Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Κουβέντες σε πορτοκαλί και μαύρο 1

Ο καναπές έμοιαζε πιο φωτεινός από πριν, η τσιγαρίλα στο δωμάτιο έπηζε το τυρί των εγκεφάλων, πεταμένα τραπουλόχαρτα στο τραπέζι, δίπλα από άδεια μπουκάλια και μια αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη. Τέσσερις φιγούρες στο σαλόνι.

-Ωραία. Ωραία. Σειρά μου. Ε;
-Σειρά σου, ναι... Σειρά του; Ε παιδιά; Σίγουρα;
-Ναι...ναι...
-Δε ξέρω.

-Ωραία... Λοιπόν... Ήμουνα σε ένα τέκνο πάρτυ στο χωριό μου.
-Τέκνο πάρτυ; Στο χωριό σου...;
-Ναι...ξέρεις...πριόνια. Ηλεκτρονικά που σου γαμάνε το κεφάλι και τη ψυχή.
-Και...και, τι έκανες συ κει μέσα;
-Ήταν γιορτές, θυμάμαι...ή μάλλον όχι γιορτές...πανηγύρι...; Όχι, όχι, γιορτές...
-Τι ήταν; Γιορτές ή πανηγύρι;
-Δε ξέρω. Γιορτές.
-Ή πανηγύρι;
-Ήταν...ΗΤΑΝ ΓΙΟΡΤΕΣ! Θα με αφήσετε να τελειώσω;!
-Ωραία.
-Πάσσο.
-Οκέη.

-Ήμουνα λοιπόν σε αυτό το ηλεκτρονικό πάρτυ...και, λοιπόν, ήμουνα με παρέα...Είχαμε πιει σίγουρα τον άπατο...και, δε θυμάμαι αν είχαμε πάρει οτιδήποτε άλλο εκείνη τη φορά...
-Δε θυμάσαι;

Ο νούμερο 2 σκουντάει τον νούμερο 3 με δύναμη στον ώμο, κοιτώντας τον αυστηρότατα, για να αφήσει τον νούμερο 1 να μιλήσει. Ταυτόχρονα του πασάρει το τσιγάρο.

-Όχι, δε θυμάμαι...Λοιπόν, όλοι οι φίλοι μου απ' το χωριό, είναι, ας πούμε...εεεεε....ας πούμε....
-Χωριάτες;
-Ναι...δηλαδή, ξέρεις, έχουμε τη διάλεκτό μας κει πάνω...
-Ναι, ναι, ξέρω.
-Οπότε, ξέρεις, είμασταν καμιά εφταριά μεθυσμένοι βλάχοι σε ένα χώρο γεμάτο φώτα και πριόνια και μπλιμπλίκια...και περνάγαμε καλά. Ναι, καλά ήτανε. Είχε μουνιά.
-Πόσα;
-Πολλά μουνιά.
-Ας πούμε, πόσα;
-Δε ξέρω...εννοώ...πού να ξέρω ρε πούστη μου;! τα μέτρησα ένα-ένα;!

Ο νούμερο 2 ξανασκούντησε τον νούμερο 3 που μισοπνίγηκε, μιας και κείνη την ώρα ρούφαγε συνεχόμενα απ' το τσιγάρο, σχεδόν σα λυσσασμένος.

-Τέλος πάντων. Είχαν ένα τέκνο κομμάτι... ένα κομμάτι, που σκάνε πριόνια, και μια φωνή ακούγεται...γυναικεία ή αντρική...δε θυμάμαι...τέσπα, η φωνή συνέχεια σκούζει, "Fire! Fire!"
-Φάηαρ! Φάηαρ!
-Ναι, ναι!
-Ωραίο! Μπουρλοτιέρικο!
-Ναι! Και, και, που λέτε... ένας από τη παρέα γυρίζει και λέει... "Εεε, βασικά, αυτό το κομμάτι...αυτό το κομμάτι μιλάει για τη νευρική ανορεξία!"
-Ε;
-Ναι... Τον κοιτάμε όλοι μας... "Γιατί, χμφφφφ, γιατί ρε Θανάση, ας πούμε, μιλάει αυτό το κομμάτι...αυτό το κομμάτι γιατί μιλάει για τη νευρική ανορεξία;!"
-Σωστοί.
-Και τι μας απαντάει ο Θανάς;
-Τι;
-"Μα, δεν ακούτε;! Την έχει τη γκόμενα μια ώρα κάτω, την έχει βάλει κάτω, και της φωνάει, ΦΑΕ Α! ΦΑΑΑΑΕ Α!!, τίποτα αυτή, δε βάζ μπουκιά όσω της, οπότε ξαναφωνάει, ΦΑΑΑΑΑΑΕ Α! ΦΑΑΑΑΑΑΕ ΑΑΑΑ!!!"

Η παρέα εκτίμησε το καλαμπούρι και ξέσπασε σε γέλια. Ο νούμερο 1 μετά την ιστορία, ένιωσε την ανάγκη να πάει να ξεράσει μέσα στη μπανιέρα. Ήταν η σειρά του νούμερο 2 να μιλήσει.

-Έχεις ας πούμε, ωραία ιστορία;
-Δε ξέρω. Βασικά, ναι, ξέρω. Ωραία είναι. Ίσως και όχι.
-Κατατοπιστικότατος.

Ο κύριος 4 ρούφηξε μερικές γερές απ' το τσιγάρο και ξάπλωσε με γαλήνη στη καρέκλα του. Ο κύριος 1 μόλις που χε βγει απ' το μπάνιο, ημιζαλισμένος, πήρε το τσιγάρο και πιπιλώντας το όμορφα και καπνιστά, το συνδίασε με ένα σφηνάκι βότκας. Σχεδόν έβλεπες μια κιτρινίλα στο πρόσωπό του, όπως και ένα μεγάλο χαμόγελο.
Ο κύριος 2 συνέχισε.

-Είναι λοιπόν, είναι ένας συντοπίτης μου. Ο οποίος είναι χαζός. Άσχημο πράγμα, αλλά είναι αλήθεια. Είναι πολύ χαζός. Περισσότερο απ'όσο είμαστε όλοι μας εδώ, ο καθείς ξεχωριστά.
-Πρέπει να'ναι πολύ χαζός.
-Ναι. Και αυτός είδε κείνη τη ταινία...πώς τη λένε...; Που χει σχέση με τη καταστροφή του κόσμου; Που βγήκε σχετικά προσφάτως;
-Ποια;
-Αυτή ρε, που γαμιέται το σύμπαν όλο...που είναι όλο γραφικά;
-Εεεεε...; 2015, αυτή λες!
-2015! Ναι.
-Όχι ρε. Κάτσε. Πότε λέγανε ότι θα'ρθει η καταστροφή του κόσμου...;
-Δεν έχει έρθει ήδη;
-Όχι, στα χαρτιά που λεν... επισήμως...όχι 2015...
-Ααα, 2012;
-Ναιιιι! Αλλά έτσι λεγότανε και η ταινία;
-Εεε...για τη καταστροφή του κόσμου δεν έλεγε...;
-Ναι...;
-Άρα; 2012 δε θα λέγεται;
-Και αυτή...η κουφάλα...η ποιητική αδεία...που λεν...;

Ο κύριος 1 πάσαρε το τσιγάρο στον κύριο 2 που μίλαγε, βήχοντας χοντρά, και καταπίνοντας άλλο ένα σφηνάκι βότκας. Αν μπορούσε να φωνάξει, θα είχε βροντήξει όλη η πολυκατοικία, αλλά έμενε απαλός και αβοήθητος, στο πάτο του μαξιλαριού του καναπέ. Ο κύριος 2 τράβηξε μια τζούρα και συνέχισε.

-Λοιπόν. Έτσω. Αυτή τη ταινία, λοιπόν, την είδε ο λεγάμενος... και την πίστεψε! Αλήθεια την πίστεψε! Με όλη του την ψυχή! Οπότε, μαζευτήκαμε με άλλους 2-3, και ξεκίνησε να μιλάει...με πάθος! με πάθος για την επικείμενη καταστροφή! Έλεγε, "Λοιπόν, παιδιά, ξέρω τι θα κάνουμε τότε! Έχω το τέλειο σχέδιο!" και μεις τον ακούγαμε χασκογελώντας ελαφρά, "Τι θα κάνουμε ρε Θανάση;". "Λοιπόν. Θα περιμένουμε μέχρι το 2012, καταρχάς, έτσι;"...
-Έτσι, ναι.
-Σίγουρα.
-"...Και μόλις έρθει εκείνη η ρημάδα η στιγμή, και σκάσουν τα κύμματα τα τεράστια, εμείς, εμείς, θα πάμε σε κείνη τη παραλιακή καφετέρια, πιο κάτω..."
-Ε;
-Ναι... "Σε κείνη τη παραλιακή καφετέρια, δίπλα απ' τη θάλασσα...και μόλις σκάσει το κύμμα, θα σνιφάρουμε όλοι όση κόκα έχουμε μαζεμένη ως τότε. Αρκετή. Πολλή κόκα!". Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία, όλοι μας. "Γιατί ρε Θανάση να το κάνουμε αυτό; Τι θα κερδίσουμε;"
-Όντως.
-Και τότε ο Θανάσης σηκώθηκε πάνω, σχεδόν εξοργισμένος, και με πύρινο λόγο, φρύνοντας αστραπές και βροντές, και με μάτια ορθάνοιχτα απ' την οργή, μας φωνάζει: "ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΑ ΡΕ;! ΟΛΟΙ ΘΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ, ΚΑΙ ΜΕΙΣ ΤΟΤΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΕΡΦ!"

Η παρέα επαίνεσε την ιστορία χτυπώντας τα ποτήρια της στο τραπέζι και τσουγκρώντας τα, χλαπακιάζοντας οι μισοί Southern, και οι άλλοι μισοί βότκα. Το τσιγάρο λιγόστευε, τελείωνε. Ο Κύριος 3 είχε το λόγο.

-Εγώ...εεεε...αααα...να σου πω...εεεε...να πει κανας άλλος πριν από μένα...;
-Εννοείς τον κύριο 4. Δεν έμεινε άλλος.
-Ναι...αν γίνεται...δεν είμαι ας πούμε...τώρα, σε θέση...
-Χαλάς τους κανόνες...αρχίδι...χαλάς τους κανόνες...
-Είμαστε όλοι νοκ άουτ απ' το μεσημέρι...ποιοι κανόνες...;
-Οι ΑΓΡΑΦΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ...!

Ο κύριος 1 μάζεψε όση δύναμη είχε ως τότε για να φωνάξει, μετά χασκογέλασε μόνος του και ξαναέσβησε, σα το κερί που αρνείται να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο στο νεκροκρέβατο με κλάμματα και ζουμιά.
Ο κύριος 4 έσβησε το τσιγάρο, φύσηξε το καπνό, και με μπαρουτοκαπνισμένη φωνή μίλησε:

-Δεν έχω καλή μνήμη. Και οι ιστορίες περνούν μπρος μου δίχως να τους δίνω σημασία. Μα θυμάμαι αυτό: μερικές φορές που μαζευόμασταν σε φιλικά σπίτια, αρκετά άτομα για να καπνίσουμε, μερικές φορές, ο ιδιοκτήτης είχε και σκυλί.
-Ωραίο.
-Τη μία φορά, θυμάμαι, ο ένας τύπος, είχε ένα μικρό κανίς. Απο αυτά τα ψυχοπαθή, καλοφροντισμένα. Προφανώς των γονιών του. Το κανίς ήταν όλη μέρα τριγύρω, απαιτώντας χώρο από εμάς, τους ασεβείς, που του κλέψαμε τον καναπέ. Γρύλιζε και έφερνε σβούρες ενοχλητικά. Οπότε, μέσα στην μαστούρα μας, είπαμε να το μαστουρώσουμε κι αυτό.
-Χαχ.
-Το αρπάμε και του φυσάμε καπνό μες τη μάπα με μανία. Κάθε τζούρα και καπνός. Και τα ζώα δε ξεμαστουρώνουν εύκολα. Έχει να κάνει αυτό με το ότι στον οργανισμό τους, δεν...
-Κύριε 4. Ξεφεύγετε απ' το θέμα.
-Οκέη. Λοιπόν. Το μαστουρώνουμε. Από ένα σημείο και μετά, το κανίς όχι απλά ηρέμησε, έγινε και αξιαγάπητο. Και καθόταν στα πόδια αυτού που είχε το τσιγάρο κάθε φορά. Καταλαβαίνετε, αν το χα εγώ, καθόταν στα πόδια μου, με το που το δινα στον επόμενο, πήγαινε σε αυτόν, και έτσι πάει γενικώς.
-Αχά.
-Σε μια φάση, παραγγέλνουμε πίτσα. Είχε τελειώσει το τσιγάρο. Το κανίς ήταν ψιλοεκνευρισμένο γενικώς, δεν είχε σε ποιανού τα πόδια να καθίσει. Οπότε, με το που έρχεται η πίτσα, και τη βάζουμε στο τραπεζάκι μπρος μας, ένα πολύ ρουστίκ τραπεζάκι με ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο πάνω του κεντημένο όμορφα,
-Ναι;
-Με το που αφήνουμε τη πίτσα πάνω, το κανίς ξεσπάει, σαν να ήθελε να μας εκδικηθεί που δε το ξαναφουμάραμε μες τη μούρη. Μαγκώνει με το στόμα του το τραπεζομάντηλο, και το τραβάει με μανία, χύνοντας όλη τη πίτσα στο πάτωμα. Μαζέψαμε ό,τι μπορούσαμε από κάτω, αλλά μείναμε μισομαλάκες, στη θέα του μικροσκοπικού τριχωτού κώλου να κουνιέται και να χάνεται μακριά μας, στο δίπλα δωμάτιο. Περπατώντας θριαμβευτικά σχεδόν. Λες και είχε χτίσει τη Ρώμη σε 2 μέρες.
-τι λες τώρα...
-Και δε τελειώνει δω. Μιαν άλλη φορά, είμασταν σε ένα άλλο σπίτι. Λιγότερα άτομα. Μα έτυχε πάλι ο ιδιοκτήτης να έχει σκυλί.
-Τι σκυλί...;
-Ένα μπουλ-τεριέ. Ωραίο ζωντανό. Καλοαναθρεμένο.
-Ωραία τα μπουλ τεριέ...Ωραία, ναι...
-Καπνίζαμε, και είπαμε να το μαστουρώσουμε κι αυτό. Έτσι, για το γαμώτο. Βέβαια, ξέρετε, τα ζώα, επειδή ο οργανισμός τους δεν...
-Κύριε 4. Καταχράσσεστε το χρόνο, και ξαναεπαναλαμβάνεσθε!
-Ναι αγαπητέ μου, σίγουρα, μα κάνατε ένα λεκτικό λάθος, θαρρώ;
-Χμφ;
-Επαναλαμβάνομαι, δεν "ξαναεπαναλαμβάνομαι", σωστά;
-Όχι, "ξαναεπαναλαμβάνεσθε", διότι σήμερα, θα'λεγε κανείς πως έχετε απ' το απόγευμα που...που...που μιλάτε για τα ζώα και τα αντισώματά τους...που δεν έχουν, κατά της μαστούρας...εν ολίγοις...ξαναεπαναλαμβάνεσθε...
-Εν πάσει περιπτώσει. Μαστουρώνουμε το μπουλ τεριέ και συνεχίζουμε την ευγενή διαδικασία. Το μπουλ Τεριέ, που νομίζω ότι το χαν ονομάσει "Θανάση" παρεπιπτόντως, ήταν ήρεμο. Ήσυχο, σχεδόν άγαλμα, στο κέντρο του δωματίου. Σε μια φάση, τραβάει μια κλανιά απίστευτη. Τραντάχτηκε το χαλί. Και η βρωμιά του σκυλιού βρωμάει σα διάολος.
-Ω ναι!
-Δε ξέρω γω, δε μπορώ να μυρίσω.
-Ανώμαλε...ε ανώμαλε...
-Ανάπηρε, βασικά...
-Μα ναι! Ανάπηρος! Αξίζω...σεβασμό! ΝΑΙ! Σεις θα βρίζατε έναν που είναι σε αναπηρικό...σε αναπηρικό καροτσάκι;! Ε...ε;! Βασικά, γάμα το... θα χορεύατε μπρος του;! Είστε σα τους αντικαπνιστές!
-Γαμήσου!
-Χαρρρ...μαλάκα. Πες κύριε 4.
-Ε λοιπόν, κλάνει, το δωμάτιο βρωμάει απίστευτα. Σχεδόν μου ήρθε αναγούλα. Ο Θανάσης περπατάει και βγαίνει όξω στο μπαλκόνι. Ανοίγουμε ό,τι παράθυρο είχαμε αμελήσει να ανοίξουμε ως τότε. Η μπόχα είναι αφόρητη. Σε μια φάση ξεβρωμάει. Και είναι τόσο όμορφη η κατάσταση, αισθανόμαστε τόσο όμορφα, σα κορυδαλοί σε φρεσκοβρεγμένα κλαδιά από πρωτοβρόχια, που στρίβουμε άλλο ένα τσιγάρο. Μεγάλο. Εξκάλιμπερ.
-Ωραία πράματα.
-Και με το που το ανάβουμε και περνάει μια γύρα...επιστρέφει ο Θανάσης. Μας κοιτάει. Τον κοιτάμε με περιέργεια. Έρχεται στο κέντρο του δωματίου ξανά. Μας ξανακοιτάει. Τον ξανακοιτάμε. Και πριν προλάβει να πει κανείς τίποτα, σχεδόν συνομωτικά, μας ξανακλάνει! Μας ξανακλάνει με μεγαλύτερη πίεση! Και φεύγει πάλι στο μπαλκόνι όπως πριν! Η μπόχα ήταν απίστευτη, όχι απίστευτη πλέον, ήταν ένας εφιάλτης. Θα μπορούσε αυτή η κλανιά να είναι ξέχωρος κύκλος, καινούριος, στη Κόλαση του Δάντη. Ο Κύκλος της Κλανιάς! Που οι αμαρτωλοί, οι χρήστες ναρκωτικών, θα δέχονταν συνεχώς κλανιές στη μούρη από υπερτροφικούς τύπους με κώλο και κεφάλι μπουλ-τεριέ!

Γέλια άλλη μια φορά. Η βότκες έχουν αδειάσει, αλλά βρήκαν μια καβάτζα σε ένα συρτάρι, μισό μπουκάλι που δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι από πού προήλθε.

-Θυμάμαι και την άλλη φορά που είχα πάρει LSD με ένα φίλο και μου είπε να οδηγήσω, ενώ δε ξέρω να οδηγώ, σε ένα στενό, ορεινό δρόμο, με απύθμενα βάθη, γκρεμούς από κάτω, ενώ ο ίδιος είχε σκύψει στο πίσω κάθισμα, ενώ ήταν στο μπροστά, και έψαχνε στη τσάντα του για ντρόγκαι, και...
-Κύριε 4...πέρασε η σειρά σας! Την επόμενη γύρα...την επόμενη...
-Αχά...Συγγνώμη! Συγγνώμη! Εντάξει.
-Άρα μένει ο....
-Μένει ο.... ποιος μωρέ...
-Ο κύριος 1...σειρά του δεν είναι; Πέρασε...πέρασε ο κύριος 4.
-Ναι...
-Όχι ρε...ο κύριος 3 δεν είπε! Δεν είπε ρε! Εεεεε!
-Ναι, ναι, έχετε....δίκιο....έχετε....γω είμαι...
-Ωραία...ξεκίνα!
-Εεεε....ναι....και....
-Να....πάρε άλλο ένα ποτήρι βότκα...σκέτη ρε...και πιε...και πες....

Ο κύριος 3 το κατάπιε σφηνακοειδώς, άρχισε να κουνιέται σα σπαστικός, σίγουρα για αυτόν κείνη τη στιγμή θα ήταν σαν βενζίνα σκέτη, όπως για όλους τους προηγούμενους, σχεδόν ξέρασε μα τη γλίτωσε, γράπωσε το κούτελό του, σήκωσε το κεφάλι με μεγάλα, νεκρά μάτια, και είπε:

-Κάτι αστείο...κάτι αστείο...λοιπόν...
-Αργείς.
-Ναι, αργείς...εννοώ, κάνεις πολλή...ώρα...
-Παρακαλώ, συνέχισε...ή όχι; Συνέχισε, βασικά...σειρά σου.

-Κάτι αστείο... Το πιο αστείο που σκέφτομαι, είναι αυτό: ο Χριστός έχεζε όπως κι εμείς!

Άβολη κατάσταση. Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά κοίταξαν μαζί τον κύριο 3.

-Τι...εεεε...;
-Τι εννοείς, ναι...;
-Εννοώ...ο Χριστός έχεζε. Όπως εγώ κι εσύ. Ειδάλλως θα χε πεθάνει, σωστά;
-Ξέρω γω ρε κύριε 3...; θεάνθρωπος δεν ήταν;
-Μα ήταν παγιδευμένος στη σάρκα! Σαν εμένα και σένα! Και έκανε ό,τι κάναμε και μεις!
-Εκτός απ' το να γαμάει...;
-Οι απόψεις αλλάζουν σε αυτό...αυτό το...θέμα...ε;
-Στ'αρχίδια μας το γαμήσι του...! Αλλά και αν δε γάμαγε...θα έχεζε! Δε μπορεί να μην έχεζε!
-Το να γαμάς...είναι φυσικότατο...όσο και το να χέζεις...αν δεν έκανε το ένα...τότε, πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι έκανε το άλλο, ας πούμε...;
-Περπάτησε πάνω στο νερό...και αν...αν έχεις σκατά στο κώλο αβέρτα...δε μπορείς, δε μπορείς με τίποτα να περπατήσεις στο νερό...
-Επιχείρημα...που δεν ξέρω...αν είναι ηλίθιο ως τα Τάρταρα...ή γαμάτο ως τα...ουράνια...
-Κι εγώ...
-Επίσης...
-Μα, ναι... Τι πιο αστείο να σκεφτείς, απ' το ότι ο Χριστός έχεζε; Φέρνεις...τη Βίβλο στα μέτρα σου! Μπορείς να καταλάβεις πιο τέλεια απ' οτιδήποτε, κάτι, που έχει μέσα το σκατό! Μα, το σκατό...το σκατό είναι πιο άγιο απ' οτιδήποτε! Είναι μια βρώμα, που σε αφήνει...μια βρώμα! Ένας εξαγνισμός! Και σκεφτείτε και τον Ιωνά!
-Τι...τι ο Ιωνάς;
-Ο Ιωνάς...ποιος;
-Ο Ιωνάς μωρέ...που τον έφαγε το κήτος;
-Ααααα....
-Ναι, ο Ιωνάς. Ο Ιωνάς...τον έφαγε το κήτος. Η φάλαινα. Ή το θαλάσσιο θηρίο εκ των βαθέων του ωκεανού, που λεν...το άγνωστο, το μυστηριώδες, το εκ Θεού βαλλόμενο...
-Ναι, ναι...μη μας πρήζεις αρχίδια...
-Αυτός...φαντάσου, τον έφαγε το κήτος...και τον έφαγε ζωντανό, ήταν μέσα στη μπάκα του ας πούμε, ζωντανός. Η καρδιά του χτύπαγε ακόμα, το κήτος δηλαδή...
-Ναι;
-Είχε δυο καρδιές, μέσα του, τη δικιά του τη βαρβατοκαρδιά, και αυτή του Ιωνά, και χτυπάγανε και οι δύο ταυτόχρονα...!
-Και..;
-Ναι...όντως...τι μαλακίες...;
-Ε...βασικά...έβλεπα μια εκπομπή μαγειρικής...που ένας Κορεάτης ανώμαλος...όπως όλοι αυτοί...
-Ναι...σίγουρα...
-Αν δεν έχεις ψυχή, δε μπορείς να φας ψωμί...
-Ναι...και αυτοί δε τρώνε ιδιαίτερα...
-Ωραία...και, αυτός ο Κορεάτης...μαγείρευε χέλι...και το χέλι ήταν ζωντανό ακόμα, όταν το βαλε στον πάγκο...κοπανιότανε...
-Αχά...
-Και...και, το βαλε στο πάγκο, και του κάρφωσε μια πρόκα στο μάτι...και το χέλι ακόμα κουνιόταν...και, του άνοιξε μετά τη κοιλιά στα δύο...
-Αχά...
-Του βγαλε τα άντερα όξω...και αυτό, έμοιαζε ψόφιο...και παίρνει ένα μικρό μπιχλιμπίδι μέσα απ' τα εντόσθια...τα πολύχρωμα, τα μωβιά...και εκείνο το μπιχλιμπίδι κουνιότανε, παλλότανε...
-εεε...;
-Ναι...η καρδιά του...μικρή σα χάντρα...πιο μικρή από χάντρα...και κουνιότανε...χτύπαγε ακόμα...και ο Κορεάτης λέει στον άλλονα, "Στη χώρα μου, τη τρώμε αυτή..."
-Γκαχ...
-Ναι...και ο άλλος, τη βάζει στη γλώσσα σαν ντεπονάκι, και παίρνει ένα ποτήρι νερό...και, και...και την καταπίνει σα χάπι, μαζί με το νερό...και η καρδιά ακόμα χτύπαγε όταν τη κατάπιε...άρα...το κήτος, ο Ιωνάς...ξέρετε...

Ησυχία στο δωμάτιο.
Ο κύριος 3 σηκώνεται παραπατώντας.

-Πάω...να...εεεε...πάω να...μπάνιο...ξέτε...

Φεύγει. Ησυχία ακόμα.
Ο κύριος 2 πιάνει τον κύριο 1 και κύριο 4 και λέει:

-Ποιος τον μαστούρωσε πάλι...εεε...αυτόνα; ε; Ποιος;
-Όχι εγώ...
-Ούτε γω...
-Ποιος τον κάλεσε...;

5 σχόλια:

Unknown είπε...

Μόλις μου έφτιαξες το βράδυ, ακόμα γελάω με τα κλάνοντα κυνοειδή.

Επίσης, ο Doctor Who έχει δύο καρδιές, αλλά δεν έχει φάει κανέναν.

Λιος είπε...

Ε τότε ειν φλώρος!

(Και δε ξέρω εις βάθειν το δόκτωρα τον Χου φαντάσου)

Unknown είπε...

Φλώρος δεν είναι, αλλά ψωνάρα, εγωιστής και τέρμα αναίσθητος (με καλυμμα ευαισθησιας) σίγουρα.

Τα λέω αλα δε με πιστευει κανεις. Πφφφ.

Unknown είπε...

Και που λες, καπου καταδω, μπορεις να αρχισεις να πινεις.

Ξερεις, ενα τεταρτο του ιωνα ειναι δαυτο:P

γιώργος είπε...

γουσταρίζω παρακμή! το βίωσα :ρ