Δευτέρα 31 Μαΐου 2010
Παραπέρα
Μεγάλωσα, στο μικροσκοπικό εκείνο τσιμεντόλακκο
που δε χώραγε καλά καλά κανέναν από όλους μας
σε κείνη τη γειτονιά στη πόλη
που ήμουνα μόνος,
κοντόχοντρος και ανασφαλής για όλα
κληρονομιά των γονιών
κοινωνικών λειτουργών.
Ήταν ωραία, αλήθεια.
Δε με ένοιαζε και το τι λένε οι άλλοι για μένα,
η εντύπωση που λεν',
μιας και,
δεν είχα κατά βάση "άλλους" για να πουν για μένα.
Είχαμε κότες πολλές.
Στη σαβάνα που λέγανε "κτήμα"
ακριβώς πάνω απ' το κωλόσπιτό μας.
Μια κότα θυμάμαι καθόταν κουρνιασμένη,
κάθε καλοκαίρι,
στα κλαδιά της μουσμουλιάς που'χαμε στο κήπο,
και όταν της απευθύνανε το λόγο οι γονείς/συγγενείς,
μαζεμένοι για να ρουφήξουν τη καλοκαιρινή δροσιά της νυχτιάς,
εκείνη τους απαντούσε κάθε φορά
κακαρίζοντας.
Και ένας κόκορας νάνος που είχαμε
σιχαμένα πλάσματα
κομπλεξικά
όπως όλοι οι κοντοί που γνωρίζω,
μας πούλαγε νταβατζηλίκια
δεν άφηνε κανέναν μα κανέναν
να τον πλησιάσει στο κτήμα
και μια φορά
που η μάνα μου με έβγαλε βόλτα με το καροτσάκι
και αυτός μας είδε
έτρεξε απ' τη σαβάνα προς το μέρος μας
και άρχισε να μας τσιμπάει με μανία
ο κοντός κομπλεξικός
μέχρι που η γιαγιά με μια γριά γειτόνισσα,
του κόψανε το λαιμό
και τονε φάγαμε
απ' όσο ξέρω.
((Μόνο ο μακαρίτης ο θείος ο Γρηγόρης τον έκανε καλά τον πουσταρά το νάνο, διότι άρπαζε ένα ξεριζωμένο παλούκι από φτυάρι, και όταν πλησίαζε, το χτύπαγε στο έδαφος, και του φώναζε του κόκορα, με κείνη την απίστευτα αντρίκια, βραχνή, κατεστραμμένη και ηδονική ταυτόχρονα φωνή, "Κάστε χάμω ρε πούστη! Κάτσε χάμω πούστη!" και ο νάνος με το λοφίο υπάκουε δίχως δεύτερη σκέψη, κάνοντας τη κότα))
Μεγάλωσα όμως με γάτες.
Συγκεκριμένα, από κούτσικος, είχα έναν γάτο,
τον είχε ονομάσει η γιαγιά μου "Ριρίκο",
μάλλον ένα αμάγαλμα από τις μνήμες της
από τους Ιταλούς
και τη καταπιεσμένη σεξουαλικότητα
που της επέβαλλε η εποχή της,
σε συνδιασμό με τον ήχο των ζώων που είχε ακούσει ως τότε,
"ρρρρρρρρρ" οι γάτες
τις τρώγανε τότε κιόλα,
"ριριριριρι" τα πουλιά
η μόνη διέξοδος απ' τη σκατένια ζωή,
"κο κο κο κο" οι κότες
προνόμιο για τότε
((γι'αυτό είχαμε τόσες όταν ήμουν μικρός_)).
Άκου "Ριρίκο".
Ο Ριρίκος ήταν χοντροκώλης και αδιάφορος.
Σα τους περισσότερους γάτους
απλά αυτός ήταν πιο ανώμαλος.
Μια φορά πήγε να γαμήσει μια σκύλα εξημερωμένη
της γειτόνισσας.
το είχα δει από κοντά
στο ανεμοδαρμένο πανί της ξεραϊλας
που το λέγανε τότε οι γονείς μου
"κτήμα":
μάλλον αυτό με έκανε σε δεύτερη φάση
να παρατήσω μια ζωή υπαλλήλου
ισοβίτη.
Αν γαμάει ο πολυαγαπημένος σου γάτος
μια σκύλα
είμαστε όλοι εδώ, σερνόμαστε
ασχέτως πόσα πόδια έχουμε
ίδια κουμάσια είμαστε όλοι.
Ο Ριρίκος κάποια μέρα κοιμήθηκε για πάντα
((του ταίριαζε κιόλας,
του σκατόχοντρου))
μέσα σε κάτι χορτάρια πεζοδρομίου
με βγαλμένη μύτη
και ξεντεριασμένος.
Πιτσιρικάς, έκλαιγα.
Αυτό που του άξιζε βέβαια,
ήταν να φάω μια παστιτσάδα ακόμα
στη πάρτη του.
Αυτό θα γούσταρε.
Μετά πήραμε τον "Τζακ".
Μπασταρδόσκυλο σπάνιο.
Διότι ήταν σπάνιο πώς ένα πλάσμα του Θεού
μπορούσε να ήταν τόσο τεμπέλικο
και χοντρό
σα βαρέλι.
Ο Τζακ είχε περίεργη αντίληψη για το κόσμο γύρω του.
Έθαβε τυρί στο έδαφος
έτρωγε ό,τι σκατά τον ταϊζανε,
από γαλακτομπούρεκο
μέχρι πεταμένα αγγούρια,
δε μας έδινε σημασία
μέχρι που χαϊδεύαμε άλλα σκυλιά της γειτονιάς μπρος του,
τότε εκτοξευόταν,
ο χοντρός,
και έπεφτε πάνω μου.
Σκυλί γενικά μεσαίου μεγέθους
με μπυροκοίλι.
Σπάνιο θέαμα.
Μια φορά μάσησε φόλα
και πήγε να τη χωνέψει
δε τα κατάφερε αλλά άντεξε μια χαρά
μέχρι που τον πήγαμε στο κτηνίατρο
και τονε σώσαμε.
Τη δεύτερη εμπειρία με τη φόλα
δε τη γλίτωσε τόσο φτηνά.
Το αστείο είναι ότι πέθανε ακριβώς
όταν γνώρισα τη γυναίκα
με την οποία ντααβερίζομαι,
με φορτούνες και πρωτοβρόχια,
τόσα χρόνια.
Οπότε, μεταξύ σοβαρού και αστείου,
έλεγα παντού, μεθυσμένος,
"μου πέθανε ο σκύλος,
και μου φορτώθηκε μια σκύλα".
Στο τέλος, ξαναείχαμε γάτες.
Είχαμε μετακομίσει στο χωριό χρόνια τώρα.
Μια περίοδο μαζέψαμε τουλάχιστον 10 με 12 γάτες
δε θυμάμαι πλέον
και μερικές τις εξημέρωνα γω
με το να τις ταϊζω,
σημαντικότατο,
και να κάθομαι παρέα μαζί τους από απόσταση με τις ώρες,
πιτσιρικάς χωρίς βλέψεις για οτιδήποτε,
και να τις παρατηρώ
να κλείνουν δήθεν νυσταγμένα τα μάτια
και τότε να σε σταμπάρουν πραγματικά.
Καριόλες. Ύπουλες.
Πανέμορφες,
οι γάτες.
Είχα βγάλει ονόματα,
είχα αναθέσει, τρόπω τινά, ρόλους
ο ένας ήταν ο κοιλιόδουλος επιβήτορας,
που ακόμα και όταν τεκνοποιούσε θηλυκιά γάτα,
μόλις έβλεπε τη γιαγιά μου να βγαίνει απ' τη πόρτα,
συνηθισμένος στο φαγί,
ΠΛΑΦ,
έβγαινε απ' τη τρύπα
και έτρεχε πίσω της.
Ο άλλος ήταν ασθενικός
βρωμιάρης, ετοιμοθάνατος,
τον αγαπούσα πολύ,
και δε θυμάμαι καν πλέον πώς τον λέγανε,
νομίζω απλά τον φώναζα "Γάτο",
μιας και κανείς άλλος δεν ασχολιόταν σοβαρά μαζί του,
καθόταν τρέμοντας σε πλακάκια,
μερικές φορές ξέρναγε,
αλλά έδειχνε να απολαμβάνει ειλικρινά
ένα ειλικρινές χάδι στη κεφάλα.
Τσακωνόμουνα συνέχεια με το πατέρα μου για αυτό
για τη βρώμα του
τον έβριζα χυδαία
και ξαναχάιδευα τον Γάτο.
Πάνε όλα κι αυτά
ο νόμος του χωριού,
"Σκότωστα όλα
διότι βαριέσαι
και μπορείς!".
Τώρα δεν υπάρχουν κατοικίδια
απλά μια ανάγκη για αλληλοϋποστήριξη
και ζεστασιά
που λες ότι σε ζώνει φίδι
για να ρουφήξει και τη
τελευταία σταγόνα
απ' τη ζέστα
του σώματός σου.
2 ζωγράφοι που κωλολένε άγρια
FRIEDRICH SCHRODER-SONNESTERN (1892- 1982)
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΣΙΕ: Λιθουανός αλητάμπουρας και γνήσια σαλταρισμένος, ο Frμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαstern πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε σωφρονιστικά ιδρύματα, καθώς και 5 μήνες το 1910 σε τρελόσπιτο, και άλλη μια βόλτα από κει το 1917. Καλό παιδί. Μετά απ'αυτά κι απ'αυτά λοιπόν, ο τύπος αυτοανακηρύχθηκε "Δόκτωρ/Ψυχολόγος των Πανεπιστημιακών Επιστημών", τίτλο που αργότερα θα αλλάξει με το πιο catchy "Το Αστέρι του Ήλιου", και θα αποφασίσει ότι είναι θεραπευτής και μάντης. Το αστείο είναι ότι έβγαζε όντως χρήμα από αυτές τους τις απασχολήσεις, το αξιέπαινο είναι που τα δινε όλα σε φτωχούς, το ρεαλιστικό είναι που οι μπάτσοι τον ξαναμάζεψαν και τον ξαναέχωσαν μέσα. Σε αυτή του την επίσκεψη λοιπόν στο Μορμόλη, γνωρίζει έναν σύντροφο βαρυποινίτη-ζωγράφο, ο οποίος και τον ωθεί στην καλλιτεχνική έκφραση μέσω ζωγραφικής, πράγμα με το οποίο ασχολείται αποκλειστικότατα από το 1949 στο Βερολίνο, όπου και μετακομίζει.
ΔΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Δε θα γίνω αρχίδης και θα πω ότι σιγουρότατα, το έργο του Ηλιάστερου είναι για πολύ...ας πούμε...ειδικευμένα γούστα. Τις περισσότερες φορές, δε, αγκιστρώνει μόνο το ενδιαφέρον ακαδημαϊκών, κριτικών και ψαγμένων μπλαμπλάδων, κι αυτό σε σχέση με τους συμβολισμούς των πινάκων του. Λογικό απ' τη μία, καθώς η σχιζοφρενική τέχνη είναι ένα πλούσιο τοπίο γεμάτο επαναλαμβανόμενες εικόνες και ζωγραφικές νόρμες/φιγούρες, με μπόλικο ψωμί για πίρλα. Μαλακία απ' την άλλη, επειδή ο Φρήντριχγρκρλρκφφκστερν παρουσιάζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο που γίνεται το εσωτερικό ενός μυαλού τιγκαρισμένο από αποκαλυπτικές παραστάσεις, ένα όραμα ενός ενδιάμεσου μικροσύμπαντος όπου ο Ιερώνυμος Μπος βιάζει τις πιο χυδαίες φιγούρες που γέννησε ποτέ το χέρι μιας Φρίντας Κάλο, και απλά σε αφήνει με το σαγόνι στο πάτωμα.
*Και δε νομίζω από τέτοια μάπα να περιμένεις κάτι πιο στρωτό.
Αν θέλουμε να'μαστε λιγάκι ορθολογιστές, θα λέγαμε ότι είναι τέτοια η ιστορία και η φύση του καλλιτέχνη δαύτου, που, όποια αναγνώριση και να έλαβε από το φανταχτερό, ανώμαλό του έργο, δε κάθισε ποτέ στη Σάλα των Μεγάλων, επειδή ίσως δε του άξιζε. Αν αφήσουμε όμως τη γεροντοπίρλα και τη μουρμούρα, θα έλεγα ότι, ο Friedrich δεν έμεινε στην Ιστορία σα Μεγάλος, μόνο και μόνο λόγω του ονόματος-σιδηρόδρομου...
(Αν πάντως ψάχνετε να βρείτε σπόρους του Sonnenstern σήμερα, στη μοντέρνα τέχνη, ψάξτε να δείτε ζωγραφιές/σχέδια του Daniel Higgs -ναι αυτός πάλι-)
GUSTAV KLIMT (1862-1918)
--------------------------------
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΣΙΕ: Γεννηθής το 1862 δρ φτωχογειτονιές κοντά στη Βιέννη, στα 14 του ο πιτσιρκάς Γουστάβος γράφεται στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης, όπου και αρχίζει να μελετάει με τα μούτρα ζωγραφική όπως και ψηφιδωτό και νωπογραφία. Μέχρι το 1893 ήταν ήδη διαβόητος στους καλλιτεχνικούς κύκλους για το έργο του, τις ζοχάδες και τις κόντρες που έριχνε με το Πανεπιστήμιο της Βιέννης και τους τότε σκληροπυρηνικούς συναδέλφους του. Είχε ιδρυτική θέση στο βιεννέζικο κίνημα της Sezession (Απόσχιση), μέσω του οποίου βοήθησε στην εδραίωση της λεγόμενης Αρτ Νουβώ ("Αρ Νουβώ" για τους κουλτουριαρέους και "Art Nouveau" για τους φρανγκοφών της παρέας), απέκτησε μεγάλη φήμη και οικονομική ανεξαρτησία με τους πίνακές του, ζωγραφίζοντας συχνά γκόμενες της βιεννέζικης αστικής τάξης (κάτι σαν μαικήνες/προστάτιδες/νταβατζήδες θηλυκοί της Απόσχισης), άφησε το κόσμο μαλάκα με αυτό που κατάφερε να αποτυπώσει, σαν σύνολο/έργο, στους καμβάδες του, γνώρισε και το φωβισμό, και πέθανε το 1918 από αποπληξία, αφού πρώτα τον χτύπησε εγκεφαλικό και του παρέλυσε όλη τη δεξιά μεριά του σώματος.
ΔΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Τούτα τα ερωτήματα περισσότερο διέπονται από θρασύτητα παρά από ψευδοφιλοσοφημένα τερτίπια (που συχνά τα ντύνεις με ένα μανδύα "ρητορικού" και πουλάς και μούρη στη φουρνάρισσα της γειτονιάς σου). Ο Klimt έμεινε στην Ιστορία διότι ήταν ο Klimt και ζωγράφιζε όπως θα ζωγράφιζε ο Klimt. Ο Klimt γεννήθηκε στο Κόσμο των Ιδεών πρώτα σαν έννοια, και μετά μετοίκισε στο σώμα του μουσάτου, ημικαράφλα Βιεννέζου μούρλιακα. Τα έργα του Klimt είναι από τα ΕΛΑΧΙΣΤΑ εκείνα έργα, τα οποία, όταν τα βλέπεις σε καταλόγους ή σε φωτογραφίες, χάνουν το νόημά τους όλο, καθώς ο πυρήνας τους είναι το να μεσμερίσουν την αντίληψη, και να παίξουν με συμπαντικές αλήθειες, και αυτό καλώς ή κακώς, επιτυγχάνεται πλήρως μόνο με face to face αναμέτρηση με τον πίνακα. Ο Klimt αγαπούσε τις γυναίκες. Τις λάτρευε, τις γούσταρε ως τα μπούνια. Το έργο του αποτελείται από μια σειρά γυναικείων φιγούρων (όχι μόνο), οι οποίες συχνά αποκτούν μια συμβολική, θρησκευτική χροιά, συνδιαζόμενες συχνά πυκνά και με την αίσθηση του Θανάτου ή της Ζωώδους Σεξουαλικότητος. Ο Klimt ήταν ο Klimt και ο Klimt ήταν ένας καυλωμένος, υπερταλαντούχος, χυδαία λόγιος και ονειρικά/λεπτεπίλεπτα κραιπάλας, απερίγραπτα αισθαντικός καλλιτέχνης. Που μεταμορφώθηκε μαζί με το έργο του, όπως και αρκετοί ακόμα Μεγάλοι της Τέχνης.
*O Γουστάβος στη φάση 1 ((a.k.a κρατιέμαι ακόμα))
*Ο Γουστάβος στη φάση 2 -ενδιάμεση- ((που σημαίνει, αρχίζει και κλατάρει η βίδα))
*Ο Γουστάβος φάση 3 και τελειωτική ((έμφυτη μούρλα και καταχρήσεις = τζιζ))
Ο Klimt δώρισε στο κόσμο ένα σύνολο δουλειάς που επηρέασε τόσο την διακόσμηση (Mucha), όσο και τη σύγχρονη εικονογράφηση, ακόμα και την Τέχνη των Κόμιξ (π.χ Bisley, ελάτε τώρα που έχετε ενστάσεις, έχετε διαβάσει το "Horned God", έτσι;).
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΣΙΕ: Λιθουανός αλητάμπουρας και γνήσια σαλταρισμένος, ο Frμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαstern πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε σωφρονιστικά ιδρύματα, καθώς και 5 μήνες το 1910 σε τρελόσπιτο, και άλλη μια βόλτα από κει το 1917. Καλό παιδί. Μετά απ'αυτά κι απ'αυτά λοιπόν, ο τύπος αυτοανακηρύχθηκε "Δόκτωρ/Ψυχολόγος των Πανεπιστημιακών Επιστημών", τίτλο που αργότερα θα αλλάξει με το πιο catchy "Το Αστέρι του Ήλιου", και θα αποφασίσει ότι είναι θεραπευτής και μάντης. Το αστείο είναι ότι έβγαζε όντως χρήμα από αυτές τους τις απασχολήσεις, το αξιέπαινο είναι που τα δινε όλα σε φτωχούς, το ρεαλιστικό είναι που οι μπάτσοι τον ξαναμάζεψαν και τον ξαναέχωσαν μέσα. Σε αυτή του την επίσκεψη λοιπόν στο Μορμόλη, γνωρίζει έναν σύντροφο βαρυποινίτη-ζωγράφο, ο οποίος και τον ωθεί στην καλλιτεχνική έκφραση μέσω ζωγραφικής, πράγμα με το οποίο ασχολείται αποκλειστικότατα από το 1949 στο Βερολίνο, όπου και μετακομίζει.
ΔΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Δε θα γίνω αρχίδης και θα πω ότι σιγουρότατα, το έργο του Ηλιάστερου είναι για πολύ...ας πούμε...ειδικευμένα γούστα. Τις περισσότερες φορές, δε, αγκιστρώνει μόνο το ενδιαφέρον ακαδημαϊκών, κριτικών και ψαγμένων μπλαμπλάδων, κι αυτό σε σχέση με τους συμβολισμούς των πινάκων του. Λογικό απ' τη μία, καθώς η σχιζοφρενική τέχνη είναι ένα πλούσιο τοπίο γεμάτο επαναλαμβανόμενες εικόνες και ζωγραφικές νόρμες/φιγούρες, με μπόλικο ψωμί για πίρλα. Μαλακία απ' την άλλη, επειδή ο Φρήντριχγρκρλρκφφκστερν παρουσιάζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο που γίνεται το εσωτερικό ενός μυαλού τιγκαρισμένο από αποκαλυπτικές παραστάσεις, ένα όραμα ενός ενδιάμεσου μικροσύμπαντος όπου ο Ιερώνυμος Μπος βιάζει τις πιο χυδαίες φιγούρες που γέννησε ποτέ το χέρι μιας Φρίντας Κάλο, και απλά σε αφήνει με το σαγόνι στο πάτωμα.
*Και δε νομίζω από τέτοια μάπα να περιμένεις κάτι πιο στρωτό.
Αν θέλουμε να'μαστε λιγάκι ορθολογιστές, θα λέγαμε ότι είναι τέτοια η ιστορία και η φύση του καλλιτέχνη δαύτου, που, όποια αναγνώριση και να έλαβε από το φανταχτερό, ανώμαλό του έργο, δε κάθισε ποτέ στη Σάλα των Μεγάλων, επειδή ίσως δε του άξιζε. Αν αφήσουμε όμως τη γεροντοπίρλα και τη μουρμούρα, θα έλεγα ότι, ο Friedrich δεν έμεινε στην Ιστορία σα Μεγάλος, μόνο και μόνο λόγω του ονόματος-σιδηρόδρομου...
(Αν πάντως ψάχνετε να βρείτε σπόρους του Sonnenstern σήμερα, στη μοντέρνα τέχνη, ψάξτε να δείτε ζωγραφιές/σχέδια του Daniel Higgs -ναι αυτός πάλι-)
GUSTAV KLIMT (1862-1918)
--------------------------------
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΣΙΕ: Γεννηθής το 1862 δρ φτωχογειτονιές κοντά στη Βιέννη, στα 14 του ο πιτσιρκάς Γουστάβος γράφεται στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης, όπου και αρχίζει να μελετάει με τα μούτρα ζωγραφική όπως και ψηφιδωτό και νωπογραφία. Μέχρι το 1893 ήταν ήδη διαβόητος στους καλλιτεχνικούς κύκλους για το έργο του, τις ζοχάδες και τις κόντρες που έριχνε με το Πανεπιστήμιο της Βιέννης και τους τότε σκληροπυρηνικούς συναδέλφους του. Είχε ιδρυτική θέση στο βιεννέζικο κίνημα της Sezession (Απόσχιση), μέσω του οποίου βοήθησε στην εδραίωση της λεγόμενης Αρτ Νουβώ ("Αρ Νουβώ" για τους κουλτουριαρέους και "Art Nouveau" για τους φρανγκοφών της παρέας), απέκτησε μεγάλη φήμη και οικονομική ανεξαρτησία με τους πίνακές του, ζωγραφίζοντας συχνά γκόμενες της βιεννέζικης αστικής τάξης (κάτι σαν μαικήνες/προστάτιδες/νταβατζήδες θηλυκοί της Απόσχισης), άφησε το κόσμο μαλάκα με αυτό που κατάφερε να αποτυπώσει, σαν σύνολο/έργο, στους καμβάδες του, γνώρισε και το φωβισμό, και πέθανε το 1918 από αποπληξία, αφού πρώτα τον χτύπησε εγκεφαλικό και του παρέλυσε όλη τη δεξιά μεριά του σώματος.
ΔΙΑΤΙ ΓΑΜΑΕΙ: Τούτα τα ερωτήματα περισσότερο διέπονται από θρασύτητα παρά από ψευδοφιλοσοφημένα τερτίπια (που συχνά τα ντύνεις με ένα μανδύα "ρητορικού" και πουλάς και μούρη στη φουρνάρισσα της γειτονιάς σου). Ο Klimt έμεινε στην Ιστορία διότι ήταν ο Klimt και ζωγράφιζε όπως θα ζωγράφιζε ο Klimt. Ο Klimt γεννήθηκε στο Κόσμο των Ιδεών πρώτα σαν έννοια, και μετά μετοίκισε στο σώμα του μουσάτου, ημικαράφλα Βιεννέζου μούρλιακα. Τα έργα του Klimt είναι από τα ΕΛΑΧΙΣΤΑ εκείνα έργα, τα οποία, όταν τα βλέπεις σε καταλόγους ή σε φωτογραφίες, χάνουν το νόημά τους όλο, καθώς ο πυρήνας τους είναι το να μεσμερίσουν την αντίληψη, και να παίξουν με συμπαντικές αλήθειες, και αυτό καλώς ή κακώς, επιτυγχάνεται πλήρως μόνο με face to face αναμέτρηση με τον πίνακα. Ο Klimt αγαπούσε τις γυναίκες. Τις λάτρευε, τις γούσταρε ως τα μπούνια. Το έργο του αποτελείται από μια σειρά γυναικείων φιγούρων (όχι μόνο), οι οποίες συχνά αποκτούν μια συμβολική, θρησκευτική χροιά, συνδιαζόμενες συχνά πυκνά και με την αίσθηση του Θανάτου ή της Ζωώδους Σεξουαλικότητος. Ο Klimt ήταν ο Klimt και ο Klimt ήταν ένας καυλωμένος, υπερταλαντούχος, χυδαία λόγιος και ονειρικά/λεπτεπίλεπτα κραιπάλας, απερίγραπτα αισθαντικός καλλιτέχνης. Που μεταμορφώθηκε μαζί με το έργο του, όπως και αρκετοί ακόμα Μεγάλοι της Τέχνης.
*O Γουστάβος στη φάση 1 ((a.k.a κρατιέμαι ακόμα))
*Ο Γουστάβος στη φάση 2 -ενδιάμεση- ((που σημαίνει, αρχίζει και κλατάρει η βίδα))
*Ο Γουστάβος φάση 3 και τελειωτική ((έμφυτη μούρλα και καταχρήσεις = τζιζ))
Ο Klimt δώρισε στο κόσμο ένα σύνολο δουλειάς που επηρέασε τόσο την διακόσμηση (Mucha), όσο και τη σύγχρονη εικονογράφηση, ακόμα και την Τέχνη των Κόμιξ (π.χ Bisley, ελάτε τώρα που έχετε ενστάσεις, έχετε διαβάσει το "Horned God", έτσι;).
Κυριακή 30 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ τη Μέση Πολιτεία 12
Κόκκινο φέγγει κόκκινο έρχεται και φεύγει, μικροσκοπικό λαμπιόνι σε ενέδρα από νυχτοπούλια ξεσκισμένο γυαλί και λάμπα με τα μυαλά της να εκτοξεύουν σπινθήρες στο πεζοδρόμιο μετά από παρατεταμένες ραμφιές. Πίσω από μουσαμάδες και ξύλινους τοίχους, με καλογυαλισμένα καθρεφτάκια στο τοίχο και αφίσες του Mucha, αυτές οι αυστηρές, ποτέ κατακτήσιμες γυναίκες με τα μακριά μαλλιά, θυμήθηκα και τη πρώτη φορά που είχα δει πίνακα του Κλιμτ και ένιωθα ότι είχα ερωτευτεί και ότι κάποια απ' τις φιγούρες του θα έρθει να με νανουρίσει και να μου προσφέρει τα μικροσκοπικά, φανταστικά της στήθια σα προσκέφαλο και δεν ήξερα καν ότι ο Κλιμτ ήταν αυτός που με είχε ερεθίσει πνευματικά τόσο, παρά μόνο οι γυναικείες φιγούρες του και τα χρώματά του.
Ο Κλιμτ αγαπούσε τις γυναίκες πολύ. Όπως οι περισσότεροι από μας, αλλά δεν είμαστε Κλιμτ. Δεν είμαστε καν καλλιτέχνες.
Στο δρόμο για το Δημοτικό της Μέσης Πολιτείας, είχαν αδειάσει έναν ρινόκερο στολισμένο με χάντρες στο κέρατο και φανταχτερά παπλώματα στη πλάτη, τον είχαν δέσει με ένα λουρί και τον τάιζαν με τις παρανυχίδες τους. Τις έκοβαν με τα δόντια, μαζεύοντας μαζί και κομματάκια κρέατος, και του τις πρόσφεραν σε ένα κοκκάλινο δοχείο στρογγυλό. Ο ρινόκερος ήταν ο Χριστός, πιστεύω. Δε ξέρω τα έθιμα της Μέσης Πολιτείας. Η Μέση Πολιτεία στριφογυρνάει συνεχώς και ανακαλύπτει νέα έθιμα κάθε βδομάδα.
Ο κόσμος περπατούσε. Οι νυχτιές είχαν γίνει γλυκές. Δεν ήξερες όμως ακόμα αν θες να φορέσεις το παλτό σφιχτότερα ή να βγεις έξω γυμνός. Ίδια ζέστα την ίδια χρονική στιγμή με το τσούξιμο το ελαφρύ από τον αγέρη. Αλλά ο κόσμος περπατούσε. Σαχλαμάριζε, τσακωνόταν, περπατούσε αμίλητος σα να έψαχνε ένα μέσο για να απελευθερώσει τις ορμές του, που ποτέ δεν έβρισκε. Οπότε απλά περπατούσε. Μαζί του περπατούσα κι εγώ. Δε μου άρεσε που δεν είχα καταφέρει να εκμεταλλευτώ τις περιστάσεις και να φτιαχτώ όσο μπορούσα. Λίγα κέρματα στη τσέπη έμειναν εκεί, όταν ανακάλυψα πως είχαν τελειώσει τα αποθέματα ζύθου σε κάθε ανοιχτό μίνι-μάρκετ της Μέσης Πολιτείας.
Μπορεί να ποτίσανε τον μαλακισμένο, χοντρό ρινόκερό τους με τις μπύρες μου. Δε ξέρω και δε με ενδιαφέρει. Ας κάνουν ότι καταλαβαίνουν. Και αν μεθύσει ο ρινόκερος, εγώ δε θα τρέξω πουθενά- θα'μαι ήδη στο διαμέρισμά μου και θα τους κοιτάω απ' το μπαλκόνι.
Άλλο ένα παιχνίδι που θα παίξω πάλι. Μοσαϊκό από κουνούπια, ερείπια παλιάς γαλέρας τιγκαρισμένης στους πνιγμένους ναυτικούς του χτες, ανάσες πάνω στο τζάμι του μπαλκονιού και δυο σώματα να πιέζονται πάνω του, με μικροσκοπικά, φανταστικά στήθη γυναικεία να αποτυπώνονται δίπλα απ' τη κουρτίνα τη σκωτσέζικη, ανάσες πάνω στο ποτήρι και η ίδια υπόσχεση όπως πάντα ((όπως τότε στην Αθήνα με τα τσίπουρα, δε θα πιω ιδιαίτερα ούρλιαζα, και τερματισμένος απ' όλα, σε κείνο το φτηνό τσιπουράδικο, να παραπατάω και να ζητάω αναπτήρα από κείνη την πολύχρωμη, φανταχτερή παρέα μπουζουκόβιων, παππάς, παππάς, να με ρωτάει κεφάτο το ένα κοστούμι απ' τα υπόλοιπα, παπάρας, παπαροπαπάρας να του λέω πετώντας τον αναπτήρα απαλά στο μέρος του αφού άναψα το στριφτό μου και οι παλλακίδες της παρέας να κάνουν πως κρατάνε το κοστούμι που δήθεν παρεξηγήθηκε, παπάρια, ακόμα μια επίδειξη αντρίλας μπροστά στην θηλυκή αγέλη, σας ήξερα από πριν, σας γνωρίζω κάθε μέρα και καλύτερα)), αρχιτεκτονική των σκουπιδιών σε εσωτερικό χώρο, σεραφείμ που την έχουν ακούσει απίστευτα από τα κοκόρια και πετάνε με υπερταχύτητα, φλυαρώντας ακατάπαυστα και παρασέρνοντας μες την βαβούρα τους πινακίδες απ' την Εθνική, στο 365 σημείο ακριβώς, και ο Αμπραξάς τρίβει τα χέρια του στο γηροκομείο που τον έχουνε πετάξει δω και χρόνια, με μαλάκυνση και σε αναπηρικό καροτσάκι.
Ο ιδρώτας που πέφτει απ' τα μούσια, σκάει στα βρώμικα, μουτζουρωμένα μου δάχτυλα, ό,τι τρώω είναι το ίδιο που θα χέσω αργότερα, αρμαδίλος με πέτρινη μάπα, Αιγύπτιος μονάρχης και ταπεινός βρωμόσκυλος την ίδια στιγμή, και αυτός ο μαυρομάτης βρωμόσκυλος θα τη μαγκώσει την κοπελάρα του Κλιμτ και αυτή θα τον τρέφει και θα τον κοιμίζει και θα του προσφέρει το σώμα της για μια ζωή ολόκληρη.
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 11
Ο κύριος 1 κοπάναγε τα πινέλα με τις ξεροχυμένες ακουαρέλες στο χαρτόνι που'χε στεριώσει στον τοίχο δίπλα απ' τον καναπέ. Σχεδίαζε τον κύριο 3 να ζωγραφίζει τα δικά του, σε μια κόλλα χαρτί, και τον κύριο 6 από δίπλα να παίζει φυσαρμόνικα. Ωραίος ζωγράφος ο κύριος 1. Ο κύριος 4 έφερνε βόλτες, παρακολουθώντας το φαγητό που ζεσταινόταν στη κατσαρόλα. Κρέας. Ο κύριος 4 πείναγε αφάνταστα.
-Δε νόμιζω να φάμε σήμερα.
-Χμ;
-Από τι ώρα μαγειρεύουμε;
-Από τις 2 το μεσημέρι, θαρρώ.
-Και τι ώρα είναι τώρα;
-7 και είκοσι.
Πιο δίπλα, ο κύριος 5 είχε αράξει στο πάτωμα, δίπλα από την κουρτίνα, σχεδιάζοντας ζαλισμένα και αυτός.
-Πολλή καλλιτεχνεία σήμερα, ε;
-Ναι...ναι...
Ο κύριος 1 ζαλιζόταν επίσης, το πρόσωπό του είχε κιτρινίσει και οι κινήσεις του ήταν μετρημένες. Μόνο μπροστά από το χαρτόνι έδειχνε σημάδια ζωής. Ο κύριος 4 κάθισε σε μια απ' τις σκόρπιες καρέκλες του σαλονιού και άρχισε να γελάει μαζί με τον κύριο 6, ο οποίος προσπαθούσε να παίξει άτσαλα στην φυσαρμόνικα το τραγούδι που παίζουν στους γάμους. Ο κύριος 3 ανασκουμπώθηκε λίγο και έτριψε τα μάτια του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα το σχέδιο του κυρίου 1.
-Με έχεις κάνει με ένα πόδι.
Ο κύριος 1 συνέχιζε να ζωγραφίζει.
-Και επίσης, μου'χεις...πφφφ, πώς το λεν...μου χεις προσθέσει παραπάνω μούσια... υπερβολικά πολλά θα'λεγε κάποιος με σώας τας φρένας.
Ησυχία.
-Με έχεις κάνει σα παράλυτο φαλαινοθήρα.
-Σκάσε. Θα σε φτιάξω. Αρχή είναι...αρχή είναι ακόμα. Ε...σκάσε.
-Και μένα, πετάχτηκε και ο κύριος 6, φτιάξε τη κουκούλα που φοράω καλύτερα.
-Ναι.
-Και το κεφάλι μου είναι πολύ μικρό.
-Ρε μαλάκες...;!
Ο κύριος έκανε πίσω, ακίνητος, μουδιασμένος, μας κοίταξε με τα πεσμένα στο στόμα μάτια του και είπε,
-Θα με αφήσετε, να πούμε, να ζωγραφίσω...;
-Εμείς απλά...λέμε ό,τι βλέπουμε.
-Δε βλέπετε καλά. Είστε υπό την επήρεια.
-Κι εσύ το ίδιο...έτσι...;
-Ναι αλλά εγώ ζωγραφίζω. Άρα, σας παρατηρώ...εσείς απλά κοιτάζετε.
-Κι εγώ...κι εγώ ζωγραφίζω...
-Εσύ δε ζωγραφίζεις. Ανεβοκατεβάζεις το πενάκι και τριπάρεις με τη κίνηση...
-Άρα ζωγραφίζω...;
-Πρέπει να έχεις συναίσθηση του τι κάνεις. Εγώ αυτό λέω...
-Είσαι απόλυτος...και είσαι λάθος...
-Όχι...κοίτα να δεις...πάντα θα υπάρχει αυτό που λέμε...εεεεεμμφφφ...ο παράγοντας "χ", ας πούμε...Το στοιχείο που θα σου δώσει ώθηση να φτιάξεις κάτι. Καλό είναι. Αρκεί να ξέρεις γιατί κάνεις τι...
-Δε διαφωνούμε καθόλου...μα...κάτσε...πώς έβγαλες το συμπέρασμα ότι δε ξέρω τι κάνω...;
-Δε λέω για σένα...γενικά μιλάω...
-Κύριε 1...αυτή η κουβέντα δεν έβγαλε κανένα...μα κανένα...απολύτως...
-...νόημα, ψιθύρισε ο κύριος 5, μέσα από το έντονο χρατσαχρούτσα του μολυβιού στο χαρτί του.
Το κρέας ακόμα προσπαθούσε να βράσει στη κατσαρόλα. Φουρνάκι μηδέν. Η ώρα περνούσε. Οι πρώτες σκουριές στα σύννεφα ήταν γεγονός αδιαπραγμάτευτο.
-Στηθείτε, φώναξε ο κύριος 1 ξαφνικά προς τη δυάδα του καναπέος.
-ΜΙΛΑ ΠΙΟ ΕΥΓΕΝΙΚΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
-Εεε...όχι, κύριε 6...
-Μας έφερες στο σπίτι σου, θα μας πηδήξεις κιόλας;
-Όχι, κύριε 6...νομίζω εννοούσε να στηθούμε καλύτερα στο καναπέ...ξέρεις...μάλλον αλλάξαμε θέση χωρίς να το καταλάβουμε...και ξέρεις...
-...ζωγραφίζει, ψιθύρισε άλλη μια φορά ο κύριος 5.
Ο κύριος 1 συνέχιζε να πετάει ακουαρέλες στις φιγούρες του, ο κύριος 5 να γρατζουνάει το χαρτί, ο κύριος 4 να φέρνει βόλτες απ' τη καρέκλα στη κουζίνα, ο κύριος 3 με το κύριο 6 να αράζουν στον καναπέ. Και το κρέας να βράζει με τις ώρες, ποτέ να μην είναι έτοιμο, και τα σύννεφα να σκουραίνουν κι άλλο.
Σημειώσεις απ΄ τη Μέση Πολιτεία 10
Ο κύριος 1 είχε διπλαρώσει μια μεθυσμένη στις δαγκάνες του, την άφηνε να τρίβεται στην αγκαλιά του και να του δίνει κλεφτά φιλάκια στο λαιμό, γουργουρίζοντας άρρυθμα, τσαπατσούλικα, ενώ αυτός κατάχλωμος, ρούφαγε λιγοστή μπύρα από ξένο μπουκάλι και τράβαγε τζούρες απ' το τσιγάρο του, απολαμβάνοντας την σκοτεινιά. Ο κύριος 3 έφερνε βόλτες τσαπατσούλικα με τον κύριο 4 στο πεζόδρομο, ο μεν έψαχνε κάτι να φάει, στα γρήγορα, στα κλεφτά, για να κλείσει η βραδιά, και ο δε έψαχνε να αγοράσει να καπνίσει. Πιο πίσω, ένας Γνωστός Γνωστού, τρόφιμος επίσης στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας της Μέσης Πολιτείας, έφερνε άβολες σβούρες στα πλακάκια, προσπαθώντας να αναγνωρίσει την αρχή και το τέλος απ' το τεράστιο πλήθος που τον περικύκλωνε, καλοβαλμένο και φανταχτερό, βαμμένο στα χρώματα του πολέμου σα τον τελευταίο άγγελο του θανάτου που θα δεχόταν ποτέ να κατέβει χάμου, στα χάλια της ανθρωπότητας της ίδιας, για να θερίσει και να σπείρει κατά βούλησην, ο Γνωστός Γνωστού είχε σπάσει σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια, η αντίληψή του δηλαδή. Είχε εισχωρήσει στην παρέα των κύριων 3, 4 και 5, νωρίτερα, ενδίδοντας σε αρκετά λίτρα αλκοόλ. Ωραίος τύπος ο Γνωστός Γνωστού, μόνο που όταν έπινε, όπως φάνηκε, και μίλαγε για ιδεολογικά ή πολιτικά, είχε ένα σχεδόν άκομψο μέταλλο στη φωνή, και σε συνδιασμό με τις λεκτικές του επιλογές, σου έφερνε στο μυαλό έναν νεοσσό Βλάντιμιρ Ίλιτς, να γιγαντώνεται αργά και σταθερά. Ο κύριος 4 γύρισε απαλά το κεφάλι, προσπαθώντας να προσδιορίσει τις συντεταγμένες του κυρίου 5, ο οποίος είχε χωθεί σε μια παρέα, σε ένα μαγαζί με ρυθμικά χτυπήματα σαρδελοκουτιών με κουτάλια αντί για μουσική, και φαινόταν να τους κάνει να γελάνε, ενώ αυτοί τον κέρναγαν σφηνάκια. Ωραίος τύπος ο κύριος 5. Είχε μάθει από πιτσιρικάς να τα βγάζει πέρα με κάθε τρόπο. Ίσως αυτό ήταν και η κλειδαριά που κράταγε μια τέτοια παρέα από μισθοφόρους και σκυλιά του πολέμου, ο καθένας στο τριπάκι του, ενωμένη. Ο κύριος 3 μουρμούριζε ενοχλητικά, σα βραχνιασμένος σκύλος, για το γιατί ο καθείς που γνωρίζουν, και τυχαίνει να μοιράζονται μαζί του κομμάτια σάρκας της κραιπάλης, αρχίζει να μιλάει για πολιτικά και ιδεολογίες. Ο κύριος 3 ποτέ δεν αποφάσισε πλήρως για τη θέση του στα πολιτικά και τα ιδεολογικά, οπότε του ήταν πολύ εύκολο, και ανέντιμο επίσης, να κουνάει το δάχτυλο προς τις μάπες που είχαν ξεκάθαρη άποψη επί του θέματος.
Ο κύριος 3 μπήκε στο φαγάδικο της στιγμής, 24 ώρες προσφερόμενα μπαγιάτικα κρουασάν με ζαμπόν, ντομάτα και μαρούλι, ή θρυμματισμένα κουλούρια, ή αραβικές πίτες ξεχασμένες στο γυάλινο θάλαμο της απομόνωσης καιρό τώρα, να έχουν δεχτεί τη μεταμόρφωση σε σόλα, λάστιχο. Απ' έξω, πέντε πιτσιρίκια ντυμένα πάνκηδες, σήκωναν φασαρία, φώναζαν σα λυσσασμένα και σπρώχνονταν, μέσα στη λήθη του γλυκού μεθυσιού.
-Εμένα με βλέπεις...με βλέπεις καλά; Εμένα...; Εγώ είμαι...πολύ κωλόπαιδο...σκληρός άντρας...
Ο κύριος 3 έπιασε κουβέντα με τον υπάλληλο του μαγαζιού. Έμοιαζε συνέχεια μελαγχολικός και βαριεστημένος, και τα 4 χρόνια που ο κύριος 3 τον είχε πρωτοσταμπάρει στο μαγαζί. Μίλησαν για το γάμο του υπάλληλου τον πρόσφατο. Ο κύριος 3 πήρε ένα μπαγιάτικο κρουασάν στο χέρι, άδειασε λίγα κέρματα στο πάγκο και του ευχήθηκε καλούς απογόνους. Ο υπάλληλος γέλασε για 3 δεύτερα, αλλά μόλις κατάλαβε την πραγματική φύση της δήθεν αυτής ευχής, ξαναμελαγχόλησε και ξαναβαρέθηκε.
Ο κύριος 3 σκάναρε τη περιοχή, μα όλοι είχαν εξαφανιστεί. Ο μόνος που έμενε ήταν ο Γνωστός Γνωστού, ακόμα το ίδιο χάλια με πριν, τώρα τον είχε αρπάξει από τον ώμο ένας βρωμερός ξυδόμπαρμπας, με καράφλα, μούσια και βγαλμένα δόντια, ντυμένος με μια σκονισμένη καφετιά παλτουδιά και ένα ξεβαμμένο παντελόνι. Κάθε φορά που γέλαγε, το πρόσωπό του γινόταν τρομακτικό, ξύλινο, και έφτυνε χολή δίχως να το ελέγχει. Ο κύριος 3 αποφάσισε ότι ο Γνωστός Γνωστού πέρναγε αρκετά καλά, αν μπορούσε να κρίνει βέβαια απ' το χαμόγελό του, αν ήταν χαμόγελο δηλαδή, καθώς η απόσταση ήταν γενναία μεταξύ τους, άρα έφυγε απ' το δίπλα δρομάκι, χωρίς να κάνει αισθητή τη παρουσία του σε κανέναν.
Στα πλακόστρωτα τα νότια, με σιωπηλά μαγαζιά, κλειστά εδώ και ώρα, και άσχημες πολυκατοικίες, λεγεώνες από ζευγάρια, παρέες, κάθε φύλου και ηλικίας, γέμιζαν το πεζοδρόμιο και ο κύριος 3 αναγκαζόταν να περπατήσει απ' το δρόμο. Ήταν οι στιγμές της άρνησης, καθώς μισούσε να μισεί το οτιδήποτε, μα δε μπορούσε να διώξει αυτή την βαθύτατη, ειλικρινή ανάγκη να τους κοιτάει με τρελά, λυσσασμένα μάτια. Μάτι με μάτι, γινόταν η επαφή. Ο "μέσος άνθρωπος". Ιδού η ανακάλυψη των αιώνων. Ο ρόλος που φέρνει σβούρες αναλόγως των τσαλιμιών μιας εκλεγμένης απ' τη πλειοψηφία των πολιτών ενός κράτους ομάδας από καλοπερασάκηδες, οι οποίοι με τη σειρά τους κάποτε ήταν "ο μέσος άνθρωπος", και τώρα μεταβιβάζουν τον τίτλο στην αμέσως επόμενη κάστα. Αυτών που ελέγχουν ουσιαστικά τους χυμούς της ζωής εκ των όπισθεν, των κακομαθημένων βρεφών με τα παχιά μουστάκια που με το θάνατο 3 υπαλλήλων στην επιχείρησή τους, εξοικονομούν τρεις μύτους κοκαϊνας παραπάνω, για την επόμενη βαρκάδα με το σκάφος. Είναι εμετικό, σκέφτηκε ο κύριος 3, πώς, σκατιάρηδες, αποτυχημένοι σα και αυτόν, χύνουν αίμα και ιδρώτα για να μοιάσουν στο "μέσο άνθρωπο". Δε καταλαβαίνουν ότι αυτοί είναι ο "μέσος άνθρωπος"; Αυτό είναι ο ορισμός του ανθρωπίνου είδους, ο κύριος 3 είχε πάρει στάση προφήτη, κρατώντας αόρατες πέτρινες πλάκες με εντολές, αυτός είναι ο ορισμός του ανθρώπινου είδους: μια αποτυχία που χέζει όλο το πλανήτη, κατουράει σε οτιδήποτε καθαρό και γαμάει σαν οπλοπολυβόλο οτιδήποτε αγνό και απλό και ειλικρινές. Όσο και να τον φθείρεις τον άνθρωπο, θα συνεχίσει να στολίζεται για την σαββατοβραδινή ιεροτελεστία. Θα κρύψει τους μώλωπες απ' το οικογενειακό περιβάλλον, θα βάλει πούδρα σε όλο του το σώμα για να μη φαίνονται οι ουλές από ένα γκρίζο, μεσημερινό μέλλον του τίποτα, όλα για να μπορέσει να γλύψει απ' τα στήθη της Καλοπέρασης, αχόρταγα, τις στάλες που του αντιστοιχούν. Που πιστεύει ότι δικαιωματικά κατέχει, λες και έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη ζωή και το θάνατο. Ο κύριος 3 τους είχε μάθει τους "μέσους ανθρώπους" από πιτσιρικάς, όταν έπαιζε αρκετές φορές μαζί τους ποδόσφαιρο στις τσιμεντένιες αλάνες. Συνήθως θα'ταν αυτοί που, μετά από ένα σκληρό μαρκάρισμα, αλλά καθ'ολα σωστό και μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, θα σηκώνονταν από το έδαφος και θα σε απειλούσαν με γροθοκοπάνημα. Τους στραπατσαριζόταν ο εγωισμός, όσα χρόνια και να σου έριχναν. Διότι για τα αποφασιστικά αυτά 4 δεύτερα, μεταξύ του μαρκαρίσματος και της κρούσης στο έδαφος, δεν είχαν τίποτα λαμπερό, νικηφόρο, αυτοκρατορικό. Δεν υπήρχε κανένα σίγουρο μέλλον μπρος τους, δεν είχαν καμία οικογενειακή παράδοση ή επιχείρηση που να χέζει λεφτά και να τους υπόσχεται μια παραδεισένια ζωή μέχρι τα γεράματα. Ήταν ένα με τους υπόλοιπους και κλωτσάγανε ένα ασκί στρογυλλό, αυτή η συνειδητοποίηση τους έκανε να λυσσάνε μέχρι τα τρίσβαθα της καλογυαλισμένης τους, πιπουλένιας τους ψυχής. Και αν δεν έχεις μάθει να πέφτεις, δε μπορείς να παίξεις το παιχνίδι της ζωής. Ούτε ποδόσφαιρο, επίσης.
Όλη η διαδικασία του να δηλώνεις παραίτηση από το σήμερα και τα περίπλοκα πλοκάμια της, είναι στη πραγματικότητα ένας ξιπασμένος αγώνας τρωκτικών. Αόρατα, ουράνια δάχτυλα τους έχουν κόψει τα δύο ποδάρια, και τα αφήνουν να σέρνονται σα σκουλήκια μέχρι το τερματισμό, ξερνώντας μια γραμμή από φρέσκο αίμα πίσω από κάθε τους κίνηση, για να δουν ποιο θα δαγκώσει πρώτο το τυρί, στη γραμμή λήξης του αγώνα. Ποτέ το τυρί δεν είναι αρκετό και για τα δύο. Το πιο πεινασμένο θα συρθεί με όλη του τη δύναμη μέχρι το τερματισμό. Ή θα τραμπουκήσει το νικητήριο ποντίκι, αν έρθει το ίδιο δεύτερο, και θα του κλέψει το τυρί με το έτσι θέλω. Κάποιες φορές, το πεινασμένο ποντίκι θα κοιτάξει τριγύρω, το Μεγάλο Ιερό Στόμα από αιθέρα, να γελάει βροντερά με το θέαμα, και απλά θα συρθεί ως την άκρη, με όση δύναμη έχει, περιμένοντας να πεθάνει από αιμοραγια. Και το Μεγάλο Ιερό Στόμα, η Πόρνη της Δήθεν Ελεύθερης Βούλησης, θα το βουλώσει και θα ζητήσει συγγνώμη, μέχρι να ξαναγελάσει με δύο διαφορετικά τρωκτικά. Και το νικητήριο τρωκτικό, θα μουλιάζει το τυρί με αίμα, ατσούμπαλα, δαγκώνοντας με μανία. Γι'αυτό και όσοι δηλώνουν παραίτηση απ' τη ζωή, συνήθως τη λαχταράνε με όλο τους το είναι. Αρνούνται, ας πούμε, να δεχτούν το ότι απλά δε τη κατανοούν, και μια ασπίδα προστασίας είναι να ζητάς απ' το κεφάλι σου να σβήσει, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιες ώρες της ημέρας, αν όχι για όλη τη μέρα, ώστε να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να μείνεις στα βασικά. Τέτοιες ώρες μένεις πάντα στα βασικά. Και μέσα στη γλυκιά θολούρα του να συνέρχεσαι, λίγο πριν κλείσεις μουδιασμένα τα μάτια, επιμένεις να κάνεις μόνο ό,τι σε γεμίζει πραγματικά. Τίποτε ανούσιο ή "λίγο".
Στη Πλατεία, στο Πεζόδρομο, είχε γάμο. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός και αυτό έκανε τον κύριο 3 να χαμογελάει. Είχαν κλείσει το δρόμο όλο, χορεύανε και τραγουδάγανε, φυσάγανε χάλκινα όργανα, βαρούσαν χορδές. Άχρωμος γάμος. Όλοι ήταν ντυμένοι, λες και είχε πέσει συνεννόηση από πριν, με λευκά κοστούμια και φορέματα. Τρεις χοντρές παράνυφες ίσιωναν τους κορσέδες τους για να μη χυθεί ο σάρκινος μπερντές στο έδαφος, με αδιάφορα μούτρα κλόουν να κοιτάνε τριγύρω, σχεδόν ειρωνευόμενα τα πάντα. Ο κύριος 3 τις προσπέρασε αναιδέστατα, κουτουλώντας σχεδόν πάνω τους, μπήκε λίγο πιο πολύ μέσα στη βαβούρα και προσπάθησε, σηκώνοντας τις μύτες των ποδιών του, να δει το γαμπρό και τη νύφη. Στη Μέση Πολιτεία, ο γαμπρός φορούσε στολή από Στρατιώτη του Σκακιού, με ασημένια υφάσματα και ένα ψευδοκράνος στο κεφάλι, που κατέληγε σε μια αιχμηρή μύτη, και η νύφη ντυνόταν απλά με κλαδιά και φύλλα συκιάς, καλύπτοντας μόνο τα απαραίτητα. Θαρρείς πως είναι πανάρχαιο έθιμο που έχει ξεφύγει από τις νυχάρες του χριστιανισμού μέχρι και σήμερα, κάτι σαν μια βοϋτσέκικης υφής απεικόνιση της ένωσης του Ανήρ/Πολεμιστή ->άρα αυτοθυσία, γενναιότητα, καμιά υποταγή στους νόμους της ζωής, λαγνεία για αίμα, πόλεμο, με τη Γυνή/Φύση -> άρα μάνα, στοργικότητα, υπομονή, μα επίσης μεγαλύτερη λαχτάρα για αίμα και χυμένα άντερα από τον Ανήρ. Ο φαλλός βρίσκει ένα σύμπαν για να το κάψει ολόκληρο, με την υπερνεργητικότητά του, και το αιδείο ανοίγεται σαν απέραντη σαβάνα, παραχωρώντας αυτό που του ανήκει δικαιωματικά στον εισβολέα. Ο Γιος ενώνεται σαρκικά με τη Μάνα, ο κύκλος κλείνει.
Πουθενά ο κύριος 3 δεν είδε το γαμπρό και τη νύφη. Δεν είχαν βγει ακόμα φαίνεται.
Παραπάτησε λιγάκι, περνώντας μπροστά από τα φαστφουντάδικα, με τα ντηλίβερυ-μπόυζ να τον κοιτάνε και να χασκογελάνε, τους χαμογέλασε κι αυτός και τα χαιρέτισε, και έψαξε να βρει την παρέα του από μισθοφόρους και σκυλιά του πολέμου.
Σάββατο 29 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 9
Άλλη μια βραδιά
άλλη μια ευκαιρία
να πεις,
"δε με νοιάζει".
"Δεν είμαι του εδώ,
είμαι του ΕΚΕΙ".
Βότκες, το ανώτατο μέτρο
η υψηλότερη στάθμη.
Μαζί με όλα τα άλλα
χτίζει πολυκατοικίες
και τραγούδια που τραγουδάγαμε παλιά
μέχρι να χαθούν στον αντίλαλο, στην ηχώ,
και ήμασταν και όμορφα.
Απερίσπαστοι απ' όλα.
Βότκες
και όλα τ'άλλα.
Εδώ, εκεί,
λαμπιόνια,
και αθώα πρόσωπα,
ρωτώντας, "Έχεις αναπτήρα, αδερφέ;",
ο διαχωρισμός:
-Όχι, δεν έχω για σένα, βρωμιάρη,
και,
-Ναι, για σένα μόνο, βρωμιάρη!
Πολύ άγχος.
Πολύ σκοτούρα.
Μα,
Νο χόουπ, νο φιούτουρ,
νο γόριζ.
Ε, μα.
Σήμερα το βράδυ
απλά όλα τα αυθεντικά θηλυκά
έλειπαν
μηδέν
μια τροχιά,
μια λεγεώνα από αδιάφορους
μαλακισμένους κηφήνες
ω-χο.
Και ακόμα
ο κύριος 3 να σκέφτεται
καστανά, μακριά μαλλιά,
να γεμίζουν το ποτήρι του
και να ρουφάει
σταγόνες ευχαρίστησης
από τρίχες
δήθεν αδιάφορες.
Ο κύριος 3 είπε,
ξύνοντας τις λίγες τρίχες στο κεφάλι του,
"Τίποτα.
Μηδέν.
Απλά,
η ομορφιά του βραδιού
με πορτοκαλιά φεγγάρια
και από κει και πέρα
κανένα,
ΚΑΝΕΝΑ,
θηλυκό πρότυπο."
Οι κύριοι οι υπόλοιποι δεν έδωσαν σημασία.
Όλοι στο ίδιο λούκι
μα λιγότερο ομιλητικοί
περιγραφικοί.
Καλά είναι.
Παραλία άδεια
με άμμο πεταμένη ως τις ντουζιέρες
-απλά, έτσι έγινε.
Έτσι,
απλά,
έγινε.
Παρασκευή 28 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 8
Ένα κατούρημα το βράδυ, στη Μέση Πολιτεία, ίσως πληρώσει πιο πολλά
απ' ό,τι θα πλήρωνε κανονικά.
Γερασμένη παράγκα, με στρώμα από τσουκνίδες και σκατά στο πάτωμα,
και το σκοτάδι να φωτίζει απ' τους κιτρινωπούς πίδακες
και τα κουνούπια ακόμα φαντάζονται
ότι πετάνε στα αστέρια ανάμεσα
αποφεύγοντας να με τσιμπήσουν
τη στιγμή που είμαι πιο ευάλωτος από ποτέ,
στο κατούρημα.
Κόσμος. Ησυχία στο ποτάμι, στην Οδό Ονείρων,
της πουτάνας στο κέντρο, στο Πεζόδρομο,
ανοίξανε δεξαμενές και πετάνε μέσα ανήλικα
να τους φάνε τα μεδούλια οι κροταλίες, αργά και υπομονετικά,
και οι ενήλικες διοργανώνουν όργια,
ντυμένοι με μάσκες χυδαίες, κακές απομιμήσεις
των τριών προσώπων της Θεάς Γης, ((βοήθειά μας)),
και τεκνοποιούν ξανά και ξανά
και ο κύκλος δε κλείνει ποτέ.
Αυτοανακυκλωνόμενος, σεξουαλικά ανεξέλεγκτος Μολώχ
-πολύ ωραία.
Διπλά είδωλα, το μπαρ βρωμάει πουστιά και πουτανιά,
παρόλο που είναι το ίδιο,
βαρετό, δίχως εκπλήξεις
ξύλινο τσαρδί που ποτέ
δε γίνεται τίποτα.
Αλλά απόψε ή θα τη φας στη πλάτη, ή
θα τη δώσεις στο κώλο.
Μια απ' τις μαγικές εκείνες νύχτες,
που η μπομπίνα γλυστράει απ' το κεφάλι σου
και αφήνεται να φτύνει σκηνές με το τσουβάλι,
όλα τριγύρω μια ταινία που περιμένει
να γραφεί,
μια νυχτιά που ανυπομονεί να
ρουφηχτεί,
ένας δρόμος που αναμένει να
ποδοπατηθεί,
2 σκάλες που βαριούνται να
σούρνουν κουφάρια πλέον,
μια καρέκλα ξεκούμπωτη από βίδες,
μια ντουζίνα πλήκτρα.
Η ιερή εκείνη στιγμή της ηρεμίας,
του απόλυτου δροσερού αέρα στο κούτελο,
ασχέτως των επιλογών του καθενός
ως προς την επίτευξή της,
θα έπρεπε να γίνεται σεβαστή,
σε κάθε περίπτωση,
ως γεγονός, κατάκτηση, και μόνο.
Τρίτη 25 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 7
Ίδιος δρόμος, που τον κατουράνε με λάδια οι μηχανόβιοι τις πρωινές ώρες, τις ίδιες πρωινές ώρες με τα λιγοστά φώτα απ' το περίπτερο και τους κατακουρασμένους γερο-κουβαλητές εφημερίδων, ίδια στάση λεοφορείου και ίδια πλήθη, γερο-νταβατζήδες με λερωμένα κοστούμια και τρεμάμενα χέρια, να γλωσσοφυλάνε τις πουτάνες τους, τις πολύτιμες, μέσα στο ελάχιστο φως, με τα λιγοστά φώτα απ' τις λάμπες στο παρκάκι δίπλα, με τους κατακουρασμένους γερο-μέθυσους να ξερνάνε τα άντερά τους στους θάμνους, άσπρες, μαύρες, στριπτιτζούδες και πουτάνες, να κουβεντιάζουν κακαρίζοντας, απροβλημάτιστα, ίδιο όχημα, απρόσωπο και κουρασμένο το κήτος μας και σήμερα, ένας-ένας οι Ιωνάδες με καρδιά από μπαρούτι να χωνόμαστε στα σπλάχνα του, φωλιάζοντας στριμοχνώμενοι στα έντερά του, επιπλέοντας εδώ, επιπλέοντας εκεί, στο πέπλο του τσιμέντου και στην ψευτοσιγουριά του μονοπατιού και του προορισμού.
Βραχνιασμένο δωμάτιο που φτύνει πρασινωπά ζουμιά, απ' τη καπνίλα της συνάθροισης, λίγα λεπτά παραπάνω, βρωμιάς, μωρό μου, 10 λεπτά το ανώτερο και εκτοξευόμαστε εκεί που κανείς πια δε προσπαθεί καν να σκεφτεί να φτάσει, μέσα στη σκουριά και την σιχαμάρα του αύριο, με συμβόλαιο απ' τη ζωή να χεις γεννηθεί σα χαμένος, να χάνεις όντως και να μη δίνεις σημασία, όσον τα επόμενα τέταρτα πριν κλείσεις τα μάτια για απόψε σημαδεύτηκαν από μια γλυκιά πύρρειο νίκη.
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ'τη Μέση Πολιτεία πρόλογος
Θα'ταν Κυριακή, όταν πρωτοέφτασα με τα μπαγκάζια μου στη Μέση Πολιτεία, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσα ως τότε επιδεικτικά. Για να είμαι ειλικρινής, σιχαινόμουνα τη Μέση Πολιτεία με πάθος. Για τα νεότερα μάτια μου, του τότε, κάθε μικροστοιχείο της, από τον πεζόδρομο, την ράχη του Φιδιού την ίδια, με τα φαντεζί ομπρελοειδή στρουκτούρια και τα 10,000 μάτια του Μελέκ Ταούς, διασκορπισμένα (θαρρείς σαν ανέκδοτο συμπαντικό) σε κεφάλια αιρετικών και πόρνων και πορνών, μέχρι τη Γειτονιά των Δακρύων, ευθεία προς το βορρά, δίπλα απ'το ποτάμι, με τα πλακόστρωτα και τις καλοφροντισμένες πολυκατοικίες και τις κυριλέ ταβέρνες, για τα μάτια μου του τότε, όλα ήταν αηδιαστικά, μουντά, βαρετά, ανούσια. Εχθροί. Λεγεώνες από κοκκινομούρικα σεραφείμ που με έχωναν με τη μούρη στη λάσπη, νταηλίκια, με ακονισμένα νύχια και δόντια αρπακτικού, πιο βαθιά, και πιο βαθιά, και μακριά απ' τη προηγούμενή μου ρουτίνα, μια τσιγαριά δρόμο μακριά απ' τη μεγάλη γκριζούπολη. Μπερδεμένος για το ποιο θα ναι το μέλλον, γράφοντας στα πιο προσωπικά μου σημεία ακόμα και το χαρμόσυνο για όλους τους υπόλοιπους γεγονός της αποδοχής μου ως φοιτητή απ' το Ανώτατο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας της περιοχής... "στα πιο προσωπικά μου σημεία"...στα κλαπανέλια μου, στις κατουροσακούλες μου, μα, ναι! Δε με ενδιέφερε τίποτα. Είχα μάθει να με ενδιαφέρουν τα πάντα από μικρός, τώρα, απλά δε με απασχολούσε το οτιδήποτε. Ήθελα απλά ένα κομμάτι απ' τη τσιμεντόπιτα που πίστευα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ότι μου αντιστοιχεί, με κάθε δυνατό τρόπο. Ξεκίνησα νεότερος να διαλάω το μυαλό μου με πράματα που οι άνθρωποι ξεκινούν να διαλύουν το μυαλό τους με δαύτα νεότεροι, ούτως ή άλλως. Μα, ναι. Ήθελα ένα λόγο για να κάνω το οτιδήποτε. Μέσα στις κοντόφθαλμες κεραίες στο κεφάλι μου, οτιδήποτε μακριά απ' τη πρωτεύουσα δε θα ικανοποιούσε κανέναν απ' τους μικροσκοπικούς τυρράνους που καταχράσσονται το κούτελό μου, δίχως να πληρώνουν νοίκι, ακόμα και σήμερα. Σιγουρότατα, η Μέση Πολιτεία δε θα μπορούσε να με ικανοποιήσει στο οτιδήποτε, πόσο μάλλον να με κάνει να "δημιουργήσω" κιόλας. Ήταν όλα ένα μεγάλο λάθος, σιχαινόμουνα την ιδέα ότι θα περνούσα χρόνια απ' τη ζωή μου σε ένα μέρος που δεν ήξερα καν, στο κέντρο του εσωτερικού ενός μουχλιασμένου αυγού, με το πτώμα απ' το κλωσσόπουλο να επιπλέει στα υγρά δίπλα μου δίχως να βγάζει λαλιά. Και γιατί να το κάνει; Σάμπως έβγαζα εγώ;
Η πρώτη στιγμή που αποφάσισα να συμβιβαστώ με την ιδέα, ήταν όταν, μερικές μέρες αφού εγκαταστάθηκα στο διαμέρισμά μου, αποφάσισα να περπατήσω προς το βουνό. Το βουνό της Μέσης Πολιτείας ήταν ακριβώς δίπλα στη πολυκατοικία που έμενα, σίγουρα δε μπορούσα να αγνοήσω το κάλεσμά του. Θαλασσινός κρετίνος, φοβητσιάρης θαλασσινός μπαμπουίνος, υποπτευόμουνα όμως ότι, αν η θάλασσα είναι το γυναικείο στοιχείο, το μητρικό, το συνεχώς μεταβαλλόμενο και μονίμως αντιδραστικό, τότε το βουνό θα έπρεπε να είναι το σέρνικο κεφάλι της υπόθεσης- το στέρεο, το ακλόνητο, το ισχυρό στις αποφάσεις του. Σκεπτόμενος ότι δεν είχα ούτως ή άλλως καμιά δουλειά με τη θάλασσα και όλα, μα όλα όσα συμβολίζει, και ότι άπειρες φορές από κούτσικος ακόμα, είχα κολυμπήσει τόσο βαθιά ώστε να πανικοβληθώ και να τρέξω πάλι στη στεριά, στην αγκαλιά της γιαγιάς μου (ναι, με πετσέτες ζεστές, τόσο, όσο τα χαλίκια στα πόδια να με φαγουρίζουν απ' τη ζέστα του ηλίου), θα πρεπε αν μη τι άλλο να δοκιμάσω να διασχίσω τον γήινο γείτονα, μια φορά. Μια ευκαιρία ανήκει σε όλους.
Δεν έκανα καν το κόπο να φτάσω στη κορυφή. Αποκλείεται, σκέφτηκα. Και τι να ανέβω να κάνω στη κορυφή; Στη Μέση Πολιτεία, στο ανώτατο σημείο του βουνού, στο σημείο όπου όλοι μπορούν να κοιτάξουν, δεσπόζει ένας τεράστιος σταυρός. Κληρονομιά απ' τη Συμμορία με τα Μαύρα, η οποία ειδικά πριν κάμποσα χρόνια, έκανε μέγιστα νταβατζηλίκια στη περιοχή, έκλεινε μαγαζιά και άνοιγε άλλα, απαγόρευε έθιμα και πανηγύρια/καρναβάλια και στα γύρω χωριά και πόλεις... ο Αρχιληστής της Συμμορίας βγήκε αιωνόβιος, όντας έχοντας περάσει τα 100, και ακόμα, λέγεται ότι δε του ξεφεύγει τίποτα απ' ό,τι συμβαίνει στα πέριξ. Ο σταυρός λάμπει στο σκοτάδι, με προβολείς. Δεν είναι λίγες φορές που κάποιος ανήξερος τουρίστας στη Μέση Πολιτεία, κοιτάει αδιάφορα στον ουρανό, μόνο και μόνο για να πέσει σε έκσταση στη συνέχεια, στο πάτωμα, τρέμοντας απ' την κορυφή ως τα νύχια, δακρύζοντας και κάνοντας το σταυρό του. Ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί άθεοι λυγίζουν στην αρχή, για κάποια δεύτερα, λίγα για να τους μείνει η ρετσινιά σαν όντας θρησκευόμενοι, αρκετά για να τους μείνει η ρετσινιά σα χέστες.
Στους πρόποδες, εξαντλημένος και ανάμεσα στη πρασινάδα. Μου άρεσε η πρασινάδα. Μεγάλωσα με πρασινάδα. Σκαρφάλωσα σε ένα δέντρο και κοίταζα ευθεία κάτω, το δρομάκι. Ησυχία και σκιά. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε και μου γαργάλαγε την ιδέα από μούσια, στο σαγόνι. Άρχισα να μιλάω, μάλλον να ψιθυρίζω, με τον εαυτό μου. Δεν έχω ιδέα για τι. Το συνήθιζα, μικρότερος, μιας και δε μπορούσα να βρω κανέναν, σχεδόν κανέναν έστω, απ' το γύρω περιβάλλον μου, για να με ακούσει. Δεν είχα και κάτι ιδιαίτερο να πω. Γιατί να με άκουγε λοιπόν ο κανένας, ούτως ή άλλως; Άλλωστε, με τη κούτρα μου ήμουνα τσακωμένος, πράγμα που σημαίνει ότι με αυτήνα έπρεπε να τα βρω. Άρχισα να ψιθυρίζω στον εαυτό μου και σε μια φάση η κουβέντα έφερε τη Μέση Πολιτεία. Και οι δύο συμφώνησα ότι απ' αυτό το σημείο που την έβλεπα, η Μέση Πολιτεία φάνταζε πιο γοητευτική απο πριν. Σχεδόν ανεκτή. Σκέφτηκα ότι, αν μπορούσε ένα τσούρμο πάπιες, που τις έβλεπα να αρμενίζουν πιτσιλοκώλικα στο ποτάμι, αν μπορούσαν αυτές οι φτερωτές αηδίες, οι βιαστές του ζωικού βασιλείου, να τα βγάλουν πέρα εδώ, γιατί όχι και εγώ; Αποφάσισα και οι δύο να κάνω υπομονή. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Κατέβηκα απ' το δέντρο και από τότε δε ξαναμίλησα στον εαυτό μου, παρά μόνο όταν δεν ήμουν σε κατάσταση να θυμηθώ την επόμενη μέρα ότι το κανα. Πάω και στοίχημα.
Τα χρόνια τα έφεραν αλλιώς. Θα έλεγε κανείς ότι η Μέση Πολιτεία, συνειδητά ή όχι, αποτέλεσε την φιλοσοφική λίθο ενός ατόμου που πάντοτε γέλαγε με τις γκροτέσκες απεικονίσεις της αλχημιστικής παράδοσης, τις κοσμοθεωρίες, τους Ουροβόρους, το ανδρόγυνο έμβλημα. Την ημιφιολοσοφική λίθο, έστω, διότι, αν και δεν κατάφερε να κάνει τούτο το ον που κοπανάει πλήκτρα αυτή τη στιγμή να πετάξει το τριχωτό, σκουριασμένο του δερμάτινο ασκί στα σκουπίδια και να ανυψωθεί στο απόλυτο Ένα της συλλογικής σκέψης, της Μίας οντότητας, κατάφερε ωστόσο να το κάνει να πάρει αρκετά μαθήματα στο γιατί είναι ηλίθιο να ενδιαφέρεσαι αν θα πετάξεις ή όχι το δερμάτινο ασκί σου στα σκουπίδια. Η Μέση Πολιτεία σκότωσε και τα τελευταία παιδιάστικα όνειρα, εξόντωσε και την τελευταία βούλα από παρορμήσεις και κρυφές λαχτάρες για το αύριο, με το να μου φανερώνει το αληθινό της πρόσωπο, κάθε βράδυ, όταν μου έκανε τη τιμή να περπατήσω στα πλακόστρωτά της. Και αυτό, το αληθινό της πρόσωπο είναι που με ιντριγκάρει και με προτρέπει να γράφω γι'αυτήν, τόσο καιρό μετά τη πρώτη μας ξήγα.
Τετάρτη 19 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 6
Την προηγούμενη φορά θυμάμαι, μέσα από αναθυμιάσεις και πολύχρωμα ποτήρια, πολύχρωμου περιεχομένου δηλαδή, το αποτέλεσμα από κεράσματα φτηνά αφεντικών, του αφεντικού του ξύλινου τσαρδιού που μας στέγαζε συχνά πυκνά, μεθυσμένος, με μάτια που νέκρωναν κι ένα στραβό χαμόγελο μέχρι τ'αυτιά να στολίζει το κενό μεταξύ σαγονιού και μύτης το κάθετο, θυμάμαι να παρατηρώ τον κόσμο να γίνεται άμορφη μάζα και μετά να ξανασπάει σε κομμάτια, και να ξέρω ότι τα κομμάτια αυτά ταιριάζουν, μιας και τα είδα απ' το ίδιο παζλ να χύνονται στο έδαφος, σάρκινη βροχή, οι φίλοι μου με είχαν αφήσει σε μια γωνία για να ησυχάσω, ναι, η νιρβάνα μου είχε περισσότερη σημασία από προτροπές για μπουρδελότσαρκες υπό την επήρεια, όχι μάγκα μου, να μου λείπει, άφησέ με στο ζωτικό μου χώρο, μου ανήκει, και ένας κοντόχοντρος τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μουστάκι, φίλος φίλου που δεν είχα γνωρίσει παρά μόλις τότε, την ίδια μέρα πριν, μεθυσμένος επίσης, με γράπωνε απ' το μανίκι και με φωνή-αντίλαλο, σα να είχε καταπιεί ντουντούκα, με γράπωνε απ' το μανίκι και μου επαναλάμβανε, "Μας έχουν εκεί που θέλουν, αδερφέ. Μας έχουν στο έδαφος να σερνώμαστε, θέλουν να μας τα ρουφήξουν όλα", δε μίλαγα, χαμογέλαγα στραβά, τα ιδεολογικά μου σκέρτσα είχαν χαθεί σε ομιχλώδες κοιλάδες του εγκεφάλου, σκοτεινές και δύσβατες εκείνη τη στιγμή λόγω αλκοόλ απ' το μεσημέρι, άκουγα με το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο, στραβό και άψυχο σα τα μάτια μου, "Δε τους συμφέρει να μας δείξουν έλεος, αδερφέ. Μας τα παίρνουν όλα σιγά σιγά, μας κλέβουν τις ζωές μας", κάπου εκεί κατάφερα να ανασκουμπωθώ και να ψελίσω, με μουλιασμένα μουστάκια και χείλια να τσούζουν επειδή είχα κοπεί ακριβώς στη μέση του κάτω χείλους και το ουίσκι περνούσε από μέσα από τη σχισμή, να ψελίσω "Κοίτα...η αλήθεια είναι ότι χρειάζεσαι λιγότερα...για να ζήσεις, απ' ό,τι σε μαθαίνουν...ας πούμε...για να ζήσεις...", αισθάνθηκα ολοκληρωμένος που μούγκρισα το οτιδήποτε, που το μούγκρισα, που τα κατάφερα, ο τύπος συνέχισε να ψέλνει στο ποίμνιό του (εμένα) σαν πορφήτης που σιχτήρισε με τα θεία και το ριξε στη κοινωνική αφύπνιση, "Εκεί, κάτω, κάτω μας θέλουν, κάτω".
Ωραίος τύπος, αλλά δε μπορώ τα ιδεολογικά.
Τα ποτήρια χτύπαγαν στα τραπέζια σχεδόν ρυθμικά. Από ένα σημείο και μετά κατανοείς ότι χρειάζεται να χτυπήσεις τον εθισμό, αν θελήσεις να τον χτυπήσεις βέβαια, από τις μικρές λεπτομέρειες πρώτα. Το αλκοόλ είναι από τα ναρκωτικά που σε ξανατραβάνε κοντά τους, αν τα εγκαταλείψεις, μέσω των ίδιων μικροστοιχείων/μικροερεθισμάτων και πράξεων που έχουν συνδεθεί με την κατανάλωσή τους. Ένα τραγούδι που ακούς συνέχεια μεθυσμένος, μια εντύπωση που σου δίνει ο χώρος ενώ είσαι λιώμα, κάποιες παραστάσεις που τις έχεις συνδέσει με το πιοτό- forza! O ψυχαναγκαστικά αλκοολικός ποτέ δε θα το κατανοήσει πλήρως αυτό- γι'αυτό και στο μέλλον θα ατενίζει από μικροσκοπικά μάντια εντόμου, έναν κόσμο γεμάτο σύμβολα και κρυφά μηνύματα, και θα ξαναγυρνάει στο μπουκάλι δίχως να ξέρει το γιατί.
Καθόμουν στο πάγκο και ηρεμούσα. Ο κόσμος με περικύκλωνε αλλά αισθανόμουνα δυνατός σα βουνό. Τσιταρισμένος, έτοιμος να δαγκώσω οποιονδήποτε λαιμό έστριβε εχθρικά προς το μέρος μου, αλλά ταυτόχρονα απαλός σα πούπουλο, γαλήνιος, με το ίδιο μαλακισμένο στραβοχαμόγελο. Και απερίγραπτη ευγένεια προς τις σερβιτόρες. Αισθανόμουνα ότι ο κόσμος με φοβάται, και καλά κάνει, ω ναι, αφήστε τον περίεργο με τα μούσια να ξεχάσει ότι υπάρχει και απόψε!
Ο κύριος 1 ήρθε τρεκλίζοντας. Οι υπόλοιποι της Παρέας των Κυρίων έμεναν σε ένα γειτονικό τραπέζι, γδύνοντας με τα μάτια τους 3-4 πιτσιρίκες που γέλαγαν ακατάπαυστα με τα αστεία τους, με καρφιτσωμένο ένα λάγνο, ανώμαλο χαμόγελο στα αξούριστα κατά βάσην πρόσωπά τους. Ο κύριος 1 όταν πίνει γίνεται είτε εκρηκτικά βίαιος, είτε ενοχλητικά υπερενεργητικός. Άξεστος, μα αληθινός.
-Έλα...έλα, σήκω...πάμε...
-Πάμε...; πού...;
-Πάμε...πάμε στο δίπλα μαγαζί... και μετά στο παραδίπλα...
-Μπα...
-και μετά στο παραδίπλα...και στο άλλο στη πλατεία...
-Δε νομίζω ρε φίλε...
-Και στο τάδε μπαράκι...τι εννοείς...δε νομίζεις;
-Δεν είμαι..δεν είμαι για πολλά μέσα-έξω... κοίτα...θα'ρθει και ο Νικόλας με τη Κατερίνα σε λίγο...και κοίτα να δεις...θέλω κι εγώ να αράξω...να ηρεμήσω...
-Τι λες ρε...;
-Ναι...έχω τα τελευταία μου φράγκα...έχω ηρεμήσει...είμαι απίστευτα φίλε...θα τα δώσω σε λίγη βότκα ακόμα...εδώ...ναι, λέω να καθίσω...
Ο κύριος 1 έπιασε το πρώτο άδειο σφηνάκι που είδε στο πάγκο, στο μέρος μου, το σήκωσε στο χέρι, και ουρλιάζοντας "ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΕ ΑΦΗΣΩ ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΜΟΝΟΣ...ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΕΔΩ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ...ΚΑΙ...ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΣΑΙ ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ...;!", το κατέβασε μπρος μου κάθετα με όση δύναμη είχε, και το κομμάτιασε. Θραύσματα εκτοξεύτηκαν αριστερά και δεξιά, όσο και πίσω από τον πάγκο, με τις σερβιτόρες να μένουν κάγκελο, ακίνητες. Θυμάμαι η μία είχε καστανά μαλλιά και στενοχωρημένα μάτια, τότε. Σα να μην έγινε τίποτα, ο κύριος 1, λες και ξέχασε το συμβάν, έφυγε προς τα αριστερά, όπου τον άρπαξε το αφεντικό και αρχίσανε να φωνάζουν με το γάντι ο ένας στον άλλο, όντας γνωστοί.
-Σε μένα ρε; Σε μένα τα κάνεις αυτά ρε; Τόσο καιρό δω και τα κάνεις σε μένα;
-Πσσστ...και γω πάνω...μαγαζί έχω...και ξέρω πότε παραφέρονται...και παραφέρθηκα...έλα να σε κεράσω μια γύρα...και είμαστε εντάξει.
Μακάρι όλα τα προβλήματα της ζωής να λύνονταν όπως λύθηκε τούτο, το ασήμαντο στο τέλος της νυχτιάς ούτως ή άλλως. Η σερβιτόρα άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά. Τα μάτια της ήταν ακόμα στεναχωρημένα. Έσπευσα να τη βοηθήσω, πιάνοντας τα γυαλιά με τα χέρια, άτσαλα μεθυσμένα χέρια. Μου είπε ότι δε χρειάζεται και ότι θα κοπώ, αλλά τα μάζεψα όλα, όσα βρήκα τριγύρω. Μερικά γυαλιά μου σκαβαν βαθειά τη παλάμη και τα δάχτυλα, μα δεν με ενοχλούσε, καθώς τα μάτια της τώρα ήταν καλοκαιρινά. Ζεστά και περισσότερο ξέγνοιαστα.
Ο Νικόλας με τη Κατερίνα ήρθαν. Τους φιλοξενούσα στο σπίτι εκείνη τη περίοδο, ημι-πρόσφυγες πενταήμερου από τη γκριζούπολη. Ωραίοι άνθρωποι. Δε θυμάμαι τι είπαμε. Το να βάλω τρεμάμενα το χέρι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου για να ψάξω για κέρματα (και να μη βρίσκω τίποτα) είχε σαν αποτέλεσμα να με κεράσουν βότκα. Κι άλλη, κι άλλη. Ο κόσμος αραίωνε, μόνο και μόνο για να επιστρέψει στη συνέχεια, τα ίδια άτομα, με άλλα ρούχα, μαλλιά, ύψος, πάχος, η μουσική παρέμενε δυνατή και φωνάζαμε για να ακουστούμε. Φώναζα ούτως ή άλλως, δε μπορούσα να ελέγξω την ένταση της φωνής μου. Σκεφτόμουνα ότι δεν έκανα τη καλύτερη εντύπωση στους καλεσμένους. Ένιωσα την ανάγκη να πιω κι άλλο για να διαγράψω αυτή τη σκέψη.
Το βράδυ μας βρήκε στο 24ωρο πατσατζίδικο που έχουμε υιοθετήσει με τους άλλους μετά από κραιπάλες. Ο μαγαζάτορας και οι σερβιτόροι και οι μαγείροι με έχουν δει μόνο μεθυσμένο. Να κοπανάω πόρτες στη τουαλέτα άθελά μου, προσποιούμενος δυναμική επιστροφή, να φτύνω το χέρι μου ενώ είμαι γεμάτος με μαγιονέζα στα μούσια, και η χλέπα να κρέμεται σα τους λιωμένους δείκτες ρολογιού του Νταλί, να κοιμάμαι στο τραπέζι. Υποπτεύομαι και άλλα πολλά, που δε θυμάμαι και ίσως δε μάθω και ποτέ. Εκείνη τη μέρα ημουν καλά. Παραπατούσα μα ήμουν καλά. Ο Νικόλας και η Κατερίνα ήθελαν μπριζόλα, μα δεν είχε εκείνη την ώρα, έτσι με ακολούθησαν και προτίμησαν το σνίτσελ. Πήρα το μπούκουβο και το σκορδοστούπι στα χέρια μου, με το που ήρθε το ψωμί.
-Ξέρετε...αυτό εδώ (δείχνοντας το σκορδοστούπι)...είναι ό,τι χρειάζεσαι...μετά από μεθύσι...ναι...
-Τι εννοείς;
-Κοίτα...σου χουν ανέβει οι σφυγμοί...είσαι σε υπερένταση...μπερδεύεσαι, λιώνει ο εγκέφαλός σου από τυχαίες, ασύνδετες σκέψεις...με το αλκοόλ...ε, κοίτα...
Γράπωσα μια βαρβάτη φέτα ψωμί, άπλωσα πάνω σκορδοστούπι μέχρι που πότισε όλη η ψίχα, και το κατάπια με δυο δαγκωνιές. Τα παιδιά έκαναν το ίδιο.
-Αυτό δω...σου κατεβάζει τα πάντα...σε ρίχνει στο μέσο όρο...στο μέσον...καταλαβαίνεις...σε ηρεμεί και σου ρίχνει τους σφυγμούς...
-Δε νομίζω να σου ρίχνει τους σφυγμούς, Ηλία.
-Μα ναι...και στανιάρεις...σε φέρνει στα σύγκαλά σου. Κόβεις τα πολλά πολλά. Σε μαστουρώνει σχεδόν...μετά από αλκοόλ...
-Πάντως δω το κάνουνε πολύ soft, ε;
-Δε ξέρω...καλά είναι...
Ήρθε το κύριο πιάτο. Έβαλα στο κρέας ό,τι είχε το μαγαζί, και άδειασα το μισό σκορδοστούπι πάνω του.
-Εδώ...θυμάμαι...πριν μήνες...χμφφ...
-Τι έγινε εδώ πριν μήνες;
-Είμασταν...χμμμμ....ο κύριος 1, ο αδερφός του και εγώ...μετά από ένα τρομερό πρωινό, μεσημέρι, απόγιομα και βράδυ....είχαμε έρθει πρωινές ώρες...μεθυσμένοι, μαστουρωμένοι....αλλά χαλαροί. Θέλαμε απλά να φάμε, πεινάγαμε...πεινάγαμε τρομερά...βασικά, όλη η περίοδος εκείνη ήταν περίεργη, τρομακτική θα έλεγα... ήταν τότε που...
-Μα, μας λες μετά, αγαπητέ!
-Ναι, προχώρα πρώτα στο παρασύνθημα και μας λες μετά.
-Ναι...ναι....δίκιο...έχετε απόλυτο δίκιο, με συγχωρείτε...
-Δε σε συγχωρούμε.
-Χέστηκα...με το συμπάθειο ε, σχωράτε με επί δύο...ναι...και λοιπόν...καθόμασταν εκεί...
Έδειξα αναιδέστατα, δε το ήθελα βέβαια, ένα τραπέζι σε κεντρικό σημείο του μαγαζιού, όπου καθόταν μια τετράδα, δυο άντρες, δυο τύποι. Δε μου άρεσαν. Ήταν κοστουμαρισμένοι και με ζελέ στα μαλλιά, και οι κοπέλες βαμμένες σα κλόουν και ντυμένες με καθρεφτάκια ενωμένα, που σχημάτιζαν φόρεμα. Ο ένας τύπος γέλασε δίχως να το κάνει προσβλητικά, ο άλλος αδιαφόρησε, οι γκόμενες κοίταξαν με απάθεια και ένα γραμμάριο απέχθειας.
-Εκεί καθόμασταν...που κάθονται κεινοι οι σκατομούρηδες...και οι βαμμένες σκύλες τώρα...
-Σσσσσστ, μη φωνάζεις!
-Χοχοχο, άστονα μωρέ, γούστο έχει!
-Οι τρεις μας εκεί λοιπόν...και έρχεται που λέτε...ένας περίεργος τύπος...μπαίνει μέσα στο μαγαζί...θα'ταν...60φεύγα; όχι...πολύ μεγάλο τον έκανα...50φεύγα σίγουρα...ασπρομάλλης επίσης σίγουρα...με κοστούμι καφετί, πουκάμισο πουά...και ένα έκφυλο μουστάκι...κάτασπρο... και από πίσω έσουρνε απ' το χεράκι ένα πιτσιρικάκι, κοριτσάκι...θα'ταν δε θα'ταν...12;
-Ε και;
-Ήταν...ήταν τσιγγανάκι...σίγουρα από τα γυφτέικα που λέμε...δω πιο πάνω απ' την πόλη...στη Μέση Πολιτεία οι τσιγγάνοι πουλάνε τις...τις...τις πρωτότοκες, τις δανείζουν, καλύτερα, όχι...τις νοικιάζουν, να η λέξη, σε εύπορους Μεσοπολιτιώτες, να τους πάρουν τη παρθενιά...για να παντρευτούν μετά, στα 14 τους...
-Θεέ μου! Τι λες;
-Ναι...και ήρθε...κάθισαν δίπλα μας...ο τύπος κοίταζε τριγύρω έντρομος...διότι ο νόμος κυνηγάει τέτοια περιστατικά...με λιγότερο πάθος βέβαια απ' ό,τι κυνηγάει το χόρτο...ναι, αυτό να λέγεται...πολύ λιγότερο πάθος...το πιτσιρίκι ήταν μαστουρωμένο, σίγουρα...υπό κάποια επήρεια, μάλλον...γενικώς και αορίστως...έμοιαζε να μη καταλαβαίνει που βρίσκεται και στο καφετί της δερματάκι...είχε ας πούμε...μαύρους κύκλους στα μάτια είχε...
-Και; Και;
-Ε...τίποτα... έβγαλε ένα βιβλίο και της διάβαζε ιστορίες...το κοριτσάκι δε καταλάβαινε τι γινόταν...αυτός διάβαζε και της έλεγε, "Κοίτα, κοίτα τι κάνει το γουρουνάκι εδώ, χαχαχα!", της έδειχνε μια εικόνα και γέλαγε ημι...ημι-υστερικά...μόνος του...και, ναι...είχαμε δει πολλή ανωμαλία ως τότε τριγύρω μας, αλλά, αλλά...νομίζω δεν είχαμε καθίσει ποτέ δίπλα της... ως τότε δηλαδής...
-Μα..δε κάνατε τίποτα;
-Σαν τι...;
-Να τον σταματήσετε!
-Μα...δεν είναι δουλειά μας...να μπαίνουμε σε χωράφια άλλων...και εκτός αυτού... αν...λέω ΑΝ...κάναμε έστω και 1% λάθος...θα είμασταν εμείς μπλεγμένοι...ξυλοκόπημα οικογενειάρχη μπρος στα μάτια του...του διανοητικά καθυστερημένου...υιοθετημένου παιδιού του...ή κανονικού παιδιού του...μπορεί να τανε Πορτογαλλάκι...και η μάνα του Πορτογαλλίδα...
Παύση.
-Ναι, αλλά. Δεν ήτανε πορτογαλλάκι, έτσι;
Τσιγάρο.
-Όχι...βασικά, σίγουρα όχι...το θυμάμαι καλά.
Παύση.
-Τι έλεγες λοιπόν πριν;
-Τι.. τι πριν; Για ποιο...ας πούμε...θέμα...;
-Για "εκείνη τη περίοδο" ρε. Την "τρομακτική", "περίεργη".
Τσιγάρο.
-Τϊποτα...δεν έλεγα τίποτα για κείνη τη περίοδο...
Παύση.
Τσιγάρο, και
ξανά Παύση.
Ωραίος τύπος, αλλά δε μπορώ τα ιδεολογικά.
Τα ποτήρια χτύπαγαν στα τραπέζια σχεδόν ρυθμικά. Από ένα σημείο και μετά κατανοείς ότι χρειάζεται να χτυπήσεις τον εθισμό, αν θελήσεις να τον χτυπήσεις βέβαια, από τις μικρές λεπτομέρειες πρώτα. Το αλκοόλ είναι από τα ναρκωτικά που σε ξανατραβάνε κοντά τους, αν τα εγκαταλείψεις, μέσω των ίδιων μικροστοιχείων/μικροερεθισμάτων και πράξεων που έχουν συνδεθεί με την κατανάλωσή τους. Ένα τραγούδι που ακούς συνέχεια μεθυσμένος, μια εντύπωση που σου δίνει ο χώρος ενώ είσαι λιώμα, κάποιες παραστάσεις που τις έχεις συνδέσει με το πιοτό- forza! O ψυχαναγκαστικά αλκοολικός ποτέ δε θα το κατανοήσει πλήρως αυτό- γι'αυτό και στο μέλλον θα ατενίζει από μικροσκοπικά μάντια εντόμου, έναν κόσμο γεμάτο σύμβολα και κρυφά μηνύματα, και θα ξαναγυρνάει στο μπουκάλι δίχως να ξέρει το γιατί.
Καθόμουν στο πάγκο και ηρεμούσα. Ο κόσμος με περικύκλωνε αλλά αισθανόμουνα δυνατός σα βουνό. Τσιταρισμένος, έτοιμος να δαγκώσω οποιονδήποτε λαιμό έστριβε εχθρικά προς το μέρος μου, αλλά ταυτόχρονα απαλός σα πούπουλο, γαλήνιος, με το ίδιο μαλακισμένο στραβοχαμόγελο. Και απερίγραπτη ευγένεια προς τις σερβιτόρες. Αισθανόμουνα ότι ο κόσμος με φοβάται, και καλά κάνει, ω ναι, αφήστε τον περίεργο με τα μούσια να ξεχάσει ότι υπάρχει και απόψε!
Ο κύριος 1 ήρθε τρεκλίζοντας. Οι υπόλοιποι της Παρέας των Κυρίων έμεναν σε ένα γειτονικό τραπέζι, γδύνοντας με τα μάτια τους 3-4 πιτσιρίκες που γέλαγαν ακατάπαυστα με τα αστεία τους, με καρφιτσωμένο ένα λάγνο, ανώμαλο χαμόγελο στα αξούριστα κατά βάσην πρόσωπά τους. Ο κύριος 1 όταν πίνει γίνεται είτε εκρηκτικά βίαιος, είτε ενοχλητικά υπερενεργητικός. Άξεστος, μα αληθινός.
-Έλα...έλα, σήκω...πάμε...
-Πάμε...; πού...;
-Πάμε...πάμε στο δίπλα μαγαζί... και μετά στο παραδίπλα...
-Μπα...
-και μετά στο παραδίπλα...και στο άλλο στη πλατεία...
-Δε νομίζω ρε φίλε...
-Και στο τάδε μπαράκι...τι εννοείς...δε νομίζεις;
-Δεν είμαι..δεν είμαι για πολλά μέσα-έξω... κοίτα...θα'ρθει και ο Νικόλας με τη Κατερίνα σε λίγο...και κοίτα να δεις...θέλω κι εγώ να αράξω...να ηρεμήσω...
-Τι λες ρε...;
-Ναι...έχω τα τελευταία μου φράγκα...έχω ηρεμήσει...είμαι απίστευτα φίλε...θα τα δώσω σε λίγη βότκα ακόμα...εδώ...ναι, λέω να καθίσω...
Ο κύριος 1 έπιασε το πρώτο άδειο σφηνάκι που είδε στο πάγκο, στο μέρος μου, το σήκωσε στο χέρι, και ουρλιάζοντας "ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΕ ΑΦΗΣΩ ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΜΟΝΟΣ...ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΕΔΩ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ...ΚΑΙ...ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΣΑΙ ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣ...;!", το κατέβασε μπρος μου κάθετα με όση δύναμη είχε, και το κομμάτιασε. Θραύσματα εκτοξεύτηκαν αριστερά και δεξιά, όσο και πίσω από τον πάγκο, με τις σερβιτόρες να μένουν κάγκελο, ακίνητες. Θυμάμαι η μία είχε καστανά μαλλιά και στενοχωρημένα μάτια, τότε. Σα να μην έγινε τίποτα, ο κύριος 1, λες και ξέχασε το συμβάν, έφυγε προς τα αριστερά, όπου τον άρπαξε το αφεντικό και αρχίσανε να φωνάζουν με το γάντι ο ένας στον άλλο, όντας γνωστοί.
-Σε μένα ρε; Σε μένα τα κάνεις αυτά ρε; Τόσο καιρό δω και τα κάνεις σε μένα;
-Πσσστ...και γω πάνω...μαγαζί έχω...και ξέρω πότε παραφέρονται...και παραφέρθηκα...έλα να σε κεράσω μια γύρα...και είμαστε εντάξει.
Μακάρι όλα τα προβλήματα της ζωής να λύνονταν όπως λύθηκε τούτο, το ασήμαντο στο τέλος της νυχτιάς ούτως ή άλλως. Η σερβιτόρα άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά. Τα μάτια της ήταν ακόμα στεναχωρημένα. Έσπευσα να τη βοηθήσω, πιάνοντας τα γυαλιά με τα χέρια, άτσαλα μεθυσμένα χέρια. Μου είπε ότι δε χρειάζεται και ότι θα κοπώ, αλλά τα μάζεψα όλα, όσα βρήκα τριγύρω. Μερικά γυαλιά μου σκαβαν βαθειά τη παλάμη και τα δάχτυλα, μα δεν με ενοχλούσε, καθώς τα μάτια της τώρα ήταν καλοκαιρινά. Ζεστά και περισσότερο ξέγνοιαστα.
Ο Νικόλας με τη Κατερίνα ήρθαν. Τους φιλοξενούσα στο σπίτι εκείνη τη περίοδο, ημι-πρόσφυγες πενταήμερου από τη γκριζούπολη. Ωραίοι άνθρωποι. Δε θυμάμαι τι είπαμε. Το να βάλω τρεμάμενα το χέρι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου για να ψάξω για κέρματα (και να μη βρίσκω τίποτα) είχε σαν αποτέλεσμα να με κεράσουν βότκα. Κι άλλη, κι άλλη. Ο κόσμος αραίωνε, μόνο και μόνο για να επιστρέψει στη συνέχεια, τα ίδια άτομα, με άλλα ρούχα, μαλλιά, ύψος, πάχος, η μουσική παρέμενε δυνατή και φωνάζαμε για να ακουστούμε. Φώναζα ούτως ή άλλως, δε μπορούσα να ελέγξω την ένταση της φωνής μου. Σκεφτόμουνα ότι δεν έκανα τη καλύτερη εντύπωση στους καλεσμένους. Ένιωσα την ανάγκη να πιω κι άλλο για να διαγράψω αυτή τη σκέψη.
Το βράδυ μας βρήκε στο 24ωρο πατσατζίδικο που έχουμε υιοθετήσει με τους άλλους μετά από κραιπάλες. Ο μαγαζάτορας και οι σερβιτόροι και οι μαγείροι με έχουν δει μόνο μεθυσμένο. Να κοπανάω πόρτες στη τουαλέτα άθελά μου, προσποιούμενος δυναμική επιστροφή, να φτύνω το χέρι μου ενώ είμαι γεμάτος με μαγιονέζα στα μούσια, και η χλέπα να κρέμεται σα τους λιωμένους δείκτες ρολογιού του Νταλί, να κοιμάμαι στο τραπέζι. Υποπτεύομαι και άλλα πολλά, που δε θυμάμαι και ίσως δε μάθω και ποτέ. Εκείνη τη μέρα ημουν καλά. Παραπατούσα μα ήμουν καλά. Ο Νικόλας και η Κατερίνα ήθελαν μπριζόλα, μα δεν είχε εκείνη την ώρα, έτσι με ακολούθησαν και προτίμησαν το σνίτσελ. Πήρα το μπούκουβο και το σκορδοστούπι στα χέρια μου, με το που ήρθε το ψωμί.
-Ξέρετε...αυτό εδώ (δείχνοντας το σκορδοστούπι)...είναι ό,τι χρειάζεσαι...μετά από μεθύσι...ναι...
-Τι εννοείς;
-Κοίτα...σου χουν ανέβει οι σφυγμοί...είσαι σε υπερένταση...μπερδεύεσαι, λιώνει ο εγκέφαλός σου από τυχαίες, ασύνδετες σκέψεις...με το αλκοόλ...ε, κοίτα...
Γράπωσα μια βαρβάτη φέτα ψωμί, άπλωσα πάνω σκορδοστούπι μέχρι που πότισε όλη η ψίχα, και το κατάπια με δυο δαγκωνιές. Τα παιδιά έκαναν το ίδιο.
-Αυτό δω...σου κατεβάζει τα πάντα...σε ρίχνει στο μέσο όρο...στο μέσον...καταλαβαίνεις...σε ηρεμεί και σου ρίχνει τους σφυγμούς...
-Δε νομίζω να σου ρίχνει τους σφυγμούς, Ηλία.
-Μα ναι...και στανιάρεις...σε φέρνει στα σύγκαλά σου. Κόβεις τα πολλά πολλά. Σε μαστουρώνει σχεδόν...μετά από αλκοόλ...
-Πάντως δω το κάνουνε πολύ soft, ε;
-Δε ξέρω...καλά είναι...
Ήρθε το κύριο πιάτο. Έβαλα στο κρέας ό,τι είχε το μαγαζί, και άδειασα το μισό σκορδοστούπι πάνω του.
-Εδώ...θυμάμαι...πριν μήνες...χμφφ...
-Τι έγινε εδώ πριν μήνες;
-Είμασταν...χμμμμ....ο κύριος 1, ο αδερφός του και εγώ...μετά από ένα τρομερό πρωινό, μεσημέρι, απόγιομα και βράδυ....είχαμε έρθει πρωινές ώρες...μεθυσμένοι, μαστουρωμένοι....αλλά χαλαροί. Θέλαμε απλά να φάμε, πεινάγαμε...πεινάγαμε τρομερά...βασικά, όλη η περίοδος εκείνη ήταν περίεργη, τρομακτική θα έλεγα... ήταν τότε που...
-Μα, μας λες μετά, αγαπητέ!
-Ναι, προχώρα πρώτα στο παρασύνθημα και μας λες μετά.
-Ναι...ναι....δίκιο...έχετε απόλυτο δίκιο, με συγχωρείτε...
-Δε σε συγχωρούμε.
-Χέστηκα...με το συμπάθειο ε, σχωράτε με επί δύο...ναι...και λοιπόν...καθόμασταν εκεί...
Έδειξα αναιδέστατα, δε το ήθελα βέβαια, ένα τραπέζι σε κεντρικό σημείο του μαγαζιού, όπου καθόταν μια τετράδα, δυο άντρες, δυο τύποι. Δε μου άρεσαν. Ήταν κοστουμαρισμένοι και με ζελέ στα μαλλιά, και οι κοπέλες βαμμένες σα κλόουν και ντυμένες με καθρεφτάκια ενωμένα, που σχημάτιζαν φόρεμα. Ο ένας τύπος γέλασε δίχως να το κάνει προσβλητικά, ο άλλος αδιαφόρησε, οι γκόμενες κοίταξαν με απάθεια και ένα γραμμάριο απέχθειας.
-Εκεί καθόμασταν...που κάθονται κεινοι οι σκατομούρηδες...και οι βαμμένες σκύλες τώρα...
-Σσσσσστ, μη φωνάζεις!
-Χοχοχο, άστονα μωρέ, γούστο έχει!
-Οι τρεις μας εκεί λοιπόν...και έρχεται που λέτε...ένας περίεργος τύπος...μπαίνει μέσα στο μαγαζί...θα'ταν...60φεύγα; όχι...πολύ μεγάλο τον έκανα...50φεύγα σίγουρα...ασπρομάλλης επίσης σίγουρα...με κοστούμι καφετί, πουκάμισο πουά...και ένα έκφυλο μουστάκι...κάτασπρο... και από πίσω έσουρνε απ' το χεράκι ένα πιτσιρικάκι, κοριτσάκι...θα'ταν δε θα'ταν...12;
-Ε και;
-Ήταν...ήταν τσιγγανάκι...σίγουρα από τα γυφτέικα που λέμε...δω πιο πάνω απ' την πόλη...στη Μέση Πολιτεία οι τσιγγάνοι πουλάνε τις...τις...τις πρωτότοκες, τις δανείζουν, καλύτερα, όχι...τις νοικιάζουν, να η λέξη, σε εύπορους Μεσοπολιτιώτες, να τους πάρουν τη παρθενιά...για να παντρευτούν μετά, στα 14 τους...
-Θεέ μου! Τι λες;
-Ναι...και ήρθε...κάθισαν δίπλα μας...ο τύπος κοίταζε τριγύρω έντρομος...διότι ο νόμος κυνηγάει τέτοια περιστατικά...με λιγότερο πάθος βέβαια απ' ό,τι κυνηγάει το χόρτο...ναι, αυτό να λέγεται...πολύ λιγότερο πάθος...το πιτσιρίκι ήταν μαστουρωμένο, σίγουρα...υπό κάποια επήρεια, μάλλον...γενικώς και αορίστως...έμοιαζε να μη καταλαβαίνει που βρίσκεται και στο καφετί της δερματάκι...είχε ας πούμε...μαύρους κύκλους στα μάτια είχε...
-Και; Και;
-Ε...τίποτα... έβγαλε ένα βιβλίο και της διάβαζε ιστορίες...το κοριτσάκι δε καταλάβαινε τι γινόταν...αυτός διάβαζε και της έλεγε, "Κοίτα, κοίτα τι κάνει το γουρουνάκι εδώ, χαχαχα!", της έδειχνε μια εικόνα και γέλαγε ημι...ημι-υστερικά...μόνος του...και, ναι...είχαμε δει πολλή ανωμαλία ως τότε τριγύρω μας, αλλά, αλλά...νομίζω δεν είχαμε καθίσει ποτέ δίπλα της... ως τότε δηλαδής...
-Μα..δε κάνατε τίποτα;
-Σαν τι...;
-Να τον σταματήσετε!
-Μα...δεν είναι δουλειά μας...να μπαίνουμε σε χωράφια άλλων...και εκτός αυτού... αν...λέω ΑΝ...κάναμε έστω και 1% λάθος...θα είμασταν εμείς μπλεγμένοι...ξυλοκόπημα οικογενειάρχη μπρος στα μάτια του...του διανοητικά καθυστερημένου...υιοθετημένου παιδιού του...ή κανονικού παιδιού του...μπορεί να τανε Πορτογαλλάκι...και η μάνα του Πορτογαλλίδα...
Παύση.
-Ναι, αλλά. Δεν ήτανε πορτογαλλάκι, έτσι;
Τσιγάρο.
-Όχι...βασικά, σίγουρα όχι...το θυμάμαι καλά.
Παύση.
-Τι έλεγες λοιπόν πριν;
-Τι.. τι πριν; Για ποιο...ας πούμε...θέμα...;
-Για "εκείνη τη περίοδο" ρε. Την "τρομακτική", "περίεργη".
Τσιγάρο.
-Τϊποτα...δεν έλεγα τίποτα για κείνη τη περίοδο...
Παύση.
Τσιγάρο, και
ξανά Παύση.
Τρίτη 18 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 5
Ο κύριος 3 ένιωσε την ίδια ζάλη, το ίδιο ξύσιμο στα χέρια
και στο πίσω μέρος του λαιμού,
ένα τράνταγμα σιγανό κατά μήκος της πλάτης,
και αποφάσισε να βγει στο ποτάμι,
πήρε το δρόμο προς την πλατεία της πορφύρας,
σε μια αναζήτηση ανοιχτού περίπτερου για μπύρες,
κοπανιώντας άτσαλα λιγοστά κέρματα στη φούχτα του,
προσπαθώντας να διακρίνει πόσα ήταν,
και το νερό έμοιαζε παράτολμο και η γη δειλή.
Πέρασε ανάμεσα απ' τα στενά σοκάκια της
οδού Παραδείσου, όπου οι χλωμές Πουτάνες της
έπιναν τζιν σε δυάδες, δύο σε κάθε μπαλκόνι διαμερίσματος,
ρεμβάζανε το ποτάμι να κινείται και καμία δε μίλαγε,
σε μισοφωτισμένα τραπεζάκια στολισμένα
με κάθε λογής μπιχλιμπίδι,
σπασμένα πιόνια του σκακιού και βρώμικα ποτήρια.
Λέγανε πως στην Οδό Παραδείσου όλες οι ευχές αποκτούν μαγική υφή,
αν θες να δεις κάποιον τόσο πολύ, μα τόσο πολύ,
τον συναντάς απευθείας
γι'αυτό και ο κύριος 3 δεν έκρυψε το μειδίαμά του,
που περπατούσε ακόμα μόνος, μισοτρέχοντας για την ακρίβεια
προσπερνώντας τα βρώμικα, φουντωτά αδέσποτα
ποταμόσκυλα στο άλλο πεζοδρόμιο,
που γρύλιζαν βαριεστημένα, ψυχαναγκαστικά
ενώ έμεναν ξαπλωμένα ανάσκελα στη λιγοστή πρασινάδα
που ξεπρόβαλλε απ' τα πλακάκια,
προσπερνώντας και μια Πολιτεία
που σε κάθε οστό που έκρυβε,
κάτω απ' το σάρκινο και τον τσιμεντωτό μανδύα της,
τελείτω η Αποκάλυψης του Ιωάννη
ξανά, και ξανά, και ξανά,
κάθε γαμημένο δεύτερο.
Οι χλωμές Πουτάνες έμεναν να ρεμβάζουν ως το πρωί, όταν ο κύριος 3 επέστρεψε απ' τη πλατεία, με μια σακούλα στο χέρι γεμάτη, και μια αδικαιολόγητη περιέργεια, να μάθει, τι στο διάολο μπορεί να κρύβει ένα ποτάμι στο πάτο του, ή ποια σημασία μπορεί να έχει, για γυναίκες τόσο μελαγχολικές και όμορφες, σε λεγεώνες, που τις εμπόδιζε να τον κοιτάξουν καν, αυτόν, ή οποιονδήποτε άλλο θνητό, ερωτικά, με ανάγκη για συντροφιά.
Ανηφόρισε το ποτάμι αυτή τη φορά.
Η φαγούρα δεν είχε περάσει ακόμα.
Δευτέρα 17 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 4
Tο ρολόι στριφογυρνούσε ενώ οι δείκτες έμεναν παγωμένοι στο κέντρο, καμιά ώρα δεν είχε ώρα να σπαταλήσει για μας, τους ανήσυχους τω πνεύματι, τους προβληματικούς του δωματίου, σβούρες σε αιώνια ρολόγια προγραμματισμένα απ' άλλους, και γύρω γύρω απ' το δωμάτιο, και ο κύριος 1 να χαμογελάει στο κέντρο αυτού, με χέρια και ρούχα πασαλειμμένα με μπογιές, χρώματα πολέμου σε παλάμες εξωστρεφείς και υπεραισθόδοξες, να κοιτάει την φρεσκοβαμμένη ακόμα Παναγία, να έχει αποβάλλει, καταμεσής ενός δωματίου επίσης, πεσμένη κωλομπορύμυτα, κόλλαγε ,δε, ο κύριος 1, γάντια στο κενό ανάμεσα των 2 ανοιγμένων της ποδιών, ένα πυώδες μικροζιγκουράτ από λιωμένη σάρκα κατάχλωμη, έναν πατσά σιχαμένο, από απομεινάρια θείας μήτρας, γύρω απ' το μικροσκοπικό του κεφάλι κρέμονταν δυο πετσοκομομμένα χέρια, να ξεπροβάλλουν απ' τη σάρκινη κόλαση ξωπίσω, σχεδόν η ουρά του ερπετού, και να του κάνουν κεφαλοκλείδωμα, πάνω απ' το κούτελό του, πάλι, του κεφαλιού του τού εκμηδενισμένου ,κορνητοποιημένη βρεφική σάρκα, πάνω απ' το κούτελό του λοιπόν ένα νεογέννητο επίσης φωτοστέφανο, παρολίγον σίγουρα σύμβολο βραδιάς μέσα στην ήδη υπάρχουσα βραδιά, την υπαρκτή, την ανελέητη.
Και πώς τον κοίταγα τον κύριο 1 να είναι γαλήνιος και να κάθεται στη καρέκλα καπνίζοντας τσιγάρο γεμιστό, αφήνοντας τα μούσια του να γεμίσουν καπνό, ομίχλη, γέρνοντας τον λαιμό του με μισάνοιχτα μάτια, πετώντας χυδαία για τα θεία ανέκδοτα. "Θα καείς στη κόλαση", έλεγα γελώντας κι αυτός έβηχε και ρούφαγε στα τυφλά δυο καλές τζούρες κ απαντούσε, "Ο Θεός έχει χιούμορ", πώς χαιρόμουνα να βλέπω τη μεταμόρφωση του μεταξοσκώληκα σε υγιή και σφαιρικά σκεπτόμενου σκώληξ, που ποτέ δεν έβγαλε φτερά επειδή πάντα ήθελε να πετάξει περισσότερο απ' τους άλλους, όλους, μια σειρά από μηνύματα, απ' τους πρώτους φοβισμένους, άτσαλους μανιερισμούς που κόλλαγαν με τη πλάτη, με το ζόρι, στον τοίχο του πρώιμου ρεαλισμού, μέχρι τις παντοδύναμες πιτσιλιές, πιτσιλιές κενραρισμένες προς τον αόρατο στόχο, απλωμένες με εμπειρία, σιγουριά του ταύρου του οράματος πιασμένου απ' τα κέρατα, υποταγμένο σαν βρώμικη αδερφή σε φτηνό πουστρόμπαρο.
Έξω ο ουρανός έφερνε μπαντηλίκια με το άρμα του από αγέρηδες, αόρατος Τιτάνας ένας απ' τους πολλούς που έπεφταν σε χειμερία νάρκη, μετά το καλοκαιριάτικο νάρκωμα, μπρος μας, φέρνοντας στο χρόνο ζαλούρα, αρρώστια, ναυτία και τότε συνέχισα να περιστρέφομαι στο δωμάτιο, άρπαξα άλλη μια μπύρα, δροσερά χύθηκε στο παντελόνι μου ο αφρός της, αναγκάστηκα να καλύψω την τρύπα με τα χείλη, απότομα, βρέχοντας και τα μουστάκια, νόμιζα πως μπορουσα να ακούσω την ημέρα να φωνάζει "Παρασκευή!" ενώ ήταν Δευτέρα, να μονολογεί για το πώς της γουστάρει το πρωινό, 5 το πρωί, πώς της γουστάρει να το νιώθει μέσα της, σχεδόν τότε μπόρεσα να ακούσω και σπίνους πρωινιάτικους, 5 το πρωί, να χοροπηδάνε στα τσιμέντα ("πάτα-πάτα-πάτα"), να πιτσιλάνε τα ράμφη τους σε πιατάκια τίγκα στο νερό, να λούζονται με φθινοπωρινές ψιχάλες, τραγουδώντας λες και θέλουν να δείξουν στο "εμείς", στο δικό μας προσωπικό δερβάναγα διαθέσεων, για τη ματαιότητα της αποφυγής της ματαιότητας.
Κανένας δε μου είχε υποσχεθεί ποτέ πιο πριν την αποχή σκέψης και συναισθήματος με τόση πειστικότητα όπως αυτό το κελάηδημα, δε χρειαζόταν καν να σκέφτομαι αν είχα βαρεθεί αυτούς τους 4 τοίχους και τα μπουκάλια και τις σταγόνες και τους καπνούς και το σκοτάδι και την αμνησία και τη γλύκα της μοναξιάς και την μελαγχολία της σαστιμάρας απ' τη συνειδητοποίηση της ανικανότητας και την θεραπευτική απουσία ονείρων και το κατούρημα σε μελλοντικές κατοικίες.
Έξω το πεζοδρόμιο στέγνωνε, όπως και ο κυνισμός μου, κ κατανοούσα καλύτερα απ' τον καθένα, ότι το μόνο που θ'αφήσω στον εαυτό μου σα κληρονομιά, είναι μια καλή, γερή μερίδα από άσκοπες βόλτες, ποτισμένες από βότκα, στο γκρίζο, μαύρο και πορτοκαλί της νυχτιάς ή 4 τοίχων, ένα σπίτι, ένα φτηνόμπαρο, και μια ακατανίκητη επιθυμία για παλιογυναίκες του μύθου, μες την κούτρα καρφιτσωμένες, σα πεταλούδες σε άλμπουμ αμφιβόλου αισθητικής και ηθικής συλλεκτών, βρέχοντας οι τύπισσες τα λαρύγγια τους με το νέκταρ του πουθενά, περιμένοντας να τους πω κάποια πρόστυχη, βωμολοχική ιστορία, ώστε να πέσουν να κοιμηθούν κουλουριασμένες στα γόνατά μου, ροχαλίζοντας απαλά στον αφαλό μου και ζεσταίνοντας τη διάθεσή μου για να κλείσω επίσης τα μάτια, είναι δηλαδή το πρωί, το πρωινό το ίδιο που έρχεται και σε μαζεύει, θαρραλέος παρατηρητής των εκτρώπων της προηγούμενης βραδιάς, σε μαζεύει απ' το έδαφος δαρμένο απ'την ίδια σου την αισιοδοξία, απ' το κόστος της μίας και μόνο στιγμής.
Άνοιξα μια μπύρα, έστριψα άτσαλα ένα τσιγάρο, κ ξάπλωσα στο καναπέ, ακούγοντας αντρίκια, μουστακέικη μουσική, κ φαντασιωνόμενος πεζοδρόμια να στεγνώνουν, ταυτόχρονα δηλαδή με το κυνισμό μου.
Και πώς τον κοίταγα τον κύριο 1 να είναι γαλήνιος και να κάθεται στη καρέκλα καπνίζοντας τσιγάρο γεμιστό, αφήνοντας τα μούσια του να γεμίσουν καπνό, ομίχλη, γέρνοντας τον λαιμό του με μισάνοιχτα μάτια, πετώντας χυδαία για τα θεία ανέκδοτα. "Θα καείς στη κόλαση", έλεγα γελώντας κι αυτός έβηχε και ρούφαγε στα τυφλά δυο καλές τζούρες κ απαντούσε, "Ο Θεός έχει χιούμορ", πώς χαιρόμουνα να βλέπω τη μεταμόρφωση του μεταξοσκώληκα σε υγιή και σφαιρικά σκεπτόμενου σκώληξ, που ποτέ δεν έβγαλε φτερά επειδή πάντα ήθελε να πετάξει περισσότερο απ' τους άλλους, όλους, μια σειρά από μηνύματα, απ' τους πρώτους φοβισμένους, άτσαλους μανιερισμούς που κόλλαγαν με τη πλάτη, με το ζόρι, στον τοίχο του πρώιμου ρεαλισμού, μέχρι τις παντοδύναμες πιτσιλιές, πιτσιλιές κενραρισμένες προς τον αόρατο στόχο, απλωμένες με εμπειρία, σιγουριά του ταύρου του οράματος πιασμένου απ' τα κέρατα, υποταγμένο σαν βρώμικη αδερφή σε φτηνό πουστρόμπαρο.
Έξω ο ουρανός έφερνε μπαντηλίκια με το άρμα του από αγέρηδες, αόρατος Τιτάνας ένας απ' τους πολλούς που έπεφταν σε χειμερία νάρκη, μετά το καλοκαιριάτικο νάρκωμα, μπρος μας, φέρνοντας στο χρόνο ζαλούρα, αρρώστια, ναυτία και τότε συνέχισα να περιστρέφομαι στο δωμάτιο, άρπαξα άλλη μια μπύρα, δροσερά χύθηκε στο παντελόνι μου ο αφρός της, αναγκάστηκα να καλύψω την τρύπα με τα χείλη, απότομα, βρέχοντας και τα μουστάκια, νόμιζα πως μπορουσα να ακούσω την ημέρα να φωνάζει "Παρασκευή!" ενώ ήταν Δευτέρα, να μονολογεί για το πώς της γουστάρει το πρωινό, 5 το πρωί, πώς της γουστάρει να το νιώθει μέσα της, σχεδόν τότε μπόρεσα να ακούσω και σπίνους πρωινιάτικους, 5 το πρωί, να χοροπηδάνε στα τσιμέντα ("πάτα-πάτα-πάτα"), να πιτσιλάνε τα ράμφη τους σε πιατάκια τίγκα στο νερό, να λούζονται με φθινοπωρινές ψιχάλες, τραγουδώντας λες και θέλουν να δείξουν στο "εμείς", στο δικό μας προσωπικό δερβάναγα διαθέσεων, για τη ματαιότητα της αποφυγής της ματαιότητας.
Κανένας δε μου είχε υποσχεθεί ποτέ πιο πριν την αποχή σκέψης και συναισθήματος με τόση πειστικότητα όπως αυτό το κελάηδημα, δε χρειαζόταν καν να σκέφτομαι αν είχα βαρεθεί αυτούς τους 4 τοίχους και τα μπουκάλια και τις σταγόνες και τους καπνούς και το σκοτάδι και την αμνησία και τη γλύκα της μοναξιάς και την μελαγχολία της σαστιμάρας απ' τη συνειδητοποίηση της ανικανότητας και την θεραπευτική απουσία ονείρων και το κατούρημα σε μελλοντικές κατοικίες.
Έξω το πεζοδρόμιο στέγνωνε, όπως και ο κυνισμός μου, κ κατανοούσα καλύτερα απ' τον καθένα, ότι το μόνο που θ'αφήσω στον εαυτό μου σα κληρονομιά, είναι μια καλή, γερή μερίδα από άσκοπες βόλτες, ποτισμένες από βότκα, στο γκρίζο, μαύρο και πορτοκαλί της νυχτιάς ή 4 τοίχων, ένα σπίτι, ένα φτηνόμπαρο, και μια ακατανίκητη επιθυμία για παλιογυναίκες του μύθου, μες την κούτρα καρφιτσωμένες, σα πεταλούδες σε άλμπουμ αμφιβόλου αισθητικής και ηθικής συλλεκτών, βρέχοντας οι τύπισσες τα λαρύγγια τους με το νέκταρ του πουθενά, περιμένοντας να τους πω κάποια πρόστυχη, βωμολοχική ιστορία, ώστε να πέσουν να κοιμηθούν κουλουριασμένες στα γόνατά μου, ροχαλίζοντας απαλά στον αφαλό μου και ζεσταίνοντας τη διάθεσή μου για να κλείσω επίσης τα μάτια, είναι δηλαδή το πρωί, το πρωινό το ίδιο που έρχεται και σε μαζεύει, θαρραλέος παρατηρητής των εκτρώπων της προηγούμενης βραδιάς, σε μαζεύει απ' το έδαφος δαρμένο απ'την ίδια σου την αισιοδοξία, απ' το κόστος της μίας και μόνο στιγμής.
Άνοιξα μια μπύρα, έστριψα άτσαλα ένα τσιγάρο, κ ξάπλωσα στο καναπέ, ακούγοντας αντρίκια, μουστακέικη μουσική, κ φαντασιωνόμενος πεζοδρόμια να στεγνώνουν, ταυτόχρονα δηλαδή με το κυνισμό μου.
Παρασκευή 14 Μαΐου 2010
νούμερο 3
Το Γκρίζο είναι για τα αρούρια
που φτιάνουν πυραμίδες το ένα πάνω στο άλλο
γαμιούνται, αλληλοσπαράζονται,
ψοφάνε πάνω στη κούτρα του διπλανού,
και στο τέλος,
η μάζα από αρρώστια αποκτάει συνείδηση
το συλλογικό υποσυνείδητο των βρωμιαρέων,
και μιλάει με φωνές νεογέννητων
και σκούζει με τις
ίδιες φωνές
τις φωνές της ολικής ανάγκης
"θρέψε με".
Ο κύριος 3 έπιασε κουβέντα με περίεργα στόματα.
Στα ίδια παγκάκια, στο ίδιο ποτάμι
που τόσο καιρό, τόσα χρόνια,
το έχει καταχραστεί, βασικά,
το αποκαλεί σπίτι του,
όχι,
μάλλον, καλύτερα,
παιδότοπό του.
Ο πιτσιρικάς μίλαγε, μίλαγε, μίλαγε...
είχε πιει, ο κύριος 3 το κατανοούσε και δεν τράβαγε ζόρια.
Μάλλον ζόρια με τον εαυτό του τράβαγε, μιας και έπινε απ΄ το μεσημέρι, συνέχισε το βράδυ, και οι ώρες δεν τον ευλόγησαν με ένα καλό κεφάλι. Όχι. Ήταν ακόμα σε θέση να σκέφτεται λογικά. Όχι "λογικά"; Εντάξει. Δομημένα. Έστω.
Άκουγε με τις ώρες...ο πιτσιρικάς, μαζί με τη κοπέλα του και τη φίλη της, στο παγκάκι, μίλαγε, μίλαγε...μια απερίγραπτη ανάγκη να ξεκαθαρίσει το πόσο αριστερός και φιλελεύθερος ήταν, δίχως να ανήκει βέβαια σε κάποια παράταξη ή ιδεολογία.
Το γνωστό. Η καραμέλα.
Ο κύριος 3 βαρέθηκε να ακούει μαλακίες. Ή έστω. Κλισέ.
Κλισέ, κλισέ. Κλισέ.
Η αρχή των σπόρων της κλειστομυαλιάς, αν δε τα χειριστείς σα πόρνες αντίληψης.
Ο κύριος 3 έστριψε ένα τσιγάρο, και αποφάσισε να μιλήσει.
Να πει το αυτονόητο, και επίσης κλισέ, μα χειριζόμενο σα πόρνη αντίληψης:
-Δε με νοιάζει τι χρώμα έχεις. Δε με νοιάζει από πού είσαι. Δε με νοιάζει το τι πας να κάνεις, το πώς το κάνεις, το τι λες και σκέφτεσαι. Θα με ενοχλήσεις; Θα εισβάλλεις στη ζωή μου αυθαίρετα και θα προσπαθήσεις να με πηδήξεις; Ε, δε θα προλάβεις. Θα σου έχω ήδη ανοίξει δεύτερη κωλοτρυπίδα. Εντάξει;
Ο κύριος 3 ρούφηξε μπύρα και κατάλαβε, απ' το βλέμμα του συνομιλητή, ότι κάτι δε πάει καλά. Ειδικά όταν συμφωνούσε, σκεπτόμενος το πράγμα απ' την αρχή.
Κάτι δε πάει καλά.
Ο αρουραίος
όταν του δώσει τη σωστή θέα
απ' το ψηλότερο βουνό,
γίνεται βασιλιάς
μονάρχης.
που φτιάνουν πυραμίδες το ένα πάνω στο άλλο
γαμιούνται, αλληλοσπαράζονται,
ψοφάνε πάνω στη κούτρα του διπλανού,
και στο τέλος,
η μάζα από αρρώστια αποκτάει συνείδηση
το συλλογικό υποσυνείδητο των βρωμιαρέων,
και μιλάει με φωνές νεογέννητων
και σκούζει με τις
ίδιες φωνές
τις φωνές της ολικής ανάγκης
"θρέψε με".
Ο κύριος 3 έπιασε κουβέντα με περίεργα στόματα.
Στα ίδια παγκάκια, στο ίδιο ποτάμι
που τόσο καιρό, τόσα χρόνια,
το έχει καταχραστεί, βασικά,
το αποκαλεί σπίτι του,
όχι,
μάλλον, καλύτερα,
παιδότοπό του.
Ο πιτσιρικάς μίλαγε, μίλαγε, μίλαγε...
είχε πιει, ο κύριος 3 το κατανοούσε και δεν τράβαγε ζόρια.
Μάλλον ζόρια με τον εαυτό του τράβαγε, μιας και έπινε απ΄ το μεσημέρι, συνέχισε το βράδυ, και οι ώρες δεν τον ευλόγησαν με ένα καλό κεφάλι. Όχι. Ήταν ακόμα σε θέση να σκέφτεται λογικά. Όχι "λογικά"; Εντάξει. Δομημένα. Έστω.
Άκουγε με τις ώρες...ο πιτσιρικάς, μαζί με τη κοπέλα του και τη φίλη της, στο παγκάκι, μίλαγε, μίλαγε...μια απερίγραπτη ανάγκη να ξεκαθαρίσει το πόσο αριστερός και φιλελεύθερος ήταν, δίχως να ανήκει βέβαια σε κάποια παράταξη ή ιδεολογία.
Το γνωστό. Η καραμέλα.
Ο κύριος 3 βαρέθηκε να ακούει μαλακίες. Ή έστω. Κλισέ.
Κλισέ, κλισέ. Κλισέ.
Η αρχή των σπόρων της κλειστομυαλιάς, αν δε τα χειριστείς σα πόρνες αντίληψης.
Ο κύριος 3 έστριψε ένα τσιγάρο, και αποφάσισε να μιλήσει.
Να πει το αυτονόητο, και επίσης κλισέ, μα χειριζόμενο σα πόρνη αντίληψης:
-Δε με νοιάζει τι χρώμα έχεις. Δε με νοιάζει από πού είσαι. Δε με νοιάζει το τι πας να κάνεις, το πώς το κάνεις, το τι λες και σκέφτεσαι. Θα με ενοχλήσεις; Θα εισβάλλεις στη ζωή μου αυθαίρετα και θα προσπαθήσεις να με πηδήξεις; Ε, δε θα προλάβεις. Θα σου έχω ήδη ανοίξει δεύτερη κωλοτρυπίδα. Εντάξει;
Ο κύριος 3 ρούφηξε μπύρα και κατάλαβε, απ' το βλέμμα του συνομιλητή, ότι κάτι δε πάει καλά. Ειδικά όταν συμφωνούσε, σκεπτόμενος το πράγμα απ' την αρχή.
Κάτι δε πάει καλά.
Ο αρουραίος
όταν του δώσει τη σωστή θέα
απ' το ψηλότερο βουνό,
γίνεται βασιλιάς
μονάρχης.
Ανακοίνωσης.
Όπως ίσως ξέρετε, αυτό δω το σκουπιδαριό-μπλογκ ξεκίνησε σαν μέσο αυτοεκτόνωσης. Ταυτόχρονα, κάλυπτε, και καλύπτει, και την ανάγκη μου να μοιραστώ το ένα ίσως πράμα που πιστεύω ότι μπορώ να κάνω καλά με οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να ενδώσει (ικανοποιώντας έτσι και τον εγωισμό μου, που είναι σε λήθαργο από τότε που φώναζα "αγκού" και γέλαγα κοιτώντας σπίνους να κουνάνε τις φτερούγες). Στη πορεία μπήκαν και δύο φίλοι στο κόλπο, ασχέτως του αν δε γράφουν πια καθόλου, ή τόσο πολύ, και η φάση κουνήθηκε όμορφα.
Προσφάτως ξανάβαλα μπρος το να αναζητήσω μια στέγη, για να δημοσιεύσει, κάτω από οποιεσδήποτε ανθρώπινες συνθήκες, κάτι απ'όλα δαύτα. Τουλάχιστον, να το προσπαθήσω. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Ούτε καν κομμάτια εγωισμού. Το χρωστάω στη μάπα μου και σε κανέναν άλλο. Σήμερα έμαθα ότι έχω την επιλογή να στείλω σε κάποιον καλό κύριο/κυρία (και ευχαριστώ τον Αλέξη γι'αυτό) του χώρου κάποιες σελίδες κειμένων, να περάσουν από έγκριση, και μετά βλέπουμε τη συνέχεια και τα οικονομικά. Καιρό είχα να νιώσω χαρούμενος ως το κούτελο.
Ποιο είναι το θέμα λοιπόν;
Τουλάχιστον όσον αφορά τα κείμενα του blog, και με δεδομένο το ότι 5 στις 7 φορέ δε μ'αρέσει τίποτα γραπτό δικό μου που να χει κλείσει καιρό, θα εκτιμούσα αν ενδιαφέρεστε τόσο και έχετε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας, να το πετάξετε σα πρόταση. Σίγουρα έχω στο μυαλό μου ένα πλάνο, σίγουρα θα διαλεχτούν αυτά τα οποία θέλω εγώ να διαλεχτούν, στο τέλος. Αλλά όπως ξέρετε το ίδιο καλά με μένα, αν όχι καλύτερα, ο τρίτος πολλές φορές θα σκαλίσει το δικό σου με πιο σουβλερά νύχια - το πιστεύω αυτό.
Αν λοιπόν έχετε ελεύθερο χρόνο, πετάξτε καμιά ιδέα. Θα σας ευχαριστήσω.
Ούτε μένα μ'αρέσουν τα διαφημιστικά κείμενα, αν μπορείς να αποκαλέσεις αυτό δω έτσι, αλλά πραγματικά δε μου καίγεται πουτσότριχα.
Σήμερα είμαι χαρούμενος.
Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία 3
-Θα ντυθώ απόψε...με...
-Με...;
-Θα ντυθώ με πτώματα κουνουπιών. Με αυτά...ναι.
Τα κουνούπια ήταν εκατομμύρια. Ο ουρανός είχε ανοίξει. Ο ήλιος έπαιρνε μορφίνη και είχε στρώσει, έριχνε ακτίνες πολύτιμες. Οι νύχτες, τουλάχιστον εξωτερικά, είχαν χάσει τη πρωτόγονη κτηνότητά τους. Σε χάιδευαν. Μέχρι να σε ξανασκίσουν στα δύο. Αλλά το έκαναν πιο έμμεσα.
Πιο πούστικα.
-Ποιο σιχαμένο μουνί...ποιο σιχαμένο ΜΟΥΝΙ ΣΙΧΑΜΕΝΟ, πέταξε αυτές τις μαλακίες δω χάμου; Ε; Πιο;
-Δε ξέρω...εε....κάποιο. Απ' τα πολλά.
-Κοίτα να δεις...στο 2000 και βάλε, λένε...λέγανε...κοίτα... ότι θα χαμε ήδη ρομπότ-υπηρέτες...που θα χαν και προσωπικότητα...άκου δω...όση προσωπικότητα μπορεί να χει μια κονσέρβα με κουρδιστήρι...και θα'χαμε και τηλεμεταφορείς...ω ναι! άκου δω! και ιπτάμενα αμάξια!
-Αυτά τα λένε...τα λένε αεροπλάνα...ε;
-Ναι! Και...τέλος πάντων...αν το πάμε με αυτές τις προοπτικές...τις μαλακισμένες...τότε, στο 2050...πες 2070...αντί για κουνούπια...θα χουμε ιπτάμενες σύριγκες...αλήθεια...
-Εεεε;;;;...
-Ναι...ιπτάμενες σύριγκες. Θα σου...θα σου παίρνουν το αίμα, ας πούμε, πετώντας...αισχρά... αφού θα χουν εξολοθρευτεί όλοι οι πρέζοι...θα κάνουνε ιπτάμενες σύριγκες...
-Δεν ισχύει...για να εξολοθρευτούν οι πρέζοι, πρέπει να εξολοθρευτεί η πρέζα...και η πρέζα δε θα εξολοθρευτεί ποτέ... η πρέζα ήταν πριν από μας εδώ...με τους δεινοσαύρους, θυμάσαι; Ε, πριν απ' αυτούς... η πρέζα απέκτησε μορφή τη πρώτη στιγμή που μια ιδέα έβγαλε μουνί και ξέρασε το σύμπαν μας... δίπλα από διάφορα άλλα...η πρέζα δεν είχε υπόσταση, αλλά ήταν έννοια...ξέρω γω...
-Δηλαδή...εννοώ...με μπέρδεψες....
-Ναι, κοίτα... ο πρωτόγονος, θα κοπανιόταν στο τοίχο...στο σπήλαιο...μετά από κυνήγια...και γαμήσια...θα κοπανιόταν, αφού ζωγράφιζε πρώτα τα μαγικά του στο τοίχο...με τα χοντράδια και τα βόδια και τις μαλακίες...να πάει καλά το κυνήγι...θα κοπανιόταν μέχρι να ηρεμήσει...να μπλοκάρει. Να νιώσει ζεστός και ιδιαίτερος. Στη μήτρα. Ξέρανε τη μήτρα οι πρωτόγονοι. Από κει χαμώ βγαίνανε. Τη ξέρανε. Σα κάτι ζεστό και υγρό και φιλόξενο. Αφού...αφού λέγανε το φεγγάρι για Θεό...όχι σα Θεό, όχι, άκυρο... σαν ζωοποιό ουσία. Προ-ανιμιστική περίοδος, ε...;
-Ναι...ναι, δίκιο έχεις...
-Άρα... το μουνί; Γιατί όχι το ίδιο, ε;
-Δε ξέρω...γιατί όχι, όντως...εεεε...όντως....
-'Ασε με κείνα τα μαστουρόφυτα...μανιτάρια...το ένα το άλλο...τα "ντρόγκια" που κυνηγάνε σήμερα...με ΠΑΘΟΣ! Όπως τον ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ! Είναι παλαιότερα απ' ό,τι...απ' ο,τι μπορούμε να θυμηθούμε...
-Και αν είσαι, ας πούμε...σκληροπυρινός χριστιανός...ξες...μηλιές και παράδεισοι και μαλακισμένα προπατορικά αμαρτήματα...
-Να σου πω...αν θες τριπίλες...έντονες όμως...και αν θες ΣΕΞ και ΒΙΑ και ΑΝΩΜΑΛΙΑ...δε θα διαβάσεις Μαρκήσιο Ντε Σαντ ας πούμε...τη Βίβλο θα διαβάσεις...Τίγκα είναι. Τίγκα. Και με τις τριπίλες; Φαντάσου...ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη, ωραία...;
-Ωραία...
-Μέγιστο παραισθησιογόνο κείμενο... γιατί , να σου πω; Αν είναι έτσι όντως, ο τύπος όταν το γραφε, δεν έτρωγε. Δεν έκανε τίποτα. Παραισθησάρες απ' την πείνα. Όπως και οι περισσότεροι απόστολοι...γκλέτσοι...το ένα το άλλο....κατάλαβες. Παραισθησάρες. Άγριες.
-Αχά...
-Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αυτά...τα θρησκευτικά...ξέρεις...τίγκα στα ντρόγκια είναι ρε...τίγκα...με την ευρύτερη έννοια...σκατά. Σκατά. Ωραία σκατά. Ενδιαφέροντα.
-Ξες κάτι, ρε κύριε 4;
-Πες...πες...
-Τόσο καιρό...στη Μέση Πολιτεία...Τόσα χρόνια...Έχουμε καταντήσει, σαν το πολιτικό δελτίο ειδήσεων...του Τηλεάστυ...
-Δηλαδή...
-Πέντε παράθυρα...με τύπους...και κανένας να μη διαφωνεί με κανέναν. Να επικροτεί ο ένας...τον άλλο...
Γελάσανε. Ήπιανε.
Η νύχτα ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν περπατήσανε έξω.
Τριζόνια εύχονταν, να ήταν τριγύρω, και να τραγουδάγανε blues.
Μείνανε ικανοποιημένοι με το θόρυβο από λάστιχα και πεταμένα τσιγάρα μισόσβηστα, στο πεζοδρόμιο.
Αρχίδια.
Καμία αλήθεια δε τη πιστεύεις,
αν δε μπορείς να τη γευτείς πρώτα,
έστω και στο ελάχιστο.
Τρίτη 11 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ τη Μέση Πολιτεία 2
Ο κύριος 3 προσκάλεσε τον κύριο 1, μετά τα μεσάνυχτα, για μια βότκα. Είχαν ήδη περάσει ένα ωραίο πρωινό-μέχρι-απόγιομα στα καλλιτεχνικά. Το πρώιμο προγραμματισμό τους, δηλαδή. Ζαλισμένοι, υπό επήρρειες, ο καθείς τους είχε βάλει μια πλώρη. Ο κύριος 1 έκανε προσχέδια, ακουαρέλες, χυμένα νερά και χρώματα, για ένα μεγάλο μελλοντικό λάδι. Τη Παναγία να αποβάλλει. Τον Ιησού; Ίσως τον Κώστα τον Ναζοραίο πριν απ' αυτόν. Για έκθεση, μάλιστα, πιθανή, σα διαγωνισμό, στο εξωτερικό. Ο δε κύριος 3, καθόταν μέσα στην τριπίλα της μέρας, και τράβαγε γραμμές, έκανε σχεδιάκια, σε μεγάλο χαρτί αυτή τη φορά, μπλέκοντας κόκαλλα και υφές και εσώτερα. Σα τσούχτρα βγήκε το τελικό αποτέλεσμα.
Στο μπαρ της Μέσης Πολιτείας, γυρνάγανε πολλά. Το σκοτάδι κει είναι ελεγχόμενο, ακόμα ένα στοιχείο στη παλλέτα της κατανάλωσης. Και όμως, σήμερα, αρκετοί μεσοπολιτειώτες τίμησαν τη νυχτιά τους, και έφτιαξαν φωλιές σε διάφορα σημεία του εσωτερικού του μαγαζιού. Πίσω από τον κύριο 1 και κύριο 3, υπήρχε μια παρέα από νεαρούς και νεαρές, βέρους και βέρες μεσοπολιτειώτες.
Δεν ήταν παράξενο που σε κάποιο σημείο, μια πιτσιρίκα μεσοπολιτειώτισα ήρθε μπρος τους και τους προσέφερε τούρτα. "Έχω γενέθλια!". Χεστήκαμε. Και μεις ληγούρες.
Στη Μέση Πολιτεία, τα θηλυκά μεγαλώνουν με άλλους, ξεχωριστούς κώδικες. Ίσως ηθικά ασταθείς, για μας, τους ξένους. Μα έχοντας περάσει τόσα χρόνια στη Μέση Πολιτεία, ο κύριος 1 και ο κύριος 3 είχαν συνηθίσει στις δήθεν παγίδες για "ξένους". Στη Μέση Πολιτεία, οι γυναίκες στα 12, έμπαιναν αναγκαστικά (το όριζε ο νόμος) στα Σπερματόσπιτα, πανεπιστήμια περήφανα της περιοχής. Κει μέσα, μέχρι τα 14 είχαν μάθει τα πάντα γύρω απ' τα γαμήσια και τα βίτσια. Αν, δε, έκαναν και το μεταπτυχιακό, στα 16 ήταν ξερόλες και στις ανωμαλίες, κατάπιναν σκατά σαν ομελέτες και ρούφαγαν κάτουρα σαν χυμό πορτοκάλι, για πρωινό.
Οπότε η θέα της μεσοπολίτισσας ετών 17 με μια γρήγορη ματιά, δεν προκάλεσε ούτε καύλες, ούτε ενθουσιασμό στον κύριο 1 και 3. Αυτές δεν είχανε βλέπεις όνειρα. Ούτε μεις. Μα το γεγονός ότι ανατράφηκαν σα ζωντανές μηχανές βίτσιων, κολλώντας στη συνέχεια σα βδέλλες στη πλάτη του άτυχου που θα ενέδιδε στη δύναμη της στιγμής, δε βοηθούσε ιδιαίτερα στο να φερθείς απερίσκεπτα, αν ήξερες πάντα περι τίνος πρόκειται. Κι αν δεν έχεις όνειρα αλλά παραμένεις σκώληξ, το ζυγίζεις. Αν δεν έχεις όνειρα και ψάχνεις να εξασκήσεις τα βίτσια των άλλων, γίνεσαι επικίνδυνος.
Ο κύριος 3 ήθελε να φάει τούρτα σα τρελός. Ο κύριος 1 το ίδιο. "Ααα, δεν έχουμε κουτάλια", ενημέρωσε η Μεσοπολίτισσα. Ο κύριος 1 ευγενικά έβαλε το δάχτυλο και πήρε λίγη μαρμελάδα. Ο κύριος 3 χαμογέλασε στραβά και ενημέρωσε, "Γω δε θα μαι τόσο ευγενής", και πήρε μια χούφτα κρέμα και παντεσπάνι και μαρμελάδα, τρώγοντάς την όμορφα. Η Μεσοπολίτισσα συνέχισε να του μιλάει, ακόμα και όταν ήταν μόνος του, με τον κύριο 1 να χει πετάξει λευκή πετσέτα πριν αρκετή ώρα, και έχοντας αποχωρήσει. "Γιατί μόνος σου;". Ρούφηγμα τσιγάρου και ρούφηγμα βότκας. "Απλά ηρεμώ". Γέλια από 17χρονο στόμα και πίσω στη παρέα. Πάλι μετά. "Αν θες άλλη τούρτα πες". Ρούφηγμα, ρούφηγμα. "Έχω πιει βότκες, είμαι ωραία. Να'ς καλά". Και πάλι μετά. Και πάλι.
Παγίδες μαλακίας.
Δεν είναι τόσο ικανός να χειριστεί πιθανή τελειόφητο με μάστερ από Σπερματόσπιτο.
Πληρώνει και φεύγει όμορφα.
Ζαλισμένα.
Στο δρόμο έχει γιγαντοθόνες με βρωμιάρηδες, τίγκα στα τατουάζ μπαμπουίνους, που δέχονται τηλεφωνήματα υβριστικά, και οι μπαμπουίνοι απλά κοπανάνε το τραπέζι και ουρλιάζουν.
"Ουυυυυυυυυυυυκ ουυυυκ ουυυυκ!"
Νομίζω ήταν και ένας ασημόραχος στην εκπομπή. Καθόταν ήρεμος μέχρι που άκουσε τη λέξη "αρχίδια". Εκείνη τη στιγμή, έλυσε το ζωνάρι του, το έφαγε, έσπασε στα δύο το τραπέζι, έδειρε τους μισούς μπαμπουίνους και περπάτησε σα θωρηκτό που πλέει μακριά απ'τις κάμερες.
Κείνες τις μέρες είχε και μια γιορτή, τοπική. Τη γιορτή της αφίσας. Οι κάτοικοι της Μέσης Πολιτείας παράταγαν για λίγο την κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών και τη διεξαγωγή αγνής, ανόθευτης, δημόσιας παρτούζας, και προσποιούνταν ότι περπατούσαν μέσα σε παλιές αφίσες κινηματογραφικών έργων εποχής. Άναβαν φωτιές μεγάλες στη μέση της κεντρικής πλατείας, κρεμούσαν παχιές, πολύχρωμες αφίσες από παμπάλαιες ταινίες σε μαντρότοιχους, και πηδούσαν πάνω τους. Μετά από πολλά χυπήματα, ειδικά στο κεφάλι, τριπάραν, ήταν μέσα στην αφίσα. Ο κύριος 3 άρπαξε πρόθυμα ένα δωρεάν κοψίδι από κρέας νεογνού στρουθοκάμηλου, που μοιράζανε οι ντυμένοι σαν τον Ερμή Τρισμέγιστο πωλητές/ψήστες του συμβάντος, και κάθισε να παρατηρήσει για λίγο τουλάχιστον 3 να παραπατάνε μετά από καμιά εικοσαριά κουτουλιές στο τοίχο, μπροστά από αφίσα Μπόγκαρτ, και έναν να μένει αιμόφυρτος, ακίνητος στο έδαφος, αναπνέοντας με δυσκολία, μετά από κορνητοποίηση της μούρης του από εθελοντικά πηδήματα σε τσιμεντότοιχο, μπροστά από αφίσα του "¨Οσα παίρνει ο άνεμος".
Βαρέθηκε και έφυγε.
Περπάτησε κατά μήκος του ποταμιού άλλη μια φορά.
Θυμόταν πώς έφτασε δω. Από τύχη.
Αδειάζανε κόσμο στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Αποτυχίας,
και έπιασε την ευκαιρία απ' τα κέρατα. Όπως και οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι.
Δεν ήξερε καν τι είναι η "Μέση Πολιτεία" πριν κάποια χρόνια.
Πόσο μάλλον τους ιδιαίτερους, προσωπικούς της κώδικες
που κανε χρόνια να χωνέψει τελείως.
Στις πλατείες, οι μεσοπολιτειώτες φορούσαν μάσκες
και μανδύες
γιορτάζοντας τις Παλαιές Ταινίες
και είχαν βάλει μεγάφωνα παντού
σκουριασμένα, παλιά
που συνέχεια επαναλάμβανανα αισχρά ανέκδοτα.
"Τι είναι πιο αστείο από ένα νεκρό μωρό; ένα νεκρό μωρό με στολή κλόουν. Τι είναι πιο αστείο από ένα νεκρό μωρό; Ένα νεκρό μωρό δίπλα από ένα μογγολάκι. Ποια είναι η διαφορά ενός κρεμμυδιού και ενός νεκρού μωρού; Το κρεμμύδι όταν το τεμαχίζεις, δακρίζεις. Ποια είναι η διαφορά..."
Ξανά και ξανά.
Και οι κάτοικοι γελούσαν πάντα με δαύτα.
ένα κουβάρι από βρώμα
ένα πιπουλένιο τίποτα
ένα σκοτάδι ανάμεσα απ' τα μάτια
Ο κύριος 3 χόρτασε θεάματα
άρχισε να μουρμουράει βλακείες
και έπεσε για ύπνο
κάπου μεταξύ καναπέ, κρεβατιού, πατώματος
όπου ήταν πιο κοντά.
Ωραία μέρα, ή μάλλον,
ωραία νυχτιά σήμερα.
Σήμερα.
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
Σημειώσεις απ' τη Μέση Πολιτεία
Ένα βουνό σχημάτισε τον Γκανέσα, παραμορφωμένο και δυσλειτουργικό από τη στιγμή που εκτοξεύτηκε από την ουράνια μήτρα.
Πράσινο νέον πάνω από την πόρτα που διαφημίζει φτηνό, ξετσίπωτο αλκοόλ, και ένα σερσέγκι να χαίρεται το φως. Για αυτό, η πινακίδα είναι ο Ήλιος του. Το αντίστοιχο με τον κώνωψ που λαχταράει να πετάξει στο φεγγάρι, κοιτώντας την αυγουστιάτικη νυχτιά πάνω απ' το κεφάλι του.
Γουλιές που σβήνουν διότι δεν έχουν ουσία. Δεν έχουν κάποια βάση. Σβήνουν για να σβήσουν. Πεθαίνουν στο μεγάλο τίποτα του τίποτα, ω τίποτα, αμήν. Φτηνή βότκα, απαίσια, ληγδιάρικη. Αν το φτηνιάρικο τσίπουρο είναι η πρέζα του αλκοόλ, η φτηνιάρικη βότκα, ενίοτε και νερωμένη, είναι η μορφίνη;
Τοξικά κάτουρα να χύνονται απ' τον ουρανό. Καυτή σάρκα να αναδύεται απ' το χώμα και να σπάει τα πεζοδρόμια. Ονειρεύτηκα ότι περπάταγα σε εκτάσεις γυμνής σάρκας. Ζεστής και φιλόξενης. Περπάταγα και άφηνα πατημασιές πάνω στο Αιώνιο Βρέφος. Δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπήρχαν "πόλεις". Μόνο μια απέραντη έρημος από ζεστή σάρκα. Και την περπάταγα ξυπόλητος. Και δε ξέρω ποτέ γιατί δε το ψιθύρισα σε μένα, στο ίδιο μου το αυτί, πιο πριν. Δεν ξέρω.
Τραβέλια ξεχύνονται στο δρόμο. Ένας λεπτός ερμαφρόδιτος βαμμένος με τα χρώματα του πολέμου και ντυμένος Φαραώ τα οδηγεί στις πλατείες, όπου καίνε τα πάντα. Ένας χοντρός ντυμμένος Διόνυσος που τον κουβαλάνε 6 νάνοι στις πλάτες τους, θηλυπρεπής, ξετσίπωτος μες τη γύμνια του, περιφέρεται σα το φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν, μα όχι πια.
Ο πρωθυπουργός της Μέσης Πολιτείας βάραγε ενέσεις γεμάτες από λιωμένα κουνούπια, ξεπλυμμένες με τη πιο φτηνή, αισχρή, επικίνδυνη βότκα που μπορούσε να προμηθευτεί. Έβαζε τους μυστικούς του μπάτσους να κάνουν έρευνα- μπαγλαρώνανε όποιο κουνούπι είχε φιλοδοξίες να πετάξει στο φεγγάρι. Μόνο τα φιλόδοξα κουνούπια εκπληρώνανε την ανάγκη του πρωθυπουργού για σούτους, καθώς αυτά δε ρουφάγανε αίμα. Ρουφάγανε στάλες από πρωτοβρόχια και αρμενίζανε μελαγχολικά σε πινακίδες με νέον.
Ο τεράστιος φράχτης σχεδόν σε τραμπούκιζε, κάθε φορά που διέσχιζες το χρυσοπορτοκαλί δρομάκι μπρος του, για να βγεις στη πλατεία. Ήταν το πιο ψηλό σημείο της Μέσης Πολιτείας. Μια φορά εκεί ο κύριος 3 συνάντησε έναν Ινδό, που θαρρείς πως τον είχε ξεράσει χέρι ζωγράφου ινδικής αγιογραφίας που είχε μεθύσει και νόμιζε πως ήταν σκιτσογράφος, παρά μουνί. Κοντόχοντρος με μπλε δέρμα, σαρίκι, φαρδύ παντελόνι, καλοαναθρεμμένα μάγουλα και μουστάκες που εκτοξεύονταν απ' τους πόρους σαν αστραπές. Έγνεψε στον κύριο 3 και μόλις εκείνος πήγε να μιλήσει, να ρωτήσει περί τίνος πρόκειται, ο Ινδός του έκανε νόημα να σιωπήσει. Ο κύριος 3 τον παρατήρησε να σκαρφαλώνει το φράχτη, και μετά να εκτοξεύεται στο έδαφος, πέφτονας φαινομενικά νεκρός. Όλα έβγαζαν τέλειο νόημα. Ο Δράκος των προφητειών έγινε Ένα (1) με τον Χριστό, ο συμβολισμός της αυτοθυσίας ξεπέρασε τα καννιβαλιστικά πρότυπα του παρελθόντος, το σώμα πλέον ήταν τόσο χρήσιμο όσο και άχρηστο, μια τέλεια κλεψύδρα που άδειαζε επειδή γούσταρε, μόνο και μόνο για να ξαναγεμίσει και να ξαναδειάσει άλλη μια φορά πριν γίνει θρύψαλλα από μόνη της, η ιερή σιωπή του Αρποκράτη, μέσα της όλη η ζωή μένει αιώνια ακίνητη, περιμένοντας μια σπίθα για να ξαναποκτήσει νόημα. Κίνηση. Ο Κύριος 3 σκαρφάλωσε με δυσκολία στο φράχτη. Τριγύρω, οι Εκφυλόμπατσοι τρίτης διμοιρίας της Μέσης Πολιτείας δε του έδιναν σημασία, κυνήγαγαν παράνομους παραγωγούς ασπιρινομελιτζάνας. Ο κύριος 3 έφτασε στη κορυφή με ιδρώτα και δυσκολία. Κλείνοντας τα μάτια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, εκτοξεύτηκε στο έδαφος. Έσκασε σαν τσουβάλι σε γομαράγκαθα. Είδε τη Νιρβάνα για 5 δεύτερα και μετά το απόλυτο μαύρο. Ξύνοντας τις πληγές του, παραπάτησε ζαλισμένα μακριά από το φράχτη, βρίζοντας και καταριώντας την αιώνια ζωή και τα μυστήριά της.
Ο πρώτος μυστήριος καβαλάρης έφτασε, και ήταν ντυμένος με μανδύες από μετάξι, κοκκινωπούς, κεντημένους με μάνταλες και σπείρες. Σκούπισε τη μύτη του με χάρη, και περπάτησε κομψά κατά μήκος της ανηφόρας. Ο δεύτερος μυστήριος καβαλάρης έφτασε επίσης, και ήταν μισόγυμνος, με ένα ξεσκισμένο μανδύα γεμάτο σκόνη, καφέ, στο χρώμα του πηχτού σκατού και του μισογυνισμού, απ' τον οποίον κρέμονταν νεκροί σκορπιοί, με τις ουρές κομμένες. Έβηξε αίμα, έπεσε στο έδαφος ζαλισμένος και σύρθηκε κατά μήκος της ανηφόρας. Ο τρίτος μυστήριος καβαλάρης έφτασε αργοπορημένος, και ήταν ντυμένος με χαρακιές και σκουριά. Κατούρησε θρασύτατα έξω από την πόρτα ενός ΑιωνοΜπουρδέλου, έφτυσε στο έδαφος, και δε μπήκε καν στο κόπο να ανέβει καμιά ανηφόρα.
Στο ποτάμι ο κύριος 3 ζαλιζόταν, μα ήταν σε απόλυτη αρμονία με όλα. Με κάθε σταγόνα που έσκαγε στις πέτρες, με κάθε κραυγή από πάπια που αντιχούσε μέχρι την άκρη της εικονικής γειτονιάς. "Είμαι σπίτι μου", ψέλλιζε μισοχαμογελώντας κάθε 5 δεύτερα, και περπατούσε λες και είχε καβαλήσει φορτούνες δεκαετιών παλιές. Συνάντησε 3 γυναίκες, που το χρώμα τους ήταν το καφέ και το μωβ. Οι γυναίκες έδεναν σε σπάγκους ποδάρια από πάπιες, και τα έφερναν βόλτες στο πλακόστρωτο. Όταν τα πόδια από τις πάπιες γέμιζαν στάχτες, τότε το χρώμα των γυναικών ήταν το γκρίζο. Όταν ο κύριος 3 τις προσπέρασε, τις κοίταξε με μάτια γαλανά, παρόλο που οι κόρες του φώναζαν για κάστανα. Άρα το χρώμα των γυναικών, όταν κοίταξαν κι αυτές τον κύριο 3, ήταν το μπλε το βαθύ, της ενοχής. Ο κύριος 3 συνέχισε, περπατώντας σε γυμνή σάρκα αντί για πλακάκια, μέσα, προς το τέλος το ίδιο της νυχτιάς, που χυνόταν στον ορίζοντα σκορπώντας κόκκινες κηλίδες και πορτοκαλιές υποσχέσεις. Το χρώμα των γυναικών άλλαξε και έγινε το άσπρο, καθώς βλέπανε τον κύριο 3 να μιλάει, και να χαμογελάει μόνος του, χανόμενος στο τίποτα.
Παρασκευή 7 Μαΐου 2010
Κουβέντες σε πορτοκαλί και μαύρο 1
Ο καναπές έμοιαζε πιο φωτεινός από πριν, η τσιγαρίλα στο δωμάτιο έπηζε το τυρί των εγκεφάλων, πεταμένα τραπουλόχαρτα στο τραπέζι, δίπλα από άδεια μπουκάλια και μια αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη. Τέσσερις φιγούρες στο σαλόνι.
-Ωραία. Ωραία. Σειρά μου. Ε;
-Σειρά σου, ναι... Σειρά του; Ε παιδιά; Σίγουρα;
-Ναι...ναι...
-Δε ξέρω.
-Ωραία... Λοιπόν... Ήμουνα σε ένα τέκνο πάρτυ στο χωριό μου.
-Τέκνο πάρτυ; Στο χωριό σου...;
-Ναι...ξέρεις...πριόνια. Ηλεκτρονικά που σου γαμάνε το κεφάλι και τη ψυχή.
-Και...και, τι έκανες συ κει μέσα;
-Ήταν γιορτές, θυμάμαι...ή μάλλον όχι γιορτές...πανηγύρι...; Όχι, όχι, γιορτές...
-Τι ήταν; Γιορτές ή πανηγύρι;
-Δε ξέρω. Γιορτές.
-Ή πανηγύρι;
-Ήταν...ΗΤΑΝ ΓΙΟΡΤΕΣ! Θα με αφήσετε να τελειώσω;!
-Ωραία.
-Πάσσο.
-Οκέη.
-Ήμουνα λοιπόν σε αυτό το ηλεκτρονικό πάρτυ...και, λοιπόν, ήμουνα με παρέα...Είχαμε πιει σίγουρα τον άπατο...και, δε θυμάμαι αν είχαμε πάρει οτιδήποτε άλλο εκείνη τη φορά...
-Δε θυμάσαι;
Ο νούμερο 2 σκουντάει τον νούμερο 3 με δύναμη στον ώμο, κοιτώντας τον αυστηρότατα, για να αφήσει τον νούμερο 1 να μιλήσει. Ταυτόχρονα του πασάρει το τσιγάρο.
-Όχι, δε θυμάμαι...Λοιπόν, όλοι οι φίλοι μου απ' το χωριό, είναι, ας πούμε...εεεεε....ας πούμε....
-Χωριάτες;
-Ναι...δηλαδή, ξέρεις, έχουμε τη διάλεκτό μας κει πάνω...
-Ναι, ναι, ξέρω.
-Οπότε, ξέρεις, είμασταν καμιά εφταριά μεθυσμένοι βλάχοι σε ένα χώρο γεμάτο φώτα και πριόνια και μπλιμπλίκια...και περνάγαμε καλά. Ναι, καλά ήτανε. Είχε μουνιά.
-Πόσα;
-Πολλά μουνιά.
-Ας πούμε, πόσα;
-Δε ξέρω...εννοώ...πού να ξέρω ρε πούστη μου;! τα μέτρησα ένα-ένα;!
Ο νούμερο 2 ξανασκούντησε τον νούμερο 3 που μισοπνίγηκε, μιας και κείνη την ώρα ρούφαγε συνεχόμενα απ' το τσιγάρο, σχεδόν σα λυσσασμένος.
-Τέλος πάντων. Είχαν ένα τέκνο κομμάτι... ένα κομμάτι, που σκάνε πριόνια, και μια φωνή ακούγεται...γυναικεία ή αντρική...δε θυμάμαι...τέσπα, η φωνή συνέχεια σκούζει, "Fire! Fire!"
-Φάηαρ! Φάηαρ!
-Ναι, ναι!
-Ωραίο! Μπουρλοτιέρικο!
-Ναι! Και, και, που λέτε... ένας από τη παρέα γυρίζει και λέει... "Εεε, βασικά, αυτό το κομμάτι...αυτό το κομμάτι μιλάει για τη νευρική ανορεξία!"
-Ε;
-Ναι... Τον κοιτάμε όλοι μας... "Γιατί, χμφφφφ, γιατί ρε Θανάση, ας πούμε, μιλάει αυτό το κομμάτι...αυτό το κομμάτι γιατί μιλάει για τη νευρική ανορεξία;!"
-Σωστοί.
-Και τι μας απαντάει ο Θανάς;
-Τι;
-"Μα, δεν ακούτε;! Την έχει τη γκόμενα μια ώρα κάτω, την έχει βάλει κάτω, και της φωνάει, ΦΑΕ Α! ΦΑΑΑΑΕ Α!!, τίποτα αυτή, δε βάζ μπουκιά όσω της, οπότε ξαναφωνάει, ΦΑΑΑΑΑΑΕ Α! ΦΑΑΑΑΑΑΕ ΑΑΑΑ!!!"
Η παρέα εκτίμησε το καλαμπούρι και ξέσπασε σε γέλια. Ο νούμερο 1 μετά την ιστορία, ένιωσε την ανάγκη να πάει να ξεράσει μέσα στη μπανιέρα. Ήταν η σειρά του νούμερο 2 να μιλήσει.
-Έχεις ας πούμε, ωραία ιστορία;
-Δε ξέρω. Βασικά, ναι, ξέρω. Ωραία είναι. Ίσως και όχι.
-Κατατοπιστικότατος.
Ο κύριος 4 ρούφηξε μερικές γερές απ' το τσιγάρο και ξάπλωσε με γαλήνη στη καρέκλα του. Ο κύριος 1 μόλις που χε βγει απ' το μπάνιο, ημιζαλισμένος, πήρε το τσιγάρο και πιπιλώντας το όμορφα και καπνιστά, το συνδίασε με ένα σφηνάκι βότκας. Σχεδόν έβλεπες μια κιτρινίλα στο πρόσωπό του, όπως και ένα μεγάλο χαμόγελο.
Ο κύριος 2 συνέχισε.
-Είναι λοιπόν, είναι ένας συντοπίτης μου. Ο οποίος είναι χαζός. Άσχημο πράγμα, αλλά είναι αλήθεια. Είναι πολύ χαζός. Περισσότερο απ'όσο είμαστε όλοι μας εδώ, ο καθείς ξεχωριστά.
-Πρέπει να'ναι πολύ χαζός.
-Ναι. Και αυτός είδε κείνη τη ταινία...πώς τη λένε...; Που χει σχέση με τη καταστροφή του κόσμου; Που βγήκε σχετικά προσφάτως;
-Ποια;
-Αυτή ρε, που γαμιέται το σύμπαν όλο...που είναι όλο γραφικά;
-Εεεεε...; 2015, αυτή λες!
-2015! Ναι.
-Όχι ρε. Κάτσε. Πότε λέγανε ότι θα'ρθει η καταστροφή του κόσμου...;
-Δεν έχει έρθει ήδη;
-Όχι, στα χαρτιά που λεν... επισήμως...όχι 2015...
-Ααα, 2012;
-Ναιιιι! Αλλά έτσι λεγότανε και η ταινία;
-Εεε...για τη καταστροφή του κόσμου δεν έλεγε...;
-Ναι...;
-Άρα; 2012 δε θα λέγεται;
-Και αυτή...η κουφάλα...η ποιητική αδεία...που λεν...;
Ο κύριος 1 πάσαρε το τσιγάρο στον κύριο 2 που μίλαγε, βήχοντας χοντρά, και καταπίνοντας άλλο ένα σφηνάκι βότκας. Αν μπορούσε να φωνάξει, θα είχε βροντήξει όλη η πολυκατοικία, αλλά έμενε απαλός και αβοήθητος, στο πάτο του μαξιλαριού του καναπέ. Ο κύριος 2 τράβηξε μια τζούρα και συνέχισε.
-Λοιπόν. Έτσω. Αυτή τη ταινία, λοιπόν, την είδε ο λεγάμενος... και την πίστεψε! Αλήθεια την πίστεψε! Με όλη του την ψυχή! Οπότε, μαζευτήκαμε με άλλους 2-3, και ξεκίνησε να μιλάει...με πάθος! με πάθος για την επικείμενη καταστροφή! Έλεγε, "Λοιπόν, παιδιά, ξέρω τι θα κάνουμε τότε! Έχω το τέλειο σχέδιο!" και μεις τον ακούγαμε χασκογελώντας ελαφρά, "Τι θα κάνουμε ρε Θανάση;". "Λοιπόν. Θα περιμένουμε μέχρι το 2012, καταρχάς, έτσι;"...
-Έτσι, ναι.
-Σίγουρα.
-"...Και μόλις έρθει εκείνη η ρημάδα η στιγμή, και σκάσουν τα κύμματα τα τεράστια, εμείς, εμείς, θα πάμε σε κείνη τη παραλιακή καφετέρια, πιο κάτω..."
-Ε;
-Ναι... "Σε κείνη τη παραλιακή καφετέρια, δίπλα απ' τη θάλασσα...και μόλις σκάσει το κύμμα, θα σνιφάρουμε όλοι όση κόκα έχουμε μαζεμένη ως τότε. Αρκετή. Πολλή κόκα!". Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία, όλοι μας. "Γιατί ρε Θανάση να το κάνουμε αυτό; Τι θα κερδίσουμε;"
-Όντως.
-Και τότε ο Θανάσης σηκώθηκε πάνω, σχεδόν εξοργισμένος, και με πύρινο λόγο, φρύνοντας αστραπές και βροντές, και με μάτια ορθάνοιχτα απ' την οργή, μας φωνάζει: "ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΑ ΡΕ;! ΟΛΟΙ ΘΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ, ΚΑΙ ΜΕΙΣ ΤΟΤΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΕΡΦ!"
Η παρέα επαίνεσε την ιστορία χτυπώντας τα ποτήρια της στο τραπέζι και τσουγκρώντας τα, χλαπακιάζοντας οι μισοί Southern, και οι άλλοι μισοί βότκα. Το τσιγάρο λιγόστευε, τελείωνε. Ο Κύριος 3 είχε το λόγο.
-Εγώ...εεεε...αααα...να σου πω...εεεε...να πει κανας άλλος πριν από μένα...;
-Εννοείς τον κύριο 4. Δεν έμεινε άλλος.
-Ναι...αν γίνεται...δεν είμαι ας πούμε...τώρα, σε θέση...
-Χαλάς τους κανόνες...αρχίδι...χαλάς τους κανόνες...
-Είμαστε όλοι νοκ άουτ απ' το μεσημέρι...ποιοι κανόνες...;
-Οι ΑΓΡΑΦΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ...!
Ο κύριος 1 μάζεψε όση δύναμη είχε ως τότε για να φωνάξει, μετά χασκογέλασε μόνος του και ξαναέσβησε, σα το κερί που αρνείται να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο στο νεκροκρέβατο με κλάμματα και ζουμιά.
Ο κύριος 4 έσβησε το τσιγάρο, φύσηξε το καπνό, και με μπαρουτοκαπνισμένη φωνή μίλησε:
-Δεν έχω καλή μνήμη. Και οι ιστορίες περνούν μπρος μου δίχως να τους δίνω σημασία. Μα θυμάμαι αυτό: μερικές φορές που μαζευόμασταν σε φιλικά σπίτια, αρκετά άτομα για να καπνίσουμε, μερικές φορές, ο ιδιοκτήτης είχε και σκυλί.
-Ωραίο.
-Τη μία φορά, θυμάμαι, ο ένας τύπος, είχε ένα μικρό κανίς. Απο αυτά τα ψυχοπαθή, καλοφροντισμένα. Προφανώς των γονιών του. Το κανίς ήταν όλη μέρα τριγύρω, απαιτώντας χώρο από εμάς, τους ασεβείς, που του κλέψαμε τον καναπέ. Γρύλιζε και έφερνε σβούρες ενοχλητικά. Οπότε, μέσα στην μαστούρα μας, είπαμε να το μαστουρώσουμε κι αυτό.
-Χαχ.
-Το αρπάμε και του φυσάμε καπνό μες τη μάπα με μανία. Κάθε τζούρα και καπνός. Και τα ζώα δε ξεμαστουρώνουν εύκολα. Έχει να κάνει αυτό με το ότι στον οργανισμό τους, δεν...
-Κύριε 4. Ξεφεύγετε απ' το θέμα.
-Οκέη. Λοιπόν. Το μαστουρώνουμε. Από ένα σημείο και μετά, το κανίς όχι απλά ηρέμησε, έγινε και αξιαγάπητο. Και καθόταν στα πόδια αυτού που είχε το τσιγάρο κάθε φορά. Καταλαβαίνετε, αν το χα εγώ, καθόταν στα πόδια μου, με το που το δινα στον επόμενο, πήγαινε σε αυτόν, και έτσι πάει γενικώς.
-Αχά.
-Σε μια φάση, παραγγέλνουμε πίτσα. Είχε τελειώσει το τσιγάρο. Το κανίς ήταν ψιλοεκνευρισμένο γενικώς, δεν είχε σε ποιανού τα πόδια να καθίσει. Οπότε, με το που έρχεται η πίτσα, και τη βάζουμε στο τραπεζάκι μπρος μας, ένα πολύ ρουστίκ τραπεζάκι με ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο πάνω του κεντημένο όμορφα,
-Ναι;
-Με το που αφήνουμε τη πίτσα πάνω, το κανίς ξεσπάει, σαν να ήθελε να μας εκδικηθεί που δε το ξαναφουμάραμε μες τη μούρη. Μαγκώνει με το στόμα του το τραπεζομάντηλο, και το τραβάει με μανία, χύνοντας όλη τη πίτσα στο πάτωμα. Μαζέψαμε ό,τι μπορούσαμε από κάτω, αλλά μείναμε μισομαλάκες, στη θέα του μικροσκοπικού τριχωτού κώλου να κουνιέται και να χάνεται μακριά μας, στο δίπλα δωμάτιο. Περπατώντας θριαμβευτικά σχεδόν. Λες και είχε χτίσει τη Ρώμη σε 2 μέρες.
-τι λες τώρα...
-Και δε τελειώνει δω. Μιαν άλλη φορά, είμασταν σε ένα άλλο σπίτι. Λιγότερα άτομα. Μα έτυχε πάλι ο ιδιοκτήτης να έχει σκυλί.
-Τι σκυλί...;
-Ένα μπουλ-τεριέ. Ωραίο ζωντανό. Καλοαναθρεμένο.
-Ωραία τα μπουλ τεριέ...Ωραία, ναι...
-Καπνίζαμε, και είπαμε να το μαστουρώσουμε κι αυτό. Έτσι, για το γαμώτο. Βέβαια, ξέρετε, τα ζώα, επειδή ο οργανισμός τους δεν...
-Κύριε 4. Καταχράσσεστε το χρόνο, και ξαναεπαναλαμβάνεσθε!
-Ναι αγαπητέ μου, σίγουρα, μα κάνατε ένα λεκτικό λάθος, θαρρώ;
-Χμφ;
-Επαναλαμβάνομαι, δεν "ξαναεπαναλαμβάνομαι", σωστά;
-Όχι, "ξαναεπαναλαμβάνεσθε", διότι σήμερα, θα'λεγε κανείς πως έχετε απ' το απόγευμα που...που...που μιλάτε για τα ζώα και τα αντισώματά τους...που δεν έχουν, κατά της μαστούρας...εν ολίγοις...ξαναεπαναλαμβάνεσθε...
-Εν πάσει περιπτώσει. Μαστουρώνουμε το μπουλ τεριέ και συνεχίζουμε την ευγενή διαδικασία. Το μπουλ Τεριέ, που νομίζω ότι το χαν ονομάσει "Θανάση" παρεπιπτόντως, ήταν ήρεμο. Ήσυχο, σχεδόν άγαλμα, στο κέντρο του δωματίου. Σε μια φάση, τραβάει μια κλανιά απίστευτη. Τραντάχτηκε το χαλί. Και η βρωμιά του σκυλιού βρωμάει σα διάολος.
-Ω ναι!
-Δε ξέρω γω, δε μπορώ να μυρίσω.
-Ανώμαλε...ε ανώμαλε...
-Ανάπηρε, βασικά...
-Μα ναι! Ανάπηρος! Αξίζω...σεβασμό! ΝΑΙ! Σεις θα βρίζατε έναν που είναι σε αναπηρικό...σε αναπηρικό καροτσάκι;! Ε...ε;! Βασικά, γάμα το... θα χορεύατε μπρος του;! Είστε σα τους αντικαπνιστές!
-Γαμήσου!
-Χαρρρ...μαλάκα. Πες κύριε 4.
-Ε λοιπόν, κλάνει, το δωμάτιο βρωμάει απίστευτα. Σχεδόν μου ήρθε αναγούλα. Ο Θανάσης περπατάει και βγαίνει όξω στο μπαλκόνι. Ανοίγουμε ό,τι παράθυρο είχαμε αμελήσει να ανοίξουμε ως τότε. Η μπόχα είναι αφόρητη. Σε μια φάση ξεβρωμάει. Και είναι τόσο όμορφη η κατάσταση, αισθανόμαστε τόσο όμορφα, σα κορυδαλοί σε φρεσκοβρεγμένα κλαδιά από πρωτοβρόχια, που στρίβουμε άλλο ένα τσιγάρο. Μεγάλο. Εξκάλιμπερ.
-Ωραία πράματα.
-Και με το που το ανάβουμε και περνάει μια γύρα...επιστρέφει ο Θανάσης. Μας κοιτάει. Τον κοιτάμε με περιέργεια. Έρχεται στο κέντρο του δωματίου ξανά. Μας ξανακοιτάει. Τον ξανακοιτάμε. Και πριν προλάβει να πει κανείς τίποτα, σχεδόν συνομωτικά, μας ξανακλάνει! Μας ξανακλάνει με μεγαλύτερη πίεση! Και φεύγει πάλι στο μπαλκόνι όπως πριν! Η μπόχα ήταν απίστευτη, όχι απίστευτη πλέον, ήταν ένας εφιάλτης. Θα μπορούσε αυτή η κλανιά να είναι ξέχωρος κύκλος, καινούριος, στη Κόλαση του Δάντη. Ο Κύκλος της Κλανιάς! Που οι αμαρτωλοί, οι χρήστες ναρκωτικών, θα δέχονταν συνεχώς κλανιές στη μούρη από υπερτροφικούς τύπους με κώλο και κεφάλι μπουλ-τεριέ!
Γέλια άλλη μια φορά. Η βότκες έχουν αδειάσει, αλλά βρήκαν μια καβάτζα σε ένα συρτάρι, μισό μπουκάλι που δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι από πού προήλθε.
-Θυμάμαι και την άλλη φορά που είχα πάρει LSD με ένα φίλο και μου είπε να οδηγήσω, ενώ δε ξέρω να οδηγώ, σε ένα στενό, ορεινό δρόμο, με απύθμενα βάθη, γκρεμούς από κάτω, ενώ ο ίδιος είχε σκύψει στο πίσω κάθισμα, ενώ ήταν στο μπροστά, και έψαχνε στη τσάντα του για ντρόγκαι, και...
-Κύριε 4...πέρασε η σειρά σας! Την επόμενη γύρα...την επόμενη...
-Αχά...Συγγνώμη! Συγγνώμη! Εντάξει.
-Άρα μένει ο....
-Μένει ο.... ποιος μωρέ...
-Ο κύριος 1...σειρά του δεν είναι; Πέρασε...πέρασε ο κύριος 4.
-Ναι...
-Όχι ρε...ο κύριος 3 δεν είπε! Δεν είπε ρε! Εεεεε!
-Ναι, ναι, έχετε....δίκιο....έχετε....γω είμαι...
-Ωραία...ξεκίνα!
-Εεεε....ναι....και....
-Να....πάρε άλλο ένα ποτήρι βότκα...σκέτη ρε...και πιε...και πες....
Ο κύριος 3 το κατάπιε σφηνακοειδώς, άρχισε να κουνιέται σα σπαστικός, σίγουρα για αυτόν κείνη τη στιγμή θα ήταν σαν βενζίνα σκέτη, όπως για όλους τους προηγούμενους, σχεδόν ξέρασε μα τη γλίτωσε, γράπωσε το κούτελό του, σήκωσε το κεφάλι με μεγάλα, νεκρά μάτια, και είπε:
-Κάτι αστείο...κάτι αστείο...λοιπόν...
-Αργείς.
-Ναι, αργείς...εννοώ, κάνεις πολλή...ώρα...
-Παρακαλώ, συνέχισε...ή όχι; Συνέχισε, βασικά...σειρά σου.
-Κάτι αστείο... Το πιο αστείο που σκέφτομαι, είναι αυτό: ο Χριστός έχεζε όπως κι εμείς!
Άβολη κατάσταση. Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά κοίταξαν μαζί τον κύριο 3.
-Τι...εεεε...;
-Τι εννοείς, ναι...;
-Εννοώ...ο Χριστός έχεζε. Όπως εγώ κι εσύ. Ειδάλλως θα χε πεθάνει, σωστά;
-Ξέρω γω ρε κύριε 3...; θεάνθρωπος δεν ήταν;
-Μα ήταν παγιδευμένος στη σάρκα! Σαν εμένα και σένα! Και έκανε ό,τι κάναμε και μεις!
-Εκτός απ' το να γαμάει...;
-Οι απόψεις αλλάζουν σε αυτό...αυτό το...θέμα...ε;
-Στ'αρχίδια μας το γαμήσι του...! Αλλά και αν δε γάμαγε...θα έχεζε! Δε μπορεί να μην έχεζε!
-Το να γαμάς...είναι φυσικότατο...όσο και το να χέζεις...αν δεν έκανε το ένα...τότε, πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι έκανε το άλλο, ας πούμε...;
-Περπάτησε πάνω στο νερό...και αν...αν έχεις σκατά στο κώλο αβέρτα...δε μπορείς, δε μπορείς με τίποτα να περπατήσεις στο νερό...
-Επιχείρημα...που δεν ξέρω...αν είναι ηλίθιο ως τα Τάρταρα...ή γαμάτο ως τα...ουράνια...
-Κι εγώ...
-Επίσης...
-Μα, ναι... Τι πιο αστείο να σκεφτείς, απ' το ότι ο Χριστός έχεζε; Φέρνεις...τη Βίβλο στα μέτρα σου! Μπορείς να καταλάβεις πιο τέλεια απ' οτιδήποτε, κάτι, που έχει μέσα το σκατό! Μα, το σκατό...το σκατό είναι πιο άγιο απ' οτιδήποτε! Είναι μια βρώμα, που σε αφήνει...μια βρώμα! Ένας εξαγνισμός! Και σκεφτείτε και τον Ιωνά!
-Τι...τι ο Ιωνάς;
-Ο Ιωνάς...ποιος;
-Ο Ιωνάς μωρέ...που τον έφαγε το κήτος;
-Ααααα....
-Ναι, ο Ιωνάς. Ο Ιωνάς...τον έφαγε το κήτος. Η φάλαινα. Ή το θαλάσσιο θηρίο εκ των βαθέων του ωκεανού, που λεν...το άγνωστο, το μυστηριώδες, το εκ Θεού βαλλόμενο...
-Ναι, ναι...μη μας πρήζεις αρχίδια...
-Αυτός...φαντάσου, τον έφαγε το κήτος...και τον έφαγε ζωντανό, ήταν μέσα στη μπάκα του ας πούμε, ζωντανός. Η καρδιά του χτύπαγε ακόμα, το κήτος δηλαδή...
-Ναι;
-Είχε δυο καρδιές, μέσα του, τη δικιά του τη βαρβατοκαρδιά, και αυτή του Ιωνά, και χτυπάγανε και οι δύο ταυτόχρονα...!
-Και..;
-Ναι...όντως...τι μαλακίες...;
-Ε...βασικά...έβλεπα μια εκπομπή μαγειρικής...που ένας Κορεάτης ανώμαλος...όπως όλοι αυτοί...
-Ναι...σίγουρα...
-Αν δεν έχεις ψυχή, δε μπορείς να φας ψωμί...
-Ναι...και αυτοί δε τρώνε ιδιαίτερα...
-Ωραία...και, αυτός ο Κορεάτης...μαγείρευε χέλι...και το χέλι ήταν ζωντανό ακόμα, όταν το βαλε στον πάγκο...κοπανιότανε...
-Αχά...
-Και...και, το βαλε στο πάγκο, και του κάρφωσε μια πρόκα στο μάτι...και το χέλι ακόμα κουνιόταν...και, του άνοιξε μετά τη κοιλιά στα δύο...
-Αχά...
-Του βγαλε τα άντερα όξω...και αυτό, έμοιαζε ψόφιο...και παίρνει ένα μικρό μπιχλιμπίδι μέσα απ' τα εντόσθια...τα πολύχρωμα, τα μωβιά...και εκείνο το μπιχλιμπίδι κουνιότανε, παλλότανε...
-εεε...;
-Ναι...η καρδιά του...μικρή σα χάντρα...πιο μικρή από χάντρα...και κουνιότανε...χτύπαγε ακόμα...και ο Κορεάτης λέει στον άλλονα, "Στη χώρα μου, τη τρώμε αυτή..."
-Γκαχ...
-Ναι...και ο άλλος, τη βάζει στη γλώσσα σαν ντεπονάκι, και παίρνει ένα ποτήρι νερό...και, και...και την καταπίνει σα χάπι, μαζί με το νερό...και η καρδιά ακόμα χτύπαγε όταν τη κατάπιε...άρα...το κήτος, ο Ιωνάς...ξέρετε...
Ησυχία στο δωμάτιο.
Ο κύριος 3 σηκώνεται παραπατώντας.
-Πάω...να...εεεε...πάω να...μπάνιο...ξέτε...
Φεύγει. Ησυχία ακόμα.
Ο κύριος 2 πιάνει τον κύριο 1 και κύριο 4 και λέει:
-Ποιος τον μαστούρωσε πάλι...εεε...αυτόνα; ε; Ποιος;
-Όχι εγώ...
-Ούτε γω...
-Ποιος τον κάλεσε...;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)