Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία


Ένα βουνό σχημάτισε τον Γκανέσα, παραμορφωμένο και δυσλειτουργικό από τη στιγμή που εκτοξεύτηκε από την ουράνια μήτρα.

Πράσινο νέον πάνω από την πόρτα που διαφημίζει φτηνό, ξετσίπωτο αλκοόλ, και ένα σερσέγκι να χαίρεται το φως. Για αυτό, η πινακίδα είναι ο Ήλιος του. Το αντίστοιχο με τον κώνωψ που λαχταράει να πετάξει στο φεγγάρι, κοιτώντας την αυγουστιάτικη νυχτιά πάνω απ' το κεφάλι του.

Γουλιές που σβήνουν διότι δεν έχουν ουσία. Δεν έχουν κάποια βάση. Σβήνουν για να σβήσουν. Πεθαίνουν στο μεγάλο τίποτα του τίποτα, ω τίποτα, αμήν. Φτηνή βότκα, απαίσια, ληγδιάρικη. Αν το φτηνιάρικο τσίπουρο είναι η πρέζα του αλκοόλ, η φτηνιάρικη βότκα, ενίοτε και νερωμένη, είναι η μορφίνη;

Τοξικά κάτουρα να χύνονται απ' τον ουρανό. Καυτή σάρκα να αναδύεται απ' το χώμα και να σπάει τα πεζοδρόμια. Ονειρεύτηκα ότι περπάταγα σε εκτάσεις γυμνής σάρκας. Ζεστής και φιλόξενης. Περπάταγα και άφηνα πατημασιές πάνω στο Αιώνιο Βρέφος. Δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπήρχαν "πόλεις". Μόνο μια απέραντη έρημος από ζεστή σάρκα. Και την περπάταγα ξυπόλητος. Και δε ξέρω ποτέ γιατί δε το ψιθύρισα σε μένα, στο ίδιο μου το αυτί, πιο πριν. Δεν ξέρω.

Τραβέλια ξεχύνονται στο δρόμο. Ένας λεπτός ερμαφρόδιτος βαμμένος με τα χρώματα του πολέμου και ντυμένος Φαραώ τα οδηγεί στις πλατείες, όπου καίνε τα πάντα. Ένας χοντρός ντυμμένος Διόνυσος που τον κουβαλάνε 6 νάνοι στις πλάτες τους, θηλυπρεπής, ξετσίπωτος μες τη γύμνια του, περιφέρεται σα το φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν, μα όχι πια.

Ο πρωθυπουργός της Μέσης Πολιτείας βάραγε ενέσεις γεμάτες από λιωμένα κουνούπια, ξεπλυμμένες με τη πιο φτηνή, αισχρή, επικίνδυνη βότκα που μπορούσε να προμηθευτεί. Έβαζε τους μυστικούς του μπάτσους να κάνουν έρευνα- μπαγλαρώνανε όποιο κουνούπι είχε φιλοδοξίες να πετάξει στο φεγγάρι. Μόνο τα φιλόδοξα κουνούπια εκπληρώνανε την ανάγκη του πρωθυπουργού για σούτους, καθώς αυτά δε ρουφάγανε αίμα. Ρουφάγανε στάλες από πρωτοβρόχια και αρμενίζανε μελαγχολικά σε πινακίδες με νέον.

Ο τεράστιος φράχτης σχεδόν σε τραμπούκιζε, κάθε φορά που διέσχιζες το χρυσοπορτοκαλί δρομάκι μπρος του, για να βγεις στη πλατεία. Ήταν το πιο ψηλό σημείο της Μέσης Πολιτείας. Μια φορά εκεί ο κύριος 3 συνάντησε έναν Ινδό, που θαρρείς πως τον είχε ξεράσει χέρι ζωγράφου ινδικής αγιογραφίας που είχε μεθύσει και νόμιζε πως ήταν σκιτσογράφος, παρά μουνί. Κοντόχοντρος με μπλε δέρμα, σαρίκι, φαρδύ παντελόνι, καλοαναθρεμμένα μάγουλα και μουστάκες που εκτοξεύονταν απ' τους πόρους σαν αστραπές. Έγνεψε στον κύριο 3 και μόλις εκείνος πήγε να μιλήσει, να ρωτήσει περί τίνος πρόκειται, ο Ινδός του έκανε νόημα να σιωπήσει. Ο κύριος 3 τον παρατήρησε να σκαρφαλώνει το φράχτη, και μετά να εκτοξεύεται στο έδαφος, πέφτονας φαινομενικά νεκρός. Όλα έβγαζαν τέλειο νόημα. Ο Δράκος των προφητειών έγινε Ένα (1) με τον Χριστό, ο συμβολισμός της αυτοθυσίας ξεπέρασε τα καννιβαλιστικά πρότυπα του παρελθόντος, το σώμα πλέον ήταν τόσο χρήσιμο όσο και άχρηστο, μια τέλεια κλεψύδρα που άδειαζε επειδή γούσταρε, μόνο και μόνο για να ξαναγεμίσει και να ξαναδειάσει άλλη μια φορά πριν γίνει θρύψαλλα από μόνη της, η ιερή σιωπή του Αρποκράτη, μέσα της όλη η ζωή μένει αιώνια ακίνητη, περιμένοντας μια σπίθα για να ξαναποκτήσει νόημα. Κίνηση. Ο Κύριος 3 σκαρφάλωσε με δυσκολία στο φράχτη. Τριγύρω, οι Εκφυλόμπατσοι τρίτης διμοιρίας της Μέσης Πολιτείας δε του έδιναν σημασία, κυνήγαγαν παράνομους παραγωγούς ασπιρινομελιτζάνας. Ο κύριος 3 έφτασε στη κορυφή με ιδρώτα και δυσκολία. Κλείνοντας τα μάτια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, εκτοξεύτηκε στο έδαφος. Έσκασε σαν τσουβάλι σε γομαράγκαθα. Είδε τη Νιρβάνα για 5 δεύτερα και μετά το απόλυτο μαύρο. Ξύνοντας τις πληγές του, παραπάτησε ζαλισμένα μακριά από το φράχτη, βρίζοντας και καταριώντας την αιώνια ζωή και τα μυστήριά της.

Ο πρώτος μυστήριος καβαλάρης έφτασε, και ήταν ντυμένος με μανδύες από μετάξι, κοκκινωπούς, κεντημένους με μάνταλες και σπείρες. Σκούπισε τη μύτη του με χάρη, και περπάτησε κομψά κατά μήκος της ανηφόρας. Ο δεύτερος μυστήριος καβαλάρης έφτασε επίσης, και ήταν μισόγυμνος, με ένα ξεσκισμένο μανδύα γεμάτο σκόνη, καφέ, στο χρώμα του πηχτού σκατού και του μισογυνισμού, απ' τον οποίον κρέμονταν νεκροί σκορπιοί, με τις ουρές κομμένες. Έβηξε αίμα, έπεσε στο έδαφος ζαλισμένος και σύρθηκε κατά μήκος της ανηφόρας. Ο τρίτος μυστήριος καβαλάρης έφτασε αργοπορημένος, και ήταν ντυμένος με χαρακιές και σκουριά. Κατούρησε θρασύτατα έξω από την πόρτα ενός ΑιωνοΜπουρδέλου, έφτυσε στο έδαφος, και δε μπήκε καν στο κόπο να ανέβει καμιά ανηφόρα.

Στο ποτάμι ο κύριος 3 ζαλιζόταν, μα ήταν σε απόλυτη αρμονία με όλα. Με κάθε σταγόνα που έσκαγε στις πέτρες, με κάθε κραυγή από πάπια που αντιχούσε μέχρι την άκρη της εικονικής γειτονιάς. "Είμαι σπίτι μου", ψέλλιζε μισοχαμογελώντας κάθε 5 δεύτερα, και περπατούσε λες και είχε καβαλήσει φορτούνες δεκαετιών παλιές. Συνάντησε 3 γυναίκες, που το χρώμα τους ήταν το καφέ και το μωβ. Οι γυναίκες έδεναν σε σπάγκους ποδάρια από πάπιες, και τα έφερναν βόλτες στο πλακόστρωτο. Όταν τα πόδια από τις πάπιες γέμιζαν στάχτες, τότε το χρώμα των γυναικών ήταν το γκρίζο. Όταν ο κύριος 3 τις προσπέρασε, τις κοίταξε με μάτια γαλανά, παρόλο που οι κόρες του φώναζαν για κάστανα. Άρα το χρώμα των γυναικών, όταν κοίταξαν κι αυτές τον κύριο 3, ήταν το μπλε το βαθύ, της ενοχής. Ο κύριος 3 συνέχισε, περπατώντας σε γυμνή σάρκα αντί για πλακάκια, μέσα, προς το τέλος το ίδιο της νυχτιάς, που χυνόταν στον ορίζοντα σκορπώντας κόκκινες κηλίδες και πορτοκαλιές υποσχέσεις. Το χρώμα των γυναικών άλλαξε και έγινε το άσπρο, καθώς βλέπανε τον κύριο 3 να μιλάει, και να χαμογελάει μόνος του, χανόμενος στο τίποτα.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

"Τραβέλια ξεχύνονται στο δρόμο. Ένας λεπτός ερμαφρόδιτος βαμμένος με τα χρώματα του πολέμου και ντυμένος Φαραώ τα οδηγεί στις πλατείες, όπου καίνε τα πάντα. Ένας χοντρός ντυμμένος Διόνυσος που τον κουβαλάνε 6 νάνοι στις πλάτες τους, θηλυπρεπής, ξετσίπωτος μες τη γύμνια του, περιφέρεται σα το φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν, μα όχι πια." ---> Μου έφερε τελείως γιοντοροφσκικές εικόνες στο μυαλό, και δε νομίζω να είναι από το χανγκόβερ.

Επίσης, λιάκο παιδί μου, μήπως να γινόσουν συγγραφέας; Ε; Ε; Ε; Ώρες ώρες όταν διαβάζω τα κείμενά σου νιώθω άχρηστη:P

Λιος είπε...

Η βότκα να γίνει συγγραφέας, αυτό θα ταν το ηθικά σωστό.
Ο Γιοντορόφσκι είναι ο Θεός ο ίδιος.