Δευτέρα 31 Μαΐου 2010
Παραπέρα
Μεγάλωσα, στο μικροσκοπικό εκείνο τσιμεντόλακκο
που δε χώραγε καλά καλά κανέναν από όλους μας
σε κείνη τη γειτονιά στη πόλη
που ήμουνα μόνος,
κοντόχοντρος και ανασφαλής για όλα
κληρονομιά των γονιών
κοινωνικών λειτουργών.
Ήταν ωραία, αλήθεια.
Δε με ένοιαζε και το τι λένε οι άλλοι για μένα,
η εντύπωση που λεν',
μιας και,
δεν είχα κατά βάση "άλλους" για να πουν για μένα.
Είχαμε κότες πολλές.
Στη σαβάνα που λέγανε "κτήμα"
ακριβώς πάνω απ' το κωλόσπιτό μας.
Μια κότα θυμάμαι καθόταν κουρνιασμένη,
κάθε καλοκαίρι,
στα κλαδιά της μουσμουλιάς που'χαμε στο κήπο,
και όταν της απευθύνανε το λόγο οι γονείς/συγγενείς,
μαζεμένοι για να ρουφήξουν τη καλοκαιρινή δροσιά της νυχτιάς,
εκείνη τους απαντούσε κάθε φορά
κακαρίζοντας.
Και ένας κόκορας νάνος που είχαμε
σιχαμένα πλάσματα
κομπλεξικά
όπως όλοι οι κοντοί που γνωρίζω,
μας πούλαγε νταβατζηλίκια
δεν άφηνε κανέναν μα κανέναν
να τον πλησιάσει στο κτήμα
και μια φορά
που η μάνα μου με έβγαλε βόλτα με το καροτσάκι
και αυτός μας είδε
έτρεξε απ' τη σαβάνα προς το μέρος μας
και άρχισε να μας τσιμπάει με μανία
ο κοντός κομπλεξικός
μέχρι που η γιαγιά με μια γριά γειτόνισσα,
του κόψανε το λαιμό
και τονε φάγαμε
απ' όσο ξέρω.
((Μόνο ο μακαρίτης ο θείος ο Γρηγόρης τον έκανε καλά τον πουσταρά το νάνο, διότι άρπαζε ένα ξεριζωμένο παλούκι από φτυάρι, και όταν πλησίαζε, το χτύπαγε στο έδαφος, και του φώναζε του κόκορα, με κείνη την απίστευτα αντρίκια, βραχνή, κατεστραμμένη και ηδονική ταυτόχρονα φωνή, "Κάστε χάμω ρε πούστη! Κάτσε χάμω πούστη!" και ο νάνος με το λοφίο υπάκουε δίχως δεύτερη σκέψη, κάνοντας τη κότα))
Μεγάλωσα όμως με γάτες.
Συγκεκριμένα, από κούτσικος, είχα έναν γάτο,
τον είχε ονομάσει η γιαγιά μου "Ριρίκο",
μάλλον ένα αμάγαλμα από τις μνήμες της
από τους Ιταλούς
και τη καταπιεσμένη σεξουαλικότητα
που της επέβαλλε η εποχή της,
σε συνδιασμό με τον ήχο των ζώων που είχε ακούσει ως τότε,
"ρρρρρρρρρ" οι γάτες
τις τρώγανε τότε κιόλα,
"ριριριριρι" τα πουλιά
η μόνη διέξοδος απ' τη σκατένια ζωή,
"κο κο κο κο" οι κότες
προνόμιο για τότε
((γι'αυτό είχαμε τόσες όταν ήμουν μικρός_)).
Άκου "Ριρίκο".
Ο Ριρίκος ήταν χοντροκώλης και αδιάφορος.
Σα τους περισσότερους γάτους
απλά αυτός ήταν πιο ανώμαλος.
Μια φορά πήγε να γαμήσει μια σκύλα εξημερωμένη
της γειτόνισσας.
το είχα δει από κοντά
στο ανεμοδαρμένο πανί της ξεραϊλας
που το λέγανε τότε οι γονείς μου
"κτήμα":
μάλλον αυτό με έκανε σε δεύτερη φάση
να παρατήσω μια ζωή υπαλλήλου
ισοβίτη.
Αν γαμάει ο πολυαγαπημένος σου γάτος
μια σκύλα
είμαστε όλοι εδώ, σερνόμαστε
ασχέτως πόσα πόδια έχουμε
ίδια κουμάσια είμαστε όλοι.
Ο Ριρίκος κάποια μέρα κοιμήθηκε για πάντα
((του ταίριαζε κιόλας,
του σκατόχοντρου))
μέσα σε κάτι χορτάρια πεζοδρομίου
με βγαλμένη μύτη
και ξεντεριασμένος.
Πιτσιρικάς, έκλαιγα.
Αυτό που του άξιζε βέβαια,
ήταν να φάω μια παστιτσάδα ακόμα
στη πάρτη του.
Αυτό θα γούσταρε.
Μετά πήραμε τον "Τζακ".
Μπασταρδόσκυλο σπάνιο.
Διότι ήταν σπάνιο πώς ένα πλάσμα του Θεού
μπορούσε να ήταν τόσο τεμπέλικο
και χοντρό
σα βαρέλι.
Ο Τζακ είχε περίεργη αντίληψη για το κόσμο γύρω του.
Έθαβε τυρί στο έδαφος
έτρωγε ό,τι σκατά τον ταϊζανε,
από γαλακτομπούρεκο
μέχρι πεταμένα αγγούρια,
δε μας έδινε σημασία
μέχρι που χαϊδεύαμε άλλα σκυλιά της γειτονιάς μπρος του,
τότε εκτοξευόταν,
ο χοντρός,
και έπεφτε πάνω μου.
Σκυλί γενικά μεσαίου μεγέθους
με μπυροκοίλι.
Σπάνιο θέαμα.
Μια φορά μάσησε φόλα
και πήγε να τη χωνέψει
δε τα κατάφερε αλλά άντεξε μια χαρά
μέχρι που τον πήγαμε στο κτηνίατρο
και τονε σώσαμε.
Τη δεύτερη εμπειρία με τη φόλα
δε τη γλίτωσε τόσο φτηνά.
Το αστείο είναι ότι πέθανε ακριβώς
όταν γνώρισα τη γυναίκα
με την οποία ντααβερίζομαι,
με φορτούνες και πρωτοβρόχια,
τόσα χρόνια.
Οπότε, μεταξύ σοβαρού και αστείου,
έλεγα παντού, μεθυσμένος,
"μου πέθανε ο σκύλος,
και μου φορτώθηκε μια σκύλα".
Στο τέλος, ξαναείχαμε γάτες.
Είχαμε μετακομίσει στο χωριό χρόνια τώρα.
Μια περίοδο μαζέψαμε τουλάχιστον 10 με 12 γάτες
δε θυμάμαι πλέον
και μερικές τις εξημέρωνα γω
με το να τις ταϊζω,
σημαντικότατο,
και να κάθομαι παρέα μαζί τους από απόσταση με τις ώρες,
πιτσιρικάς χωρίς βλέψεις για οτιδήποτε,
και να τις παρατηρώ
να κλείνουν δήθεν νυσταγμένα τα μάτια
και τότε να σε σταμπάρουν πραγματικά.
Καριόλες. Ύπουλες.
Πανέμορφες,
οι γάτες.
Είχα βγάλει ονόματα,
είχα αναθέσει, τρόπω τινά, ρόλους
ο ένας ήταν ο κοιλιόδουλος επιβήτορας,
που ακόμα και όταν τεκνοποιούσε θηλυκιά γάτα,
μόλις έβλεπε τη γιαγιά μου να βγαίνει απ' τη πόρτα,
συνηθισμένος στο φαγί,
ΠΛΑΦ,
έβγαινε απ' τη τρύπα
και έτρεχε πίσω της.
Ο άλλος ήταν ασθενικός
βρωμιάρης, ετοιμοθάνατος,
τον αγαπούσα πολύ,
και δε θυμάμαι καν πλέον πώς τον λέγανε,
νομίζω απλά τον φώναζα "Γάτο",
μιας και κανείς άλλος δεν ασχολιόταν σοβαρά μαζί του,
καθόταν τρέμοντας σε πλακάκια,
μερικές φορές ξέρναγε,
αλλά έδειχνε να απολαμβάνει ειλικρινά
ένα ειλικρινές χάδι στη κεφάλα.
Τσακωνόμουνα συνέχεια με το πατέρα μου για αυτό
για τη βρώμα του
τον έβριζα χυδαία
και ξαναχάιδευα τον Γάτο.
Πάνε όλα κι αυτά
ο νόμος του χωριού,
"Σκότωστα όλα
διότι βαριέσαι
και μπορείς!".
Τώρα δεν υπάρχουν κατοικίδια
απλά μια ανάγκη για αλληλοϋποστήριξη
και ζεστασιά
που λες ότι σε ζώνει φίδι
για να ρουφήξει και τη
τελευταία σταγόνα
απ' τη ζέστα
του σώματός σου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου