Στο σκοτάδι το χέσιμο αποκτά τελετουργική υφή. Δε μ'αρέσει. Είμαι τεμπέλης και προτιμώ να ξεφυλλίζω το οτιδήποτε, περιμένοντας την καφετιά ευλογία να χυθεί στη λιμνούλα του πορσελάνινου Ιορδάνη απ' αυτόν τον αργοπορημένο προσκυνητή. Θεέ μου, σιχαίνομαι τη Πάτρα. Η Πάτρα είναι ο διάολος. Περισσότερο και απ' τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία. Δε ξέρω γιατί. Η Αθήνα με ενοχλεί επίσης, με αρρωσταίνει, μα μπορώ να κατανοήσω το σούσουρό της. Η Αθήνα είναι ολόκληρη μια Φασαρία. Είναι η avatara της μπίχλας και του θορύβου και όλα είναι γραμμικά. Μια ζούγκλα από τσιμέντο που με τα χρόνια αγριεύει κι άλλο, κι άλλο... η Θεσσαλονίκη με μπερδεύει απίστευτα. Η Πάτρα είναι ένα κενό, ένα τίποτα. Καμία ομορφιά, κανένα συναίσθημα πάνω της. Οι ίδιοι οι αργόσχολοι φοιτητές της, που την έχουν μολύνει, όπως πολλές άλλες πόλεις, μοιάζουν να μη τη σέβονται διόλου. Περπατάν στους δρόμους έτοιμοι να ρουφήξουν γεννετικά όργανα αδιακρίτως, έχουν τη πεποίθηση ότι τα πάντα είναι έτοιμα και καλοπληρωμένα. Θρασύτατα όντα. Οι μετανάστες πληθαίνουν συνεχώς, και μα τη πίστη μου, είναι πολύ πιο ντόμπροι απ' τους κατοίκους τους ίδιους. Όσο και να στραβοκοιταζόμαστε μεταξύ μας ανά καιρούς, στα τρένα και στα λιμάνια και στις πλατείες κοντά σε αυτά. Τους μαζεύανε μια περίοδο και τους διαολοστέλανε στη ΜΟΜΑ, Ριγανόκαμπο κοντά δεν είν'αυτό; Δε ξέρω. Είμαι σκράπας στη γεωγραφία γενικότερα. Τους βάζανε να μαζεύουν φράουλες για πενταροδεκάρες και να μένουνε σε σκηνές δέκα-δέκα, παστωμένοι σα κονσέρβες. Στην Αθήνα ήδη έχουν χωριστεί οι περιοχές μεταξύ μεταναστών και κατοίκων της πόλης, άτυπα, παράνομα. Στη Πάτρα ακόμα φωνάζουνε για το πού θα τους χτίσουνε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δηλαδή ξενώνες φιλοξενίας.
Καταλάβατε τι εννοώ τώρα;
Ονειρεύομαι μια πόλη ανώμαλη, χαοτική, απείθαρχη όχι μόνο σε ανθρωπίνως παραγόμενα μέσα ελέγχου, μα και στην ίδια της τη μορφή και την ουσία. Μια πόλη επιστημονικής φαντασίας, γεμμάτη από τσιμέντο, με διάφορες ράτσες θηλαστικών να γυροφέρνουν τα δρομάκια της. Λεοπαρδάλεις να χαϊδεύονται και να γλείφονται στα παρκάκια, κάνοντας επίθεση σε περαστικούς και ξεκοιλιάζοντάς τους, ελέφαντες με τσιπάκια στον εγκέφαλο και βιονικές προβοσκίδες, να έχουν ανοίξει μαγαζιά, περίπτερα, να μπορείς να πιάσεις κουβέντα μαζί τους, και όταν χέζουν, να χέζουν σε στικάκια usb και να πετάμε τα trash data σκατά σε εικονικούς σκουπιδότοπους. Μεταλλαγμένοι απ' τα καυσαέρια και το fast food να τριγυρνάνε δίχως σκοπό από πολυκατοικία σε πολυκατοικία, και μετά στα παγκάκια, θύματα της Πρόνοιας. Αεροπλάνα που θα κινούνται με σκατα αντί για καύσιμα, αμάξια με υπερταχύτητες που θα κινούνται με σκατά αντί για βενζίνα, θάλασσες καταγάλανες που δε θα είναι πραγματικές, παρά μόνο προγράμματα από υπολογιστές, να κολυμπάνε οι συνταξιούχοι, με τα νέα φαρμάκια που τους επιτρέπουν να παρασιτούν στο κόσμο μέχρι τα 230 και βάλε, να νομίζουνε ότι κολυμπάνε, να χουν την αίσθηση ότι κολυμπάνε. Με 500,000 διαφορετικές θρησκείες, σέκτες, θεότητες. "Om gam, ganapataye Namaha" σε ένα βιομηχανικό Γκανέσα με λειψό πουτσάκο, αγάλματα της Θεάς Τσούχτρας στις πλατείες, της Θεάς Τσούχτρας με τα ανθρώπινα γυναικεία μάτια, ταύροι βαμμένοι χρυσοί κάθε πρώτη μέρα του χρόνου να τους σφάζουνε και να πετάνε το φρέσκο κρέας τους στους απόρους, τις καρδιές θα τις πλαστικοποιούν και θα τις βάζουνε στο Υπουργείο Κατάρρευσης οι αρμόδιοι φορείς κάθε χρονιά που περνάει, πίνοντας ροζ σαμπάνιες και τσουγκρώντας τα ποτήρια τους με περηφάνια, που για μια χρονιά ακόμα, είναι όλοι ζωντανοί. Θα υπάρχουν ακόμα κοινωνικές τάξεις. Άλλωστε, ο ουρανός θα χει εξαφανιστεί, θα υπάρχει μόνο ένα τεράστιο, κατάμαυρο πέπλο, με ασημένιες λάμψεις να γυροφέρνουν μέσα του σαν ξεπεσμένες πυγολαμπίδες, και ένα τεράστιο σύννεφο σα το Μάτι του Θεού να κοιτάει τα πάντα. Και η κόρη του να κινείται. Και κανείς δε θα ξέρει τι είναι αυτό. Μα όλοι ακόμα θα αρνούνται το Θεό.
Αφού λοιπόν θα χει πεθάνει ο ουρανός, θα χει πεθάνει και η τελευταία ελπίδα για να υπάρχει ισότητα. Ο άνθρωπος θεώρησε ότι το χώμα, όπως και ο ουρανός, είναι το ίδιο ανούσια, μακρινά. Αφού δε μπόρεσε να κατανοήσει ότι το χώμα είναι πιο κοντά στα πόδια απ' ότι ο ουρανός, την ίδια στιγμή, έχασε και το ένα, και το άλλο. Οι Ανώτεροι θα είναι ντυμένοι με δέρματα σπάνιων κτηνών, κάποτε αντικείμενα κρυπτοζωολογικών μελετών μα πλέον πειθήνια σα κατοικίδια, θα ναι ντυμένοι με δαύτα και θα γυροφέρνουν, γυμνοί και ελεύθεροι, στα Ανώτερα Επίπεδα της Κυψέλης-Πολιτείας. Οι Μέσοι, θα'ναι στα διαμερίσματα, στις πολυκατοικίες, στις παλιές μισοκατεδαφισμένες κοινότητές τους. Όπως παλιά. Μα θα ιδρώνουν πολύ για να τα βγάζουν πέρα με τις νέες εξελίξεις. Οι Κατώτεροι, θα μένουν στις παραλίες με τα Κειμήλια του Παρελθόντος. Παλαιά σκάφη ιστορικής αξίας, αγάλματα του παρελθόντος, πίνακες ζωγραφικής του Delacroix- όλα αυτά θα'ναι μηδαμινής σημασίας. Άχρηστα. Ανούσια. Οι Κατώτεροι θα μένουν στις παράγκες τους, στις παραλίες, και θα τις διακοσμούν με αυτά τα έργα, μη ξέροντας τι ακριβώς είναι- μα θα τους αρέσουν πολύ. Θα χουν καθαρό νερό, το ελάχιστο που χει απομείνει, μη εικονικό. Μα δε θα'χουν φαγητό και πόσιμο νερό και εκπαίδευση και λόγο σε οτιδήποτε.
Οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν ότι το "Μάτριξ" και ο κυβερνοχώρος είναι πιο φτηνά απ' όσο νομίζουν. Δεν έκρυβε καμία αλήθεια το κωλομηχάνημα κει μέσα, ούτε τα μηχανήματα είχαν κάτι σα συλλογικό υποσυνείδητο. Απλά υπήρχαν. Σα διασκέδαση. Τη δεκαετία του 70 και πιο παλιά, λέγανε ότι το 2000, άντε 2010, θα'χαμε ρομπότ με συνείδηση και εξωγήινους κατακτητές και σουλάτσες στο κυβερνοχώρο. Τίποτα δε βγήκε σωστό, τουλάχιστον όχι έτσι. Ούτε στο μέλλον θα'χουμε τίποτα. Απλά θα ευχαριστιούνται όλοι με το ότι είναι ακόμα ζωντανοί. Μα δε θα χαρίζουν κάστανο. Θα παραμένουμε όλοι υπερόπτες, βουλημικά κτήνη. Έτσι μας έφτιαξε αυτός ή αυτό που μας έφτιαξε.
Σε αυτή τη πολιτεία, το χρήμα θα'ναι είδος προς εξέταση. Ένας καλός φίλος, απίστευτος, αδερφικός, βαθιά μορφωμένος άνθρωπος, έλεγε ότι ο θείος του ο πούστης πιστεύει ακράδαντα ότι πλέον περάσαμε στην εποχή των σχιστομάτηδων. Στα "Shadowrun" παίγνια, στη φουτουριστική τους πολιτεία, είχαν για νόμισμα το "nuyen". Nuyen. New yen. Αχά. Αλλά οι Ιάπωνες θα χουν σκορπιστεί. Οι άραβες και όλοι οι σκουρόχρωμοι πετσετοφορείς εις τη κεφαλή θα χουν εξαλειφθεί από μόνοι τους, όσοι μείνουν, δε, θα σκορπιστούν επίσης. Μη τα μακρυγορούμε. Νομάδες όλοι, κάτω απ' την επήρεια της Νέας Πραγματικότητας. Όροι όπως "Νέα Τάξη Πραγμάτων" από κρυφοφασίστες θα είναι άκυροι, ακυρότατοι. Καμία τάξη πραγμάτων εδώ. Άναρχες πόλεις που χτίζονται μόνες τους από αόρατα δάχτυλα, τα οποία αόρατα δάχτυλα, ακόμα επιμένουν να χωρίζουν όπως είπαμε, τους ανθρώπους σε κάστες, σε επίπεδα κοινωνικά. Τα ρεμάλια θα είναι το ίδιο ρεμάλια- θα μπεκροπίνουν τα τοξικά αλκόλια τους, θα γλείφουν κώλους, θα λένε πρόστυχα ποιήματα στις πλατείες και θα πεθαίνουν σε τρεις βδομάδες ο καθένας. Στις παλιές εγκαταλελειμμένες αποθήκες τότε-ψαράδων, στα λιμάνια, θα στεγάζονται κρυφοί ναοί και θα κατοικοεδρεύουν ξεπεσμένες θεότητες- που θα ζουν όσο τους θυμάται έστω και ΕΝΑΣ (1).
Στις πόλεις αυτές, το υπερφυσικό μέσω της υπερβολικής πίστης-προσήλωσης θα γίνεται ένα με την εξέλιξη και τη ροή του θέματος. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ανακάλυψη; Ή μάλλον, όχι ανακάλυψη. Το ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ φαινόμενο, που κανείς δε θα καταφέρει να εξηγήσει ποτέ (μετά το μεγάλο μάτι στο νεκρό ουρανό): οι Πόρτες. Παντού θα υπάρχουν πόρτες. Πύλες. Μια Πύλη μπορεί να είναι ένα μαξιλάρι, ένας αναπτήρας, μια πόρτα, ένας τοίχος, ένα ανθρώπινο ον, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Η Πόρτα θα ανοίξει από μόνη της, αν, και μόνο αν, υπάρχει το σωστό "κλειδί". Το οποίο "κλειδί" θα είναι οτιδήποτε, ένα μαξιλάρι, ένας αναπτήρας, μια πόρτα, ένας τοίχος, ένα ανθρώπινο ον, ένα ωραίο τσιμπούκι απ' τη γκόμενά σου, οτιδήποτε. Με σαγηνεύει η λογική του Planescape, και το Planescape:Torment είναι μια εμπειρία από μόνη της. Γι'αυτό και το δάνειο από κει. Αγάπη μεγάλη.
Πόρτες. Ναι.
Οι Πόρτες θα ανοίγουν στους μη γνώστες στο έτσι, ξαφνικά. Και θα τους παρασέρνουν στο τίποτα. Ή, μερικές φορές, στο απόλυτο Τϊποτα. Χαμένες ψυχές παντού. Μια μέθοδος του Σύμπαντος να καθαρίζει από μας, τη κωλοφάρα μας. Αυτοανακύκλωση δε θέλαμε, κωλόπαιδα; Κακομαθημένοι; Ε; Πάρτε την. Κάθε δεύτερο, κινδυνεύεις να χαθείς στο Τίποτα. Κάνε τη ζωή σου ακόμα πιο δημιουργική. Πιο ανθρώπινη. Σωστά;
Δε θα το κάνεις.
Και μέσα σε όλα αυτά;
Ένας ήσυχος βουκολικός τόπος της Ησυχίας, για να υπάρχουμε και μεις οι ακοινώνητοι μπάσταρδοι και να πίνουμε με την ησυχία μας.
Ναι.
Ένα παράλληλο σύμπαν, μακριά απ' όλα, με τα βασικά, απ' ό,τι έχει απομείνει απ' τη Φύση, για να επιβιώνουμε ανενόχλητοι.
Η "Ζώνη της Ησυχίας".
Ωραία ακούγεται, ε;
Στη Πάτρα με φιλοξενεί η γκόμενά μου η Αγγελική. Βάλθηκε να παρατήσει τις σπουδές της και να περάσει Καλών Τεχνών. Της εξήγησα το δύσκολο του πράγματος. Όχι λόγω "Τέχνης". Να πάει να γαμηθεί η "Τέχνη". Τι είναι; Ξέρει κανείς; Θα σου πω εγώ. Είναι μια χαζοβιόλα γκόμενα που αν της πεις τα σωστά λογάκια ενώ την έχεις σουρώσει, στο μπαρ της αντίληψης, θα σου κάτσει το ίδιο βράδυ.
((Αρχίζω και μιλάω σα τον Γιώργη. Μακάρι να μπορούσα να πιάσω έστω και ένα δέκατο της ελευθεριακής του, χύμα αντίληψης του κόσμου. Θα ήμουνα απίστευτα χαρούμενος. Ειλικρινής. Παντοδύναμος. Τώρα απλά προσποιούμαι))
Λόγω εξεταστών. Λόγω του παρασκηνίου. Ό,τι ισχύει εδώ, ισχύει κι εκεί, και vice versa. "Στην Τέχνη δε θα πρεπε να ισχύουν αυτά".
Καλημέρα. Κοιμήθηκες καλά, μωρό μου;
Στο ισόγειο μένει ένα σμήνος από πρεζόνια. Χέζεις και τους ακούς να φωνάζουν με πάθος. Βραχνιασμένα, δίχως ροή, όποτε να'ναι.
"Τάκη. Ταααααααακη! Ταααααααααααακη!"
"Άντε γαμήσου ρε. Άντε γαμήσου ρε. Άντε γαμήσου ρε"
"Θα μου πεις μένα πόσα έχω; Θα μου πεις μένα πόσα έχω;"
"Α στο διάλο γελάδα. Α ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΓΕΛΑΔΑ"
Πρεζάκικα mantras.
Δε μ'ενοχλούν. Μαθαίνεις πράγματα.
Καταχράσσονται το χώρο μιας μισόμουρλης γριάς. Η Αγγελική μου'λεγε ότι συχνά πυκνά κει κάτω μυρίζει χορτίλα αφάνταστη. Τους είδα κιόλας, αξούριστοι με τατουάζ, με μια απερίγραπτη γκόμενα με κατσαρά μαλλιά κοτσίδα, γυαλιά, λεπτή και αφυδατωμένη, να γυροφέρνει ανάμεσά τους και να φωνάζει ό,τι της κατέβει. Δεν είμαι σε θέση να σηκώνω το δάχτυλο σε κανέναν, ακόμα κι αν απωθούμαι απερίγραπτα απ' το μπούσουλα, το έκτρωμα που λέγεται "ηρωίνη". Χρειάζεται να χεις κάνει κάποια κατάχρηση, έστω και σε ένα επίπεδο (αυτό δε το κρίνεις ποτέ εσύ, απ' ότι κατάλαβα, και πάντα υπάρχει ο x, y που θα σε κοιτάξει με ύφος Καρδηναλίου Κατάχρησης και θα σου πει ότι είσαι λίγος, ούτως ή άλλως) συγκεκριμένο, για να κατανοήσεις ότι δεν είσαι ανώτερος του οποιουδήποτε, τουλάχιστον στο γεγονός ότι αναπνές το ίδιο με αυτόν. Δε με ενοχλούν. Μου αρέσει ο θόρυβος. Είναι σα να ζεις κάθε μέρα, σουρωμένος, σε διήγημα του Μπουκόβσκι. Να πάει να γαμηθεί κι αυτός.
Σκεπτόμουνα σήμερα να επικοινωνήσω με τον κάτοχο της πολυκατοικίας. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Με τον Μεγάλο Ρυθμιστή της Ορθογώνιας Τσιμεντόπλακας που μένουμε, έστω. Δε με ενοχλούν οι πρέζοι από κάτω. Αλλά ενοχλούν όλους τους άλλους. Να του πω, αν είναι, να μαζέψω μια ομάδα από άτομα απ' την πρωτεύουσα, να τους σπάσουμε στο ξύλο, να τους φοβερίσουμε, και να τους διώξουμε μια και καλή. Μισά σε μένα, μισά σε δαύτους. Αρχίδια συννενόηση. 1/3 σε μένα, τα υπόλοιπα σε δαύτους, αλλά δε βαριέσαι. Χρειάζομαι λεφτά.
"Δεν υπάρχει κάτοχος πολυκατοικίας, όπως το λες" μου είπε η Αγγελική.
"Μαλακία".
Συνεχίζουν να μη με ενοχλούν πάντως. Αλήθεια.
Γουστάρω να ακούω τις κραυγές μάχης τους.
Αλλά αν αύριο μου δίνανε αρκετό μπερντέ
και μου λέγανε να τους εξαφανίσω απ' τη γειτονιά,
μεθαύριο δε θα τους άκουγα πλέον.
Στη τηλεόραση τραγουδάνε. Η ένταση είναι στο μηδέν. Προτιμώ να ακούω τον Wino να ψέλνει βραχνιασμένα και τον Τζίμμη να λέει για το "Τέλος". Και να σκοτώσει το πατέρα του, και, Μάνα, να σε...
Χα.
Γιατί είμαστε τόσο φλώροι;
Το μαχαίρι είναι δίκοπο. Δεν είμαι ελιτιστής της μουσικής. Γουστάρω τη μουσική. Το να πεις ότι είμαι "ανοιχτόμυαλος" είναι επίσης δίκοπο μαχαίρι. Ισοδυναμεί με το να πεις ότι είσαι ένα πούστικο κάθαρμα που μας το παίζεις ιστορία. Μ'αρέσει η rock μουσική, όσο βαριά και χυδαία να είναι, είτε ο τραγουδιάρης σκούζει σα γουρούνι, είτε βγάζει τα σώψυχά του, είτε τα όργανα βαράνε σα κομπρεσέρ, είτε απλά βαράνε τρεις νότες το λεπτό. Τριγύρω επικρατεί ένα χάος. Πολλοί πιστεύουν ότι δε πρέπει να ασχολούμαστε με το "overground" της κοινωνίας της μουσικής γύρω μας, διότι δε μας αφορά. "Είναι για χαζούς". Οι ίδιοι είναι που στο μέλλον φοράνε κοστουμάρες και εκσφενδονίζουν πιάτα, και όταν τους ρωτάς για το Lemmy, σου λένε "A, de pethane akoma aftos?". Πρέπει, όσο έχεις αντίληψη, να την εξασκείς. Για πολλά. Μην είσαι προσκοπάκος. ΤΙΠΟΤΑ απ'όσα πεις δε θα αλλάξει το κόσμο, εκτός κι αν είσαι ο Ντοστογιέφσκι ή ο Σελίν και πάει λέγοντας.
((Σελίν. Ναι. Σωστά. Αν διαβάσετε το Μπουκόβσκι, θα τον αναφέρει συχνά. Ναι, απ' το Μπουκόβσκι τον έμαθα πριν πολλά χρόνια. Ναι, Ο Σελίν γαμάει.))
ΤΙΠΟΤΑ απ' όσα σκεφτείς, δεν είναι δικό σου- θα το'χει σκεφτεί μια αδερφική ψυχή πολύ μακριά, ή πολύ δίπλα από σένα- κι αυτό είναι το υπέροχο.
Αλλά πρέπει να χεις χιούμορ. Ή να προσπαθείς να'χεις. Αξίζει να'σαι σκατόγερος απ' τα 18; Αγνόησε τα σινιάλα μιζέριας. Μακάρι. Κοίτα τριγύρω σου: αλήθεια, γιατί κυκλοφορεί τόσο σκατομουσική; Αδερφές. Ναι. Αδερφές. Ακόμα κι αν τρίψουν σε ένα μήνα όσες κλειτορίδες δε θα τρίψεις εσύ σε όλη σου τη ζωή, ναι, είναι αδερφές. Με ζελιασμένα μαλλιά, τέλεια χαρακτηριστικά, φανταχτερά ρούχα, πιθανώς μεγάλες ψωλές, αυτές που θα κάνουν τη γκόμενά σου, ίσως, αν έχεις μπλέξει με μαλακισμένη γκόμενα, να φαντασιώνεται και να χύνει μόνη της τα βράδια μακριά σου.
Φανταχτεροί άνθρωποι. Τέλειοι. Με όλα έτοιμα στη ζωή τους. Με θράσος.
Με μηδέν ντροπή.
Χρειάζεται να ντρέπεσαι για πράγματα.
Αλήθεια.
Αυτούς τους τέλειους ήθελα, και θέλω ακόμα, κάθε βράδυ σούρας, να τους σπάσω τα μούτρα. Τους παρατηρούσα κάθε μέρα, ξεμέθυστος, ή μάλλον πριν μεθύσω για τη μέρα, στις καφετέριες, στα μπαράκια. Σε κοιτάζανε, λάμποντας, με ξιπασιά, δίπλα από πλαστικές γκόμενες δίχως ζωή, σε κοιτάζανε με περιφρόνηση και δήθεν επιθετικά.
Πώς θα έλεγε ένα ποντίκι ομοφυλόφιλο στη φάκα του;
"Σκουυυυιιιιιικ μωρέ, θα σε γρατζου-νί-σω"/
Και κάθε φορά που μεθυσμένα θα κατηφόριζα τα βράδια τα πεζοδρόμια, οι ίδιοι, με τις ίδιες άψυχες κούκλες γύρω τους, ή άλλες εξίσου άψυχες, όταν τους κοίταζα στα μάτια, face to face κατά τας Γραφάς, θα κλάνανε μέντες και θα περπατάγανε μακριά. Όσα μούσκουλα και να' χανε, όσο μάγκες και να νομίζανε ότι είναι.
Να μάθεις να χάνεις.
Να μάθεις να πέφτεις, καλύτερα.
Αυτό είναι το μάθημα της ζωής.
Αν δε πέσεις, δε ξανασηκώνεσαι.
Αν δε ξανασηκωθείς, αν δεν έχεις ήδη πέσει, δε ζεις.
Τελεία.
Ευχαριστώ πολύ.
Η Αγγελική βγήκε απ' το μπάνιο και είναι γυμνή. Η τελευταία Diabrau της πρώτης τετράδας της διπλής αδειάζει. Θέλω λίγο αγάπη, όπως "αγάπη" μεταφράζεται ο στοματικός έρωτας στους χασομέρηδες.
Και τα πρεζόνια από χάμου πριν λαλούσαν σα παγώνια, και τώρα μένουν σιωπηλά, σχεδόν νεκρά.
Υπενθυμίζοντάς μου το Συμπαντικό Ανέκδοτο που παίχτηκε, και συνεχίζει να παίζεται, εις βάρος όλων μας.
Όμορφες νυχτιές, έρχονται κατευθείαν πάνω μας.
Ακούστε.