Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Γιουντερ

-Πριν χρόνια, συνάντησα τη πουτάνα της ζωής μου. Ήταν τότε με το μεγάλο μπλακάουτ, θυμάσαι;
-Πφφφ...13 χρόνια πριν;
-15. Ακόμα περισσότερα.
-Αχα.
-Ναι. Είχα πάει Γερμανία, τότε που ψαχνόμουνα πνευματικά και γύριζα το πλανήτη...
-Τι πράγμα κι αυτό, αδερφέ μου.

(Ο άνθρωπος με το κεφάλι πελεκάνου βγάζει ένα μπουκάλι κρασί, το ανοίγει με το ράμφος του και αφού γεμίζει το ποτήρι, συνεχίζει)

-Γύρναγες τον κόσμο...αρχίδια φίλε μου, τζαμπέ εκδρομή χρειαζόσουν, όχι γκουρού.
-Ναι όμορφα, ξανά μανά η ίδια κριτική- να τελειώσω όμως πρώτα;
-Ελεύθερα.
-Ωραία. Στη Γερμανία λοιπόν, σου χα πει, είχα μπλέξει με εκείνον τον πραγματικά μικροσκοπικό ανθρωπάκο. Παραλίγο πυγμαίος, θα έλεγα. Είχε ένα απίστευτα πλαδαρό ξυρισμένο κεφάλι, δυο φορές όσο ο κώλος του.
-Υπέροχο θέαμα.
-Ο τύπος ήξερε τι παιζόταν φίλε. Είχε κάτι σαν γιάφκα, έφερνε μέσα ναρκωτικά και πουτάνες, και μαζευόταν η σάρα και η μάρα.
-Αχα, οι αναρχικοί φίλοι σου.
-Ναι, αυτοί. Ή έστω έτσι πιστεύαμε τότε. Ξέρεις, με ένα τσιγαριλίκι, νιώθεις ότι μπορείς να μιλάς για την παγκόσμια ελευθερία άνετα. Με τρια αρχίζεις και το πιστεύεις, με 5 αρχίζεις και θέλεις να κάνεις πράξη τα λεγόμενά σου, με 8 και παραπάνω τρέχεις στο δρόμο...
-Υπέροχα. Λόγιοι.
-Κοίτα, κανείς δεν ήταν κακός άνθρωπος από εκεί μέσα. Απλά μπερδεμένοι. Οι μισοί, υπερβολικά τεμπέληδες για να δεχτούν ότι και την ουτοπία τους να είχαμε σαν μέτρο σύγκρισης με το οτιδήποτε πρακτικά, μια στις χίλιες δηλαδή, και πάλι θα έπρεπε να δουλεύουν τρόπω τινά.
-Ναι, την ξέρω την ιστορία. Από τότε που μουνα πιτσιρικάς και η μάνα μου με τάιζε ψάρια.
-Όμορφοι νέοι, μακρυμάλληδες και καυλωμένοι- οι μισοί ξέραν απέξω τα περισσότερα αναρχικά συγγράματα και άρχιζαν, μαστουρωμένοι, να βγάζουν κάτι απίστευτα λογίδρια. Και οι κοπελίτσες που είχαμε μαζί κατά καιρούς, ψαρώνανε άσχημα. Άσχημα, φίλε, άσχημα.
-Πάντα έτσι γίνεται.
-Ναι. Ερωτεύονταν κάθε σαββατοκύριακο και μια διαφορετική κουλτουριάρικη Δαμόκλεια σπάθη, έλεγαν ότι πρέπει να γίνει κάτι- μαζί με τους γκόμενούς τους έτρεχαν σε πεντακόσιες πορείες, και για την τελευταία μαλακία που μπορεί να φανταστείς- και ήταν ψευτοευτυχισμένες μέσα στο ψεματάκι τους.
-Υπέροχα.
-Εν πάσει περιπτώση. Αυτός ο κοντός, Ζερικώ τον έλεγαν...
-Μπα; Σα το ζωγράφο;
-Ναι. Δεν ήταν το κανονικό του όνομα, ήταν ψευδώνυμο αλλά ποτέ δεν έμαθα πώς τον λένε στ'αλήθεια, διότι κόψαμε επαφές και μετά έμαθα ότι πέθανε από ένα ατύχημα με πλυντήριο.
-Ε;
-Ναι, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Τέλος πάντων, κάθε Σάββατο μας έφερνε πουτάνες- τις καλύτερες των καλυτέρων, απ τα πιο όμορφα μπουρδέλα της Γερμανίας. Και γλεντούσαμε όλοι, γαμιώντας τα πάντα, σα χίπηδες.
-Συγχαρητήρια.
-Τότε αυτό μας φαινόταν παράδεισος, γαμάγαμε μέχρι και τα έπιπλα.
-Ο καθείς με τα βίτσια του.
-Ε για να μη στα πολυλογώ, ενώ το όλο πράγμα είχε κορεστεί, πάνω κάτω, και είχα βαρεθεί τη μονοτονία του να γαμάς κάθε βδομάδα και γω δε ξέρω πόσες μουνάρες...
-Καημένο παιδί.
-Μια μέρα λοιπόν, συνάντησα την Γιούντερ.
-Περίεργο όνομα.
-Ναι, αλλά όμορφο.
-Μαλακία είναι.
-Διαφωνώ.
-Στ'αρχίδια μου, είναι απαίσιο.

(ο μουσάτος με τα γυαλιά ηλίου έβαλε κι αυτός λίγο κρασί, και συνέχισε τη διήγηση)

-Τέσπα, η Γιούντερ ήταν εκ πρώτης όψεος το λιγότερο απωθητική. Αλλά είχε το ξεχωριστό χάρισμα του να σε κάνει χαρούμενο όταν τη γαμάς- η τύπισσα έλεγε τα καλύτερα ανέκδοτα και ιστορίες.
-Κάτσε, λέγατε ανέκδοτα ενώ γαμιόσασταν;
-Ναι, κάθε φορά. Θυμάμαι ένα με έναν πελεκάνο και έναν παππά...
-Δε με αφορά.
-Με συγχωρείς. Λοιπόν αυτή η πουτάνα ήξερε να ελέγχει τα αισθητήρια κέντρα του πελάτη της. Πολλές φορές έπαιρνε πρωτοβουλίες που δε μου άρεσαν καθόλου σαν ιδέα- αλλά μόλις γινόταν η ιδέα πράξη, έμενα να χύνω σα συντριβάνι και να πέφτω ημιλιπόθυμος στο κρεβάτι.
-Δε θέλω να μάθω περί τίνος πρόκειται.
-Θα έχανες πάσα ιδέα για το άτομό μου.
-Αυτό έχει γίνει εδώ και χρόνια.
-Καλύτερα. Διότι αν είναι έτσι δε σε πειράζει να ακούσεις ότι στο τελευταίο μας σεξ η Γιούντερ με έχεσε στον αφαλό.

(Ο πελεκάνος γουρλώνει τα μάτια, κρατάει το στομάχι του και αφήνει δυο ριξιές διεφθαρμένο κόκκινο κρασί στο χαλί)

-...πανάθεμά σε, βούλωσέ το, κτήνος!
-Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Αλλά δε συνεχίζω, σεβόμενος την επιθυμία σου.
-Να μη συνεχίσεις γενικώς! Δε μπορώ να σε καταλάβω, και ποτέ δε θα μπορέσω, προφανώς.
-Μα, δε θες να σου πω για την Γιούντερ;
-Όχι. Πες μου μόνο πώς έληξε το πράγμα και φτάνει.
-Περίεργη κατάσταση. Το τελευταίο μας βράδυ, αυτό με τα σκατά...

(Ο πελεκάνος ξαναξερνάει και κοιτάει νευριασμένα τον μουσάτο με τα γυαλιά ηλίου)

-Με συγχωρείς! Το τελευταίο μας βράδυ, εν πάσει περιπτώσει, πάνω στο καλύτερο, γίνεται το μεγάλο μπλακάουτ.
-Γκαντεμιά.
-Μεγάλη! Διότι κάποιος επωφελήθηκε απ την αναστάτωση, και έκλεψε το ξύλινο πόδι της Γιούντερ απ το κρεβάτι μας χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι.

(Ο πελεκάνος μένει σιωπηλός, με γουρλωμένα μάτια)

-Το χειρότερο είναι, η Γιούντερ αναστατώθηκε, σηκώθηκε απότομα, έπεσε στο πάτωμα και της έφυγε το αριστερό της γυάλινο μάτι.
-......;
-Έτρεξα να τη βοηθήσω μέσα στα σκοτάδια. Δε το βρήκα πουθενά, μετά από λίγο βλέπω δυο αναρχικούς να το έχουν ακουμπήσει στο τραπέζι και να το παρομοιάζουν με την διαλεκτική. Ποτέ δε κατάλαβα τι εννοούσαν, είχαν πάρει ψυχοτρόπα.
-.......;
-Το παίρνω, αφού τους έπεισα ότι δεν είμαι ο Προυντόν, και το πάω πίσω- αλλά πού; η Γιούντερ εξαφανισμένη. Έτρεξα πανικόβλητος τριγύρω, πουθενά. Βγήκα έξω αλειμένος με σκατά, τίποτα. Είχε γίνει καπνός.
-Παρακαλώ πόλυ, δε θέλω άλλες σκατολογικές αναφορές στη κουβέντα μας.
-Δεν υπάρχουν άλλες.
-Όμορφα.
-Σαφώς.
-Ωραία. Και τι έγινε με αυτό το θαύμα της φύσης, τη Γιούντερ;
-Έμαθα μετά από χρόνια, όταν είχα επιστρέψει, ότι την βούτηξε ένας Αλγερινός αναρχικός, κι αυτός ψυχεδελιασμένος, την πήρε στη πλάτη νομίζοντας ότι είναι η Σάντα Λουτσία, φύγανε με το πρώτο πλοίο, και για να πείσει την άθεη πλευρά του εαυτού του ότι δεν υπάρχει Αγία Λουτσία, την έβαλε να καταπίνει ποτήρια- μέχρι που της διάλυσε τα δόντια και το σαγόνι. Σε λίγες μέρες η Γιούντερ πέθανε από αιμοραγία, ο τυπάς δεν είχε καταλάβει τίποτα- την νόμιζε μεγάλο μαξιλάρι, της έκοψε τα χέρια και το πόδι και την έπαιρνε μαζί του στα οδοφράγματα, επίσης μαστουρωμένος με ψυχεδελικά, και την στριφογύριζε για να αποφεύγει τα καπνογόνα. Μέχρι που όπως ήαν φυσικό τον καταλάβανε, αφού ξεπέρασαν το σοκ της σκηνής, και τον σπάσανε στο ξύλο.
-Φερέλπεις νέοι.
-Ναι. Νομίζω ότι ο τύπος σήμερα δουλεύει σε τράπεζα. Και έχει και δυο παιδιά.
-Λογικότατο.
-Κι αυτή ήταν η κατάληξη του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής μου.
-Δε μπορώ να σχολιάσω κάτι. Συγγνώμη αν σε απογοητεύω αλλά μου διαλάς την φαντασίωση ότι ένας De Sade είναι αχρείαστος στην εποχή μας.
-Ναι.
-Ενδιαφέρουσα ιστορία όμως.
-Ναι.
-Μες την γκαντεμιά όμως.
-Ναι φίλε. Αυτό είναι που λέμε, σκατά.

(Ο πελεκάνος ξερνάει κι άλλο κρασί)

Δεν υπάρχουν σχόλια: