Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Καλαμάρια

Ανεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας στις 8 το πρωί, επιστρέφοντας από το μπουγατσάδικο με προμήθειες προς κατανάλωση μετά από μια μέρα μηδενικού ύπνου, το τελευταίο πράγμα που περίμενα να βρω εμπρός μου ήταν δυο τεράστια καλαμάρια να τσακώνονται για την λειτουργικότητα της μη δράσης σαν πανάκεια στην καθημερινή βιοπάλη. Κουστουμαρισμένα, κιόλας, στη μέση του διαδρόμου, κλείνοντάς μου το δρόμο.

-Με συγχωρείτε.

Γύρισαν και με κοίταξαν απότομα, διακόπτωντας το τσακωμό τους, ενό προσπαθούσα να περάσω από μέσα τους για να ανοίξω τη πόρτα.

-Τι είναι, τι είναι, τι είναι;
-Ναι, τι είναι;

Δυο μεγάλα τάλαρα από μελάνι εκτοξεύτηκαν απ τα φαφλατάδικά τους στόματα, τάλαρα τα οποία απέφυγα με Tony Hawk εληγμούς.

-Θέλω απλά να μπω σπίτι μου.
-Σπίτι; Ποιο σπίτι; Εδώ σπίτι;
-Ναι, σπίτι σπίτι σπίτι;

Σκέφτηκα ότι με κορόιδευαν, αλλά παραήμουν γραψαρχίδης μετά από ξενύχτι ολκής. Μετά τους άκουσα να λένε

-Ε, μικρέ! Μικρέ, έλα εδώ μικρέ.
-Ναι, μικρέ μικρέ μικρέ!
-Τι είναι;
-Σκεφτόμασταν. Έχουμε ένα θέμα και θέλουμε μια γνώμη, τρίτη γνώμη, θέλουμε.
-Ναι, γνώμη τρίτη γνώμη τρίτη.
-Με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαι σε θέση να πιάσω βαρυσήμαντες κουβέντες.
-Κάλεσέ μας τότε για ένα καφέ, καφέ, καφέ, καφέ, σπίτι σου.
-Ναι, καφέ, μιλάμε μέσα.

Θρασύτατα καλαμάρια- τρίτη φορά στη ζωή μου που καλαμάρια μου φορτώνονται στη πλάτη. Αλλά λέω, δε γαμιέται; Ο Βασίλης μέσα ροχάλιζε- εγώ δεν άντεχα να ξαναπαίξω το πουλί μου, οπότε τζετ.

-Ωραίο σπίτι, ωραίο, μικρό καλό ωραίο.
-Κόκκινος καναπές; Πολύ καλό καλό καλό.
-Ναι, άνετος είναι.
-Γαμάς σε αυτόν τον καναπέ;
-Ναι, γαμάς, γαμάς;
-Νομίζω ότι θέλατε κάτι να ρωτήσετε.
-Ναι. Αλλά φτιάξε καφέ, καφέ πρώτα
-Ναι, πρώτα καφέ καφέ καφέ.

Νευρίασα, αλλά δεν είπα τίποτα. Αντ'αυτού πέταξα σε μια κούπα τρεις ξερές, χωμάτινες κουταλιές καφέ, έβρεξα τον πάτο της, έριξα ζάχαρη και στα γρήγορα τους έδωσα από ένα ποτήρι στον καθένα. Ήξερα, από προηγούμενη εμπειρία μου, ότι τα καλαμάρια δεν έχουν καμία αίσθηση του καφέ. Άρχισαν να ρουφάνε χύνοντας μελάνι παντού- ήθελα να τους δείρω, και θα το έκανα αν δεν ξεκίναγε ο ένας να μιλάει.

-Λοιπόν, άκου εδώ, εδώ άκου όμως

Εν ολίγοις, και μετά από έναν μαραθώνιο πίρλας, μου εξήγησε ότι με τον φίλο του, γυρίσανε από ένα ταξίδι στην Ινδία. Εκεί, πήρανε μια γεύση απ τον ασκητικό τρόπο ζωής, και γυρίζοντας πίσω, ο ένας απ τους δύο ήθελε να ακολουθήσει ένα παρόμοιο πλάνο. Ο άλλος του έλεγε ότι ο ασκητισμός πλέον είναι και θέμα κοινωνικό, όχι προσωπικό, τονίζοντας ότι στην δυτική μας κοινωνία της ψευτοαφθονίας, ο ασκητής είναι ο παραιτημένος απ τ η ζωή και τεμπέλης της καθημερινότητας. Ο τεμπελοκαλάμαρος του απάντησε ότι η πνευματικότητα, συνειδητά, ναι μεν καθορίζεται από την κοινωνία, αλλά παραμένει στην ουσία της κάτι προσωπικό και αν χρησιμοποιηθεί με μέτρο, ανοίγει τους ορίζοντες, άρα βλέπεις ότι αντί να ζεις με 10 πράγματα, όπως σου επιβάλλουν έμμεσα, μπορείς να ζεις και με 3.
Για να μη σας κουράσω, άρχισαν πάλι να τσακώνονται άσχημα. Φωνάζανε και χύνανε μελάνια. Ο Βασίλης σηκώθηκε με το σώβρακο και τα μάτια του Ασιάτη απ τον ύπνο, κοίταξε πρώτα τα καλαμάρια, μετά τον χώρο που χε γίνει μουνί, και μετά εμένα.

-Γαμιέσαι, ψέλλισε κοιμησμένα και ξαναεπέστρεψε στο δωμάτιο.
-Λοιπόν. Πες μας, εσύ πες μας, τι πιστεύεις;
-Μισό λεπτό.

Γράπωσα ένα μαχαίρι απ το πάγκο της κουζίνας.

-Η αλήθεια είναι...

Και πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, κάρφωσα τον ένα στο δόξα πατρί. Έπεσε στο έδαφος νεκρός με τη μία. Ο άλλος σάστισε και κατουρήθηκε πάνω του- άρχισε να χύνει όσο μελάνι είχε για να τρέξει να σωθεί. Στο τσακ τον καρφώνω στη πλάτη όσο άνοιγε τη πόρτα. Πέφτει χάμω, μου κλωτσάει όμως το μαχαίρι πριν- πέφτω πάνω του, τα 95 μου κιλά του λιώνουν τη κοιλιά και τον πνίγω με τα ίδια μου τα χέρια. Δυο καλαμάρια νεκρά σπίτι μου.

Πλένω τα πιάτα, ανάβω ένα τσιγάρο να φύγει η ένταση, διαβάζω για τους Ινδο-Ευρωπαίους και ανάβω το φούρνο. Μέσα στην ανιδιοτελή μου λούφα απ την καθημερινότητα, η οποία δεν έχει κανένα πνευματικό στοιχείο απολύτως, είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος το φαγητό μου με τον ιδρώτα μου.