Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Υπέροχες μέρες

Καθόμουνα και θυμόμουνα σήμερα τι μου λεγε ο θείος, ιστορίες με πρέζα και τραβέλια στον πάνω όροφο να παίζουνε χαρτιά και να φωνάζει η γηραιότερη, η "μητριά", "Εγώ έχω τον άσσο!"

Και μετά να τις βγάζουνε φωτογραφίες και αυτές να μαζεύονται και να φωνάζουν, "Τζου-τζουυυυυ" πριν τις χτυπήσει το φλας στη μούρη.

Μου λεγε και για έναν συγγενή του, που σάλπαρε με καράβια και είχε μαστουρώσει από τη βενζίνα, και φώναζε στον καπετάνιο, "ΦΩΣ ΕΥΘΕΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ", ενώ δεν υπήρχε τίποτα, παρά η μαύρη η σαρκίλα του ωκεανού τη νύχτα.

Μου έλεγε και για το πώς νιώθεις τυλιγμένος σε ζελατίνα, σα να περπατάς σε σύννεφο, μόλις ρουφήξεις ηρωίνη, μέχρι να έρθει η φάση που θα κοιμηθείς όρθιος και θα κάψεις τη μούρη σου με το τσιγάρο που καπνίζεις εκείνη τη στιγμή.
--------
Ο έταιρος Γιώργος της παρέας, μου έλεγε για σκοτοδείνες.

Για απόλυτα σκοτάδια, για έντερα που φουσκώνουν σα μπάλες μπάσκετ, με γιατρό να προτείνει να παρατήσει το μπουκάλι ευθύς αμέσως και ο ίδιος να πίνει σα πούστης με το που βγαίνει από το ιατρείο.
-------
Ο Φώτης και ο Γιώργος, Αυστραλοί πορτιέρηδες και φίλοι καλοί και σταθεροί, μου έλεγαν για γκόμενες που κοβόντουσαν στα χέρια για να απειλήσουν τον πορτιέρη να τις βάλει μέσα, ειδάλλως θα τους έχωναν το χέρι στη μούρη για να κολλήσουν αρρώστιες.
Ο Γιώργος έχασε το σαγόνι του σε στήσιμο έξω από ένα μαγαζί, με καμιά 20αριά Αλγερινούς (ή ήταν Τούρκοι; ή άλλο;), και τώρα έχει λαμαρίνες.
Ο Φώτης έχασε το δάχτυλο στην οικοδομή, για έξτρα λεφτά, και τώρα κάπου έχει πάθει κοκομπλόκο. Κατανοητό.
Πριν, του γύρισε το χέρι, κοπανώντας έναν τύπο στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Και στο χωριό ξερίζωνε μεθυσμένος δεντράκια, περπατώντας και σφυρίζοντας εκτός ρυθμού, μα χαρωπά.
------
Ο δάσκαλος, ο πάλαι ποτέ, διακινούσε ντρόγκια, και κάποτε ήθελε να μας πάρει, με τον Μιχάλη, να δουλέψουμε στην επιχείρηση. Πούλο και μακριά.
------
Ο Μιχάλης, μέγιστος λάτρης της παρτούζας.
Ανακάλυψε ότι δε μπορεί πλέον να γαμήσει μοναχός του, χωρίς παρέα.
Αλλά το βρήκε το μυστικό. Είναι άρχοντας.
------
Ο έκφυλος ο Σωτήρης, να λέει για ξενοδοχεία στην Κροατία
(ή είχε πάει αλλού; δε θυμάμαι)
ένα βρώμικο αχούρι, που ο ιδιοκτήτης τον κέρασε ένα περίεργο πράγμα
σε μπουκάλι νερού, κάτασπρο, κανείς δε θυμάται τι είχε μέσα
ήπιε δύο μπουκάλια, μισοπέθανε,
και ξέρασε τα πάντα με χαμόγελο
------
Ο Λαρσαίος πάλι, ο Γιώργης, έχει ένα μάτσο ιστορίες από ζιγκολίκια στα 17 του.
Που αν θέλει, θα τις γράψει.
Αν όχι, χάνεται πηγή άφθονου γέλωτα.
------
Και μέρδασα σ'όλα, να ακούς και τη φωνή της μάνας σου,
"Πήγα μισοπεθαμένο λιάρδα τον πατέρα σου στο νοσοκομείο, τότε.
Κανόνισε. Δε το ξανακάνω για κανέναν λόγο, καψερέ μου- κανόνισε τι κάνεις".

Υπέροχες μέρες, έρχονται μπρος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: