Τρίτη 18 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 5
Ο κύριος 3 ένιωσε την ίδια ζάλη, το ίδιο ξύσιμο στα χέρια
και στο πίσω μέρος του λαιμού,
ένα τράνταγμα σιγανό κατά μήκος της πλάτης,
και αποφάσισε να βγει στο ποτάμι,
πήρε το δρόμο προς την πλατεία της πορφύρας,
σε μια αναζήτηση ανοιχτού περίπτερου για μπύρες,
κοπανιώντας άτσαλα λιγοστά κέρματα στη φούχτα του,
προσπαθώντας να διακρίνει πόσα ήταν,
και το νερό έμοιαζε παράτολμο και η γη δειλή.
Πέρασε ανάμεσα απ' τα στενά σοκάκια της
οδού Παραδείσου, όπου οι χλωμές Πουτάνες της
έπιναν τζιν σε δυάδες, δύο σε κάθε μπαλκόνι διαμερίσματος,
ρεμβάζανε το ποτάμι να κινείται και καμία δε μίλαγε,
σε μισοφωτισμένα τραπεζάκια στολισμένα
με κάθε λογής μπιχλιμπίδι,
σπασμένα πιόνια του σκακιού και βρώμικα ποτήρια.
Λέγανε πως στην Οδό Παραδείσου όλες οι ευχές αποκτούν μαγική υφή,
αν θες να δεις κάποιον τόσο πολύ, μα τόσο πολύ,
τον συναντάς απευθείας
γι'αυτό και ο κύριος 3 δεν έκρυψε το μειδίαμά του,
που περπατούσε ακόμα μόνος, μισοτρέχοντας για την ακρίβεια
προσπερνώντας τα βρώμικα, φουντωτά αδέσποτα
ποταμόσκυλα στο άλλο πεζοδρόμιο,
που γρύλιζαν βαριεστημένα, ψυχαναγκαστικά
ενώ έμεναν ξαπλωμένα ανάσκελα στη λιγοστή πρασινάδα
που ξεπρόβαλλε απ' τα πλακάκια,
προσπερνώντας και μια Πολιτεία
που σε κάθε οστό που έκρυβε,
κάτω απ' το σάρκινο και τον τσιμεντωτό μανδύα της,
τελείτω η Αποκάλυψης του Ιωάννη
ξανά, και ξανά, και ξανά,
κάθε γαμημένο δεύτερο.
Οι χλωμές Πουτάνες έμεναν να ρεμβάζουν ως το πρωί, όταν ο κύριος 3 επέστρεψε απ' τη πλατεία, με μια σακούλα στο χέρι γεμάτη, και μια αδικαιολόγητη περιέργεια, να μάθει, τι στο διάολο μπορεί να κρύβει ένα ποτάμι στο πάτο του, ή ποια σημασία μπορεί να έχει, για γυναίκες τόσο μελαγχολικές και όμορφες, σε λεγεώνες, που τις εμπόδιζε να τον κοιτάξουν καν, αυτόν, ή οποιονδήποτε άλλο θνητό, ερωτικά, με ανάγκη για συντροφιά.
Ανηφόρισε το ποτάμι αυτή τη φορά.
Η φαγούρα δεν είχε περάσει ακόμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου