Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Είμαστε.

O παιδεραστής έφτυσε στο πλακόστρωτο κάτω του, βήχοντας, τις τελευταίες σταγόνες από το τσίπουρό του. Πλαστικά ποτηράκια νοσοκομείου, ένα τραπεζάκι στη μέση, πίσω το ποτάμι με τις χήνες και τις πάπιες να γκαρίζουν, απαιτώντας σημασία (και υλικό προς κατανάλωση). Σκούπισε τα μούσια του, χάιδεψε τα κοντά του μαλλιά και την τεράστια μύτη του, και παραπάτησε ευτυχισμένα. Τριγύρω του, ένα κοάλα με μαύρα, ζαλισμένα μάτια, φορώντας κουκούλα και τζην, και ένας χίπης, με μακριά καστανά μαλλιά και χαλκά στη μύτη, με ένα ατελείωτο χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

Σε τέτοια κατάσταση τους βρήκα, όταν με καλέσανε στο πριβέ τους πάρτυ, 4 το μεσημέρι. Πήρα ένα ποτηράκι και έπαιξα μαζί τους το μεθυσμένο μας παιχνίδι με τα μαντέματα- ο παιδεραστής μέσα σε μερικά λεπτά, χάνοντας συνεχώς, και αναγκαζόμενος να πίνει σε κάθε γύρο από ένα τσιπουροσφήνακο, τρίβει δυνατά τη μούρη του και κοιτάζει τον κόσμο να φέρνει βόλτα, μέσα από τα γαλάζια μάτια του. Ανήλικοι μελλοντικοί λογιστές, σχολαριόπαιδα με τσάντες με κονκάρδες, σοβαροφανή σιτεμένα ζευγάρια 45χρονων που σε καρφώνουν με το βλέμμα, delivery boys που εύχονται να ταν μαζί μας περνώντας με το μηχανάκι, συνταξιούχοι με τεράστια σκυλιά που φοβούνται όταν πάμε με ειλικρινή αγάπη να τα χαϊδέψουμε, ζευγαράκια καλοντυμένων νεαρών και δεσποινίδων που κοροϊδεύουν ή παρατηρούν με αηδία- κανείς από αυτούς δε μας καταλάβαινε εκείνο το απόγευμα.

Το παιχνίδι συνεχίστηκε για δυο ώρες ακόμα, μέχρι που επέστρεψα σπίτι. Ο παιδεραστής μαζί με το ρακούν και τον χίπη, έσυραν τα κουρασμένα τους κορμιά, που έκαιγαν με την απόλαυση της καλοπέρασης και την μηδενική ανάληψη ευθυνών, κουβαλώντας και το τραπεζάκι στη πλάτη, μέχρι που εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα. Για τρεις ώρες περίπου είχαμε ενοχλήσει την μισή Φλώρινα, χορεύοντας, φωνάζοντας και με κατάρες κατά ενός σφετεριστή θεού της Καθημερινότητας που έμαθε να παίζει άρπα με τις χορδές της ζωής μας χωρίς να μας ρωτήσει. Για τρεις ώρες είμασταν χυδαίοι, ειλικρινείς και με τη ψευδαίσθηση της ελευθερίας- και μόλις επιστρέψαμε στο ρόλο μας σαν νότες, στο κονσέρτο του προαναφερθέντα θεού, το πλακόστρωτο στο ποτάμι έμεινε σιωπηλό ξανά, ασφαλές για τις στρατιές προσώπων που ποτέ δε θα κατανοήσω, περιμένοντάς μας σαν μάνα που σημαδεύει το μωρό της με το γυμνό βυζί της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: