Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 6

Την προηγούμενη φορά θυμάμαι, μέσα από αναθυμιάσεις και πολύχρωμα ποτήρια, πολύχρωμου περιεχομένου δηλαδή, το αποτέλεσμα από κεράσματα φτηνά αφεντικών, του αφεντικού του ξύλινου τσαρδιού που μας στέγαζε συχνά πυκνά, μεθυσμένος, με μάτια που νέκρωναν κι ένα στραβό χαμόγελο μέχρι τ'αυτιά να στολίζει το κενό μεταξύ σαγονιού και μύτης το κάθετο, θυμάμαι να παρατηρώ τον κόσμο να γίνεται άμορφη μάζα και μετά να ξανασπάει σε κομμάτια, και να ξέρω ότι τα κομμάτια αυτά ταιριάζουν, μιας και τα είδα απ' το ίδιο παζλ να χύνονται στο έδαφος, σάρκινη βροχή, οι φίλοι μου με είχαν αφήσει σε μια γωνία για να ησυχάσω, ναι, η νιρβάνα μου είχε περισσότερη σημασία από προτροπές για μπουρδελότσαρκες υπό την επήρεια, όχι μάγκα μου, να μου λείπει, άφησέ με στο ζωτικό μου χώρο, μου ανήκει, και ένας κοντόχοντρος τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μουστάκι, φίλος φίλου που δεν είχα γνωρίσει παρά μόλις τότε, την ίδια μέρα πριν, μεθυσμένος επίσης, με γράπωνε απ' το μανίκι και με φωνή-αντίλαλο, σα να είχε καταπιεί ντουντούκα, με γράπωνε απ' το μανίκι και μου επαναλάμβανε, "Μας έχουν εκεί που θέλουν, αδερφέ. Μας έχουν στο έδαφος να σερνώμαστε, θέλουν να μας τα ρουφήξουν όλα", δε μίλαγα, χαμογέλαγα στραβά, τα ιδεολογικά μου σκέρτσα είχαν χαθεί σε ομιχλώδες κοιλάδες του εγκεφάλου, σκοτεινές και δύσβατες εκείνη τη στιγμή λόγω αλκοόλ απ' το μεσημέρι, άκουγα με το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο, στραβό και άψυχο σα τα μάτια μου, "Δε τους συμφέρει να μας δείξουν έλεος, αδερφέ. Μας τα παίρνουν όλα σιγά σιγά, μας κλέβουν τις ζωές μας", κάπου εκεί κατάφερα να ανασκουμπωθώ και να ψελίσω, με μουλιασμένα μουστάκια και χείλια να τσούζουν επειδή είχα κοπεί ακριβώς στη μέση του κάτω χείλους και το ουίσκι περνούσε από μέσα από τη σχισμή, να ψελίσω "Κοίτα...η αλήθεια είναι ότι χρειάζεσαι λιγότερα...για να ζήσεις, απ' ό,τι σε μαθαίνουν...ας πούμε...για να ζήσεις...", αισθάνθηκα ολοκληρωμένος που μούγκρισα το οτιδήποτε, που το μούγκρισα, που τα κατάφερα, ο τύπος συνέχισε να ψέλνει στο ποίμνιό του (εμένα) σαν πορφήτης που σιχτήρισε με τα θεία και το ριξε στη κοινωνική αφύπνιση, "Εκεί, κάτω, κάτω μας θέλουν, κάτω".
Ωραίος τύπος, αλλά δε μπορώ τα ιδεολογικά.

Τα ποτήρια χτύπαγαν στα τραπέζια σχεδόν ρυθμικά. Από ένα σημείο και μετά κατανοείς ότι χρειάζεται να χτυπήσεις τον εθισμό, αν θελήσεις να τον χτυπήσεις βέβαια, από τις μικρές λεπτομέρειες πρώτα. Το αλκοόλ είναι από τα ναρκωτικά που σε ξανατραβάνε κοντά τους, αν τα εγκαταλείψεις, μέσω των ίδιων μικροστοιχείων/μικροερεθισμάτων και πράξεων που έχουν συνδεθεί με την κατανάλωσή τους. Ένα τραγούδι που ακούς συνέχεια μεθυσμένος, μια εντύπωση που σου δίνει ο χώρος ενώ είσαι λιώμα, κάποιες παραστάσεις που τις έχεις συνδέσει με το πιοτό- forza! O ψυχαναγκαστικά αλκοολικός ποτέ δε θα το κατανοήσει πλήρως αυτό- γι'αυτό και στο μέλλον θα ατενίζει από μικροσκοπικά μάντια εντόμου, έναν κόσμο γεμάτο σύμβολα και κρυφά μηνύματα, και θα ξαναγυρνάει στο μπουκάλι δίχως να ξέρει το γιατί.

Καθόμουν στο πάγκο και ηρεμούσα. Ο κόσμος με περικύκλωνε αλλά αισθανόμουνα δυνατός σα βουνό. Τσιταρισμένος, έτοιμος να δαγκώσω οποιονδήποτε λαιμό έστριβε εχθρικά προς το μέρος μου, αλλά ταυτόχρονα απαλός σα πούπουλο, γαλήνιος, με το ίδιο μαλακισμένο στραβοχαμόγελο. Και απερίγραπτη ευγένεια προς τις σερβιτόρες. Αισθανόμουνα ότι ο κόσμος με φοβάται, και καλά κάνει, ω ναι, αφήστε τον περίεργο με τα μούσια να ξεχάσει ότι υπάρχει και απόψε!

Ο κύριος 1 ήρθε τρεκλίζοντας. Οι υπόλοιποι της Παρέας των Κυρίων έμεναν σε ένα γειτονικό τραπέζι, γδύνοντας με τα μάτια τους 3-4 πιτσιρίκες που γέλαγαν ακατάπαυστα με τα αστεία τους, με καρφιτσωμένο ένα λάγνο, ανώμαλο χαμόγελο στα αξούριστα κατά βάσην πρόσωπά τους. Ο κύριος 1 όταν πίνει γίνεται είτε εκρηκτικά βίαιος, είτε ενοχλητικά υπερενεργητικός. Άξεστος, μα αληθινός.

-Έλα...έλα, σήκω...πάμε...
-Πάμε...; πού...;
-Πάμε...πάμε στο δίπλα μαγαζί... και μετά στο παραδίπλα...
-Μπα...
-και μετά στο παραδίπλα...και στο άλλο στη πλατεία...
-Δε νομίζω ρε φίλε...
-Και στο τάδε μπαράκι...τι εννοείς...δε νομίζεις;
-Δεν είμαι..δεν είμαι για πολλά μέσα-έξω... κοίτα...θα'ρθει και ο Νικόλας με τη Κατερίνα σε λίγο...και κοίτα να δεις...θέλω κι εγώ να αράξω...να ηρεμήσω...
-Τι λες ρε...;
-Ναι...έχω τα τελευταία μου φράγκα...έχω ηρεμήσει...είμαι απίστευτα φίλε...θα τα δώσω σε λίγη βότκα ακόμα...εδώ...ναι, λέω να καθίσω...

Ο κύριος 1 έπιασε το πρώτο άδειο σφηνάκι που είδε στο πάγκο, στο μέρος μου, το σήκωσε στο χέρι, και ουρλιάζοντας "ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΕ ΑΦΗΣΩ ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΜΟΝΟΣ...ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΕΔΩ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ...ΚΑΙ...ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΣΑΙ ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ...;!", το κατέβασε μπρος μου κάθετα με όση δύναμη είχε, και το κομμάτιασε. Θραύσματα εκτοξεύτηκαν αριστερά και δεξιά, όσο και πίσω από τον πάγκο, με τις σερβιτόρες να μένουν κάγκελο, ακίνητες. Θυμάμαι η μία είχε καστανά μαλλιά και στενοχωρημένα μάτια, τότε. Σα να μην έγινε τίποτα, ο κύριος 1, λες και ξέχασε το συμβάν, έφυγε προς τα αριστερά, όπου τον άρπαξε το αφεντικό και αρχίσανε να φωνάζουν με το γάντι ο ένας στον άλλο, όντας γνωστοί.

-Σε μένα ρε; Σε μένα τα κάνεις αυτά ρε; Τόσο καιρό δω και τα κάνεις σε μένα;
-Πσσστ...και γω πάνω...μαγαζί έχω...και ξέρω πότε παραφέρονται...και παραφέρθηκα...έλα να σε κεράσω μια γύρα...και είμαστε εντάξει.

Μακάρι όλα τα προβλήματα της ζωής να λύνονταν όπως λύθηκε τούτο, το ασήμαντο στο τέλος της νυχτιάς ούτως ή άλλως. Η σερβιτόρα άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά. Τα μάτια της ήταν ακόμα στεναχωρημένα. Έσπευσα να τη βοηθήσω, πιάνοντας τα γυαλιά με τα χέρια, άτσαλα μεθυσμένα χέρια. Μου είπε ότι δε χρειάζεται και ότι θα κοπώ, αλλά τα μάζεψα όλα, όσα βρήκα τριγύρω. Μερικά γυαλιά μου σκαβαν βαθειά τη παλάμη και τα δάχτυλα, μα δεν με ενοχλούσε, καθώς τα μάτια της τώρα ήταν καλοκαιρινά. Ζεστά και περισσότερο ξέγνοιαστα.

Ο Νικόλας με τη Κατερίνα ήρθαν. Τους φιλοξενούσα στο σπίτι εκείνη τη περίοδο, ημι-πρόσφυγες πενταήμερου από τη γκριζούπολη. Ωραίοι άνθρωποι. Δε θυμάμαι τι είπαμε. Το να βάλω τρεμάμενα το χέρι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου για να ψάξω για κέρματα (και να μη βρίσκω τίποτα) είχε σαν αποτέλεσμα να με κεράσουν βότκα. Κι άλλη, κι άλλη. Ο κόσμος αραίωνε, μόνο και μόνο για να επιστρέψει στη συνέχεια, τα ίδια άτομα, με άλλα ρούχα, μαλλιά, ύψος, πάχος, η μουσική παρέμενε δυνατή και φωνάζαμε για να ακουστούμε. Φώναζα ούτως ή άλλως, δε μπορούσα να ελέγξω την ένταση της φωνής μου. Σκεφτόμουνα ότι δεν έκανα τη καλύτερη εντύπωση στους καλεσμένους. Ένιωσα την ανάγκη να πιω κι άλλο για να διαγράψω αυτή τη σκέψη.

Το βράδυ μας βρήκε στο 24ωρο πατσατζίδικο που έχουμε υιοθετήσει με τους άλλους μετά από κραιπάλες. Ο μαγαζάτορας και οι σερβιτόροι και οι μαγείροι με έχουν δει μόνο μεθυσμένο. Να κοπανάω πόρτες στη τουαλέτα άθελά μου, προσποιούμενος δυναμική επιστροφή, να φτύνω το χέρι μου ενώ είμαι γεμάτος με μαγιονέζα στα μούσια, και η χλέπα να κρέμεται σα τους λιωμένους δείκτες ρολογιού του Νταλί, να κοιμάμαι στο τραπέζι. Υποπτεύομαι και άλλα πολλά, που δε θυμάμαι και ίσως δε μάθω και ποτέ. Εκείνη τη μέρα ημουν καλά. Παραπατούσα μα ήμουν καλά. Ο Νικόλας και η Κατερίνα ήθελαν μπριζόλα, μα δεν είχε εκείνη την ώρα, έτσι με ακολούθησαν και προτίμησαν το σνίτσελ. Πήρα το μπούκουβο και το σκορδοστούπι στα χέρια μου, με το που ήρθε το ψωμί.

-Ξέρετε...αυτό εδώ (δείχνοντας το σκορδοστούπι)...είναι ό,τι χρειάζεσαι...μετά από μεθύσι...ναι...
-Τι εννοείς;
-Κοίτα...σου χουν ανέβει οι σφυγμοί...είσαι σε υπερένταση...μπερδεύεσαι, λιώνει ο εγκέφαλός σου από τυχαίες, ασύνδετες σκέψεις...με το αλκοόλ...ε, κοίτα...

Γράπωσα μια βαρβάτη φέτα ψωμί, άπλωσα πάνω σκορδοστούπι μέχρι που πότισε όλη η ψίχα, και το κατάπια με δυο δαγκωνιές. Τα παιδιά έκαναν το ίδιο.

-Αυτό δω...σου κατεβάζει τα πάντα...σε ρίχνει στο μέσο όρο...στο μέσον...καταλαβαίνεις...σε ηρεμεί και σου ρίχνει τους σφυγμούς...
-Δε νομίζω να σου ρίχνει τους σφυγμούς, Ηλία.
-Μα ναι...και στανιάρεις...σε φέρνει στα σύγκαλά σου. Κόβεις τα πολλά πολλά. Σε μαστουρώνει σχεδόν...μετά από αλκοόλ...
-Πάντως δω το κάνουνε πολύ soft, ε;
-Δε ξέρω...καλά είναι...

Ήρθε το κύριο πιάτο. Έβαλα στο κρέας ό,τι είχε το μαγαζί, και άδειασα το μισό σκορδοστούπι πάνω του.

-Εδώ...θυμάμαι...πριν μήνες...χμφφ...
-Τι έγινε εδώ πριν μήνες;
-Είμασταν...χμμμμ....ο κύριος 1, ο αδερφός του και εγώ...μετά από ένα τρομερό πρωινό, μεσημέρι, απόγιομα και βράδυ....είχαμε έρθει πρωινές ώρες...μεθυσμένοι, μαστουρωμένοι....αλλά χαλαροί. Θέλαμε απλά να φάμε, πεινάγαμε...πεινάγαμε τρομερά...βασικά, όλη η περίοδος εκείνη ήταν περίεργη, τρομακτική θα έλεγα... ήταν τότε που...
-Μα, μας λες μετά, αγαπητέ!
-Ναι, προχώρα πρώτα στο παρασύνθημα και μας λες μετά.
-Ναι...ναι....δίκιο...έχετε απόλυτο δίκιο, με συγχωρείτε...
-Δε σε συγχωρούμε.
-Χέστηκα...με το συμπάθειο ε, σχωράτε με επί δύο...ναι...και λοιπόν...καθόμασταν εκεί...

Έδειξα αναιδέστατα, δε το ήθελα βέβαια, ένα τραπέζι σε κεντρικό σημείο του μαγαζιού, όπου καθόταν μια τετράδα, δυο άντρες, δυο τύποι. Δε μου άρεσαν. Ήταν κοστουμαρισμένοι και με ζελέ στα μαλλιά, και οι κοπέλες βαμμένες σα κλόουν και ντυμένες με καθρεφτάκια ενωμένα, που σχημάτιζαν φόρεμα. Ο ένας τύπος γέλασε δίχως να το κάνει προσβλητικά, ο άλλος αδιαφόρησε, οι γκόμενες κοίταξαν με απάθεια και ένα γραμμάριο απέχθειας.

-Εκεί καθόμασταν...που κάθονται κεινοι οι σκατομούρηδες...και οι βαμμένες σκύλες τώρα...
-Σσσσσστ, μη φωνάζεις!
-Χοχοχο, άστονα μωρέ, γούστο έχει!
-Οι τρεις μας εκεί λοιπόν...και έρχεται που λέτε...ένας περίεργος τύπος...μπαίνει μέσα στο μαγαζί...θα'ταν...60φεύγα; όχι...πολύ μεγάλο τον έκανα...50φεύγα σίγουρα...ασπρομάλλης επίσης σίγουρα...με κοστούμι καφετί, πουκάμισο πουά...και ένα έκφυλο μουστάκι...κάτασπρο... και από πίσω έσουρνε απ' το χεράκι ένα πιτσιρικάκι, κοριτσάκι...θα'ταν δε θα'ταν...12;
-Ε και;
-Ήταν...ήταν τσιγγανάκι...σίγουρα από τα γυφτέικα που λέμε...δω πιο πάνω απ' την πόλη...στη Μέση Πολιτεία οι τσιγγάνοι πουλάνε τις...τις...τις πρωτότοκες, τις δανείζουν, καλύτερα, όχι...τις νοικιάζουν, να η λέξη, σε εύπορους Μεσοπολιτιώτες, να τους πάρουν τη παρθενιά...για να παντρευτούν μετά, στα 14 τους...
-Θεέ μου! Τι λες;
-Ναι...και ήρθε...κάθισαν δίπλα μας...ο τύπος κοίταζε τριγύρω έντρομος...διότι ο νόμος κυνηγάει τέτοια περιστατικά...με λιγότερο πάθος βέβαια απ' ό,τι κυνηγάει το χόρτο...ναι, αυτό να λέγεται...πολύ λιγότερο πάθος...το πιτσιρίκι ήταν μαστουρωμένο, σίγουρα...υπό κάποια επήρεια, μάλλον...γενικώς και αορίστως...έμοιαζε να μη καταλαβαίνει που βρίσκεται και στο καφετί της δερματάκι...είχε ας πούμε...μαύρους κύκλους στα μάτια είχε...
-Και; Και;
-Ε...τίποτα... έβγαλε ένα βιβλίο και της διάβαζε ιστορίες...το κοριτσάκι δε καταλάβαινε τι γινόταν...αυτός διάβαζε και της έλεγε, "Κοίτα, κοίτα τι κάνει το γουρουνάκι εδώ, χαχαχα!", της έδειχνε μια εικόνα και γέλαγε ημι...ημι-υστερικά...μόνος του...και, ναι...είχαμε δει πολλή ανωμαλία ως τότε τριγύρω μας, αλλά, αλλά...νομίζω δεν είχαμε καθίσει ποτέ δίπλα της... ως τότε δηλαδής...
-Μα..δε κάνατε τίποτα;
-Σαν τι...;
-Να τον σταματήσετε!
-Μα...δεν είναι δουλειά μας...να μπαίνουμε σε χωράφια άλλων...και εκτός αυτού... αν...λέω ΑΝ...κάναμε έστω και 1% λάθος...θα είμασταν εμείς μπλεγμένοι...ξυλοκόπημα οικογενειάρχη μπρος στα μάτια του...του διανοητικά καθυστερημένου...υιοθετημένου παιδιού του...ή κανονικού παιδιού του...μπορεί να τανε Πορτογαλλάκι...και η μάνα του Πορτογαλλίδα...

Παύση.

-Ναι, αλλά. Δεν ήτανε πορτογαλλάκι, έτσι;

Τσιγάρο.

-Όχι...βασικά, σίγουρα όχι...το θυμάμαι καλά.

Παύση.

-Τι έλεγες λοιπόν πριν;
-Τι.. τι πριν; Για ποιο...ας πούμε...θέμα...;
-Για "εκείνη τη περίοδο" ρε. Την "τρομακτική", "περίεργη".

Τσιγάρο.

-Τϊποτα...δεν έλεγα τίποτα για κείνη τη περίοδο...

Παύση.
Τσιγάρο, και
ξανά Παύση.

2 σχόλια:

γιώργος είπε...

με είχανε κλείσει μέσα με το ζόρι για ένα 10ήμερο χωρίς ανάσα και σε χασα. ΄τωρα που έδω σε μια άλλη μέση πολιτεία έχω μια ακατανίκητη επιθυμία να πιω χάρη σε σένα! και μην το πάρεις περίεργα προσπαθώ να τα πω ως έχουν απλα

Λιος είπε...

Με κάνς χαρούμενο!
Πιείτε, πιείτε κύριε, διότι το τέλος είναι κοντά.