Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 4

Tο ρολόι στριφογυρνούσε ενώ οι δείκτες έμεναν παγωμένοι στο κέντρο, καμιά ώρα δεν είχε ώρα να σπαταλήσει για μας, τους ανήσυχους τω πνεύματι, τους προβληματικούς του δωματίου, σβούρες σε αιώνια ρολόγια προγραμματισμένα απ' άλλους, και γύρω γύρω απ' το δωμάτιο, και ο κύριος 1 να χαμογελάει στο κέντρο αυτού, με χέρια και ρούχα πασαλειμμένα με μπογιές, χρώματα πολέμου σε παλάμες εξωστρεφείς και υπεραισθόδοξες, να κοιτάει την φρεσκοβαμμένη ακόμα Παναγία, να έχει αποβάλλει, καταμεσής ενός δωματίου επίσης, πεσμένη κωλομπορύμυτα, κόλλαγε ,δε, ο κύριος 1, γάντια στο κενό ανάμεσα των 2 ανοιγμένων της ποδιών, ένα πυώδες μικροζιγκουράτ από λιωμένη σάρκα κατάχλωμη, έναν πατσά σιχαμένο, από απομεινάρια θείας μήτρας, γύρω απ' το μικροσκοπικό του κεφάλι κρέμονταν δυο πετσοκομομμένα χέρια, να ξεπροβάλλουν απ' τη σάρκινη κόλαση ξωπίσω, σχεδόν η ουρά του ερπετού, και να του κάνουν κεφαλοκλείδωμα, πάνω απ' το κούτελό του, πάλι, του κεφαλιού του τού εκμηδενισμένου ,κορνητοποιημένη βρεφική σάρκα, πάνω απ' το κούτελό του λοιπόν ένα νεογέννητο επίσης φωτοστέφανο, παρολίγον σίγουρα σύμβολο βραδιάς μέσα στην ήδη υπάρχουσα βραδιά, την υπαρκτή, την ανελέητη.

Και πώς τον κοίταγα τον κύριο 1 να είναι γαλήνιος και να κάθεται στη καρέκλα καπνίζοντας τσιγάρο γεμιστό, αφήνοντας τα μούσια του να γεμίσουν καπνό, ομίχλη, γέρνοντας τον λαιμό του με μισάνοιχτα μάτια, πετώντας χυδαία για τα θεία ανέκδοτα. "Θα καείς στη κόλαση", έλεγα γελώντας κι αυτός έβηχε και ρούφαγε στα τυφλά δυο καλές τζούρες κ απαντούσε, "Ο Θεός έχει χιούμορ", πώς χαιρόμουνα να βλέπω τη μεταμόρφωση του μεταξοσκώληκα σε υγιή και σφαιρικά σκεπτόμενου σκώληξ, που ποτέ δεν έβγαλε φτερά επειδή πάντα ήθελε να πετάξει περισσότερο απ' τους άλλους, όλους, μια σειρά από μηνύματα, απ' τους πρώτους φοβισμένους, άτσαλους μανιερισμούς που κόλλαγαν με τη πλάτη, με το ζόρι, στον τοίχο του πρώιμου ρεαλισμού, μέχρι τις παντοδύναμες πιτσιλιές, πιτσιλιές κενραρισμένες προς τον αόρατο στόχο, απλωμένες με εμπειρία, σιγουριά του ταύρου του οράματος πιασμένου απ' τα κέρατα, υποταγμένο σαν βρώμικη αδερφή σε φτηνό πουστρόμπαρο.

Έξω ο ουρανός έφερνε μπαντηλίκια με το άρμα του από αγέρηδες, αόρατος Τιτάνας ένας απ' τους πολλούς που έπεφταν σε χειμερία νάρκη, μετά το καλοκαιριάτικο νάρκωμα, μπρος μας, φέρνοντας στο χρόνο ζαλούρα, αρρώστια, ναυτία και τότε συνέχισα να περιστρέφομαι στο δωμάτιο, άρπαξα άλλη μια μπύρα, δροσερά χύθηκε στο παντελόνι μου ο αφρός της, αναγκάστηκα να καλύψω την τρύπα με τα χείλη, απότομα, βρέχοντας και τα μουστάκια, νόμιζα πως μπορουσα να ακούσω την ημέρα να φωνάζει "Παρασκευή!" ενώ ήταν Δευτέρα, να μονολογεί για το πώς της γουστάρει το πρωινό, 5 το πρωί, πώς της γουστάρει να το νιώθει μέσα της, σχεδόν τότε μπόρεσα να ακούσω και σπίνους πρωινιάτικους, 5 το πρωί, να χοροπηδάνε στα τσιμέντα ("πάτα-πάτα-πάτα"), να πιτσιλάνε τα ράμφη τους σε πιατάκια τίγκα στο νερό, να λούζονται με φθινοπωρινές ψιχάλες, τραγουδώντας λες και θέλουν να δείξουν στο "εμείς", στο δικό μας προσωπικό δερβάναγα διαθέσεων, για τη ματαιότητα της αποφυγής της ματαιότητας.

Κανένας δε μου είχε υποσχεθεί ποτέ πιο πριν την αποχή σκέψης και συναισθήματος με τόση πειστικότητα όπως αυτό το κελάηδημα, δε χρειαζόταν καν να σκέφτομαι αν είχα βαρεθεί αυτούς τους 4 τοίχους και τα μπουκάλια και τις σταγόνες και τους καπνούς και το σκοτάδι και την αμνησία και τη γλύκα της μοναξιάς και την μελαγχολία της σαστιμάρας απ' τη συνειδητοποίηση της ανικανότητας και την θεραπευτική απουσία ονείρων και το κατούρημα σε μελλοντικές κατοικίες.

Έξω το πεζοδρόμιο στέγνωνε, όπως και ο κυνισμός μου, κ κατανοούσα καλύτερα απ' τον καθένα, ότι το μόνο που θ'αφήσω στον εαυτό μου σα κληρονομιά, είναι μια καλή, γερή μερίδα από άσκοπες βόλτες, ποτισμένες από βότκα, στο γκρίζο, μαύρο και πορτοκαλί της νυχτιάς ή 4 τοίχων, ένα σπίτι, ένα φτηνόμπαρο, και μια ακατανίκητη επιθυμία για παλιογυναίκες του μύθου, μες την κούτρα καρφιτσωμένες, σα πεταλούδες σε άλμπουμ αμφιβόλου αισθητικής και ηθικής συλλεκτών, βρέχοντας οι τύπισσες τα λαρύγγια τους με το νέκταρ του πουθενά, περιμένοντας να τους πω κάποια πρόστυχη, βωμολοχική ιστορία, ώστε να πέσουν να κοιμηθούν κουλουριασμένες στα γόνατά μου, ροχαλίζοντας απαλά στον αφαλό μου και ζεσταίνοντας τη διάθεσή μου για να κλείσω επίσης τα μάτια, είναι δηλαδή το πρωί, το πρωινό το ίδιο που έρχεται και σε μαζεύει, θαρραλέος παρατηρητής των εκτρώπων της προηγούμενης βραδιάς, σε μαζεύει απ' το έδαφος δαρμένο απ'την ίδια σου την αισιοδοξία, απ' το κόστος της μίας και μόνο στιγμής.

Άνοιξα μια μπύρα, έστριψα άτσαλα ένα τσιγάρο, κ ξάπλωσα στο καναπέ, ακούγοντας αντρίκια, μουστακέικη μουσική, κ φαντασιωνόμενος πεζοδρόμια να στεγνώνουν, ταυτόχρονα δηλαδή με το κυνισμό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: