Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010
Ο Ασμόδεος όμως ζωγράφιζε καλύτερα
Ο Μπίναρης δεν κατάλαβε και πολύ καλά για πότε βρέθηκε ανάμεσα σε αυτό το χαμό από πολύχρωμους, καλοντυμένους ανθρώπους, στη μέση της τσιμεντοαλάνας.
Μόλις πριν 3 μέρες είχε πληροφορηθεί για το συμβάν.
"Θα γίνει μια εκδήλωση στο δημοτικό σχολείο του δήμου μας. Με τοπικούς καλλιτέχνες, αυτοδίδακτους. Θα θέλαμε πάρα πολύ να συμμετάσχεις".
"Αχά. Θα σας ειδοποιήσω. Σας ευχαριστώ πολύ".
Άναψε ένα τσιγάρο και αποφάσισε ότι θα συμμετάσχει.
Αν μη τι άλλο, θα είχε μπουφέ. Και δωρεάν κρασί.
Και μέσα σε στιγμές, που δε κατάλαβε πότε πέρασαν, έμενε στο κέντρο του γηπέδου του δημοτικού σχολείου, παρατηρώντας το κόσμο. Οι πρώτες σκέψεις ήταν ότι δεν άνηκε εκεί. Οι σκέψεις στη πορεία γίναν απόφαση. Η απόφαση πήγε να φορέσει το μανδύα της μεμψιμοιρίας μα το γλίτωσε στο τσακ.
"Πού ήσουν στις 20:30;"
"Συγγνώμη, άργησα ένα τέταρτο να έρθω"
"Έβγαλα λόγο και ήθελα να σε παρουσιάσω στο κοινό. Να τους πω ότι είναι τιμή μας που..."
Ο Μπίναρης χαμογέλασε και έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν σίγουρος ότι ο συνομιλητής του, και διοργανωτής της εκδήλωσης, θα κατανοούσε το πόσο αστείο έβρισκε ο Μπίναρης αυτό που άκουγε, μα ο συνομιλητής κατάλαβε το αντίθετο, και παίρνοντας θάρρος απ' τη γκριμάτσα, συνέχισε:
"Είδες; Γι'αυτό σου λέω. Ααααχ, αργείς, αργείς. Άργησες"
"Δε πειράζει. Σας ευχαριστώ πολύ".
Ο Μπίναρης απομακρύνθηκε. Ένιωθε σα γέρικο σκυλί σε μάντρα με θρασύτατα πρόβατα, που βελάζαν προκλητικά προς το μέρος του και του έγνεφαν με τις φουντωτές κωλοτρυπίδες τους, μα ταυτόχρονα αισθανόταν όμορφα. Με ένα περίεργο, ηδονοβλεψιακό ίσως τρόπο. Του άρεσε που συμμετείχε πρώτη φορά τόσα χρόνια, σε κάτι. Και ότι μπορούσε επιτέλους να δείξει σε όλους ότι αξίζει τα μέγιστα.
Τέτοιες σκέψεις τον πέθαιναν, διότι το να γλύφεις την ίδια τη παλάμη σου είναι δίκοπο μαχαίρι. Αποφάσισε να αφήσει τη κλάψα και πήγε να γεμίσει ένα ποτήρι κρασί ακόμα απ' το πάγκο με τα αγαθά.
Ανάμεσα σε τυριά με περίεργα ονόματα, πλαστικές ντομάτες, μικροσκοπικά ψωμιά με σαλτσοειδείς μαλακίες, ο Μπίναρης είχε καταφέρει να σαγηνεύσει την γλυκιά κοπέλα πίσω απ' το πάγκο, και έτσι γέμιζε το ποτήρι του πριν απ' όλους, προς απογοήτευση ειδικά των μερικών μπεκρόγριων που φρόντιζαν να βάζουν σε ξεχωριστά ποτήρια το κρασί και τον χυμό, χύνοντάς τον στη συνέχεια με δήθεν χάρη στο τσιμέντο, και επιστρέφοντας για άλλο κρασί.
Όσο τζάμπα και να είναι τα αγαθά, σκέφτηκε ο Μπίναρης, πρέπει κανείς να μπορεί να σαγηνεύει στιγμιαία αυτόν που τα μοιράζει. Αυτό είναι αλήθεια.
"Έχω να σε δω χρόνια! Πώς μεγάλωσες!"
"Γεια σας, κύριε Κώστα"
"Πώς τα πας στα βουνά, ε;"
"Ε, είναι αρκετά ήσυχα και..."
"Ήσυχα ε; Ήσυχα ναι. Πόσο καιρό ακόμα μέχρι να κάνεις κάποια έκθεση ατομική;"
"Ε, νας σας πω, περίπ..."
"Όχι, γιατί έχω συλλογή σπίτι μου από τοπικούς ζωγράφους. Έχω Οτινανίδη, έχω Αιδειόπουλο, έχω Κοροϊδεύη, να'χω και έναν Μπίναρη, ε, χαχαχαχαχα"
"Ναι. Χαχα. Ναι, βεβαίως."
"Πάω εγώ, να σαι καλά ε, και να μου ετοιμάσεις το πίνακα"
"Ναι, το καν..."
Έφυγε χαιρετώντας το δήμαρχο, αγνοώντας την άτυπη τελετουργία της λήξης της συνομιλίας.
Ο Μπίναρης κατέβασε το κρασί του, και προχωρώντας προς το πάγκο, σκέφτηκε, τι διάολο πήγε στραβά σε αυτή τη περιοχή; Εδώ μεγάλωσα, είπε στον εαυτό του, και τότε όλα ήταν απλά. Όχι απαραίτητα όμορφα, μα έμοιαζαν με παραμύθι, αρκετές φορές. Και κοίτα τώρα την εμποροπανήγυρη. Κουλτούρα η γυναίκα, να σπρώχνει και τον άντρα μαζί, τα παιδιά έμοιαζαν τα μόνα ειλικρινή πλάσματα, ειδικά στις μικρές ηλικίες.
"Κυρία, θα 'ηθελα λίγη γκαζόζα και λίγο χυμό για τη μικρή μου αδερφή"
"Μαμά, αυτός ο πίνακας δε μ'αρέσει".
Ποίηση στα αυτιά του Μπίναρη. "Μαμά, αυτός ο πίνακας δε μ'αρέσει". Ο απαγχωνισμός της ψευτοευγένειας. Να τι χρειαζόταν αυτό το χωριό. Αντ' αυτού, κάθε τόσο θα πλησίαζε κάποια μεσόκοπη νοικοκυρά για να του πει ότι είναι "η μάνα της Αντριάνας", και ότι οι πίνακες της άρεσαν επειδή έβγαζαν ένα άγχος. Και να προσπαθούν να τους επεξηγήσουν. Ποια είναι η Αντριάνα;
Και αλήθεια, πού είναι το κρασί;
Ο Μπίναρης ξαναγέμισε και συνέχισε το συλλογισμό του.
Έχουμε όλοι παραδώσει θάρρος στη "Τέχνη". Έχει πάρει αέρα ο κώλος της. Η "Τέχνη" είναι η Θεά της Γης των Κελτών. Τότε, δεν έπρεπε να της πας εναντίων. Έκανες όλα τα τσαλίμια της και αυτή σε έστεφε τον Κερασφόρο Θεό της, μέχρι να σε βαρεθεί και να σε αλλάξει με κάποιον ποιο τσαχπίνη. Πλέον έπρεπε να παρθούν αποφάσεις. Τη Τέχνη την καλομάθαμε εμείς. Και ιδιαίτερα οι Τουρίστες των Νησίδων της. Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν σώνει και καλά. Που νιώθουν υποχρεωμένοι να τιμήσουν κάτι που δε κατανοούν, ή που δε τους μιλάει, εν τέλει.
Α, ο Μπίναρης είχε έτοιμο το "Μανιφέστο για την Αποκαθήλωση της Τέχνης" στο μυαλό του. Συνέχισε πίνοντας το κρασί και δε χάριζε κάστανα σε κανέναν, μέσα στο μυαλό του. Φταίει η κοινωνία; Φταίνε οι συνθήκες διαβίωσης; Φταίει το lifestyle; Κούφιες δικαιολογίες. Φταίει η γκλάβα του καθένα. Φταίει η οικογένεια. Φταίει το σάπιο αίμα των προγόνων που ρέει μέσα τους και το περνάνε στα παιδιά τους. Φταίει που κανείς δε μπορεί να προσποιηθεί καν, ότι δε γνωρίζει τα πάντα. Όλοι πρέπει να ξέρουν τα πάντα, να μιλάνε για τα πάντα, να έχουνε άποψη για πράγματα που αγνοούν. Και να ματώνουν μέσα στα πέπλα της ψευτιάς υπερασπιζόμενοι μέχρι θανάτου κάτι που και οι ίδιοι ξέρουν ότι δε κατέχουν. "Κοίτα τις πρώην συμμαθήτριες μου", σκέφτηκε ο Μπίναρης. Με φορέματα και βαμμένες σα πριγκήπισσες και με τρόπους υπερήλικου γόνου οικογένειας ευγενών. Τι έγινε σε αυτό το χωριό; Πού πήγε η απλή τέχνη του "Δε γαμιέται";
"Αηδίασα", σκέφτηκε ο Μπίναρης και δε ξαναγέμισε το ποτήρι κρασί. "Αηδίασα, διότι δε μπορώ να προσφέρω λύση σε κάτι, παρά μόνο να γκρινιάζω για αυτά. Αηδίασα, διότι είμαι σε ένα λάκκο εντυπώσεων. Έχω κάνει άσχημες δουλειές σκύλου παλαιότερα, έχω βγάλει τη μέση μου και έχω πασαλειφτεί πολλά πρωινά στης 6 το πρωί με μπογιά βάφοντας σκάλες, και έχω λάβει ελάχιστα χρήματα απ' αυτά, και τώρα μπορεί να πουλήσω ένα αποτέλεσμα ιδρώτα μεγαλύτερου απ' όλες αυτές τις δουλειές μαζί, αποτυπωμένο σε χαρτί, σε μια τιμή που με βγάζει ασπροπρόσωπο, μα είναι πολύ πιο δύσκολο, πολύ πιο ψυχοφθόρο, πολύ άτιμο και ηλίθιο και θέλω να φύγω από εδώ".
Αφησε το ποτήρι άδειο σε ένα τραπέζι
μιας γερομπεκρούς
έστριψε αριστερά, βρήκε τη γκόμενά του,
τη φίλησε στο μάγουλο
πιο ειλικρινά από πολλές προηγούμενες φορές
και της ζήτησε να μπουν στο αμάξι της
και να τον οδηγήσει
μακριά από εκεί.
Στο δρόμο μερικές λάμπες είχαν καεί
ο κόσμος σερνόταν στο πεζοδρόμιο σα σαλιγκάρια
η ώρα έμενε ακίνητη στο μηδέν
και η μάνα της Αντριάνας
προσπαθούσε να ανοίξει το αμάξι της
παρκαρισμένο στην πιο
περήφανη
και ζηλευτή θέση
που μπορούσε να έχει
ένα πάρκιν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου