Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Zos.


Το πρώτο και τελευταίο ξύπνημα που θυμόταν τούτο το βρώμικο σαρκίο το κεντημένο με τρίχες και ουλές, θα το έβρισκε να αιωρείται σε ημικωματώδη κατάσταση, με σφήνες από εικονογραφημένα σωματίδια να παίρνουν τη θέση των πρώιμων homunculi και των βισώνων που αυτά κυνηγάνε ατέρμονα, στη σκοτεινιά των αχαρτογράφητων σπηλαίων του μυαλού του, και έτοιμο να αδειάσει έναν οριστικώς και αμετακλήτως ανίερο Γάγγη στα κεχριμπαρένια πλακάκια του δαπέδου. Τίποτε περίεργο ως εδώ- τούτο το σαρκίο το προαναφερθές ένιωθε έτσι από τότε που γεννήθηκε (λαμβάνοντας και αυθαίρετα τον τίτλο του "άντρακλα απ' τη μήτρα κιόλας"), το περίεργο ήταν το ότι δε θυμόταν τίποτα. Ούτε το όνομά του. Το σαρκίο εξέτασε το χώρο, μόλις τα μάτια του ξεθόλωσαν, μα τίποτα δεν έμοιαζε να αποτελεί στοιχείο αναγνώρισης του κάτι, του ελάχιστου έστω. Ένας μακρύς διάδρομος, αυτός βασίλευε στις άκρες της καθεμιάς του κόρης, στολισμένος μάλιστα με πλαστικές μινιατούρες από ελέφαντες με σώμα ανθρώπινο και ελαφρώς παχύσαρκο, οι προβοσκίδες μοιάζαν να λάμπουν πράσινες και το σώμα πορτοκαλί. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, απ' αυτούς της στιγμής που αναγάγουν τη στιγμή σε κάτι βαθύτερο από απλά το γιουσουφάκι του εδώ, ο διάδρομος φάνταζε άπειρος- χανόταν στον ορίζοντα, και ο ορίζοντας ο ίδιος δε σου'δινε και την καλύτερη εντύπωση, κατέληγε στην πιο ασήμαντη κουκίδα άμμου στην έρημο της αντίληψης και σχεδόν σε προκαλούσε περιπαικτικά να τον διασχίσεις, μόνο και μόνο για να πεθάνεις από ασιτία, σκελετός ως λάβαρο του υποχόνδριου στομάχου ενός Ουροβόρου από τσιμέντο. Όλα αυτά έκαναν το σαρκίο να μπερδευτεί περαιτέρω, τόσο, ώστε να χαμηλώσει το κεφάλι και να προσπαθήσει να σβήσει όλες τις εικόνες απ' το μυαλό του.

Μα, με τι να τις αντικαταστήσει,
όταν στο μυαλό του βασίλευε η
απόλυτη νυχτιά;

Το μάτι του έπεσε στα ρούχα του, τα οποία ρούχα είχαν φορέσει το μανδύα της "στολής". Στολής φυλακής κατά προσέγγιση, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι. Κόκκινες ρήγες επιβαλλόμενες σε πυτζαμοειδή συμπλέγματα, δίχως τσέπες, δίχως δηλαδή το προνόμιο της συλλογής προσωπικών αντικειμένων, κατ' επέκτασην και του δικαιώματος κατοχής προσωπικότητας. Στο κέντρο της μπλούζας, ραμμένη μια καρτέλα, υποταγμένη στο κάτασπρο του χτες, με έναν αριθμό χτυπημένο πάνω της με φρέσκο μελάνι: 23.

Το σαρκίο πλέον ήταν ο Αριθμός 23, και δεν ήξερε αν θα'πρεπε να χαρεί με την απόκτηση αυτή της κάποιας ταυτότητας, ή να βουτήξει βαθύτερα στο πηγάδι της απογοήτευσης, μιας και η ταυτότητα αυτή η προσφερόμενη, εν τέλει τον απομάκρυνε όλο και περισσότερο απ' την "ταυτότητα" όπως την είχε στο μυαλό του ως σήμερα.

Αόρατες ντουντούκες, απροσδιόριστων συντεταγμένων, άρχισαν να φτύνουν στίχους από Μπλέικ και να αναπαραγάγουν περίεργους διαλόγους, σχεδόν μελοποιημένους σε σημεία, βγαλμένους λες από φτηνά κόμιξ. Οι φωνές στους διαλόγους άλλαζαν σε κάθε πρόταση και είχαν κάτι απροσδιόριστα πρόστυχο στο τόνο της φωνής, όσο και λεπτεπίλεπτο στη προσεκτικότατη επιλογή των λέξεων που καταχράσσονταν. Πρόσκληση για τσάι από ταξιτζή σε μποτιλιάρισμα, η μόνη διαπίστωση, ο Αριθμός 23 πρόσφερε στον εαυτό του το 1/2 από ένα χαμόγελο, για πρώτη φορά από τότε που πρωτοξύπνησε, ή κοιμήθηκε για τελευαία φορά. Άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να διασχίσει το διάδρομο, όσο αποκρουστικό και να του φάνταζε να χαθεί στο τίποτα, ακούγοντας ταυτόχρονα για τον Ρίντρα που βρυχάται και το πώς τα μπουρδέλα φτιάχτηκαν από τα τούβλα της θρησκείας- μα δε χρειάστηκε να ζορίσει το μυαλό του άλλο, καθώς πριν προλάβει να αποφασίσει πώς και αν θα κινηθεί, απ' το πουθενά δυο φιγούρες με μπλε στολή και παράσημα εμφανίστηκαν και τον άρπαξαν σιωπηλά απ' τους ώμους, ένα χέρι ο καθείς. Ο Αριθμός 23 κατά κάποιον τρόπο γνώριζε ότι δε θα κέρδιζε κάτι με το να προβάλλει την οποιαδήποτε αντίσταση, με το δεδομένο ότι και η παραμικρή λέξη, ο πιο τιποτένιος ψίθυρος, θα εκλαμβανόταν ως αντίσταση κατά της φαινομενικής αυτής Αρχής, έμενε σιωπηλός παρατηρώντας τις δυο αυτές φιγούρες να τον μεταφέρουν προς το άγνωστο. Ο ένας είχε χλωμή επιδερμίδα και ήταν ξανθός, ο δεύτερος ήταν μαύρος και είχε επίσης μαύρα μαλλιά. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν θολά- η όρασή του τον εγκατέλειπε ξανά, ή όντως δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά για να γίνουν αντιληπτά; Αυτό το οποίο, πάντως, έμοιαζε ξεκάθαρο, ήταν το ότι οι στολές φάνταζαν φτωχικές, ακόμα και στο πιο φτηνό μάτι, και ότι τα "παράσημα" πλέον δέσποζαν σα το σκουριασμένο Τίποτα, δεμένα λες με σπάγγους, απ' τον πιο αδιάφορο ράπτη του τέλους του σύμπαντος.

Στο μυαλό του Αριθμού 23 ήρθε η Opera Buffa και ο συσχετισμός του επέτρεψε να προσφέρει στον εαυτό του άλλο 1/2 χαμόγελου, καθώς μεταφερόταν παρά τη θέλησή του στη Κοιλιά ενός ίσως Εικονικού Μολώχ.

Ένα μαύρο τίποτα.
Εικόνες από αλυσίδες από ζερό.
Ένα αυγό στο κέντρο,
σαν παραπληγική σπίθα από ακόνισμα τσακμακόπετρων
και ιδού!

Ένα σαλόνι. Σάλα, για την ακρίβεια, ταυτόχρονα απέραντη και μηδαμινή, διακοσμημένη με μοτίβα που έφερναν στο μυαλό τσαπατσούλικα σχεδιασμένες εικόνες από ρόδα και ξίφη διαφορετικών χρωμάτων. Ένα τεράστιο ψηφιδωτό δίχως πολύχρωμες πετρούλες, βαμμένο απ' την ίδια του την αυταρέσκεια.

Οι φιγούρες προσγείωσαν τον Αριθμό 23 σε ένα τεράστιο τραπέζι με πέντε γωνίες. Κοίταξε σχεδόν μαστουρωμένα τριγίρω του- τρεις με τέσσερις τύποι έμοιαζαν να αχνοφαίνονται γενικώς, όχι μόνο τα χαρακτηριστικά τους μα και όλη τους η υπόσταση έμοιαζε να εξαρτάται από έναν αόρατο κούκο σε κάποιο σκονισμένο ρολόι/αντίκα, χαμένο στην εξώσφαιρα, και κάθε φορά που ο κούκος εμφανιζόταν σκούζοντας, σκουντώντας τις άβολες πόρτες του "ακριβώς!", οι φιγούρες τρεμόπαιζαν, εξαφανίζονταν και επανεμφανίζονταν, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παραίτηση του Αριθμού 23 απ' τι διαδικασία αναγνώρισής τους.

"Χέστηκα να τους δώσω υπόσταση"
ψέλλισε
και παρατήρησε ταυτόχρονα ότι αυτή
ήταν και
η πρώτη του φράση ως τώρα.

Οι 2 Αρχές κάθισαν δίπλα του, ο ένας αριστερά και ο άλλος δεξιά. Πριν προλάβουν να περάσουν ούτε 5 δεύτερα απ' τη στιγμή που άρχισαν να τον κοιτούν έντονα στα μάτια με τα μη-χαρακτηριστικά τους, ο χλωμός Αρχής του γράπωσε το κεφάλι ((κάνοντας τον Αριθμό 23 ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει μαλλιά, πιθανώς ξυρισμένα άτσαλα και βίαια)) και το κατέβασε με δύναμη στο έδαφος. Ο Αριθμός 23 άρχισε να ζαλίζεται ξανά- η πίεσή του, θαρρείς, έγινε βουνό του Ρενέ Ντομάλ, οι δε φλέβες στους λιγοστούς εμφανείς του μύες φούσκωσαν γεμίζοντας με αίμα, απότομα. Έμοιαζε λες και πέρασαν χρόνια, δεκαετίες, αιώνες, καθώς η ατσαλένια χείρα του χλωμού αυτού τύπου κρατούσε τον Αριθμό 23 απ' το κεφάλι, στη στάση της στρουθοκαμήλου, αλλά απ' όσα είχε δει ως τώρα, ο Αριθμός 23 δε θα ορκιζόταν ότι δε πέρασαν απλά άλλα 5 δεύτερα.

Ένα μαύρο τίποτα.
Εικόνες από μια αλυσίδα από ζερό.
Ένα αυγό στο κέντρο,
σα παραπληγική σπίθα από ακόνισμα τσακμακόπετρων
και ιδού!

Το κεφάλι ορθώθηκε.
Η αίσθηση ήταν διαφορετική. Ναι. Όχι. Έμοιαζε με κείνες τις στιγμές σπάνιας έκλαμψης, που μπορούσες να μαντέψεις, ανάμεσα σε δύο χαρτόκουτα φασκιωμένα με χαρτοταινία, άρα απαράβατα, ποιο είναι γεμάτο σβώλους χρυσού και ποιο γεμάτο με ζεματιστά σκατά. Το κουτί έμοιαζε ίδιο, το εσωτερικό άλλαζε, μα ήταν τέτοια η φύση της διαφοράς αυτής στο περιεχόμενο, που εν τέλει στιγμάτιζε αόρατα και το φλοιό, το δέρμα του εγκυμονούντος σώματος.

Ο Αριθμός 23 επανέλαβε το τελετουργικό του κοιτάζειν τριγύρω. Οι 2 Αρχές δίπλα του, αριστερά και δεξιά, είχαν αποκτήσει υπόσταση στις μάπες τους. Μα τα νεοανακαλυφθέντα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, έμοιαζαν τόσο αδιάφορα, τόσο γενικευμένα, που παρέμεναν ομιχλώδη και απροσδιόριστα, αλλά απ' την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Τον κοιτούσαν έντονα, μπορούσε να το καταλάβει. Ο χλωμός τύπος έβγαλε απ' τη τσέπη του ένα καραφάκι κρασί και του το πρόσφερε. Ο Αριθμός 23 ήπιε διστακτικά. Ο μάυρος, πλησίασε το πρόσωπό του με το δικό του και τον φίλησε στο στόμα. Ο Αριθμός 23 δε τραβήχτηκε καν απ' αυτή την άλλοτε αφορμή για ακόνισμα ξιγολόγχης, διότι, παρόλη την απουσία καθρεφτών ή αντανακλάσεων εν γένει απ' αυτό το κατ' ευφημισμόν σωφρονιστικό οικισμό, ήξερε βαθιά μέσα του ότι φόραγε το δέρμα της Γυνής. Επέλεξε τυχαία, μα τόσο αστραπιαία ταυτόχρονα και με τόση σιγουριά που το τυχαία ξαναεφηύρε τον εαυτό του, ότι το χρώμα της πλέον ήταν το Κίτρινο και αυτό και το όνομά της. Αφουγκράστηκε το σώμα της- δυο στήθη γυναικεία στέκαν κορδωμένα εκεί που πριν απλά κρύβονταν δυο ρώγες ανάμεσα σε τρίχες, τα πόδια του είχαν την υφή του γυαλιού εξευγενισμένα περιποιημένου, το πρόσωπό του τη φρεσκάδα του βούτυρου- όσο για το τι δέσποζε ανάμεσα απ' τα πόδια του, αυτό τον έπεισε πλήρως για τη νέα του σάρκινη ενδυμασία.Το κεφάλι του πάντως, συνέχιζε να μένει απογυμνωμένο από τρίχες, και σχεδόν απογοητεύτηκε η ταπεινή Κίτρινο με αυτή τη λεπτομέρεια.

Οι Αρχές πλέον τη φλέρταραν ανοιχτά, ασύστολα, χυδαία. Την έτριβαν παντού με δάχτυλα γυαλόχαρτου, της μύριζαν και της δάγκωναν το λαιμό, της φιλούσαν και της έγλυφαν τη φαλάκρα. Τότε ήταν που σκέφτηκε ότι, αν υπήρχε ακόμα η έννοια της απόδρασης, επιζήσα από διαβολική τύχη μέσα απ' το τσουνάμι των πτωμάτων της Λογικής, θα'πρεπε να την εκμεταλλευτεί όσο γίνεται.

Η Κίτρινο έμοιαζε να είναι ακόμα πιο τυχερή απ' ότι νόμιζε, όταν ο μαύρος Αρχής σκέφτηκε ότι υπάρχει μια πόρτα δίπλα του, και αυτή απλά εμφανίστηκε. Ο μαύρος Αρχής την άνοιξε και βγήκε. Ο χλωμός Αρχής ήταν άφαντος- εξαφανισμένος απροσδιόριστα σα τη τελευταία σταγόνα του φθινοπώρου. Η Κίτρινο παρατήρησε τη σπάνια αυτή ευκαιρία, η οποία έμοιαζε να γέννησε τον εαυτό της απ' την ίδια της τη λαχτάρα για να δραπετεύσει. Σηκώθηκε όρθια, και τα μπούτια της έμοιαζαν δυνατά σα κορμοί δέντρων, τα δόντιας της χτυπούσαν το ένα με το άλλο με τη βουβή λαχτάρα του ιχθύ να συνεχίσει να αποφεύγει το αγκίστρι. Ψηλάφισε τη πόρτα, για να δεχτεί πλήρως ότι είναι αληθινή, στα μάτια της. Έμοιαζε να είναι. Μια πρώτη εξερεύνηση του φαινομενικά εξωτερικού χώρου φανέρωσε ακόμα ένα μακρύ, εκ πρώτης όψεος χαμένου στο άπειρο διαδρόμου, αυτή τη φορά πασπαλισμένου με χώμα, πέτρες και ανώριμα δεντρίλια. Η Κίτρινο ένιωσε την ανάγκη να κλάψει και να γελάσει ταυτόχρονα, μα το απέφυγε, και η αποφυγή αυτή ήταν το κλειδί που έκανε τη πόρτα να οδηγεί πλέον σε έναν ωκεανό από παράσιτα , ίδια με της χαλασμένης κεραίας σε παρακμιακά τηλεοπτικά κανάλια, συνοδευόμενα από το βούσιμα του ανέμου ενάντια σε αυτό των κηφήνων ξεχασμένων κυψελών, χαμένα παράσιτα σε έναν ωκεανό από αποχρώσεις του γκρι που δεν έχουν, και δε θα μπορούσαν να έχουν, σαφή περιγραφή ή καν όνομα.

"Ασημένια θάλασσα, όχι γκρίζα"
ψέλλισε
και παρατήρησε ταυτόχρονα ότι αυτή
ήταν και
η δεύτερή της φράση ως τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: