Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Καληνύχτα Βρωμόσκυλε 3;


Ο Παύλος, ο απόστολος, εμίλησε και τα έχωσε χοντρά: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερέχουσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστίν εηουσία ει μη υπό Θεού, αι δε ούσαι υπό Θεού τεταγμέναι εισίν ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν, οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται".

Πύρινος επιστολέας!

Ματωμένος στο γόνατο, ξυπνώντας το πρωί μετά από γερό μεθύσι, με το σεντόνι μου τίγκα στο αίμα, και ξεραμένο αίμα και στο πάτωμα επίσης- ο Παύλος, ο πύρινος επιστολέας προς τους Ρωμαίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, μου σκουντάει τον ώμο, με δάχτυλα ζμπαραλιασμένα και τίγκα στη μαυρίλα, στο μαυρόχνουδο.

-Όλες οι εξουσίες είναι δοσμένες από το Θεό! Θα υπακούς στις εξουσίες! Αν όχι, είσαι δαχτυλοδεικτούμενος! Αντιδραστικός! Εν τέλει, ενάντια στις διδαχές του Κυρίου.

Υπέροχες Κυριακές, με παραισθήσεις για πρωινό.
Κυριακή ήτανε;
Ο απόστολος με κυνηγάει, με σούρνει αποπίσω ενώ τρίβω τα μάτια μου με δυσκολία και τρεκλίζω προς το κατουρητήριο. Συνεχίζει να μου τα ψέλνει ακόμα και κατά τη διάρκεια που αδιεάζω τις κατουροσακούλες μου, επίπονα και ζαλισμένα. Αναγκάζομαι να τον διακόψω.

-Εϊ, εϊ, εϊ. Ως εδώ.
-...και οι εχθροί του Κυρίου θα...
-Σκασμός. Σους. Αρκετά.

Τον πιάνω απ' τον γιακά και τότε το βλέμμα του γίνεται σαν παγιδευμένου ελαφιού, και το βουλώνει μέσα σε δεύτερα.

-Είσαι στο μυαλό μου. Δεν είσαι καλύτερος, σα να λέμε, από τους κοντούς καράφλες του lucid dreaming, το βράδυ. Πάρε πούλο πριν αναγκαστώ να σε διώξω μόνος μου. Ζαλίζομαι και δεν έχω καμία όρεξη.

Με σιωπηλή υποταγή και σύννεφα μετάνοιας, σπάνιο για τον Παύλο, έγινε αέρας μέσα σε δεύτερα. Με σιωπηλό μουγκάνισμα και χρυσούς αφρούς, συνηθισμένο για το πέος μου, τελείωσα το κάτουρο και αποφάσισα να ντυθώ. Αργά και σταθερά.

Η μέρα ήταν πορτοκαλιά και ασάλευτη, η ζωή είχε σταματήσει να κινείται και περίμενε υπομονετικά να κινηθεί κάποιο γρανάζι. Ο πειραματισμός μας χτύπαγε τη πόρτα, οι ασημένιοι μεταξοσκώληκες από συνήθειες-που-θα-έρχονταν άρχιζαν να σκίζουν το κουκούλι τους με νύχια ξένα, κλάνοντας μετάξι- και θαρρώ πως είδα φτερά μπουρδελιάρικα να σιγοβγαίνουν απ' το πρώην πανάλαφρο φυλάκιο του κτήνους, της βρωμιάς- μα δε κάθισα να το ψάξω παραπάνω.
Ο πειραματισμός μας χτύπαγε τη πόρτα.
Σήμερα θα κάναμε test drive στον γλυκάνισο. Καλό test drive. Αφορμή για κατανάλωση.

Είναι αστείος ο νους μερικών απο μας.
Βαπτίζουμε κατανάλωση οτιδήποτε φοβόμαστε να πούμε με το όνομά του:
Κατάχρηση.
Διότι κάποτε μας έμαθαν για μια πόρνη Βαβυλώνα, καβάλα στο έκτρωμα με τα πουτσοκέφαλα και τις κορώνες, που πετάει βλαστήμιες προς τον Κύριο- έχω αρκετούς γνωστούς λοιπόν που θα μπορούσε να καβαλήσει η κυρία Πόρνη.

Το μεσημέρι έλαμπε απογοητευμένο, σαν ασημένιο μετάλλιο σε λαιμό ονειροπόλο και φιλόδοξο. Ό,τι ξύλο υπήρχε στο πλακόστρωτο του ποταμιού είχε ποτίσει από ψες, αλλά αρνιόταν πεισματικά να ξεράσει το βροχονέρι. Η τιμωρία του να ανέχεσαι τα πάντα- και έλεγα, παγκάκια είμεθα, παγκάκια γίναμε; Ή σκέτα δοκάρια, σκοροφαγωμένες λιτανείες για παπατζήδες δράσεων και αντιδράσεων;
Ο ήλιος σουρνώτανε, έλιωνε μαζί μας. Δεν ήταν ο μήνας του. Κάθε μήνας έχει τη δικιά του σχέση με τον ήλιο και το φεγγάρι. Ο Δεκέμβρης είναι η ηλιακή ηρωίνη. Κάνει τον ήλιο πρεζάκια, και ταυτόχρονα κατουράει τις μελανιασμένες φλεβότρουπές του γελώντας. Υποφέρει ο ήλιος το Δεκέμβρη, αλλά γουστάρει. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι, απ' την άλλη, καλοπερνάει. Κεραυνοβολεί ερωτευμένους και σκορπάει μούλικα, τρύπια στις συναισθηματικές τους γούνρες μπασταρδάκια, ή εκτοξεύει βέλη ασημένια σε οχτρούς, μαλωμένους, παρεξηγημένους, και γεννοβολάει το φόνο- και το γελάει, όταν το πορφυρό ποτάμι από στιγμιαία λάθη κυλάει περήφανα στο τσιμέντο.

Ο Κρόνος ο πούστης φταίει για όλα.
Ο Ολυμποφάγος!
Ο Καλοφαγάς!
Ο Μερακλής!

Εκείνο το απογοητευμένο μεσημέρι, πορμηθευτήκαμε τσίπουρα. Τίγκα στο γλυκάνισο. "Πειραματισμός" λέγαμε- τι πειραματισμός; Περισσότερο αφορμή για μάζωξη. Και κατανάλωση. Όχι. Κατάχρηση.
Ωραίοι, συμπαθητικοί νοματαίοι είμασταν. Ανώμαλοι μα απόλυτα ομαλοί για τις ζωές μας, χυδαίοι μα απόλυτα άγιοι για τις προθέσεις μας. Έστω, τις προθέσεις των περισσότερων από εμας.
Και το πάτωμα καιγόταν με κάθε γουλιά, και το ποτάμι βέλαζε δήθεν για να μας σαγηνεύσει αλλά στ'αρχίδια μας τα βελάσματα, και οι πάπιες έσκουζαν και χτύπαγαν δυνατά τα φτερά τους κάθε φορά που κάποιος από μας αφαιρούσε το εσωτερικό του στόμαχού του προς το μέρος τους, και οι φαμίλιες οι καλοντυμένες στραβομουτσούνιαζαν και έπαιρναν μακριά τα κούτσικά τους από το μέρος μας, οι δε πατεράδες, μεταμφιεσμένοι τραπεζίτες ακόμα και αν έκοβαν γύρο όλη μέρα, πολύ θα ήθελαν να μας ρίξουν στο δόξα πατρί.
Γιατί;
Ποτέ δεν έμαθα.

Μαστιζόμεθα από την αρρώστια του ψυχαναγκαστικά αλκοολικού. Ο ιός αυτός χτυπάει στο ψαχνό οποιαδήποτε ηλικία, μα κυρίως στρογγυλοκαθίζει τα καπούλια του τα ρημαγμένα στους φοιτητές. Σκατάνθρωποι, κουράδες με πόδια και χέρια και μεγάλα στόματα, πιερότοι με ξεσκισμένα κωλοβάρδουλα που ντρέπονται να κοιτάνε στο καθρέφτη, καταπιεσμένα κωλοτσάκαλα που τους έκοψαν το κρέας με το ζόρι και τρέφονται από σωληνάκια. Θυμάμαι ακόμα πριν κάποια χρόνια, μια γκόμενα που προσπαθούσε πάρα πολύ σκληρά να πείσει εκ των έσω κι εκ των έξω, ότι είναι ανέγγιχτη. Θαραλλέο ρεμάλι. Ανεξάρτητη. "Καμμένη". Ελεύθερη.
(ελεύθερη...)
Σουρνόταν μετά από 5 μπύρες στο πεζοδρόμιο, σε βαθμό παρεξηγήσεως. Γουργούριζε και χασκογέλαγε μαλακισμένα κάθε 4 δεύτερα, τα κόκκινα κοντά αγορέ μαλλιά της σκούπιζαν σκυλοκούραδα και πεταμένα κουτάκια ΝΤΕΠΟΝ, τα πολύχρωμα, επιμελημένα ατημέλητα ρούχα νεράιδας της, έμοιαζαν να υποφέρουν, να μην την αντέχουν ούτε αυτά, και να χάνονται σε ετοιμοθάνατα κίτρινα λαμπιόνια εκ των άνωθεν, που λες ότι αν είχαν μάτια και στόμα, θα την κοίταγαν με ντροπή και θα την έφτυναν, με χλεμπόνια, τάλαρα από σπίθες και χαμένη αξιοπρέπεια αιώνων.
Έχω μαζέψει ανθρώπους 45 και φεύγα απ' τον πεζόδρομο, πραγματικούς αλκοολικούς, και πολύ ωραίους τύπους, τελείως κομμάτια, επίσης πριν κάποια χρόνια. Ήταν περισσότερο χυδαίοι, περισσότερο μπρουτάλ, περισσότερο απ' όλα. Έχω επίσης δει και μέλη απ τη φαμίλια μου- έκφυλα, λιγομίλητα μα έκφυλα, χυδαία. Φίδια που αρνούνται να αλλάξουν δέρμα, μα με καλά αισθήματα όπως και να χει, τουλάχιστον όσο τους προμηθεύεις ούζο και δεν είσαι η γυναίκα τους.
Κανένας δεν ήθελε συνειδητά να γίνει ρεζίλι. Καθένας το χε ανάγκη. ΑΝΑΓΚΗ, μεγάλη λέξη, μεγάλος μπούσουλας. Από ένα στεγνό, άρρωστο στόμα, με μωβιασμένα ούλα και βγαλμένα δόντια, αυτή η λέξη χάνεται στον ορίζοντα αφήνοντας πίσω της μια ουρά από βρώμα, σκατίλα. Κουραδιασμένα μονοπάτια για χαμένους εξερευνητές. Ανάγκη. Πώς το λεγε ο μπαρμπα-Ουίλλιαμ Λη; "Το πρόσωπο του κακού είναι πάντα το πρόσωπο της ολικής ανάγκης".
Μου τσαμπουνάγανε για εσωτερικά προβλήματα. Για οικογενειακά τσιρτσιλιάσματα. Για αρνάβες μαύρους μες το σόι. Για μαλακίες. Για κόμπλεξ.

Και ποιος είναι ολόλευκος, σα σεντόνι στο Αιγαίο;
Σηκώστε χέρια να σας δω;
Ένας; Ε; Α, δύο;
Ωραία.

Ο ψυχαναγκαστικός αλκοολικός είναι ένα σκουπίδι. Ένα χαμίνι με ορθάνοιχτη κωλοτρυπίδα, βιασμένη από τους Χάλκινους Ιππότες της ίδιας του της Αξιοπρέπειας. Η Αξιοπρέπεια δε συγχωρεί. Η Αξιοπρέπεια δεν είναι κιμωλιοκουτσουλιές σε μαυροπίνακα οικογενειακής συνάθροισης. Η Αξιοπρέπεια δεν ανήκει στον καθένα. Η Αξιοπρέπεια ανήκει τόσο στον οικογενειάρχη τον ατσαλάκωτο, όσο και στον ηρωινομανή που δε σκοτώνει τίποτε άλλο πέραν από την ίδια του την καρδιά και τα μάτια εντόμου του. Ο ψυχαναγκαστικός αλκοολικός περνάει σε χωράφια που ποτέ δε θα καταλάβει, και που δε θα τονε συγχωρέσουν ποτέ. Ο ψυχαναγκαστικός αλκοολικός συνήθως έχει το μέλλον στρωμένο μπρος του με γαρούφαλα. "Θέλω να ζήσω επικίνδυνα". Ναι, οι 5 μπύρες είναι ένας κίνδυνος. "Δε με νοιάζει το αύριο, νταξ;;;". Ναι, αν είχα κι εγώ στρωμένη δουλειά απ' τα 15 λόγω φαμίλιας, ούτε μένα θα με ένοιαζε.

Σιωπηλή καφετέρια, μαύρο βράδυ, παρέα πιωμένη, και ένα παράσιτο ενδιάμεσο.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, φώναζα: "Να ναι καλά ο Κοκορίκος! Πατρική φιγούρα στο πιοτό".

Ο Κοκορίκος κάποτε, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, πήγε στο γιατρό πειδή είχε γαμηθεί στους πόνους. Ο γιατρός τον ξόρκισε να μη πιει πάλι, να το μειώσει. Με το που βγήκε απ' το γιατρό, έγινε σκνίπα.
Μαλάκας. Απαίσιος. Παπάρας.
Φίλος.

Μες απ το σκοτάδι, ένα πολύχρωμο μαλλί και τρία-τέσσερα μαλακισμένα λόγια, καρφωθήκανε σα μαχαίρι ζηλιάρη, απατημένου εραστή, στο μπράτσο μας:

-Ε αν έχεις να πεις αυτό ρε Ηλία για τον Κοκορίκο, τι έχεις να πεις για μένα δηλαδή;

Σιωπή άβολη. Ανέραστη. Ανεπιτήδευτη.

-Εεεε...
-Ναι;
-Έχεις...εεεε...κόκκινα μαλλιά...; Ε Κοκορίκο;
-Ναι...εεεε....και...και....πολύχρωμα ρούχα....εεε, και...και...;
-Και...και....

Το βράδυ μας βρήκε σε σπίτι φίλου. Όλους. Και ακόμα πίνοντας.
Μια στραβομούτσουνη, μελαχρινή οχιά, κανείς δεν ήξερε το όνομά της καν, είχε έρθει σπίτι. Κοπανάγαμε χαρτιά στο χαλί με το Κοκορίκο, και προσπαθούσαμε να κάνουμε προσθέσεις. Να νικήσει το ένα βρωμόσκυλο το άλλο. Το δωμάτιο έμοιαζε να χει ραμμένο στόμα. Το δωμάτιο έμοιαζε, εκείνο το βράδυ, να πεθαίνει κάθε 10 λεπτά. Και κάθε φορά που πέθαινε, να έχει ολική αμνησία- να ξαναγεννάται, τρόπος του λέγειν, στο ίδιο σώμα. Άρα, κάθε φορά, είχε διαφορετικό χαρακτήρα.
Παρανοϊκο. Να περιστρέφεται γύρω απ' τον εαυτό του συνεχώς.
Άγιο. Να ηρεμεί και να καλεί κοτσύφια να μας τραγουδούν και να μας γαληνεύουν.
Σκατόψυχο. Να μας δείχνει μέσω μικρολεπτομερειών και μικροσυζητήσεων, τις αδυναμίες μας.
Ουδέτερο. Να κουτσομπολεύει μαζί μας και να δείχνει αδιάφορο για όλα.

Η αντίληψη τρεμόπαιζε σα κερί, σαν ανάσα ετοιμοθάνατου. Σα τη βροχή τη σιγανή, χύνονταν οι τελευταίες υπόννοιες για ουτιδανότητα. Με το Κοκορίκο ρίχναμε χαρτιά, αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Ρίχναμε για να ρίχνουμε. Το χαλί κοκκίνιζε και μαύριζε, και οι ρηγάδες μας γάμαγαν τις μάνες, είμαι σίγουρος, σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, σπέρνοντας σπέρματα μπάσταρδα, αλλοτινά μας αδέρφια.
Η τύπισσα ήταν ήδη μέσα στη κουζίνα. Γράπωνε δυο πέη ταυτόχρονα, άφηνε μια σιχαμένη γραμμή από σάλια και σπασμένες υποσχέσεις στο διάβα της. Ένας υπετροφικός σαλίγκαρος με τη κλειτορίδα από τσίγκο να χαράζει το πάτωμα κάθε δεύτερο που περνούσε, πυροβολώντας εξ επαφής πάσης φύσεως νιρβάνες. Και με τη περίοδό της να γεμίζει σημάδια κόκκινα όλο το χώρο, λες και σκοτώσαμε ελάφι μέσα στο σαλόνι και τη κουζίνα και αποσύραμε το πτώμα του με συνοπτικές διαδικασίες.
Και ρίχναμε χαρτιά, ρίχναμε, ρίχναμε.

Βγαίνοντας έξω. Η τύπισσα ήθελε συνοδεία για να πάει σπίτι της.
Βγαίνοντας έξω. Προθημοποιήθηκα να την πάω γω. Ήθελα οξυγόνο.
Βγαίνοντας έξω. Η πόλη είχε αλλάξει. Δε τη γνώριζα πλέον. Καθόλου.

Τα φώτα χτύπαγαν έντονα. Εξωπραγματικά.
Τρίπαρα ασύστολα.
Ήμουν στη Νέα Υόρκη, στο Άμστερνταμ,
σε κάποια μελλοντική πολιτεία του 3015 μετά από 5ο Παγκόσμιο πόλεμο.
Ρημαγμένη, εξωγήινη. Έρημη.
Τα φώτα έμοιαζαν να βγαίνουν απ το σώμα μεταλλαγμένων νταβατζήδων
που μου έκλειναν το μάτι, το ένα που είχαν, στο λιπόσαρκο, μεταλλαγμένο σώμα τους,
και με καλούσαν να σνιφάρω σκόνη από προσφάτως καμμένα πτώματα
"Η μαστούρα της ζωής σου!"
Οι αλάνες είχαν μόνο φώτα, μόνο υποθέσεις,
του τι κρύβεται, του τι υπάρχει
Μια περιπέτεια!
Μια αναγνώριση χώρου εκ νέου, ένα ταξίδι!
Ένα ταξίδι στο κέντρο, στο ΚΕΝΤΡΟ ακριβώς της νυχτιάς,
τι κρύβεται! Τι; Θεέ μου!
Η ζάλη, το ιερό της μαστούρας, η ανεξαρτησία πνεύματος και σώματος!
Είσαι άνθρωπος;
Αυτή είναι η ανθρωπότητα!
Αχαρτογράφητα νησιά από άσφαλτο!
Κατοικημένα από φιγούρες από ζελέ, να τρέμουνε με τον αέρα, δίχως μάτια και στόμα
και μύτη και αυτιά και χέρια
και πόδια και πούτσες
και κώλο και αφαλό.
Δίχως αφαλό!
Μια πολιτεία, πολλές μάλλον μικροσκοπικές πολιτείες ανοίγονταν διάπλατα
και είχαν δικούς τους αγίους!

Τον Άγιο Σπινθήρα!
Προστάτη της οικουμένης όλης!
Τον Άγιο Γραψαρχίδη!
Προστάτη της Ελεύθερης Βούλησης!
Την Αγία Οτινάναι!
Μάρτυρας στον αγώνα της Δράσεως και Αντιδράσεως!

Μια πυραμίδα με μάτια, σα παγώνια σε παρτούζα
και στο κέντρο;
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ!
και ο γιος του,
Ο ΑΠΑΥΤΟΣ
μεγάλη η χάρη του!

Τεντώνανε δάχτυλα και σκοτώνανε περαστικούς
για τη πλάκα τους
σα να τανε μυρμήγκια τεμπέλικα
ύαινες που δε χαχάνιζαν πλέον.
Μέγα αμάρτημα.

Ανακάλυψα τις νησίδες αυτές μία-μία.
Και πήγα τη χαμούρα σπίτι της,
στη σιχαμένη σφηγκοφωλιά της από πύον.
Επέστρεψα σπίτι.
Όλα έμοιαζαν τέλεια συγκεκριμένα.
Μίλησα στο Κοκορίκο
του κλαψούρισα
με κατάλαβε
και συνεχίσαμε
να ρίχνουμε τραπουλόχαρτα
σε ένα πάτωμα
που πλέον
φάνταζε στεγνό
και φιλόξενο

Σαν ανάσα
ετοιμοθάνατου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: