Η Μαρία κοιτάει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός εντόμου,
αμίλητη και ακούνητη γραπώνει το συρματόπλεγμα απλά για να νιώσει κάτι,
καθώς τα δόντια του χώνονται στο πιο βαθύ πηγάδι της χούφτας της-
αυτή προσποιείται ότι είναι ακόμα ένα τραπουλόχαρτο,
από αυτά που με τα χρόνια έφτιαχνε πυργάκια, περιμένοντας να τα διαλύσει κάποτε η ίδια,
δήθεν μέσα στη40 χρονών βόλη της,
παντρεμένη και βιασμένη ταυτόχρονα
Βυθίστηκε τώρα, όταν συνειδητοποίησε τον θάνατο της παιδικής της ηλικίας,
την κατάπιε το στόμα του λέοντα που λέγεται "Αλλαγή εποχής" και έμεινε αγέλαστη,
λεπρή στο κόσμο που την κοιτάει και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Ο Χρήστος έπαψε να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με το μερομίσθι,
ανίκητος στην επιθυμία του να ζήσει, πάτησε πάνω σε φίλους και συγγενείς,
με το θράσος του όρνεου που πλησιάζει την μισόνεκρη ζέμπρα πριν αφήσει καν τη τελευταία της πνοή,
ένα Μεγάλο Άσπρο Αρπακτικό, αυτό πιστεύει πλέον ότι είναι, και ο ίδιος,
πολλές φορές το βλέπει με την άκρη του ματιού του να φέρνει κύκλους γύρω από τη λάμπα του δωματίου του, ένας μικροσκοπικός ήλιος σε ένα ιδιωτικό μικροσύμπαν,
από χαρτιά, πένες χωρίς μελάνι και σπασμένες υποσχέσεις.
Παραδόθηκε τώρα με πάθος στις αναμνήσεις των παιδικών του ονείρων,
ένας ζαρωμένος χάρτης, ανήμπορος να νιώσει οτιδήποτε πέραν της άδειας του τσέπης,
και έμεινε αγέλαστος, λεπρός σε παγκάκια φθινοπωρινών πάρκων,
να κλέβει τρίμματα ψωμί από περιστέρια.
Και κοιτάω στο καθρέφτη, και αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ ή η αντανάκλασή μου που κλείνει το μάτι και μου γνέφει να σωπάσω. Και πιάνω το δέρμα μου για να βεβαιωθώ ότι ακόμα μπορώ να νιώσω- ενώ απέξω τα λουλούδια ανθίζουν σαν την παράνοια την ίδια την άνοιξη, δίπλα από μια Μαρία και έναν Χρήστο που ποτέ δε γνώρισα μα φαντάζομαι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου