες.
Σίγουρη για τον εαυτό της, χτυπάει το κουδούνι του δεύτερου ραντεβού, την επόμενη ακριβώς ημέρα, ως είθισται.

Ανοίγει ο Λουκάς, ας πούμε. Ο Λουκάς, ας πούμε, είναι ψηλός, λεπτός, με μικρό μουσάκι και μπλούζα EYEHATEGOD. Ανοίγει τη πόρτα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. "Επιτέλους", σκέφτεται η Μαρία, ένας κανονικός άνθρωπος. Μέχρι που μπαίνει στο σπίτι.
Ένας τεράστιος καναπές, από τη μία άκρη του τοίχου μέχρι την άλλη. Ένα τραπεζάκι στη μέση. Στον καναπέ, καμιά 20αριά άτομα, στο τραπεζάκι δε, κομμένα χαρτόνια και τίγκα στα χαρτάκια, τον καπνό και σπόρια από χόρτο. Το σπίτι βρωμάει χασισοπουτσίλα- έχουν δε, αναμμένο, ένα τεράστιο "εξκάλιμπερ", το οποίο και περνάνε από χέρι σε χέρι. Η Μαρία μένει αμίλητη- και παρατηρεί ότι όλοι έχουν το ίδιο χαμόγελο με τον Λουκά, και τα ίδια πρησμένα μάτια επίσης. Μέχρι το πλακάκι. Μέχρι το πάτωμα.

-Καλώστηνα....λοιπόν...μφφφχεχεχε....να σου πω....
-Εεε...; Παρακαλώ...;
-Ξέρεις να στρίβεις;
-Ορίστε;
-Να στρίβεις λέω...να. Πάρε. Τσίμπα.

Της δίνει τα "στριφτικά" και το φακελάκι με τη "τσουκνίδα", και αράζει μαζί με τους άλλους, ρουφώντας επίσης.

-Και να σου πω. Χαλαρουίτα. Χτυπάω ένα τηλέφωνο, αν σου' ρθει ληγούρα, και έρχεται ψωμάκι με κεμπάπι εξαίσιο, από την καλύτερη σουβλακερί της περιοχής!

Η Μαρία πέταξε τα στριφτικά στο πάτωμα, και αποχώρησε ρίχνοντας σταρίδια, ενώ από πίσω ακουγότανε μια βουή από πολλαπλές φωνές, "Και γω!", "Πωπω μαλάκα Λουκά και γαμώ τις ιδέες έριξες", "Ληγούρα", "Πφφφφχχχχχγκχ, ποιανού σειρά είναι;"/

Η Μαρία έχει κάψει φλάντζες. Η Μαρία σκέφτεται σοβαρά να τα βροντήξει όλα. Θεέ μου, τι ανώμαλοι κυκλοφορούν; Ποιος τους επέτρεψε να λάβουν μέρος στο παιχνίδι; Και γιατί στο βιντεάκι, πριν την συνάντηση, φαίνονταν μια χαρά; Ή μήπως ήταν άλλοι;
Όλα κι όλα. Μαρία, κοριτσάρα μου, είσαι πλέον αμαζόνα. Με τη πρώτη ευκαιρία, βγάζεις μαχαίρι και κόβεις πουλί από τη ρίζα. Καμία ευκαιρία. Το τέλειο γεύμα. Αυτό απαιτείς και δε συμβιβάζεσαι με τίποτα λιγότερο. Ξεκίνα. Όρμα.

Με τρεμάμενα χέρια, ακουμπάει το τρίτο κουδούνι. Το σκέφτεται τρεις φορές, το σκέφτεται τέσσερις, αποφασίζει ότι, ας τελειώνει το θέμα. Μια ψυχή που'ναι να βγει, όσο θέλεις βρόντα.

Ανοίγει ο Σταμάτης. Γοητευτικός. Κουστούμι δίχως ίχνος στραπατσαρίσματος ή, θεός φυλάξοι, βρώμας. Κοντοξυρισμένος στη μούρη, μαλλί πιασμένο πίσω με ελαφριές δόσεις ζελέ, σκαρπίνι γυαλιστερό, τριαντάφυλλο στη τσέπη στα βυζιά. Χαμογελάει και μοιάζει ο γαμώ, ο δέρνω. Ο κατέχω την κλειτορίδα. Η Μαρία μένει κούτσουρο.

-Περάστε δεσποινίς. Παρακαλώ.

Χειροφιλήματα, ιστορίες. Ό,τι γουστάρει το Μαράκι. Δε γαμιέται; Το σπίτι είναι ο ναός της χλίδας. Έπιπλα ποιότητας. Σκόνη πουθενά. Τραπεζάρα στο μπαλκόνι με θέα δυο βοσκούς να γαμάνε ένα κατσίκι στο καταπράσινο βουνό ("βουκολικό φολκλόρ της φύσης" το περιέγραψε στο μυαλό της η Μαρία και αισθάνθηκε και περήφανη, μέσα στην εμποροπανήγυρη του πλεονασμού), αστακομακαρονάδες, σαμπάνιες, γλυκά από το Πακιστάν που γαμούσαν και έδερναν. Χαλαρή κουβέντα, ρομαντική και ερωτική. Μπλα μπλα μπλα. Μπλα μπλα μπλα. Όλα καλά.

-Και τώρα, να δω το δωμάτιό σου;
-Βεβαίως. Εγώ πάω στη κουζίνα να φέρω λίγο παγωτό με κρέμα από δέρμα πάπιας.

Κρέμα από δέρμα πάπιας. Χλίδα, ε Μαρία; Χαμόγελο στον Θεό. Μπουκάρει στο δωμάτιο. Όλα στη πέννα. Κοστούμια "μάρκας". Οικογενειακές φωτογραφίες με κάτι μόμολα. Κρεβατάρα πενταπλή. Όλα εξαίσια. Ας ψαχουλέψω τη ντουλάπα. χμ; Τι είναι αυτό; Ένα γυναικείο μοντέλο από χαρτόνι, όπως αυτά που βάζανε σε διαφημίσεις έξω από φαρμακεία, για αντι-ηλιακά. Με μαγιό και τέτοια, γκόμενα καστανή δεκαετίας 80. Χμ, χαμογελάει η Μαρία, τι είναι αυτό;
Βγαίνει από το δωμάτιο με το χαρτόνι-γκόμενα στα χέρια, γελώντας.

-Τι είναι αυτό, βρε Σταμάτη;

Ο Σταμάτης εκτοξεύει στον τοίχο τα μπολάκια με παγωτό που κράταγε, και ορμάει πάνω της, ρίχνοντάς την στο έδαφος.

-ΠΟΥ ΤΗ ΒΡΗΚΕΣ;;; ΜΗ ΤΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙΣ!!!! ΜΗ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!!!

Αρχίζει και σφίγγει το λαιμό της Μαρίας. Μέχρι που και η λίγη ανάσα που έμεινε, αιωρείται στον αέρα. Ο Σταμάτης αγκαλιάζει το χαρτόνι και το χαϊδεύει, ψελίζοντας, "ξέρεις πως μόνο εσένα αγαπάω. Ηρέμησε. Ηρέμησε. Σςςς. Θα τη θάψουμε, θα τη θάψουμε τη σκύλα δω πιο κάτω. Σςςς, ηρέμησε, ηρέμησε. Όλα καλά τώρα".

Και η εκπομπή αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να ρίξει δελτίο ειδήσεων έκτακτο για τη νέα κυβέρνηση, και από αύριο, με μαγικό τρόπο, άλλη γκόμενα περιμένει στη σειρά, και άλλοι μνηστήρες ψάχνουν την Πηνελόπη τους.
Πού ναι ο πούστης ο Οδυσσέας με το τόξο; Πού ναι;


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ


Αντί για τη Μαρία, έχουμε τον Αντρέα. Περιμένει πώς και πώς να δει τη γκόμενα. Έχει ετοιμάσει το σπίτι, έχει ξεκωλωθεί να μαγειρέψει αρνάκι με κρέμα άσπρη, έχει φτιάξει ατμοσφαιράρα με κεράκια και ηλίθιες παπαριές που χρησιμεύουν μόνο για να μη βρωμάει το σπίτι σκατίλα.
Και χτυπάει το κουδούνι.
Και ανοίγει, και το χαμόγελό του γίνεται στάχτη, καθώς η γκόμενα, η Βούλα, είναι μεγάλη σα νταλίκα, με κατσαρά μαλλιά τίγκα στη λίγδα, τεράστια γυαλιά, και με το φρέσκο κρέας να κρέμεται μέχρι το πάτωμα. Μια τεράστια, διεστραμμένη πινιάτα, που μπορεί να σε καταπιεί στον ύπνο της για πλάκα.

-Γειααααα!!! Είσαι ο Αντρέας! Γειιααααα!
-Χμμμφ; Αααα, ναι, γεια σου, γεια. Εεε...πέρνα;

Στο τραπέζι, εκτός του ότι το αρνάκι δε θα φτάσει, ο Αντρέας φτάνει επίσης και στη διαπίστωση, ότι το πράμα είναι απλό: Γίνομαι καθίκι. Φουλ επίθεση. Να με μισήσει και να μου βάλει 0/10. Αυτό είναι.

-Οπότε, Βούλα...χμ.... δε μου λες. Τρως γενικά πολύ, ε;
-Ααααα, ναι, ναι, το' χουμε αυτό: είμαστε όλες φαγανές στο σόι μου!
-Αχά. Αχά. Γι'αυτό είσαι σα γαλότσα, να υποθέσω, ε;

Η Βούλα μένει κάγκελο. Και πριν ο Αντρέας προλάβει να χαμογελάσει για να γιορτάσει την επιτυχία του, μπήγει η τύπισσα τα γέλια. Ακούστηκε σε όλο το τετράγωνο.

-Αααααχ, άτιμε, πώς τα λες! Χαχααχαχαχααχ!
-Δε κάνω πλάκα! Όταν σε πρωτοείδα, νόμιζα ότι γκρεμίζανε καμιά πολυκατοικία από δίπλα, και τσούλησε η μπάλα του γερανού έξω από τη πόρτα μου!
-Χαχαχαχαχαχαχααχρρρρ!!! Σταμάτα, χαχαχαχαχαχα, φτάνει!!!
-Είσαι τόσο χοντρή, που κάθε φορά που φοράς καπελάκι τριγωνικό από παιδικό πάρτυ, τα πουλιά έρχονται και αράζουν πάνω σου γιατί σε περνάνε για ρινόκερο!
-Ααααααααχαχαχαχαχαχαχα!!! Ααααααχ, εκτιμώ το χιούμορ σε έναν άντρα στο μέγιστο! Είσαι υπέροχος!!! Αααχ...

Μαλακία. Αντρέα, άλλαξε στυλ. Αντρέα, κάνε μαλακία με το φαγητό.

-Πάω να φέρω επιδόρπιο...μισό λεπτό, ναι;
-Βεβαίως!

Λύση ανάγκης. Πετάει το τσιζκέηκ από τη θεια του, ανοίγει το ντουλάπι και βγάζει μια σακούλα πατατάκια. Και χαμογελάει σαρδόνια.

-Λοιπόν. Το επιδόρπιο. Πατατάκια. Με αλάτι.
-Αχ, μες το μυαλό μου είσαι! Η αλήθεια είναι ότι δε τρώω πολύ, είμαι σε δίαιτα, και θα με έφερνες σε δύσκολη θέση αν μου σέρβιρες γλυκά! Να'σαι καλά! Είσαι τέλειος!

Ο Αντρέας νιώθει τη γη κάτω από τα πόδια του να σείεται. Είναι καταδικασμένος.

-Να πάω να δω το δωμάτιό σου τώρα;
-ΟΧΙ! ΟΧΙ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ ΦΑΛΑΙΝΑ, ΝΑ ΜΗ ΠΑΣ! ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΝΑ ΠΑΣ!
-Ξέρεις; Έχεις απόλυτο δίκιο. Το θεώρησα χαζό κι εγώ από την αρχή. Τι κανόνες είναι αυτοί; Είσαι υπέροχος, μέσα στο μυαλό μου. Το σέβομαι! Πάρε τη βαθμολογία σου!

Ο Αντρέας λιποθυμά.
Και μόλις ξυπνάει, είναι στη Βραζιλία, σε πανάκριβο δωμάτιο ξενοδοχείου πληρωμένο, με τη Βούλα να του πέφτει πάνω γυμνή και να τον βιάζει.

Ο Αντρέας έγινε μοναχός.

2 σχόλια:

Flonsavardu είπε...

αυτά παθαίνεις άμα βλέπεις ελληνική τηλεόραση.

Λιος είπε...

ελληνική, πακιστανική, τούρκικη, είναι πηγή γέλωτα.