Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Σημειώσεις απ΄ τη Μέση Πολιτεία 10


Ο κύριος 1 είχε διπλαρώσει μια μεθυσμένη στις δαγκάνες του, την άφηνε να τρίβεται στην αγκαλιά του και να του δίνει κλεφτά φιλάκια στο λαιμό, γουργουρίζοντας άρρυθμα, τσαπατσούλικα, ενώ αυτός κατάχλωμος, ρούφαγε λιγοστή μπύρα από ξένο μπουκάλι και τράβαγε τζούρες απ' το τσιγάρο του, απολαμβάνοντας την σκοτεινιά. Ο κύριος 3 έφερνε βόλτες τσαπατσούλικα με τον κύριο 4 στο πεζόδρομο, ο μεν έψαχνε κάτι να φάει, στα γρήγορα, στα κλεφτά, για να κλείσει η βραδιά, και ο δε έψαχνε να αγοράσει να καπνίσει. Πιο πίσω, ένας Γνωστός Γνωστού, τρόφιμος επίσης στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας της Μέσης Πολιτείας, έφερνε άβολες σβούρες στα πλακάκια, προσπαθώντας να αναγνωρίσει την αρχή και το τέλος απ' το τεράστιο πλήθος που τον περικύκλωνε, καλοβαλμένο και φανταχτερό, βαμμένο στα χρώματα του πολέμου σα τον τελευταίο άγγελο του θανάτου που θα δεχόταν ποτέ να κατέβει χάμου, στα χάλια της ανθρωπότητας της ίδιας, για να θερίσει και να σπείρει κατά βούλησην, ο Γνωστός Γνωστού είχε σπάσει σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια, η αντίληψή του δηλαδή. Είχε εισχωρήσει στην παρέα των κύριων 3, 4 και 5, νωρίτερα, ενδίδοντας σε αρκετά λίτρα αλκοόλ. Ωραίος τύπος ο Γνωστός Γνωστού, μόνο που όταν έπινε, όπως φάνηκε, και μίλαγε για ιδεολογικά ή πολιτικά, είχε ένα σχεδόν άκομψο μέταλλο στη φωνή, και σε συνδιασμό με τις λεκτικές του επιλογές, σου έφερνε στο μυαλό έναν νεοσσό Βλάντιμιρ Ίλιτς, να γιγαντώνεται αργά και σταθερά. Ο κύριος 4 γύρισε απαλά το κεφάλι, προσπαθώντας να προσδιορίσει τις συντεταγμένες του κυρίου 5, ο οποίος είχε χωθεί σε μια παρέα, σε ένα μαγαζί με ρυθμικά χτυπήματα σαρδελοκουτιών με κουτάλια αντί για μουσική, και φαινόταν να τους κάνει να γελάνε, ενώ αυτοί τον κέρναγαν σφηνάκια. Ωραίος τύπος ο κύριος 5. Είχε μάθει από πιτσιρικάς να τα βγάζει πέρα με κάθε τρόπο. Ίσως αυτό ήταν και η κλειδαριά που κράταγε μια τέτοια παρέα από μισθοφόρους και σκυλιά του πολέμου, ο καθένας στο τριπάκι του, ενωμένη. Ο κύριος 3 μουρμούριζε ενοχλητικά, σα βραχνιασμένος σκύλος, για το γιατί ο καθείς που γνωρίζουν, και τυχαίνει να μοιράζονται μαζί του κομμάτια σάρκας της κραιπάλης, αρχίζει να μιλάει για πολιτικά και ιδεολογίες. Ο κύριος 3 ποτέ δεν αποφάσισε πλήρως για τη θέση του στα πολιτικά και τα ιδεολογικά, οπότε του ήταν πολύ εύκολο, και ανέντιμο επίσης, να κουνάει το δάχτυλο προς τις μάπες που είχαν ξεκάθαρη άποψη επί του θέματος.

Ο κύριος 3 μπήκε στο φαγάδικο της στιγμής, 24 ώρες προσφερόμενα μπαγιάτικα κρουασάν με ζαμπόν, ντομάτα και μαρούλι, ή θρυμματισμένα κουλούρια, ή αραβικές πίτες ξεχασμένες στο γυάλινο θάλαμο της απομόνωσης καιρό τώρα, να έχουν δεχτεί τη μεταμόρφωση σε σόλα, λάστιχο. Απ' έξω, πέντε πιτσιρίκια ντυμένα πάνκηδες, σήκωναν φασαρία, φώναζαν σα λυσσασμένα και σπρώχνονταν, μέσα στη λήθη του γλυκού μεθυσιού.

-Εμένα με βλέπεις...με βλέπεις καλά; Εμένα...; Εγώ είμαι...πολύ κωλόπαιδο...σκληρός άντρας...

Ο κύριος 3 έπιασε κουβέντα με τον υπάλληλο του μαγαζιού. Έμοιαζε συνέχεια μελαγχολικός και βαριεστημένος, και τα 4 χρόνια που ο κύριος 3 τον είχε πρωτοσταμπάρει στο μαγαζί. Μίλησαν για το γάμο του υπάλληλου τον πρόσφατο. Ο κύριος 3 πήρε ένα μπαγιάτικο κρουασάν στο χέρι, άδειασε λίγα κέρματα στο πάγκο και του ευχήθηκε καλούς απογόνους. Ο υπάλληλος γέλασε για 3 δεύτερα, αλλά μόλις κατάλαβε την πραγματική φύση της δήθεν αυτής ευχής, ξαναμελαγχόλησε και ξαναβαρέθηκε.

Ο κύριος 3 σκάναρε τη περιοχή, μα όλοι είχαν εξαφανιστεί. Ο μόνος που έμενε ήταν ο Γνωστός Γνωστού, ακόμα το ίδιο χάλια με πριν, τώρα τον είχε αρπάξει από τον ώμο ένας βρωμερός ξυδόμπαρμπας, με καράφλα, μούσια και βγαλμένα δόντια, ντυμένος με μια σκονισμένη καφετιά παλτουδιά και ένα ξεβαμμένο παντελόνι. Κάθε φορά που γέλαγε, το πρόσωπό του γινόταν τρομακτικό, ξύλινο, και έφτυνε χολή δίχως να το ελέγχει. Ο κύριος 3 αποφάσισε ότι ο Γνωστός Γνωστού πέρναγε αρκετά καλά, αν μπορούσε να κρίνει βέβαια απ' το χαμόγελό του, αν ήταν χαμόγελο δηλαδή, καθώς η απόσταση ήταν γενναία μεταξύ τους, άρα έφυγε απ' το δίπλα δρομάκι, χωρίς να κάνει αισθητή τη παρουσία του σε κανέναν.

Στα πλακόστρωτα τα νότια, με σιωπηλά μαγαζιά, κλειστά εδώ και ώρα, και άσχημες πολυκατοικίες, λεγεώνες από ζευγάρια, παρέες, κάθε φύλου και ηλικίας, γέμιζαν το πεζοδρόμιο και ο κύριος 3 αναγκαζόταν να περπατήσει απ' το δρόμο. Ήταν οι στιγμές της άρνησης, καθώς μισούσε να μισεί το οτιδήποτε, μα δε μπορούσε να διώξει αυτή την βαθύτατη, ειλικρινή ανάγκη να τους κοιτάει με τρελά, λυσσασμένα μάτια. Μάτι με μάτι, γινόταν η επαφή. Ο "μέσος άνθρωπος". Ιδού η ανακάλυψη των αιώνων. Ο ρόλος που φέρνει σβούρες αναλόγως των τσαλιμιών μιας εκλεγμένης απ' τη πλειοψηφία των πολιτών ενός κράτους ομάδας από καλοπερασάκηδες, οι οποίοι με τη σειρά τους κάποτε ήταν "ο μέσος άνθρωπος", και τώρα μεταβιβάζουν τον τίτλο στην αμέσως επόμενη κάστα. Αυτών που ελέγχουν ουσιαστικά τους χυμούς της ζωής εκ των όπισθεν, των κακομαθημένων βρεφών με τα παχιά μουστάκια που με το θάνατο 3 υπαλλήλων στην επιχείρησή τους, εξοικονομούν τρεις μύτους κοκαϊνας παραπάνω, για την επόμενη βαρκάδα με το σκάφος. Είναι εμετικό, σκέφτηκε ο κύριος 3, πώς, σκατιάρηδες, αποτυχημένοι σα και αυτόν, χύνουν αίμα και ιδρώτα για να μοιάσουν στο "μέσο άνθρωπο". Δε καταλαβαίνουν ότι αυτοί είναι ο "μέσος άνθρωπος"; Αυτό είναι ο ορισμός του ανθρωπίνου είδους, ο κύριος 3 είχε πάρει στάση προφήτη, κρατώντας αόρατες πέτρινες πλάκες με εντολές, αυτός είναι ο ορισμός του ανθρώπινου είδους: μια αποτυχία που χέζει όλο το πλανήτη, κατουράει σε οτιδήποτε καθαρό και γαμάει σαν οπλοπολυβόλο οτιδήποτε αγνό και απλό και ειλικρινές. Όσο και να τον φθείρεις τον άνθρωπο, θα συνεχίσει να στολίζεται για την σαββατοβραδινή ιεροτελεστία. Θα κρύψει τους μώλωπες απ' το οικογενειακό περιβάλλον, θα βάλει πούδρα σε όλο του το σώμα για να μη φαίνονται οι ουλές από ένα γκρίζο, μεσημερινό μέλλον του τίποτα, όλα για να μπορέσει να γλύψει απ' τα στήθη της Καλοπέρασης, αχόρταγα, τις στάλες που του αντιστοιχούν. Που πιστεύει ότι δικαιωματικά κατέχει, λες και έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη ζωή και το θάνατο. Ο κύριος 3 τους είχε μάθει τους "μέσους ανθρώπους" από πιτσιρικάς, όταν έπαιζε αρκετές φορές μαζί τους ποδόσφαιρο στις τσιμεντένιες αλάνες. Συνήθως θα'ταν αυτοί που, μετά από ένα σκληρό μαρκάρισμα, αλλά καθ'ολα σωστό και μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, θα σηκώνονταν από το έδαφος και θα σε απειλούσαν με γροθοκοπάνημα. Τους στραπατσαριζόταν ο εγωισμός, όσα χρόνια και να σου έριχναν. Διότι για τα αποφασιστικά αυτά 4 δεύτερα, μεταξύ του μαρκαρίσματος και της κρούσης στο έδαφος, δεν είχαν τίποτα λαμπερό, νικηφόρο, αυτοκρατορικό. Δεν υπήρχε κανένα σίγουρο μέλλον μπρος τους, δεν είχαν καμία οικογενειακή παράδοση ή επιχείρηση που να χέζει λεφτά και να τους υπόσχεται μια παραδεισένια ζωή μέχρι τα γεράματα. Ήταν ένα με τους υπόλοιπους και κλωτσάγανε ένα ασκί στρογυλλό, αυτή η συνειδητοποίηση τους έκανε να λυσσάνε μέχρι τα τρίσβαθα της καλογυαλισμένης τους, πιπουλένιας τους ψυχής. Και αν δεν έχεις μάθει να πέφτεις, δε μπορείς να παίξεις το παιχνίδι της ζωής. Ούτε ποδόσφαιρο, επίσης.

Όλη η διαδικασία του να δηλώνεις παραίτηση από το σήμερα και τα περίπλοκα πλοκάμια της, είναι στη πραγματικότητα ένας ξιπασμένος αγώνας τρωκτικών. Αόρατα, ουράνια δάχτυλα τους έχουν κόψει τα δύο ποδάρια, και τα αφήνουν να σέρνονται σα σκουλήκια μέχρι το τερματισμό, ξερνώντας μια γραμμή από φρέσκο αίμα πίσω από κάθε τους κίνηση, για να δουν ποιο θα δαγκώσει πρώτο το τυρί, στη γραμμή λήξης του αγώνα. Ποτέ το τυρί δεν είναι αρκετό και για τα δύο. Το πιο πεινασμένο θα συρθεί με όλη του τη δύναμη μέχρι το τερματισμό. Ή θα τραμπουκήσει το νικητήριο ποντίκι, αν έρθει το ίδιο δεύτερο, και θα του κλέψει το τυρί με το έτσι θέλω. Κάποιες φορές, το πεινασμένο ποντίκι θα κοιτάξει τριγύρω, το Μεγάλο Ιερό Στόμα από αιθέρα, να γελάει βροντερά με το θέαμα, και απλά θα συρθεί ως την άκρη, με όση δύναμη έχει, περιμένοντας να πεθάνει από αιμοραγια. Και το Μεγάλο Ιερό Στόμα, η Πόρνη της Δήθεν Ελεύθερης Βούλησης, θα το βουλώσει και θα ζητήσει συγγνώμη, μέχρι να ξαναγελάσει με δύο διαφορετικά τρωκτικά. Και το νικητήριο τρωκτικό, θα μουλιάζει το τυρί με αίμα, ατσούμπαλα, δαγκώνοντας με μανία. Γι'αυτό και όσοι δηλώνουν παραίτηση απ' τη ζωή, συνήθως τη λαχταράνε με όλο τους το είναι. Αρνούνται, ας πούμε, να δεχτούν το ότι απλά δε τη κατανοούν, και μια ασπίδα προστασίας είναι να ζητάς απ' το κεφάλι σου να σβήσει, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιες ώρες της ημέρας, αν όχι για όλη τη μέρα, ώστε να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να μείνεις στα βασικά. Τέτοιες ώρες μένεις πάντα στα βασικά. Και μέσα στη γλυκιά θολούρα του να συνέρχεσαι, λίγο πριν κλείσεις μουδιασμένα τα μάτια, επιμένεις να κάνεις μόνο ό,τι σε γεμίζει πραγματικά. Τίποτε ανούσιο ή "λίγο".

Στη Πλατεία, στο Πεζόδρομο, είχε γάμο. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός και αυτό έκανε τον κύριο 3 να χαμογελάει. Είχαν κλείσει το δρόμο όλο, χορεύανε και τραγουδάγανε, φυσάγανε χάλκινα όργανα, βαρούσαν χορδές. Άχρωμος γάμος. Όλοι ήταν ντυμένοι, λες και είχε πέσει συνεννόηση από πριν, με λευκά κοστούμια και φορέματα. Τρεις χοντρές παράνυφες ίσιωναν τους κορσέδες τους για να μη χυθεί ο σάρκινος μπερντές στο έδαφος, με αδιάφορα μούτρα κλόουν να κοιτάνε τριγύρω, σχεδόν ειρωνευόμενα τα πάντα. Ο κύριος 3 τις προσπέρασε αναιδέστατα, κουτουλώντας σχεδόν πάνω τους, μπήκε λίγο πιο πολύ μέσα στη βαβούρα και προσπάθησε, σηκώνοντας τις μύτες των ποδιών του, να δει το γαμπρό και τη νύφη. Στη Μέση Πολιτεία, ο γαμπρός φορούσε στολή από Στρατιώτη του Σκακιού, με ασημένια υφάσματα και ένα ψευδοκράνος στο κεφάλι, που κατέληγε σε μια αιχμηρή μύτη, και η νύφη ντυνόταν απλά με κλαδιά και φύλλα συκιάς, καλύπτοντας μόνο τα απαραίτητα. Θαρρείς πως είναι πανάρχαιο έθιμο που έχει ξεφύγει από τις νυχάρες του χριστιανισμού μέχρι και σήμερα, κάτι σαν μια βοϋτσέκικης υφής απεικόνιση της ένωσης του Ανήρ/Πολεμιστή ->άρα αυτοθυσία, γενναιότητα, καμιά υποταγή στους νόμους της ζωής, λαγνεία για αίμα, πόλεμο, με τη Γυνή/Φύση -> άρα μάνα, στοργικότητα, υπομονή, μα επίσης μεγαλύτερη λαχτάρα για αίμα και χυμένα άντερα από τον Ανήρ. Ο φαλλός βρίσκει ένα σύμπαν για να το κάψει ολόκληρο, με την υπερνεργητικότητά του, και το αιδείο ανοίγεται σαν απέραντη σαβάνα, παραχωρώντας αυτό που του ανήκει δικαιωματικά στον εισβολέα. Ο Γιος ενώνεται σαρκικά με τη Μάνα, ο κύκλος κλείνει.

Πουθενά ο κύριος 3 δεν είδε το γαμπρό και τη νύφη. Δεν είχαν βγει ακόμα φαίνεται.
Παραπάτησε λιγάκι, περνώντας μπροστά από τα φαστφουντάδικα, με τα ντηλίβερυ-μπόυζ να τον κοιτάνε και να χασκογελάνε, τους χαμογέλασε κι αυτός και τα χαιρέτισε, και έψαξε να βρει την παρέα του από μισθοφόρους και σκυλιά του πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: