Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Θες κι εσύ;


Στρατιές από κουνούπια και ο λογάριθμος ο ίδιος αριστερά και δεξιά του ποτηριού και στη μέση ακριβώς της μαγικής στιγμής εκείνης που με θάρρος θα αναφωνήσεις ότι έσχισες τον αέρα στα δύο μα τριαδικά μέσα στο τετραγράμματο, ταυτόχρονα, δε, θα προτρέψεις και οποιονδήποτε άλλο να κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι, με τη περηφάνεια του λιονταριού, του τεμπέλη με την μαεστρία στο να εξολοθρεύει πανίδες ολόκληρες όταν αποφασίσει πως η απραξία αν αφεθεί ελεύθερη για παραπάνω απ' το συνειδητό, σφηνώνεται μέσα στο κρέας των νυχιών ή στο ενδιάμεσο των βλεφαρίδων και της κόρης σα κομμάτι σίδερου, παρασυρμένου απ' τον ίδιο αέρα που έσχισες στα δύο πιο πριν με τα ίδια σου τα νύχια.

Κρυφακούγεται μεταξύ των Νεο-Ζεν Πραγματιστών μια από κείνες τις παραβολές της αποτυχίας που ψιθυρίζει ή μάλλον κομπάζει απόλυτη επιτυχία πάνω στο τίποτα μόνο και μόνο όταν έρθει η κατανόηση του ότι ρωτώντας για το τώρα πάνω στο αν κατάφερες να γραπώσεις τη ζωή, απομακρύνεσαι ολοένα και περισσότερο απ' το αρχικό στάδιο της συνειδητοποίησης του ότι το Παν απαιτεί Πράξη και όχι στείρα Γνώση ή ευνουχισμένη Λογική: ο εγγονός είναι στο αμάξι με τον παππού του, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός λέει στο παππού του, "Παππού, παππού, πονάει η κοιλιά μου", ο παππούς λέει, "Ε κλάσε να σου περάσει", ο εγγονός κλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός ξαναπαραπονιέται, "Παππού, παππού, ακόμα πονάει η κοιλιά μου", ο παππούς επαναλμβάνει στον εγγονό, "Κλάσε κι άλλο και θα σου περάσει", ο εγγονός ξανακλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός λειτουργεί κυκλικά και λέει, "Παππού, παππού, πονάω ακόμα", ο παππούς λέει, "Κλάσε, κλάσε, θα σου περάσει", ο εγγονός ξανακλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός γαληνεύει και λέει, "Παππού, μου πέρασε", ο παππούς οδηγάει και κουνάει ευχαριστημένα το κεφάλι του, ο εγγονός όμως συνεχίζει, "Παππού, να σου πω όμως κάτι;", ο παππούς αποκρίνεται, "Τι θες τώρα", ο εγγονός λέει, "Παππού, νομίζω πως χέστηκα πάνω μου".

Πλανάται στον αέρα η πεποίθηση πως η υπερεξουσία της ερευνας στα φυσικά φαινόμενα είναι οι Σάλπιγγες της Ιεριχούς ενάντια στα τείχη της ομιχλώδους αντίληψης και πως η σχεδόν παιδαριώδης για κάποιους πεποίθηση πως όλα επικοινωνούν μέσω αναμνήσεων του εξελικτικού σταδίου του βρωμερού θηλαστικού (εμάς) και της πρωτόλειας διερεύνησης απλών φαινομένων όπως μια στάλα βροχής στο κούτελο, πως αυτά αναπαριστούν τη δαμόκλειο σπάθη που εμποδίζει το χώρο να ανοιχτεί και το χρόνο να περάσει- "μαλακίες!", λέμε μεις που ο χώρος τρεμοπαίζει τις περισσότερες φορές σαν ετοιμοθάνατο κερί και που ο χρόνος είναι απών μέσω της τρομακτικής του επιβολής στο κυκλικό χορό του θανάτου που μας προτείνει τις νυχτιές, σχεδόν παρόμοιος με τις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες. Θα'πρεπε να υπάρχει κάτι περισσότερο από τη γιγάντωση του τσιμέντου και τη δολοφονία της φαντασίας. Θέλω να δω αλάνες, γειτονιές, να αποκτούν συνείδηση ξαφνικά, μια σκοτεινιασμένη Δευτέρα, να μένουν έγγυες από τα ίδια τα σκουπίδια που τους επιβάλλαμε, σκουπίδια όπως η επιβολή της αντιληπτικής σταθεράς στα μέτρα και σταθμά τρίτων ή το μεροδούλι της γυφτιάς συνειδήσεων, να γκαστρώνονται από το χάλκινο κύπελλο με το οποίο ποτίσαμε τα θεμέλια της οικογένειας με κανόνες, αρχές και "πρέπει", και να ανοίγονται μόνες τους- κατά βούληση. Θέλω να γνωρίσω ένα μικρό παιδί που να κοιτάζει τα αστέρια με πράσινα μάτια και να μου ψιθυρίζει στο αυτί ότι αυτά είναι ασημένιες καρφίτσες στη σάρκα της νυχτιάς. Θέλω να γνωρίσω έναν ταξιδιώτη που να αναζητά πόλεις που δεν υπήρξαν ποτέ, νησιά που καμία θάλασσα δε γέννησε ποτέ, βουνά που ούτε ο Ρενέ Ντομάλ δε σκαρφίστηκε όσο πρόλαβε να ζήσει.

Θέλω να τσιμπήσω τον Αρποκράτη με δύναμη στο χέρι, και αυτός να συνεχίσει να μου γνέφει για να σωπάσω, και να τον τσιμπάω, και να τον τσιμπάω, και να τον τσιμπάω γελώντας ακατάπαυστα, πιωμένος.

Θέλω να βυζάξω ρώγες που δε βύζαξα ποτέ, να χαϊδέψω ζεστά, υγρά αιδεία που μόνο ονειρεύτηκα, να φέγγουν με γαλάζιες αποχρώσεις κάτω απ' το φεγγάρι της ερήμου και να είμαι απλά ένα ταπεινό, μικροσκοπικό τσακάλι μπρος τους.

Θέλω να πιω μέχρι να πονέσω ολόκληρος, να βρίζω τον εαυτό μου για μήνες και μόλις τα χέρια σταματήσουνε να τρέμουνε και τα πόδια με ξαναβαστήξουνε να συνεχίσω, να κάνω κωλοδάχτυλο στον Ουροβόρο και να προσποιηθώ ότι δε με νοιάζει που δάυτος θα με καρφώνει με τα φιδίσια μάτια του, κάνοντας τσιμπούκι στην ουρά του την ίδια στιγμή.

Θέλω να δω, τέλος, πώς θα είναι το τελευταίο ποτήρι στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του σύμπαντος, το τελευταίο ποτήρι απ' τη βότκα που θα αφιερώσει κάποιος τρίτος, άγνωστος σε μένα, σε κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, που εγώ δε θα χω γνωρίσει ποτέ, και πίνοντας το ποτό αυτό, να κατανοήσω το ότι τον γνώριζα πάντα πριν καν πεταχτώ από κάποια μήτρα. Κάπου, κάποτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: