Θυμάμαι μικρός, που ήμουνα στις "κούνιες".
Παρατημένες, εξαθλιωμένες βέβαια,
χαλίκια σκέτα, με πέντε σανίδες τεράστιες να σχματίζουν "πύργο"
και μια τσουλήθρα στη μέση, και ένα δίχτυ για σκαρφάλωμα αριστερά
("δίχτυ" που ήταν φτιαγμένο από κατουρημένο καραβόσκοινο)
αλλά γούσταρα.
Ήταν γαμώ, υπέροχα.
Και ήταν ο πατέρας μου, ο μόνος υπομονετικός άνθρωπος σε αυτή τη ζωή
και η αδερφή μου που θα'τανε... δε θυμάμαι πόσο χρονώ
ούτε γω πόσο ήμουνα
αλλά πιτσιρικάς κάργα ήμουνα σίγουρα,
και η αδερφή μου 5 χρόνια πιο νέα.
Και να παθαίνω έκσταση που βρήκα τις κούνιες
και να τρέχω προς το μέρος τους
κοιτώντας όπου να'ναι
έτρεχα μπροστά
κοίταγα πίσω τον "μπαμπά" και χαμογέλαγα
και πάλι μπροστά
και να συνεχίζω να κοιτάω πίσω τον "μπαμπά"
και μόλις γυρνάω να δω μπρος μου σαν άνθρωπος
βλέπω μια σανίδα τεράστια στη μάπα μου μπροστά
και μετά ένα ΓΚΜΠΟΥΜΜΜΜΜ
και τέρμα.
οριζοντιώθηκα στις πέτρες
κεφάλι σκατά
πλάτη σκατά από τις πέτρες
και ένας πατέρας να τρέχει έντρομος
και μια αδερφή να γελάει
(και γω το ίδιο θα κανα στη θέση της)
Και τρέχει η κλεψύδρα
και αδειάζει το μπουκάλι
και παραμυθιάζεσαι ότι είσαι δήθεν γέρος
(τρόπος του λέγειν)
και ότι ποτέ δε θα κάνεις αυτό που θες
(και καλά κάνεις, να τρέξεις σήμερα, όχι αύριο)
και τρέχεις όλη μέρα
και προσπαθείς να φανταστείς πώς μυρίζει ο κόσμος
για να πάρεις μιαν ιδέα
και βλέπεις ότι η ίδια παιδική χαρά, οι "κούνιες" του παρελθόντος
είναι μέχρι σήμερα στη γκλάβα σου μπροστά
διχτάκια από καραβόσκοινο ειν τα ουίσκια
τσουλήθρα η ψυχολογία σου
σανίδες τεράστιες που σκαν στα μούτρα σου,
οι έρωτες οι παλιοί και δήθεν νυν και ουσιαστικά παλιοί
και κάπου ξυπνάς
και βλέπεις ότι τα χαλίκια δε σε πονάνε πλέον
οριζοντιομένο στη παραλία,
αλλά σου ψιθυρίζουν μυστικά
και εσύ, λες και είσαι πηγάδι
τα διαδίδεις εδώ κι εκεί
μέχρι που η αλμύρα φεύγει απ τα χαλίκια
μέχρι που η δρόσα εγκαταλείπει
και μένεις ένας μαλάκας με σπασμένη πλάτη και αυτοπεποίθηση
να αρνείσαι έρωτες και να το παίζεις λεβέντης.
Ξέτε κάτι, ρε, γαμώ την Αγία Κατερίνη γαμώ;
Το μόνο που άλλαξε ουσιαστικά από τότε,
ειν το μουστάκι, που πύκνωσε με τα χρόνια πολύ, και τα μούσα.
Και ξέτε και κάτι άλλο;
Εκεί θα μείνει, που'ναι.
Σκανταλιάρης, χαλαστρομπανιστηρτζής, πυγμαίος συναισθημάτων
αλλά την άκρη θα τη βγάλω.
Παρέα με όσα θέλω να κάνω
(και όσα θες, και όσα θέλει ο τάδε
το "εγώ" σε τέτοια κείμενα είναι λύση ανάγκης,
όχι ανάγκη ίδια)
και με όσα ποτέ δε θα κάνω,
να μου ρίχνει φως ο ήλιος από συναισθήματα που καταπίεσα,
άλλα, που πιέζω τώρα για να λάβω ό,τι ήθελα εδώ και καιρό,
και στο τέλος;
Ένας χοντρός να κατουράει τον τοίχο.
Να λέει για αγάπες, κανόνες, ψευτοϊδεολογίες
και να ψοφάει μια ώρα αρχύτερα
όπως πήγε να γίνει κάποιες φορές το τελευταίο μήνα.
Και καλά να πάθει.
Αν δε καταλάβει ότι,
καρδούλα μία έχεις.
Τη σφίγκεις μέχρι να γίνει σταγόνες.
Κουβά έχουμε;
Ποτέ.
Να'χα 10,000 ζωές στη διάθεσή μου,
να έκανα ό,τι γούσταρα
να μη στεναχωρούσα κανέναν
και καμία.
(και ξέρω ότι ίσως διαβάσεις το post αυτό,
και ξέρω ότι ξέρεις ότι εννοώ εσένα, χμ;)
Κανέναν και καμία
να μη στεναχωρούσα
και να ξεπέρναγα τη μαλακία
του ότι
πρέπει να αγαπήσεις ή να αγαπηθείς.
Φακός! Κάμερα! Φώτα!
Είσαι μόνος/μόνη.
Και θα το τραβήξω κι άλλο.
Και θα σας κουράσω.
Και θα μου ρίχνετε καντήλια
(αν μέχρι τώρα δεν έχετε καταλάβει ότι δε με νοιάζει κιόλα)
αλλά
η μόνη μου αγάπη
το τελευταίο διάστημα
(και μιλάμε για πολύ μεγάλο διάστημα, γάμα το)
είναι να κοιτάω μπουκάλια ουίσκυ σε μπαρ
κάτω από χρυσοπορτοκαλί φωτισμό
και να συλλογιέμαι,
"θεέ μου.
Έτσι ένιωσες, πάω στοίχημα,
όταν έφτιαξες τον πρώτο άνθρωπο.
Χωρίς τα σκατά και τη λάσπη, βέβαια".
Ηλίας, όβερ και άουτ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
α. (είδες τι νωρίς που ξύπνησα;)
το ζήτημα δηλαδής σαν να λέμε είναι να προλάβουμε; εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. εγώ τώρα που αγάπησα, το ζήτημα μου είναι ότι ο χρόνος που απομένει είναι παραπάνω απ' όσο θα θελα να ήταν, αν μου στερήσουν αυτό που αγαπώ. βαριέμαι, δεν θέλω να αγαπήσω άλλον, ούτε να αγαπηθώ από κανένα άλλον.
και γάμησέ τα δηλαδή.
Δημοσίευση σχολίου