Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Σημειώσεις απ'τη Μέση Πολιτεία πρόλογος


Θα'ταν Κυριακή, όταν πρωτοέφτασα με τα μπαγκάζια μου στη Μέση Πολιτεία, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσα ως τότε επιδεικτικά. Για να είμαι ειλικρινής, σιχαινόμουνα τη Μέση Πολιτεία με πάθος. Για τα νεότερα μάτια μου, του τότε, κάθε μικροστοιχείο της, από τον πεζόδρομο, την ράχη του Φιδιού την ίδια, με τα φαντεζί ομπρελοειδή στρουκτούρια και τα 10,000 μάτια του Μελέκ Ταούς, διασκορπισμένα (θαρρείς σαν ανέκδοτο συμπαντικό) σε κεφάλια αιρετικών και πόρνων και πορνών, μέχρι τη Γειτονιά των Δακρύων, ευθεία προς το βορρά, δίπλα απ'το ποτάμι, με τα πλακόστρωτα και τις καλοφροντισμένες πολυκατοικίες και τις κυριλέ ταβέρνες, για τα μάτια μου του τότε, όλα ήταν αηδιαστικά, μουντά, βαρετά, ανούσια. Εχθροί. Λεγεώνες από κοκκινομούρικα σεραφείμ που με έχωναν με τη μούρη στη λάσπη, νταηλίκια, με ακονισμένα νύχια και δόντια αρπακτικού, πιο βαθιά, και πιο βαθιά, και μακριά απ' τη προηγούμενή μου ρουτίνα, μια τσιγαριά δρόμο μακριά απ' τη μεγάλη γκριζούπολη. Μπερδεμένος για το ποιο θα ναι το μέλλον, γράφοντας στα πιο προσωπικά μου σημεία ακόμα και το χαρμόσυνο για όλους τους υπόλοιπους γεγονός της αποδοχής μου ως φοιτητή απ' το Ανώτατο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας της περιοχής... "στα πιο προσωπικά μου σημεία"...στα κλαπανέλια μου, στις κατουροσακούλες μου, μα, ναι! Δε με ενδιέφερε τίποτα. Είχα μάθει να με ενδιαφέρουν τα πάντα από μικρός, τώρα, απλά δε με απασχολούσε το οτιδήποτε. Ήθελα απλά ένα κομμάτι απ' τη τσιμεντόπιτα που πίστευα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ότι μου αντιστοιχεί, με κάθε δυνατό τρόπο. Ξεκίνησα νεότερος να διαλάω το μυαλό μου με πράματα που οι άνθρωποι ξεκινούν να διαλύουν το μυαλό τους με δαύτα νεότεροι, ούτως ή άλλως. Μα, ναι. Ήθελα ένα λόγο για να κάνω το οτιδήποτε. Μέσα στις κοντόφθαλμες κεραίες στο κεφάλι μου, οτιδήποτε μακριά απ' τη πρωτεύουσα δε θα ικανοποιούσε κανέναν απ' τους μικροσκοπικούς τυρράνους που καταχράσσονται το κούτελό μου, δίχως να πληρώνουν νοίκι, ακόμα και σήμερα. Σιγουρότατα, η Μέση Πολιτεία δε θα μπορούσε να με ικανοποιήσει στο οτιδήποτε, πόσο μάλλον να με κάνει να "δημιουργήσω" κιόλας. Ήταν όλα ένα μεγάλο λάθος, σιχαινόμουνα την ιδέα ότι θα περνούσα χρόνια απ' τη ζωή μου σε ένα μέρος που δεν ήξερα καν, στο κέντρο του εσωτερικού ενός μουχλιασμένου αυγού, με το πτώμα απ' το κλωσσόπουλο να επιπλέει στα υγρά δίπλα μου δίχως να βγάζει λαλιά. Και γιατί να το κάνει; Σάμπως έβγαζα εγώ;

Η πρώτη στιγμή που αποφάσισα να συμβιβαστώ με την ιδέα, ήταν όταν, μερικές μέρες αφού εγκαταστάθηκα στο διαμέρισμά μου, αποφάσισα να περπατήσω προς το βουνό. Το βουνό της Μέσης Πολιτείας ήταν ακριβώς δίπλα στη πολυκατοικία που έμενα, σίγουρα δε μπορούσα να αγνοήσω το κάλεσμά του. Θαλασσινός κρετίνος, φοβητσιάρης θαλασσινός μπαμπουίνος, υποπτευόμουνα όμως ότι, αν η θάλασσα είναι το γυναικείο στοιχείο, το μητρικό, το συνεχώς μεταβαλλόμενο και μονίμως αντιδραστικό, τότε το βουνό θα έπρεπε να είναι το σέρνικο κεφάλι της υπόθεσης- το στέρεο, το ακλόνητο, το ισχυρό στις αποφάσεις του. Σκεπτόμενος ότι δεν είχα ούτως ή άλλως καμιά δουλειά με τη θάλασσα και όλα, μα όλα όσα συμβολίζει, και ότι άπειρες φορές από κούτσικος ακόμα, είχα κολυμπήσει τόσο βαθιά ώστε να πανικοβληθώ και να τρέξω πάλι στη στεριά, στην αγκαλιά της γιαγιάς μου (ναι, με πετσέτες ζεστές, τόσο, όσο τα χαλίκια στα πόδια να με φαγουρίζουν απ' τη ζέστα του ηλίου), θα πρεπε αν μη τι άλλο να δοκιμάσω να διασχίσω τον γήινο γείτονα, μια φορά. Μια ευκαιρία ανήκει σε όλους.

Δεν έκανα καν το κόπο να φτάσω στη κορυφή. Αποκλείεται, σκέφτηκα. Και τι να ανέβω να κάνω στη κορυφή; Στη Μέση Πολιτεία, στο ανώτατο σημείο του βουνού, στο σημείο όπου όλοι μπορούν να κοιτάξουν, δεσπόζει ένας τεράστιος σταυρός. Κληρονομιά απ' τη Συμμορία με τα Μαύρα, η οποία ειδικά πριν κάμποσα χρόνια, έκανε μέγιστα νταβατζηλίκια στη περιοχή, έκλεινε μαγαζιά και άνοιγε άλλα, απαγόρευε έθιμα και πανηγύρια/καρναβάλια και στα γύρω χωριά και πόλεις... ο Αρχιληστής της Συμμορίας βγήκε αιωνόβιος, όντας έχοντας περάσει τα 100, και ακόμα, λέγεται ότι δε του ξεφεύγει τίποτα απ' ό,τι συμβαίνει στα πέριξ. Ο σταυρός λάμπει στο σκοτάδι, με προβολείς. Δεν είναι λίγες φορές που κάποιος ανήξερος τουρίστας στη Μέση Πολιτεία, κοιτάει αδιάφορα στον ουρανό, μόνο και μόνο για να πέσει σε έκσταση στη συνέχεια, στο πάτωμα, τρέμοντας απ' την κορυφή ως τα νύχια, δακρύζοντας και κάνοντας το σταυρό του. Ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί άθεοι λυγίζουν στην αρχή, για κάποια δεύτερα, λίγα για να τους μείνει η ρετσινιά σαν όντας θρησκευόμενοι, αρκετά για να τους μείνει η ρετσινιά σα χέστες.

Στους πρόποδες, εξαντλημένος και ανάμεσα στη πρασινάδα. Μου άρεσε η πρασινάδα. Μεγάλωσα με πρασινάδα. Σκαρφάλωσα σε ένα δέντρο και κοίταζα ευθεία κάτω, το δρομάκι. Ησυχία και σκιά. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε και μου γαργάλαγε την ιδέα από μούσια, στο σαγόνι. Άρχισα να μιλάω, μάλλον να ψιθυρίζω, με τον εαυτό μου. Δεν έχω ιδέα για τι. Το συνήθιζα, μικρότερος, μιας και δε μπορούσα να βρω κανέναν, σχεδόν κανέναν έστω, απ' το γύρω περιβάλλον μου, για να με ακούσει. Δεν είχα και κάτι ιδιαίτερο να πω. Γιατί να με άκουγε λοιπόν ο κανένας, ούτως ή άλλως; Άλλωστε, με τη κούτρα μου ήμουνα τσακωμένος, πράγμα που σημαίνει ότι με αυτήνα έπρεπε να τα βρω. Άρχισα να ψιθυρίζω στον εαυτό μου και σε μια φάση η κουβέντα έφερε τη Μέση Πολιτεία. Και οι δύο συμφώνησα ότι απ' αυτό το σημείο που την έβλεπα, η Μέση Πολιτεία φάνταζε πιο γοητευτική απο πριν. Σχεδόν ανεκτή. Σκέφτηκα ότι, αν μπορούσε ένα τσούρμο πάπιες, που τις έβλεπα να αρμενίζουν πιτσιλοκώλικα στο ποτάμι, αν μπορούσαν αυτές οι φτερωτές αηδίες, οι βιαστές του ζωικού βασιλείου, να τα βγάλουν πέρα εδώ, γιατί όχι και εγώ; Αποφάσισα και οι δύο να κάνω υπομονή. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Κατέβηκα απ' το δέντρο και από τότε δε ξαναμίλησα στον εαυτό μου, παρά μόνο όταν δεν ήμουν σε κατάσταση να θυμηθώ την επόμενη μέρα ότι το κανα. Πάω και στοίχημα.

Τα χρόνια τα έφεραν αλλιώς. Θα έλεγε κανείς ότι η Μέση Πολιτεία, συνειδητά ή όχι, αποτέλεσε την φιλοσοφική λίθο ενός ατόμου που πάντοτε γέλαγε με τις γκροτέσκες απεικονίσεις της αλχημιστικής παράδοσης, τις κοσμοθεωρίες, τους Ουροβόρους, το ανδρόγυνο έμβλημα. Την ημιφιολοσοφική λίθο, έστω, διότι, αν και δεν κατάφερε να κάνει τούτο το ον που κοπανάει πλήκτρα αυτή τη στιγμή να πετάξει το τριχωτό, σκουριασμένο του δερμάτινο ασκί στα σκουπίδια και να ανυψωθεί στο απόλυτο Ένα της συλλογικής σκέψης, της Μίας οντότητας, κατάφερε ωστόσο να το κάνει να πάρει αρκετά μαθήματα στο γιατί είναι ηλίθιο να ενδιαφέρεσαι αν θα πετάξεις ή όχι το δερμάτινο ασκί σου στα σκουπίδια. Η Μέση Πολιτεία σκότωσε και τα τελευταία παιδιάστικα όνειρα, εξόντωσε και την τελευταία βούλα από παρορμήσεις και κρυφές λαχτάρες για το αύριο, με το να μου φανερώνει το αληθινό της πρόσωπο, κάθε βράδυ, όταν μου έκανε τη τιμή να περπατήσω στα πλακόστρωτά της. Και αυτό, το αληθινό της πρόσωπο είναι που με ιντριγκάρει και με προτρέπει να γράφω γι'αυτήν, τόσο καιρό μετά τη πρώτη μας ξήγα.

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Τελικά όλες οι πολιτείες είναι Θεονύφες, πόρνες που σε παρασύρουν σε μια μυστηριακή θεογαμία.

γιώργος είπε...

ρε συ. φοβάμαι οτι υπάρχουν άνθρωποι που ειναι δεδομένο οτι γυρίζουν ή καταλήγουν στη μέση πολιτεία. και γενικότερα γυροβολούν στην εγκεφαλική κατάσταση που λέγετε μέση πολιτεία σε όποια πολιτεία κι αν έχουν την ψευδέσθηση οτι αναπνέουν. και οτι το φοβάμαι είναι αλήθεια

Panos είπε...

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=164828 Βγήκε καινούργιο Τακέσι ρε!