Το λάμα ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή του βουνού, ψάχνοντας τη μηλιά.
Τα πόδια του γέμισαν αίματα, η ανάσα του λιγόστευε, δεν είχε φάει και κοιμηθεί για μέρες, αλλά συνέχισε- ακόμα και μετά από 5 μήνες αϋπνίας και μην έχοντας μασουλήσει τίποτα. Μόνο λίγες σταγόνες νερό απ τις περιστασιακές βροχές. Αλλαγή εποχής.
Στο τέλος, η μηλιά έστεκε μπροστά του, υπέρλαμπρη, κανένα χέρι δεν την είχε παρενοχλήσει ποτέ, μήλα αστραφτερά, φαινομενικά πεντανόστιμα, κανένα σκουλήκι δεν τολμούσε να πλησιάσει διότι θα πέθαινε από ντροπή εκείνη τη στιγμή. Ξύλο γερό, δροσερό, σκιά τεράστια, μεγαλειώδης, ένα τεράστιο δέντρο στη μέση του κόσμου, πραγματικά, με τους καρπούς του όμως κοντά στο έδαφος, ένα δέντρο ευεργέτης, ένα δέντρο του θεού. Αναμφίβολα, ένα και μόνο ένα μήλο από αυτό το δέντρο, θα έφτανε για να χορτάσει κάποιον για μήνες, όχι επειδή τα μήλα ήταν τεράστια, αλλά επειδή ήταν πεντανόστιμα, τόσο, που δε θα ήθελες να αποχωριστείς το υπέροχο συναίσθημα της γεύσης τους ποτέ σου- το έκανες αναγκαστικά. Το λάμα έκλαψε από χαρά.
Πλησίασε το δέντρο, αγνοώντας τα μήλα, και με περίτεχνες κινήσεις, κατούρησε στις ρίζες του. Κατούραγε για ώρες, η μηλιά δεν έδειχνε να νοιάζεται, ήταν τόσο τέλεια που το κάτουρο δεν τολμούσε να τη λερώσει, γλιστρούσε από το κορμό και τις ρίζες μην αφήνοντας κανέναν λεκέ. Το λάμα, μετά από 20 λεπτά κάτουρου, μάζεψε τη τριχωτή, άσπρη ψωλή του, και κατέβηκε το βουνό ευτυχισμένο, μέχρι που πέθανε στα μισά της διαδρομής για την επιστροφή.
Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009
Είμαστε.
O παιδεραστής έφτυσε στο πλακόστρωτο κάτω του, βήχοντας, τις τελευταίες σταγόνες από το τσίπουρό του. Πλαστικά ποτηράκια νοσοκομείου, ένα τραπεζάκι στη μέση, πίσω το ποτάμι με τις χήνες και τις πάπιες να γκαρίζουν, απαιτώντας σημασία (και υλικό προς κατανάλωση). Σκούπισε τα μούσια του, χάιδεψε τα κοντά του μαλλιά και την τεράστια μύτη του, και παραπάτησε ευτυχισμένα. Τριγύρω του, ένα κοάλα με μαύρα, ζαλισμένα μάτια, φορώντας κουκούλα και τζην, και ένας χίπης, με μακριά καστανά μαλλιά και χαλκά στη μύτη, με ένα ατελείωτο χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.
Σε τέτοια κατάσταση τους βρήκα, όταν με καλέσανε στο πριβέ τους πάρτυ, 4 το μεσημέρι. Πήρα ένα ποτηράκι και έπαιξα μαζί τους το μεθυσμένο μας παιχνίδι με τα μαντέματα- ο παιδεραστής μέσα σε μερικά λεπτά, χάνοντας συνεχώς, και αναγκαζόμενος να πίνει σε κάθε γύρο από ένα τσιπουροσφήνακο, τρίβει δυνατά τη μούρη του και κοιτάζει τον κόσμο να φέρνει βόλτα, μέσα από τα γαλάζια μάτια του. Ανήλικοι μελλοντικοί λογιστές, σχολαριόπαιδα με τσάντες με κονκάρδες, σοβαροφανή σιτεμένα ζευγάρια 45χρονων που σε καρφώνουν με το βλέμμα, delivery boys που εύχονται να ταν μαζί μας περνώντας με το μηχανάκι, συνταξιούχοι με τεράστια σκυλιά που φοβούνται όταν πάμε με ειλικρινή αγάπη να τα χαϊδέψουμε, ζευγαράκια καλοντυμένων νεαρών και δεσποινίδων που κοροϊδεύουν ή παρατηρούν με αηδία- κανείς από αυτούς δε μας καταλάβαινε εκείνο το απόγευμα.
Το παιχνίδι συνεχίστηκε για δυο ώρες ακόμα, μέχρι που επέστρεψα σπίτι. Ο παιδεραστής μαζί με το ρακούν και τον χίπη, έσυραν τα κουρασμένα τους κορμιά, που έκαιγαν με την απόλαυση της καλοπέρασης και την μηδενική ανάληψη ευθυνών, κουβαλώντας και το τραπεζάκι στη πλάτη, μέχρι που εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα. Για τρεις ώρες περίπου είχαμε ενοχλήσει την μισή Φλώρινα, χορεύοντας, φωνάζοντας και με κατάρες κατά ενός σφετεριστή θεού της Καθημερινότητας που έμαθε να παίζει άρπα με τις χορδές της ζωής μας χωρίς να μας ρωτήσει. Για τρεις ώρες είμασταν χυδαίοι, ειλικρινείς και με τη ψευδαίσθηση της ελευθερίας- και μόλις επιστρέψαμε στο ρόλο μας σαν νότες, στο κονσέρτο του προαναφερθέντα θεού, το πλακόστρωτο στο ποτάμι έμεινε σιωπηλό ξανά, ασφαλές για τις στρατιές προσώπων που ποτέ δε θα κατανοήσω, περιμένοντάς μας σαν μάνα που σημαδεύει το μωρό της με το γυμνό βυζί της.
Σε τέτοια κατάσταση τους βρήκα, όταν με καλέσανε στο πριβέ τους πάρτυ, 4 το μεσημέρι. Πήρα ένα ποτηράκι και έπαιξα μαζί τους το μεθυσμένο μας παιχνίδι με τα μαντέματα- ο παιδεραστής μέσα σε μερικά λεπτά, χάνοντας συνεχώς, και αναγκαζόμενος να πίνει σε κάθε γύρο από ένα τσιπουροσφήνακο, τρίβει δυνατά τη μούρη του και κοιτάζει τον κόσμο να φέρνει βόλτα, μέσα από τα γαλάζια μάτια του. Ανήλικοι μελλοντικοί λογιστές, σχολαριόπαιδα με τσάντες με κονκάρδες, σοβαροφανή σιτεμένα ζευγάρια 45χρονων που σε καρφώνουν με το βλέμμα, delivery boys που εύχονται να ταν μαζί μας περνώντας με το μηχανάκι, συνταξιούχοι με τεράστια σκυλιά που φοβούνται όταν πάμε με ειλικρινή αγάπη να τα χαϊδέψουμε, ζευγαράκια καλοντυμένων νεαρών και δεσποινίδων που κοροϊδεύουν ή παρατηρούν με αηδία- κανείς από αυτούς δε μας καταλάβαινε εκείνο το απόγευμα.
Το παιχνίδι συνεχίστηκε για δυο ώρες ακόμα, μέχρι που επέστρεψα σπίτι. Ο παιδεραστής μαζί με το ρακούν και τον χίπη, έσυραν τα κουρασμένα τους κορμιά, που έκαιγαν με την απόλαυση της καλοπέρασης και την μηδενική ανάληψη ευθυνών, κουβαλώντας και το τραπεζάκι στη πλάτη, μέχρι που εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα. Για τρεις ώρες περίπου είχαμε ενοχλήσει την μισή Φλώρινα, χορεύοντας, φωνάζοντας και με κατάρες κατά ενός σφετεριστή θεού της Καθημερινότητας που έμαθε να παίζει άρπα με τις χορδές της ζωής μας χωρίς να μας ρωτήσει. Για τρεις ώρες είμασταν χυδαίοι, ειλικρινείς και με τη ψευδαίσθηση της ελευθερίας- και μόλις επιστρέψαμε στο ρόλο μας σαν νότες, στο κονσέρτο του προαναφερθέντα θεού, το πλακόστρωτο στο ποτάμι έμεινε σιωπηλό ξανά, ασφαλές για τις στρατιές προσώπων που ποτέ δε θα κατανοήσω, περιμένοντάς μας σαν μάνα που σημαδεύει το μωρό της με το γυμνό βυζί της.
Spine of Imperfections
Μια σωστά ηχογραφημένη έκδοση του κομματιού από Arkham Asylum βρίσκεται πλέον στο Youtube (γράψτε απλά "Spine of Umperfections studio" και θα βγει- ανεβάζω κάτι στο Youtube και κωλώνω να δώσω link ευθέως). Το κομμάτι θα ηχογραφηθεί, μαζί με άλλα 2 ή 3 κανονικά και με το νόμο στην Αθήνα, σε στούντιο, αν όλα πάνε καλά, το καλοκαιράκι- εδώ έχουμε μια demo έκδοση, ραφιναρισμένη και μιξαρισμένη τέλεια απ τον monsieur Θάνο Μπίκο. Εντζόυ.
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009
Lions bleed the change of seasons
Lions bleed a change of seasons
Bodies mark the age of treason
Lions bleed a change of seasons
Martyrs starve to find a reason
Purple, green, yellow and blue
reflections of you
Stabbing, bleeding, killing yourself
waiting to breathe
Lions bleed a change of seasons
Bodies mark the age of treason
Lions bleed a change of seasons
Martyrs starve to find a reason
Bodies mark the age of treason
Lions bleed a change of seasons
Martyrs starve to find a reason
Purple, green, yellow and blue
reflections of you
Stabbing, bleeding, killing yourself
waiting to breathe
Lions bleed a change of seasons
Bodies mark the age of treason
Lions bleed a change of seasons
Martyrs starve to find a reason
Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009
Κυοφορείς.
Θυμάμαι που κάποτε άκουγα για μεγάλες νίκες και πικρούς καημούς να τις συνοδεύουν, ενώ από πίσω έψελναν οι μάρτυρες που με τα χέρια μας χτίσαμε για προσωπική χρήση και κατανάλωση. "Έγινες ο άντρας που έπρεπε να γίνεις, η νοικοκυρά που οφείλεις να σαι για τον άντρα που έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει, ο άντρας για την προστασία της νοικοκυράς σου". Α γαμήσου πια, σειρήνα από λάσπη. Ξέρω ότι απλά όταν έρχεται, και αφήνει τρίχες στο κρεβάτι, γουργουρίζοντας μέσα στη ζέστη της κουβέρτας, μικροσκοπική μέσα στα χέρια του "άντρα που έπρεπε να είμαι", το να δίνεις σε κάνει αυτό που είσαι και το να δέχεσαι συνηγορεί υπέρ αυτού.
Το δικό μου οδόφραγμα είναι τεράστιο και δε φτιάχτηκε από εμένα, αλλά να που το διασχίζω κάθε μέρα που περνάει, στις φωτιές και τα κάρβουνα του χτες. Λέγεται απλά ζωή και δε μετανιώνω στιγμή για το αντάρτικο, την αντίρηση συνείδησης του να δώσω όλο μου το είναι σε δυο πρασινωπά μάτια που με κοιτάνε έτοιμα να με κατασπαράξουν από αγάπη και περιέργεια για το αύριο.
Το δικό μου οδόφραγμα είναι τεράστιο και δε φτιάχτηκε από εμένα, αλλά να που το διασχίζω κάθε μέρα που περνάει, στις φωτιές και τα κάρβουνα του χτες. Λέγεται απλά ζωή και δε μετανιώνω στιγμή για το αντάρτικο, την αντίρηση συνείδησης του να δώσω όλο μου το είναι σε δυο πρασινωπά μάτια που με κοιτάνε έτοιμα να με κατασπαράξουν από αγάπη και περιέργεια για το αύριο.
Αυτοί είμαστε.
Η Μαρία κοιτάει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός εντόμου,
αμίλητη και ακούνητη γραπώνει το συρματόπλεγμα απλά για να νιώσει κάτι,
καθώς τα δόντια του χώνονται στο πιο βαθύ πηγάδι της χούφτας της-
αυτή προσποιείται ότι είναι ακόμα ένα τραπουλόχαρτο,
από αυτά που με τα χρόνια έφτιαχνε πυργάκια, περιμένοντας να τα διαλύσει κάποτε η ίδια,
δήθεν μέσα στη40 χρονών βόλη της,
παντρεμένη και βιασμένη ταυτόχρονα
Βυθίστηκε τώρα, όταν συνειδητοποίησε τον θάνατο της παιδικής της ηλικίας,
την κατάπιε το στόμα του λέοντα που λέγεται "Αλλαγή εποχής" και έμεινε αγέλαστη,
λεπρή στο κόσμο που την κοιτάει και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Ο Χρήστος έπαψε να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με το μερομίσθι,
ανίκητος στην επιθυμία του να ζήσει, πάτησε πάνω σε φίλους και συγγενείς,
με το θράσος του όρνεου που πλησιάζει την μισόνεκρη ζέμπρα πριν αφήσει καν τη τελευταία της πνοή,
ένα Μεγάλο Άσπρο Αρπακτικό, αυτό πιστεύει πλέον ότι είναι, και ο ίδιος,
πολλές φορές το βλέπει με την άκρη του ματιού του να φέρνει κύκλους γύρω από τη λάμπα του δωματίου του, ένας μικροσκοπικός ήλιος σε ένα ιδιωτικό μικροσύμπαν,
από χαρτιά, πένες χωρίς μελάνι και σπασμένες υποσχέσεις.
Παραδόθηκε τώρα με πάθος στις αναμνήσεις των παιδικών του ονείρων,
ένας ζαρωμένος χάρτης, ανήμπορος να νιώσει οτιδήποτε πέραν της άδειας του τσέπης,
και έμεινε αγέλαστος, λεπρός σε παγκάκια φθινοπωρινών πάρκων,
να κλέβει τρίμματα ψωμί από περιστέρια.
Και κοιτάω στο καθρέφτη, και αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ ή η αντανάκλασή μου που κλείνει το μάτι και μου γνέφει να σωπάσω. Και πιάνω το δέρμα μου για να βεβαιωθώ ότι ακόμα μπορώ να νιώσω- ενώ απέξω τα λουλούδια ανθίζουν σαν την παράνοια την ίδια την άνοιξη, δίπλα από μια Μαρία και έναν Χρήστο που ποτέ δε γνώρισα μα φαντάζομαι.
αμίλητη και ακούνητη γραπώνει το συρματόπλεγμα απλά για να νιώσει κάτι,
καθώς τα δόντια του χώνονται στο πιο βαθύ πηγάδι της χούφτας της-
αυτή προσποιείται ότι είναι ακόμα ένα τραπουλόχαρτο,
από αυτά που με τα χρόνια έφτιαχνε πυργάκια, περιμένοντας να τα διαλύσει κάποτε η ίδια,
δήθεν μέσα στη40 χρονών βόλη της,
παντρεμένη και βιασμένη ταυτόχρονα
Βυθίστηκε τώρα, όταν συνειδητοποίησε τον θάνατο της παιδικής της ηλικίας,
την κατάπιε το στόμα του λέοντα που λέγεται "Αλλαγή εποχής" και έμεινε αγέλαστη,
λεπρή στο κόσμο που την κοιτάει και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Ο Χρήστος έπαψε να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με το μερομίσθι,
ανίκητος στην επιθυμία του να ζήσει, πάτησε πάνω σε φίλους και συγγενείς,
με το θράσος του όρνεου που πλησιάζει την μισόνεκρη ζέμπρα πριν αφήσει καν τη τελευταία της πνοή,
ένα Μεγάλο Άσπρο Αρπακτικό, αυτό πιστεύει πλέον ότι είναι, και ο ίδιος,
πολλές φορές το βλέπει με την άκρη του ματιού του να φέρνει κύκλους γύρω από τη λάμπα του δωματίου του, ένας μικροσκοπικός ήλιος σε ένα ιδιωτικό μικροσύμπαν,
από χαρτιά, πένες χωρίς μελάνι και σπασμένες υποσχέσεις.
Παραδόθηκε τώρα με πάθος στις αναμνήσεις των παιδικών του ονείρων,
ένας ζαρωμένος χάρτης, ανήμπορος να νιώσει οτιδήποτε πέραν της άδειας του τσέπης,
και έμεινε αγέλαστος, λεπρός σε παγκάκια φθινοπωρινών πάρκων,
να κλέβει τρίμματα ψωμί από περιστέρια.
Και κοιτάω στο καθρέφτη, και αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ ή η αντανάκλασή μου που κλείνει το μάτι και μου γνέφει να σωπάσω. Και πιάνω το δέρμα μου για να βεβαιωθώ ότι ακόμα μπορώ να νιώσω- ενώ απέξω τα λουλούδια ανθίζουν σαν την παράνοια την ίδια την άνοιξη, δίπλα από μια Μαρία και έναν Χρήστο που ποτέ δε γνώρισα μα φαντάζομαι.
Εδώ.
Πρόσωπα που δε θέλω να δω, πρόσωπα που με αφήνουν αδιάφορο,
στόματα που ξεχνάνε να κλείσουνε, μάτια που σε κοιτάνε με περιέργεια,
μάτια που κλείνουν αδιαφορώντας για την πάρτη σου χωρίς καν να σε γνωρίζουν,
μπούτια γυμνά, βυζιά γυμνά, καπνός να τα μαστιγώνει σα βιαστής πατριός,
φούστες και ξώπλατα- μ'αρέσει η ζωή μου εδώ πάνω, εδώ μέσα,
αξύριστες μασχάλες, φάτσες από άλογα και φώκιες- χαμογελάω ευγενικά στα κερασμένα και αποφεύγω να πιάσω κουβέντα,
φίλοι που, μεθυσμένοι, γραπώνουν πράγματα και τα στριφογυρνούν, άλλοι δερβίσηδες,
γνωστοί που σαν σαράκια εισχωρούν στη παρέα και φιλοσοφούν τα αφιλοσόφητα- μακριά μου,
ερπετά με ρούχα και κουστούμια που χαμογελούν εμπρός σου και τσουγκράνε μαζί σου,
πριν σε δαγκώσουν στο λαιμό μόλις τους γυρίσεις πλάτη,
ψεύτικο κεφάλι Ινδιάνου κρεμασμένο στο τοίχο σαν τρόπαιο κυνηγιού- πλάκα έχει η ράτσα μας,
χαμηλά φώτα για να κρυφτεί ο καημός του ά-πιωτου που ήπιε ό,τι μπορεί να καταναλωθεί,
και κάτι παραπάνω,
ξενύχτηδες με κιθάρα να παίζουν μες στο χιόνι- ποιος θα'ταν ζητιάνος αν είχαμε όλοι έναν λεφτά στις τσέπες;
Πλακόστρωτο, χαμηλή αυτοεκτίμηση, στ'αρχίδια μας που μας κοιτούν και γελούν,
καθώς τρεκλίζουμε στο σπίτι- κάποιο σπίτι, εν τέλει,
καθώς παίζουμε μακριά γαϊδούρα σε τοίχους καταστημάτων,
και κλέβουμε ταμπέλες από μαγαζιά και κολώνες με σκοινάκια απ το πάρκινγκ της τράπεζας,
πριν γεμίσουμε ένα ποτάμι με ό,τι καταναλώθηκε πιο πριν και επεξεργάστηκε πριν λίγο στα έντερά μας,
και πριν συνεχίσουμε, ανελέητα, σαν άλλοι Ηλιογάβαλοι, μέχρι την αστραφτερή σπονδυλική στήλη της λεκάνης
και τα φώτα πέσουν για άλλη μια φορά- καληνύχτα, καλώς σε βρήκα πάλι, φίλε,
παιδικέ μου εαυτέ 15χρονε.
στόματα που ξεχνάνε να κλείσουνε, μάτια που σε κοιτάνε με περιέργεια,
μάτια που κλείνουν αδιαφορώντας για την πάρτη σου χωρίς καν να σε γνωρίζουν,
μπούτια γυμνά, βυζιά γυμνά, καπνός να τα μαστιγώνει σα βιαστής πατριός,
φούστες και ξώπλατα- μ'αρέσει η ζωή μου εδώ πάνω, εδώ μέσα,
αξύριστες μασχάλες, φάτσες από άλογα και φώκιες- χαμογελάω ευγενικά στα κερασμένα και αποφεύγω να πιάσω κουβέντα,
φίλοι που, μεθυσμένοι, γραπώνουν πράγματα και τα στριφογυρνούν, άλλοι δερβίσηδες,
γνωστοί που σαν σαράκια εισχωρούν στη παρέα και φιλοσοφούν τα αφιλοσόφητα- μακριά μου,
ερπετά με ρούχα και κουστούμια που χαμογελούν εμπρός σου και τσουγκράνε μαζί σου,
πριν σε δαγκώσουν στο λαιμό μόλις τους γυρίσεις πλάτη,
ψεύτικο κεφάλι Ινδιάνου κρεμασμένο στο τοίχο σαν τρόπαιο κυνηγιού- πλάκα έχει η ράτσα μας,
χαμηλά φώτα για να κρυφτεί ο καημός του ά-πιωτου που ήπιε ό,τι μπορεί να καταναλωθεί,
και κάτι παραπάνω,
ξενύχτηδες με κιθάρα να παίζουν μες στο χιόνι- ποιος θα'ταν ζητιάνος αν είχαμε όλοι έναν λεφτά στις τσέπες;
Πλακόστρωτο, χαμηλή αυτοεκτίμηση, στ'αρχίδια μας που μας κοιτούν και γελούν,
καθώς τρεκλίζουμε στο σπίτι- κάποιο σπίτι, εν τέλει,
καθώς παίζουμε μακριά γαϊδούρα σε τοίχους καταστημάτων,
και κλέβουμε ταμπέλες από μαγαζιά και κολώνες με σκοινάκια απ το πάρκινγκ της τράπεζας,
πριν γεμίσουμε ένα ποτάμι με ό,τι καταναλώθηκε πιο πριν και επεξεργάστηκε πριν λίγο στα έντερά μας,
και πριν συνεχίσουμε, ανελέητα, σαν άλλοι Ηλιογάβαλοι, μέχρι την αστραφτερή σπονδυλική στήλη της λεκάνης
και τα φώτα πέσουν για άλλη μια φορά- καληνύχτα, καλώς σε βρήκα πάλι, φίλε,
παιδικέ μου εαυτέ 15χρονε.
Τα μαύρα σκυλιά
Στις πλατφόρμες βλέπω τα μαύρα σκυλιά να χορεύουν και να τραγουδούν,
στ'αρχίδια τους που κάποιοι αποφάσισαν, πριν απ αυτά, για αυτά,
ότι σε μια βδομάδα από σήμερα θα περάσουν από ευθανασία βόλτα.
Συνεχίζουν μέχρι να ρθει το βράδυ,
και το μόνο που τα ξεχωρίζει απ τον κόσμο που περνάει αδιάφορα,
είναι ένα μάτσο ασημένιες χάντρες πάνω απ τα κεφάλια τους,
που κάποιοι ξέχασαν ότι τις λένε αστέρια.
Συνεχίζουν μέχρι να πέσουν στο έδαφος ξερά,
νεκρά, χωρίς ανάσα,
βαμμένα με το αίμα απ τις δαγκωματιές που χαρίσανε το ένα στο άλλο,
το ύψιστο δώρο, το ίδιο με το λυκόπουλο στη μάνα του.
Φορτηγά και τεράστια κονσερβοκούτια έρχονται το πρωί
ασάλευτοι κηφήνες με στολές και ξυρισμένα κεφάλια
μαζεύουν τα κουφάρια τους, τα βάζουν σε σκουπιδοσακούλες
και φορτώνοντάς τα, κομπάζουν για το μάταιο του χτεσινοβραδινού χορού τους,
αν και μέσα τους καταριούνται το Θεό του Ρολογιού
που δε τους έδωσε μια παραπάνω ευκαιρία να χορέψουν κι αυτοί παρέα.
στ'αρχίδια τους που κάποιοι αποφάσισαν, πριν απ αυτά, για αυτά,
ότι σε μια βδομάδα από σήμερα θα περάσουν από ευθανασία βόλτα.
Συνεχίζουν μέχρι να ρθει το βράδυ,
και το μόνο που τα ξεχωρίζει απ τον κόσμο που περνάει αδιάφορα,
είναι ένα μάτσο ασημένιες χάντρες πάνω απ τα κεφάλια τους,
που κάποιοι ξέχασαν ότι τις λένε αστέρια.
Συνεχίζουν μέχρι να πέσουν στο έδαφος ξερά,
νεκρά, χωρίς ανάσα,
βαμμένα με το αίμα απ τις δαγκωματιές που χαρίσανε το ένα στο άλλο,
το ύψιστο δώρο, το ίδιο με το λυκόπουλο στη μάνα του.
Φορτηγά και τεράστια κονσερβοκούτια έρχονται το πρωί
ασάλευτοι κηφήνες με στολές και ξυρισμένα κεφάλια
μαζεύουν τα κουφάρια τους, τα βάζουν σε σκουπιδοσακούλες
και φορτώνοντάς τα, κομπάζουν για το μάταιο του χτεσινοβραδινού χορού τους,
αν και μέσα τους καταριούνται το Θεό του Ρολογιού
που δε τους έδωσε μια παραπάνω ευκαιρία να χορέψουν κι αυτοί παρέα.
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
Πάλι.
-Οπότε, ποιο ήταν το πρόβλημα;
-Θα σου πω, θα σου πω
(ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου και τη φαλάκρα τσάκωσε ένα παξιμάδι από τον δίσκο και αφού το μάσησε καλά και έφτυσε τα τρύμματα στο χαλί, συνέχισε)
-Ήμουνα με αυτή τη γκόμενα, έτσι;
-Μάλιστα.
-Φοβερή γκόμενα. Μιλάμε για προσόντα, όχι αστεία.
-Σπάνια.
-Ναι. Ήταν απόλυτα γαμεύσιμη, αλλά ταυτόχρονα πνευματώδης- μπορούσες να συννενοηθείς, και όχι μόνο, αλλά και να κάνεις, σε φάσεις, και γαμώ τις συζητήσεις.
-Πολύ καλό αυτό. Το πρόβλημα πού είναι;
-Λοιπόν αυτή η γκόμενα γεννήθηκε με ένα μεγάλο κόμπλεξ. Όχι πολλά, ένα, αλλά βαρβάτο.
-Το οποίο είναι;
-Γεννήθηκε σε χωριό, και δε μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει.
-Αχα.
(Ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου ρούφηξε αργά λίγο από τον καφέ του)
-Ο κόσμος όλος της φαινόταν ένα μεγάλο γαμήσι.
-Εννοείς, πηδιότανε συνέχεια και με όποιον έβρισκε;
-Όχι, όχι, το αντίθετο, όσον καιρό τα είχαμε τσινάσει, τα πρώτα χρόνια έστω, ήταν ειλικρινής και πολύ ευπρεπής. Βέβαια ένα από τα αγαπημένα της χόμπυ ήταν το φλερτ, παντού και πάντοτε, αλλά ήταν τόσο υγιές και όχι πονηρό, που δεν ενοχλούσε κανέναν μας.
-Και καλά έκανε.
-Μάλιστα. Το θέμα είναι, ότι, επειδή πάντα αισθανόταν το χωριό να την πνίγει, και την ζωή γύρω από αυτό υπερβολικά μικρή και μονότονη για τα πάντα, άρχισε να εξειδανικεύει οτιδήποτε μη εγχώριο.
-Πολλές το κάνουν.
(ο τύπος με τη καράφλα και τα γυαλιά ηλίου μάσησε πάλι ένα παξιμάδι, φτύνοντας κάτω)
-Πολλές, ναι. Από ένα σημείο και μετά βέβαια, άρχισε να αλλάζει η ρότα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν παρατηρήσεις. Γιατί δεν είσαι αρκετά πολιτισμένος, μη δείχνεις ότι είσαι από χωριό...
(ξαναφτύνει τα θρύψαλα στο χαλί)
-Μπορώ να καταλάβω γιατί στα έλεγε αυτά.
-Ναι. Όχι. Δηλαδή, ναι, αλλά όχι μόνο. Σε πρώτη φάση, είπα, δε γαμείς, καιρός για ανανέωση. Άρχισα να πλένομαι συχνότερα. Πραγματικά, γυάλιζα και τη καράφλα μου.
-Ενδιαφέρον.
-Άρχισα να προσέχω περισσότερο πώς ντύνομαι. Πέταξα και τις τρύπιες κάλτσες μου με τα κλωνάρια ελιάς.
-Όουχ.
-Καθάρισα την τσιμούχα από τα ούλα μου, άρχισα να ξυρίζομαι συχνότερα.
-Δε μου φαίνεται ότι έκανες άσχημα.
-Δε ξέρω, σημασία έχει ότι το πάλεψα, πάνω κάτω. Μετά όμως περάσαμε στην επόμενη φάση. Την παγκόσμια.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, να, ξέρεις, γιατί δεν είσαι μορφωμένος σαν τους Γάλλους; Γιατί δεν είσαι πιο πνευματικός, σα τους Ασιάτες;
-Έλα μου ντες.
-Άκου κει, να μου πει εμένα για γαλλική διανόηση, που χω διαβάσει τα άπαντα του Μπαντλέρ!
-Του ποιου;
-Του Μπαντλέρ.
-Ποιου;
-Του Μπαντλέρ παιδάκι μου- ώχου, πού να ξέρεις εσύ από λογοτεχνία και ποίηση; Αυτόν που χει βγάλει "Τα άνθη του σκατού", την ποιητική συλλογή!
-Ο ποιος έχει βγάλει τι;
-Ωχ, πάμε παρακάτω, θα στο φέρω να το διαβάσεις καμιά μέρα, είναι αρκετά μέτριο μεν, αλλά αξίζει το χρόνο σου.
-Ναι, θα με σώσεις.
-Όπως και να χει το πράγμα, στην αρχή είπα, πλάκα έχει. Παίζουμε τους Ευρωπαίους. Πλάκα έχει.
-Χαίρομαι που το είδες έτσι.
-Μετά όμως περάσαμε στα τoξικά.
-Δηλαδή;
-Να, βλέπαμε τους μετανάστες που παλεύανε να μπούνε στο πλοίο για να την τζάσουνε και μου έλεγε, πώς θα ήθελα να με γάμαγε ένας τέτοιος. Ο πόλεμος των τόξων, λέει.
-Ο ποιος;
-Ο πόλεμος των τόξων.
-Ποιος;
-Πω, τι να σου εξηγώ τώρα, η τοξική συνείδηση που λέμε; Που έγραφε για αυτήνα ο Μαρκ;
-Ο ποιος;
-Ο Μαρκ μωρέ, που χε μετά τη φίρμα με τα βρακιά, με τον άλλονα τον μεγάλο της επανάστασης, τον Σπένσερ.
-Αχά...
-Δε μπορώ να καταλάβω βέβαια πώς δυο μεγάλοι λόγιοι της τοξικής πάλης και επαναστάτες, καταλήξανε να ράβουνε εσώρουχα.
-Λεγεται καπιταλισμός, εν πάσει περιπτώση, για συνέχισε γιατί αισθάνομαι λες και έχω πάρει LSD.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου πιάνει το κεφάλι του αργά και πίνει λίγο ακόμα καφέ. Ο τύπος με τη καράφλα και τα γυαλιά ηλίου συνεχίζει)
-Ε ναι. Μετά μπλέχτηκαν τα τοξικά με τα φυλετικά, και φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είμαι μαύρος σενεγαλέζος με χοντρή ψωλή. Ε καλά όλα τα άλλα, αλλά και η ψωλή τώρα; Η βαρβάτη ηπειρώτικη ψωλή που χει σκίσει ταβάνια και έχει δαμάσει κύμματα;
-Και τι είπατε μετά, ψωλ... εεεε, φίλε μου;
-Με ρώταγε, καλά, παρεξηγιέσαι; Γιατί, εσένα δε σε έλκει κάτι που δεν έχω εγώ;
-Πολύ σοφή ερώτηση.
-Της είπα, βασικά, όχι ιδιαίτερα. Αν και θα θελα περισσότερο βυζί.
-Εσύ;
-Οχι, λέω, να είχε, της είπα.
-Αχά.
-Αλλά εκτός αυτού. Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι που τελικώς έτυχε να ταξιδέψει στην Γαλλία.
-Όπου;
-Ε, εκεί πηδήχτηκε με έναν μαύρο χοντρό σενεγαλέζο.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου μπήγει υστερικά γέλια. Ο τύπος με την καράφλα και τα γυαλιά ηλίου δε δείχνει να νοιάζεται, και φτύνει πάλι θρύψαλα στο χαλί)
-Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν έπρεπε να γελάσω...ααααχ...
-Δε με πειράζει, σε όσους το χω διηγηθεί έχουν γελάσει έτσι.
-Μάλιστα...ααααχ...και, χμ, και, δε μου λες, αυτό ήτανε, ε;
-Ε ναι. Δε μπορώ εγώ να ατιμασθώ έτσι στη ψύχρα από έναν άπλυτο, βρωμιάρη Γάλλο, ο οποίος θα έχει και τσιμούχα στα δόντια σήμερα, και τρυπημένες κάλτσες. Και παίζει και να μην κάνει και μπάνιο συχνά!
-Χμ, χμ, μάλιστα. Υποθέτω ότι έχεις γνωρίσει Γάλλους, για να το λες αυτό, ε;
-Όχι. Αλλά βλέπω πολύ τηλεόραση.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου μπήγει ξανά υστερικά γέλια και η αυλαία πέφτει)
-Θα σου πω, θα σου πω
(ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου και τη φαλάκρα τσάκωσε ένα παξιμάδι από τον δίσκο και αφού το μάσησε καλά και έφτυσε τα τρύμματα στο χαλί, συνέχισε)
-Ήμουνα με αυτή τη γκόμενα, έτσι;
-Μάλιστα.
-Φοβερή γκόμενα. Μιλάμε για προσόντα, όχι αστεία.
-Σπάνια.
-Ναι. Ήταν απόλυτα γαμεύσιμη, αλλά ταυτόχρονα πνευματώδης- μπορούσες να συννενοηθείς, και όχι μόνο, αλλά και να κάνεις, σε φάσεις, και γαμώ τις συζητήσεις.
-Πολύ καλό αυτό. Το πρόβλημα πού είναι;
-Λοιπόν αυτή η γκόμενα γεννήθηκε με ένα μεγάλο κόμπλεξ. Όχι πολλά, ένα, αλλά βαρβάτο.
-Το οποίο είναι;
-Γεννήθηκε σε χωριό, και δε μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει.
-Αχα.
(Ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου ρούφηξε αργά λίγο από τον καφέ του)
-Ο κόσμος όλος της φαινόταν ένα μεγάλο γαμήσι.
-Εννοείς, πηδιότανε συνέχεια και με όποιον έβρισκε;
-Όχι, όχι, το αντίθετο, όσον καιρό τα είχαμε τσινάσει, τα πρώτα χρόνια έστω, ήταν ειλικρινής και πολύ ευπρεπής. Βέβαια ένα από τα αγαπημένα της χόμπυ ήταν το φλερτ, παντού και πάντοτε, αλλά ήταν τόσο υγιές και όχι πονηρό, που δεν ενοχλούσε κανέναν μας.
-Και καλά έκανε.
-Μάλιστα. Το θέμα είναι, ότι, επειδή πάντα αισθανόταν το χωριό να την πνίγει, και την ζωή γύρω από αυτό υπερβολικά μικρή και μονότονη για τα πάντα, άρχισε να εξειδανικεύει οτιδήποτε μη εγχώριο.
-Πολλές το κάνουν.
(ο τύπος με τη καράφλα και τα γυαλιά ηλίου μάσησε πάλι ένα παξιμάδι, φτύνοντας κάτω)
-Πολλές, ναι. Από ένα σημείο και μετά βέβαια, άρχισε να αλλάζει η ρότα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν παρατηρήσεις. Γιατί δεν είσαι αρκετά πολιτισμένος, μη δείχνεις ότι είσαι από χωριό...
(ξαναφτύνει τα θρύψαλα στο χαλί)
-Μπορώ να καταλάβω γιατί στα έλεγε αυτά.
-Ναι. Όχι. Δηλαδή, ναι, αλλά όχι μόνο. Σε πρώτη φάση, είπα, δε γαμείς, καιρός για ανανέωση. Άρχισα να πλένομαι συχνότερα. Πραγματικά, γυάλιζα και τη καράφλα μου.
-Ενδιαφέρον.
-Άρχισα να προσέχω περισσότερο πώς ντύνομαι. Πέταξα και τις τρύπιες κάλτσες μου με τα κλωνάρια ελιάς.
-Όουχ.
-Καθάρισα την τσιμούχα από τα ούλα μου, άρχισα να ξυρίζομαι συχνότερα.
-Δε μου φαίνεται ότι έκανες άσχημα.
-Δε ξέρω, σημασία έχει ότι το πάλεψα, πάνω κάτω. Μετά όμως περάσαμε στην επόμενη φάση. Την παγκόσμια.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, να, ξέρεις, γιατί δεν είσαι μορφωμένος σαν τους Γάλλους; Γιατί δεν είσαι πιο πνευματικός, σα τους Ασιάτες;
-Έλα μου ντες.
-Άκου κει, να μου πει εμένα για γαλλική διανόηση, που χω διαβάσει τα άπαντα του Μπαντλέρ!
-Του ποιου;
-Του Μπαντλέρ.
-Ποιου;
-Του Μπαντλέρ παιδάκι μου- ώχου, πού να ξέρεις εσύ από λογοτεχνία και ποίηση; Αυτόν που χει βγάλει "Τα άνθη του σκατού", την ποιητική συλλογή!
-Ο ποιος έχει βγάλει τι;
-Ωχ, πάμε παρακάτω, θα στο φέρω να το διαβάσεις καμιά μέρα, είναι αρκετά μέτριο μεν, αλλά αξίζει το χρόνο σου.
-Ναι, θα με σώσεις.
-Όπως και να χει το πράγμα, στην αρχή είπα, πλάκα έχει. Παίζουμε τους Ευρωπαίους. Πλάκα έχει.
-Χαίρομαι που το είδες έτσι.
-Μετά όμως περάσαμε στα τoξικά.
-Δηλαδή;
-Να, βλέπαμε τους μετανάστες που παλεύανε να μπούνε στο πλοίο για να την τζάσουνε και μου έλεγε, πώς θα ήθελα να με γάμαγε ένας τέτοιος. Ο πόλεμος των τόξων, λέει.
-Ο ποιος;
-Ο πόλεμος των τόξων.
-Ποιος;
-Πω, τι να σου εξηγώ τώρα, η τοξική συνείδηση που λέμε; Που έγραφε για αυτήνα ο Μαρκ;
-Ο ποιος;
-Ο Μαρκ μωρέ, που χε μετά τη φίρμα με τα βρακιά, με τον άλλονα τον μεγάλο της επανάστασης, τον Σπένσερ.
-Αχά...
-Δε μπορώ να καταλάβω βέβαια πώς δυο μεγάλοι λόγιοι της τοξικής πάλης και επαναστάτες, καταλήξανε να ράβουνε εσώρουχα.
-Λεγεται καπιταλισμός, εν πάσει περιπτώση, για συνέχισε γιατί αισθάνομαι λες και έχω πάρει LSD.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου πιάνει το κεφάλι του αργά και πίνει λίγο ακόμα καφέ. Ο τύπος με τη καράφλα και τα γυαλιά ηλίου συνεχίζει)
-Ε ναι. Μετά μπλέχτηκαν τα τοξικά με τα φυλετικά, και φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είμαι μαύρος σενεγαλέζος με χοντρή ψωλή. Ε καλά όλα τα άλλα, αλλά και η ψωλή τώρα; Η βαρβάτη ηπειρώτικη ψωλή που χει σκίσει ταβάνια και έχει δαμάσει κύμματα;
-Και τι είπατε μετά, ψωλ... εεεε, φίλε μου;
-Με ρώταγε, καλά, παρεξηγιέσαι; Γιατί, εσένα δε σε έλκει κάτι που δεν έχω εγώ;
-Πολύ σοφή ερώτηση.
-Της είπα, βασικά, όχι ιδιαίτερα. Αν και θα θελα περισσότερο βυζί.
-Εσύ;
-Οχι, λέω, να είχε, της είπα.
-Αχά.
-Αλλά εκτός αυτού. Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι που τελικώς έτυχε να ταξιδέψει στην Γαλλία.
-Όπου;
-Ε, εκεί πηδήχτηκε με έναν μαύρο χοντρό σενεγαλέζο.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου μπήγει υστερικά γέλια. Ο τύπος με την καράφλα και τα γυαλιά ηλίου δε δείχνει να νοιάζεται, και φτύνει πάλι θρύψαλα στο χαλί)
-Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν έπρεπε να γελάσω...ααααχ...
-Δε με πειράζει, σε όσους το χω διηγηθεί έχουν γελάσει έτσι.
-Μάλιστα...ααααχ...και, χμ, και, δε μου λες, αυτό ήτανε, ε;
-Ε ναι. Δε μπορώ εγώ να ατιμασθώ έτσι στη ψύχρα από έναν άπλυτο, βρωμιάρη Γάλλο, ο οποίος θα έχει και τσιμούχα στα δόντια σήμερα, και τρυπημένες κάλτσες. Και παίζει και να μην κάνει και μπάνιο συχνά!
-Χμ, χμ, μάλιστα. Υποθέτω ότι έχεις γνωρίσει Γάλλους, για να το λες αυτό, ε;
-Όχι. Αλλά βλέπω πολύ τηλεόραση.
(ο τύπος με το κεφάλι πελεκάνου μπήγει ξανά υστερικά γέλια και η αυλαία πέφτει)
Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009
Ω, ΝΑΙ!
Νέο Funeral Mist στις 23 Φλεβάρη, έτσι στο ξαφνικό;
Κι όμως. Το έμαθα πριν 3 μέρες και σήμερα μόνο μπόρεσα και το χώνεψα- το 2009 θα ναι κορυφή, μουσικά.
Ο τίτλος θα ναι "Maranatha" και θα χει 8 κομμάτια.
Εξώφυλλο (θεϊκό), όπως και γενικές πληροφορίες, μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.metalstorm.ee/events/news_comments.php?news_id=8143
Ω ναι, ω ναι, ω ναι
Κι όμως. Το έμαθα πριν 3 μέρες και σήμερα μόνο μπόρεσα και το χώνεψα- το 2009 θα ναι κορυφή, μουσικά.
Ο τίτλος θα ναι "Maranatha" και θα χει 8 κομμάτια.
Εξώφυλλο (θεϊκό), όπως και γενικές πληροφορίες, μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.metalstorm.ee/events/news_comments.php?news_id=8143
Ω ναι, ω ναι, ω ναι
Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009
Να σαι καλα
Να'σαι καλά
ανώνυμε, άγνωστε μεθύστακα,
στο σκοτεινό σοκάκι κοντά στο σπίτι μου,
σε βλέπω να παραπατάς όπως κι εγώ,
ξέροντας πού βαδίζεις αλλά χωρίς πυξίδα,
το σπίτι σου και σπίτι μου, το "ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ"
του στομάχου,
να'σαι καλά λοιπόν,
διότι ξέρω ότι όταν σε βλέπω,
αναγνωρίζω ότι είμαι αρκετά καλά,
για να ξέρω που πηγαίνω
(και μάλλον το ίδιο και εσύ)
άρα δε θα σε πειράξει που γράφω για σένα σουρωμένος
είναι η κληρονομιά της φαμίλιας μου,
και αν ναι,
πίστεψέ με,
εχθρός σου δεν είμαι,
είμαι απλά ένα ακόμα χαμένο κορμί,
σαν εσένα,
που έτυχε να ακούσει 2-3 πράγματα πραπάνω,
ο αμόρφωτος μούλος,
και τώρα κοκορεύεται στους αδερφικούς του φίλους και στα γκομενάκια.
Μα δεν είμαστε για τον πούτσο,
για να κλαις,
φίλε μου;
ανώνυμε, άγνωστε μεθύστακα,
στο σκοτεινό σοκάκι κοντά στο σπίτι μου,
σε βλέπω να παραπατάς όπως κι εγώ,
ξέροντας πού βαδίζεις αλλά χωρίς πυξίδα,
το σπίτι σου και σπίτι μου, το "ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ"
του στομάχου,
να'σαι καλά λοιπόν,
διότι ξέρω ότι όταν σε βλέπω,
αναγνωρίζω ότι είμαι αρκετά καλά,
για να ξέρω που πηγαίνω
(και μάλλον το ίδιο και εσύ)
άρα δε θα σε πειράξει που γράφω για σένα σουρωμένος
είναι η κληρονομιά της φαμίλιας μου,
και αν ναι,
πίστεψέ με,
εχθρός σου δεν είμαι,
είμαι απλά ένα ακόμα χαμένο κορμί,
σαν εσένα,
που έτυχε να ακούσει 2-3 πράγματα πραπάνω,
ο αμόρφωτος μούλος,
και τώρα κοκορεύεται στους αδερφικούς του φίλους και στα γκομενάκια.
Μα δεν είμαστε για τον πούτσο,
για να κλαις,
φίλε μου;
Varcolac
Θα δαγκώσω βίαια το φεγγάρι και θα το γεμίσω αίμα.
Ό,τι πιο ταιριαστό για τη φυλή μου.
των λεπρών και των άστεγων.
Ό,τι πιο ταιριαστό για τη φυλή μου.
των λεπρών και των άστεγων.
Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009
"Agorapocalypse"
Και πάνω που πίστευα ότι οι Mastodon θα ναι η μπάντα που θα με κρατήσει στην τσίτα της αναμονής το 2009, τσουπ, σκάει και η επίσημη ημερομηνία του νέου full lenght των Agoraphobic Nosebleed, μιας απ τις πιο αγαπημένες μου μπάντες ever. 20 Απριλίου ημερομηνία παγκόσμιας κυκλοφορίας του και μέχρι τότε, ypomonh, ypomonh.
*τσεκάρετε και το ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ εξωφυλο του Florian.
*τσεκάρετε και το ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ εξωφυλο του Florian.
Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009
A womb called Antarctica
Starlit eyes refuse to stare back at me
-this frozen eulogy I invented to feel sorry about the world
when everything's cleansed by our own inability to breathe,
lies expire and serpents hide
Sub zero legions of martyrs we rose
from the ashes of yesterday's flaws
When life is Antarctica and every womb an exit,
lies expire and chimeras rise
-this frozen eulogy I invented to feel sorry about the world
when everything's cleansed by our own inability to breathe,
lies expire and serpents hide
Sub zero legions of martyrs we rose
from the ashes of yesterday's flaws
When life is Antarctica and every womb an exit,
lies expire and chimeras rise
Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009
Καλαμάρια
Ανεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας στις 8 το πρωί, επιστρέφοντας από το μπουγατσάδικο με προμήθειες προς κατανάλωση μετά από μια μέρα μηδενικού ύπνου, το τελευταίο πράγμα που περίμενα να βρω εμπρός μου ήταν δυο τεράστια καλαμάρια να τσακώνονται για την λειτουργικότητα της μη δράσης σαν πανάκεια στην καθημερινή βιοπάλη. Κουστουμαρισμένα, κιόλας, στη μέση του διαδρόμου, κλείνοντάς μου το δρόμο.
-Με συγχωρείτε.
Γύρισαν και με κοίταξαν απότομα, διακόπτωντας το τσακωμό τους, ενό προσπαθούσα να περάσω από μέσα τους για να ανοίξω τη πόρτα.
-Τι είναι, τι είναι, τι είναι;
-Ναι, τι είναι;
Δυο μεγάλα τάλαρα από μελάνι εκτοξεύτηκαν απ τα φαφλατάδικά τους στόματα, τάλαρα τα οποία απέφυγα με Tony Hawk εληγμούς.
-Θέλω απλά να μπω σπίτι μου.
-Σπίτι; Ποιο σπίτι; Εδώ σπίτι;
-Ναι, σπίτι σπίτι σπίτι;
Σκέφτηκα ότι με κορόιδευαν, αλλά παραήμουν γραψαρχίδης μετά από ξενύχτι ολκής. Μετά τους άκουσα να λένε
-Ε, μικρέ! Μικρέ, έλα εδώ μικρέ.
-Ναι, μικρέ μικρέ μικρέ!
-Τι είναι;
-Σκεφτόμασταν. Έχουμε ένα θέμα και θέλουμε μια γνώμη, τρίτη γνώμη, θέλουμε.
-Ναι, γνώμη τρίτη γνώμη τρίτη.
-Με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαι σε θέση να πιάσω βαρυσήμαντες κουβέντες.
-Κάλεσέ μας τότε για ένα καφέ, καφέ, καφέ, καφέ, σπίτι σου.
-Ναι, καφέ, μιλάμε μέσα.
Θρασύτατα καλαμάρια- τρίτη φορά στη ζωή μου που καλαμάρια μου φορτώνονται στη πλάτη. Αλλά λέω, δε γαμιέται; Ο Βασίλης μέσα ροχάλιζε- εγώ δεν άντεχα να ξαναπαίξω το πουλί μου, οπότε τζετ.
-Ωραίο σπίτι, ωραίο, μικρό καλό ωραίο.
-Κόκκινος καναπές; Πολύ καλό καλό καλό.
-Ναι, άνετος είναι.
-Γαμάς σε αυτόν τον καναπέ;
-Ναι, γαμάς, γαμάς;
-Νομίζω ότι θέλατε κάτι να ρωτήσετε.
-Ναι. Αλλά φτιάξε καφέ, καφέ πρώτα
-Ναι, πρώτα καφέ καφέ καφέ.
Νευρίασα, αλλά δεν είπα τίποτα. Αντ'αυτού πέταξα σε μια κούπα τρεις ξερές, χωμάτινες κουταλιές καφέ, έβρεξα τον πάτο της, έριξα ζάχαρη και στα γρήγορα τους έδωσα από ένα ποτήρι στον καθένα. Ήξερα, από προηγούμενη εμπειρία μου, ότι τα καλαμάρια δεν έχουν καμία αίσθηση του καφέ. Άρχισαν να ρουφάνε χύνοντας μελάνι παντού- ήθελα να τους δείρω, και θα το έκανα αν δεν ξεκίναγε ο ένας να μιλάει.
-Λοιπόν, άκου εδώ, εδώ άκου όμως
Εν ολίγοις, και μετά από έναν μαραθώνιο πίρλας, μου εξήγησε ότι με τον φίλο του, γυρίσανε από ένα ταξίδι στην Ινδία. Εκεί, πήρανε μια γεύση απ τον ασκητικό τρόπο ζωής, και γυρίζοντας πίσω, ο ένας απ τους δύο ήθελε να ακολουθήσει ένα παρόμοιο πλάνο. Ο άλλος του έλεγε ότι ο ασκητισμός πλέον είναι και θέμα κοινωνικό, όχι προσωπικό, τονίζοντας ότι στην δυτική μας κοινωνία της ψευτοαφθονίας, ο ασκητής είναι ο παραιτημένος απ τ η ζωή και τεμπέλης της καθημερινότητας. Ο τεμπελοκαλάμαρος του απάντησε ότι η πνευματικότητα, συνειδητά, ναι μεν καθορίζεται από την κοινωνία, αλλά παραμένει στην ουσία της κάτι προσωπικό και αν χρησιμοποιηθεί με μέτρο, ανοίγει τους ορίζοντες, άρα βλέπεις ότι αντί να ζεις με 10 πράγματα, όπως σου επιβάλλουν έμμεσα, μπορείς να ζεις και με 3.
Για να μη σας κουράσω, άρχισαν πάλι να τσακώνονται άσχημα. Φωνάζανε και χύνανε μελάνια. Ο Βασίλης σηκώθηκε με το σώβρακο και τα μάτια του Ασιάτη απ τον ύπνο, κοίταξε πρώτα τα καλαμάρια, μετά τον χώρο που χε γίνει μουνί, και μετά εμένα.
-Γαμιέσαι, ψέλλισε κοιμησμένα και ξαναεπέστρεψε στο δωμάτιο.
-Λοιπόν. Πες μας, εσύ πες μας, τι πιστεύεις;
-Μισό λεπτό.
Γράπωσα ένα μαχαίρι απ το πάγκο της κουζίνας.
-Η αλήθεια είναι...
Και πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, κάρφωσα τον ένα στο δόξα πατρί. Έπεσε στο έδαφος νεκρός με τη μία. Ο άλλος σάστισε και κατουρήθηκε πάνω του- άρχισε να χύνει όσο μελάνι είχε για να τρέξει να σωθεί. Στο τσακ τον καρφώνω στη πλάτη όσο άνοιγε τη πόρτα. Πέφτει χάμω, μου κλωτσάει όμως το μαχαίρι πριν- πέφτω πάνω του, τα 95 μου κιλά του λιώνουν τη κοιλιά και τον πνίγω με τα ίδια μου τα χέρια. Δυο καλαμάρια νεκρά σπίτι μου.
Πλένω τα πιάτα, ανάβω ένα τσιγάρο να φύγει η ένταση, διαβάζω για τους Ινδο-Ευρωπαίους και ανάβω το φούρνο. Μέσα στην ανιδιοτελή μου λούφα απ την καθημερινότητα, η οποία δεν έχει κανένα πνευματικό στοιχείο απολύτως, είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος το φαγητό μου με τον ιδρώτα μου.
-Με συγχωρείτε.
Γύρισαν και με κοίταξαν απότομα, διακόπτωντας το τσακωμό τους, ενό προσπαθούσα να περάσω από μέσα τους για να ανοίξω τη πόρτα.
-Τι είναι, τι είναι, τι είναι;
-Ναι, τι είναι;
Δυο μεγάλα τάλαρα από μελάνι εκτοξεύτηκαν απ τα φαφλατάδικά τους στόματα, τάλαρα τα οποία απέφυγα με Tony Hawk εληγμούς.
-Θέλω απλά να μπω σπίτι μου.
-Σπίτι; Ποιο σπίτι; Εδώ σπίτι;
-Ναι, σπίτι σπίτι σπίτι;
Σκέφτηκα ότι με κορόιδευαν, αλλά παραήμουν γραψαρχίδης μετά από ξενύχτι ολκής. Μετά τους άκουσα να λένε
-Ε, μικρέ! Μικρέ, έλα εδώ μικρέ.
-Ναι, μικρέ μικρέ μικρέ!
-Τι είναι;
-Σκεφτόμασταν. Έχουμε ένα θέμα και θέλουμε μια γνώμη, τρίτη γνώμη, θέλουμε.
-Ναι, γνώμη τρίτη γνώμη τρίτη.
-Με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαι σε θέση να πιάσω βαρυσήμαντες κουβέντες.
-Κάλεσέ μας τότε για ένα καφέ, καφέ, καφέ, καφέ, σπίτι σου.
-Ναι, καφέ, μιλάμε μέσα.
Θρασύτατα καλαμάρια- τρίτη φορά στη ζωή μου που καλαμάρια μου φορτώνονται στη πλάτη. Αλλά λέω, δε γαμιέται; Ο Βασίλης μέσα ροχάλιζε- εγώ δεν άντεχα να ξαναπαίξω το πουλί μου, οπότε τζετ.
-Ωραίο σπίτι, ωραίο, μικρό καλό ωραίο.
-Κόκκινος καναπές; Πολύ καλό καλό καλό.
-Ναι, άνετος είναι.
-Γαμάς σε αυτόν τον καναπέ;
-Ναι, γαμάς, γαμάς;
-Νομίζω ότι θέλατε κάτι να ρωτήσετε.
-Ναι. Αλλά φτιάξε καφέ, καφέ πρώτα
-Ναι, πρώτα καφέ καφέ καφέ.
Νευρίασα, αλλά δεν είπα τίποτα. Αντ'αυτού πέταξα σε μια κούπα τρεις ξερές, χωμάτινες κουταλιές καφέ, έβρεξα τον πάτο της, έριξα ζάχαρη και στα γρήγορα τους έδωσα από ένα ποτήρι στον καθένα. Ήξερα, από προηγούμενη εμπειρία μου, ότι τα καλαμάρια δεν έχουν καμία αίσθηση του καφέ. Άρχισαν να ρουφάνε χύνοντας μελάνι παντού- ήθελα να τους δείρω, και θα το έκανα αν δεν ξεκίναγε ο ένας να μιλάει.
-Λοιπόν, άκου εδώ, εδώ άκου όμως
Εν ολίγοις, και μετά από έναν μαραθώνιο πίρλας, μου εξήγησε ότι με τον φίλο του, γυρίσανε από ένα ταξίδι στην Ινδία. Εκεί, πήρανε μια γεύση απ τον ασκητικό τρόπο ζωής, και γυρίζοντας πίσω, ο ένας απ τους δύο ήθελε να ακολουθήσει ένα παρόμοιο πλάνο. Ο άλλος του έλεγε ότι ο ασκητισμός πλέον είναι και θέμα κοινωνικό, όχι προσωπικό, τονίζοντας ότι στην δυτική μας κοινωνία της ψευτοαφθονίας, ο ασκητής είναι ο παραιτημένος απ τ η ζωή και τεμπέλης της καθημερινότητας. Ο τεμπελοκαλάμαρος του απάντησε ότι η πνευματικότητα, συνειδητά, ναι μεν καθορίζεται από την κοινωνία, αλλά παραμένει στην ουσία της κάτι προσωπικό και αν χρησιμοποιηθεί με μέτρο, ανοίγει τους ορίζοντες, άρα βλέπεις ότι αντί να ζεις με 10 πράγματα, όπως σου επιβάλλουν έμμεσα, μπορείς να ζεις και με 3.
Για να μη σας κουράσω, άρχισαν πάλι να τσακώνονται άσχημα. Φωνάζανε και χύνανε μελάνια. Ο Βασίλης σηκώθηκε με το σώβρακο και τα μάτια του Ασιάτη απ τον ύπνο, κοίταξε πρώτα τα καλαμάρια, μετά τον χώρο που χε γίνει μουνί, και μετά εμένα.
-Γαμιέσαι, ψέλλισε κοιμησμένα και ξαναεπέστρεψε στο δωμάτιο.
-Λοιπόν. Πες μας, εσύ πες μας, τι πιστεύεις;
-Μισό λεπτό.
Γράπωσα ένα μαχαίρι απ το πάγκο της κουζίνας.
-Η αλήθεια είναι...
Και πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, κάρφωσα τον ένα στο δόξα πατρί. Έπεσε στο έδαφος νεκρός με τη μία. Ο άλλος σάστισε και κατουρήθηκε πάνω του- άρχισε να χύνει όσο μελάνι είχε για να τρέξει να σωθεί. Στο τσακ τον καρφώνω στη πλάτη όσο άνοιγε τη πόρτα. Πέφτει χάμω, μου κλωτσάει όμως το μαχαίρι πριν- πέφτω πάνω του, τα 95 μου κιλά του λιώνουν τη κοιλιά και τον πνίγω με τα ίδια μου τα χέρια. Δυο καλαμάρια νεκρά σπίτι μου.
Πλένω τα πιάτα, ανάβω ένα τσιγάρο να φύγει η ένταση, διαβάζω για τους Ινδο-Ευρωπαίους και ανάβω το φούρνο. Μέσα στην ανιδιοτελή μου λούφα απ την καθημερινότητα, η οποία δεν έχει κανένα πνευματικό στοιχείο απολύτως, είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος το φαγητό μου με τον ιδρώτα μου.
Γιουντερ
-Πριν χρόνια, συνάντησα τη πουτάνα της ζωής μου. Ήταν τότε με το μεγάλο μπλακάουτ, θυμάσαι;
-Πφφφ...13 χρόνια πριν;
-15. Ακόμα περισσότερα.
-Αχα.
-Ναι. Είχα πάει Γερμανία, τότε που ψαχνόμουνα πνευματικά και γύριζα το πλανήτη...
-Τι πράγμα κι αυτό, αδερφέ μου.
(Ο άνθρωπος με το κεφάλι πελεκάνου βγάζει ένα μπουκάλι κρασί, το ανοίγει με το ράμφος του και αφού γεμίζει το ποτήρι, συνεχίζει)
-Γύρναγες τον κόσμο...αρχίδια φίλε μου, τζαμπέ εκδρομή χρειαζόσουν, όχι γκουρού.
-Ναι όμορφα, ξανά μανά η ίδια κριτική- να τελειώσω όμως πρώτα;
-Ελεύθερα.
-Ωραία. Στη Γερμανία λοιπόν, σου χα πει, είχα μπλέξει με εκείνον τον πραγματικά μικροσκοπικό ανθρωπάκο. Παραλίγο πυγμαίος, θα έλεγα. Είχε ένα απίστευτα πλαδαρό ξυρισμένο κεφάλι, δυο φορές όσο ο κώλος του.
-Υπέροχο θέαμα.
-Ο τύπος ήξερε τι παιζόταν φίλε. Είχε κάτι σαν γιάφκα, έφερνε μέσα ναρκωτικά και πουτάνες, και μαζευόταν η σάρα και η μάρα.
-Αχα, οι αναρχικοί φίλοι σου.
-Ναι, αυτοί. Ή έστω έτσι πιστεύαμε τότε. Ξέρεις, με ένα τσιγαριλίκι, νιώθεις ότι μπορείς να μιλάς για την παγκόσμια ελευθερία άνετα. Με τρια αρχίζεις και το πιστεύεις, με 5 αρχίζεις και θέλεις να κάνεις πράξη τα λεγόμενά σου, με 8 και παραπάνω τρέχεις στο δρόμο...
-Υπέροχα. Λόγιοι.
-Κοίτα, κανείς δεν ήταν κακός άνθρωπος από εκεί μέσα. Απλά μπερδεμένοι. Οι μισοί, υπερβολικά τεμπέληδες για να δεχτούν ότι και την ουτοπία τους να είχαμε σαν μέτρο σύγκρισης με το οτιδήποτε πρακτικά, μια στις χίλιες δηλαδή, και πάλι θα έπρεπε να δουλεύουν τρόπω τινά.
-Ναι, την ξέρω την ιστορία. Από τότε που μουνα πιτσιρικάς και η μάνα μου με τάιζε ψάρια.
-Όμορφοι νέοι, μακρυμάλληδες και καυλωμένοι- οι μισοί ξέραν απέξω τα περισσότερα αναρχικά συγγράματα και άρχιζαν, μαστουρωμένοι, να βγάζουν κάτι απίστευτα λογίδρια. Και οι κοπελίτσες που είχαμε μαζί κατά καιρούς, ψαρώνανε άσχημα. Άσχημα, φίλε, άσχημα.
-Πάντα έτσι γίνεται.
-Ναι. Ερωτεύονταν κάθε σαββατοκύριακο και μια διαφορετική κουλτουριάρικη Δαμόκλεια σπάθη, έλεγαν ότι πρέπει να γίνει κάτι- μαζί με τους γκόμενούς τους έτρεχαν σε πεντακόσιες πορείες, και για την τελευταία μαλακία που μπορεί να φανταστείς- και ήταν ψευτοευτυχισμένες μέσα στο ψεματάκι τους.
-Υπέροχα.
-Εν πάσει περιπτώση. Αυτός ο κοντός, Ζερικώ τον έλεγαν...
-Μπα; Σα το ζωγράφο;
-Ναι. Δεν ήταν το κανονικό του όνομα, ήταν ψευδώνυμο αλλά ποτέ δεν έμαθα πώς τον λένε στ'αλήθεια, διότι κόψαμε επαφές και μετά έμαθα ότι πέθανε από ένα ατύχημα με πλυντήριο.
-Ε;
-Ναι, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Τέλος πάντων, κάθε Σάββατο μας έφερνε πουτάνες- τις καλύτερες των καλυτέρων, απ τα πιο όμορφα μπουρδέλα της Γερμανίας. Και γλεντούσαμε όλοι, γαμιώντας τα πάντα, σα χίπηδες.
-Συγχαρητήρια.
-Τότε αυτό μας φαινόταν παράδεισος, γαμάγαμε μέχρι και τα έπιπλα.
-Ο καθείς με τα βίτσια του.
-Ε για να μη στα πολυλογώ, ενώ το όλο πράγμα είχε κορεστεί, πάνω κάτω, και είχα βαρεθεί τη μονοτονία του να γαμάς κάθε βδομάδα και γω δε ξέρω πόσες μουνάρες...
-Καημένο παιδί.
-Μια μέρα λοιπόν, συνάντησα την Γιούντερ.
-Περίεργο όνομα.
-Ναι, αλλά όμορφο.
-Μαλακία είναι.
-Διαφωνώ.
-Στ'αρχίδια μου, είναι απαίσιο.
(ο μουσάτος με τα γυαλιά ηλίου έβαλε κι αυτός λίγο κρασί, και συνέχισε τη διήγηση)
-Τέσπα, η Γιούντερ ήταν εκ πρώτης όψεος το λιγότερο απωθητική. Αλλά είχε το ξεχωριστό χάρισμα του να σε κάνει χαρούμενο όταν τη γαμάς- η τύπισσα έλεγε τα καλύτερα ανέκδοτα και ιστορίες.
-Κάτσε, λέγατε ανέκδοτα ενώ γαμιόσασταν;
-Ναι, κάθε φορά. Θυμάμαι ένα με έναν πελεκάνο και έναν παππά...
-Δε με αφορά.
-Με συγχωρείς. Λοιπόν αυτή η πουτάνα ήξερε να ελέγχει τα αισθητήρια κέντρα του πελάτη της. Πολλές φορές έπαιρνε πρωτοβουλίες που δε μου άρεσαν καθόλου σαν ιδέα- αλλά μόλις γινόταν η ιδέα πράξη, έμενα να χύνω σα συντριβάνι και να πέφτω ημιλιπόθυμος στο κρεβάτι.
-Δε θέλω να μάθω περί τίνος πρόκειται.
-Θα έχανες πάσα ιδέα για το άτομό μου.
-Αυτό έχει γίνει εδώ και χρόνια.
-Καλύτερα. Διότι αν είναι έτσι δε σε πειράζει να ακούσεις ότι στο τελευταίο μας σεξ η Γιούντερ με έχεσε στον αφαλό.
(Ο πελεκάνος γουρλώνει τα μάτια, κρατάει το στομάχι του και αφήνει δυο ριξιές διεφθαρμένο κόκκινο κρασί στο χαλί)
-...πανάθεμά σε, βούλωσέ το, κτήνος!
-Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Αλλά δε συνεχίζω, σεβόμενος την επιθυμία σου.
-Να μη συνεχίσεις γενικώς! Δε μπορώ να σε καταλάβω, και ποτέ δε θα μπορέσω, προφανώς.
-Μα, δε θες να σου πω για την Γιούντερ;
-Όχι. Πες μου μόνο πώς έληξε το πράγμα και φτάνει.
-Περίεργη κατάσταση. Το τελευταίο μας βράδυ, αυτό με τα σκατά...
(Ο πελεκάνος ξαναξερνάει και κοιτάει νευριασμένα τον μουσάτο με τα γυαλιά ηλίου)
-Με συγχωρείς! Το τελευταίο μας βράδυ, εν πάσει περιπτώσει, πάνω στο καλύτερο, γίνεται το μεγάλο μπλακάουτ.
-Γκαντεμιά.
-Μεγάλη! Διότι κάποιος επωφελήθηκε απ την αναστάτωση, και έκλεψε το ξύλινο πόδι της Γιούντερ απ το κρεβάτι μας χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι.
(Ο πελεκάνος μένει σιωπηλός, με γουρλωμένα μάτια)
-Το χειρότερο είναι, η Γιούντερ αναστατώθηκε, σηκώθηκε απότομα, έπεσε στο πάτωμα και της έφυγε το αριστερό της γυάλινο μάτι.
-......;
-Έτρεξα να τη βοηθήσω μέσα στα σκοτάδια. Δε το βρήκα πουθενά, μετά από λίγο βλέπω δυο αναρχικούς να το έχουν ακουμπήσει στο τραπέζι και να το παρομοιάζουν με την διαλεκτική. Ποτέ δε κατάλαβα τι εννοούσαν, είχαν πάρει ψυχοτρόπα.
-.......;
-Το παίρνω, αφού τους έπεισα ότι δεν είμαι ο Προυντόν, και το πάω πίσω- αλλά πού; η Γιούντερ εξαφανισμένη. Έτρεξα πανικόβλητος τριγύρω, πουθενά. Βγήκα έξω αλειμένος με σκατά, τίποτα. Είχε γίνει καπνός.
-Παρακαλώ πόλυ, δε θέλω άλλες σκατολογικές αναφορές στη κουβέντα μας.
-Δεν υπάρχουν άλλες.
-Όμορφα.
-Σαφώς.
-Ωραία. Και τι έγινε με αυτό το θαύμα της φύσης, τη Γιούντερ;
-Έμαθα μετά από χρόνια, όταν είχα επιστρέψει, ότι την βούτηξε ένας Αλγερινός αναρχικός, κι αυτός ψυχεδελιασμένος, την πήρε στη πλάτη νομίζοντας ότι είναι η Σάντα Λουτσία, φύγανε με το πρώτο πλοίο, και για να πείσει την άθεη πλευρά του εαυτού του ότι δεν υπάρχει Αγία Λουτσία, την έβαλε να καταπίνει ποτήρια- μέχρι που της διάλυσε τα δόντια και το σαγόνι. Σε λίγες μέρες η Γιούντερ πέθανε από αιμοραγία, ο τυπάς δεν είχε καταλάβει τίποτα- την νόμιζε μεγάλο μαξιλάρι, της έκοψε τα χέρια και το πόδι και την έπαιρνε μαζί του στα οδοφράγματα, επίσης μαστουρωμένος με ψυχεδελικά, και την στριφογύριζε για να αποφεύγει τα καπνογόνα. Μέχρι που όπως ήαν φυσικό τον καταλάβανε, αφού ξεπέρασαν το σοκ της σκηνής, και τον σπάσανε στο ξύλο.
-Φερέλπεις νέοι.
-Ναι. Νομίζω ότι ο τύπος σήμερα δουλεύει σε τράπεζα. Και έχει και δυο παιδιά.
-Λογικότατο.
-Κι αυτή ήταν η κατάληξη του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής μου.
-Δε μπορώ να σχολιάσω κάτι. Συγγνώμη αν σε απογοητεύω αλλά μου διαλάς την φαντασίωση ότι ένας De Sade είναι αχρείαστος στην εποχή μας.
-Ναι.
-Ενδιαφέρουσα ιστορία όμως.
-Ναι.
-Μες την γκαντεμιά όμως.
-Ναι φίλε. Αυτό είναι που λέμε, σκατά.
(Ο πελεκάνος ξερνάει κι άλλο κρασί)
-Πφφφ...13 χρόνια πριν;
-15. Ακόμα περισσότερα.
-Αχα.
-Ναι. Είχα πάει Γερμανία, τότε που ψαχνόμουνα πνευματικά και γύριζα το πλανήτη...
-Τι πράγμα κι αυτό, αδερφέ μου.
(Ο άνθρωπος με το κεφάλι πελεκάνου βγάζει ένα μπουκάλι κρασί, το ανοίγει με το ράμφος του και αφού γεμίζει το ποτήρι, συνεχίζει)
-Γύρναγες τον κόσμο...αρχίδια φίλε μου, τζαμπέ εκδρομή χρειαζόσουν, όχι γκουρού.
-Ναι όμορφα, ξανά μανά η ίδια κριτική- να τελειώσω όμως πρώτα;
-Ελεύθερα.
-Ωραία. Στη Γερμανία λοιπόν, σου χα πει, είχα μπλέξει με εκείνον τον πραγματικά μικροσκοπικό ανθρωπάκο. Παραλίγο πυγμαίος, θα έλεγα. Είχε ένα απίστευτα πλαδαρό ξυρισμένο κεφάλι, δυο φορές όσο ο κώλος του.
-Υπέροχο θέαμα.
-Ο τύπος ήξερε τι παιζόταν φίλε. Είχε κάτι σαν γιάφκα, έφερνε μέσα ναρκωτικά και πουτάνες, και μαζευόταν η σάρα και η μάρα.
-Αχα, οι αναρχικοί φίλοι σου.
-Ναι, αυτοί. Ή έστω έτσι πιστεύαμε τότε. Ξέρεις, με ένα τσιγαριλίκι, νιώθεις ότι μπορείς να μιλάς για την παγκόσμια ελευθερία άνετα. Με τρια αρχίζεις και το πιστεύεις, με 5 αρχίζεις και θέλεις να κάνεις πράξη τα λεγόμενά σου, με 8 και παραπάνω τρέχεις στο δρόμο...
-Υπέροχα. Λόγιοι.
-Κοίτα, κανείς δεν ήταν κακός άνθρωπος από εκεί μέσα. Απλά μπερδεμένοι. Οι μισοί, υπερβολικά τεμπέληδες για να δεχτούν ότι και την ουτοπία τους να είχαμε σαν μέτρο σύγκρισης με το οτιδήποτε πρακτικά, μια στις χίλιες δηλαδή, και πάλι θα έπρεπε να δουλεύουν τρόπω τινά.
-Ναι, την ξέρω την ιστορία. Από τότε που μουνα πιτσιρικάς και η μάνα μου με τάιζε ψάρια.
-Όμορφοι νέοι, μακρυμάλληδες και καυλωμένοι- οι μισοί ξέραν απέξω τα περισσότερα αναρχικά συγγράματα και άρχιζαν, μαστουρωμένοι, να βγάζουν κάτι απίστευτα λογίδρια. Και οι κοπελίτσες που είχαμε μαζί κατά καιρούς, ψαρώνανε άσχημα. Άσχημα, φίλε, άσχημα.
-Πάντα έτσι γίνεται.
-Ναι. Ερωτεύονταν κάθε σαββατοκύριακο και μια διαφορετική κουλτουριάρικη Δαμόκλεια σπάθη, έλεγαν ότι πρέπει να γίνει κάτι- μαζί με τους γκόμενούς τους έτρεχαν σε πεντακόσιες πορείες, και για την τελευταία μαλακία που μπορεί να φανταστείς- και ήταν ψευτοευτυχισμένες μέσα στο ψεματάκι τους.
-Υπέροχα.
-Εν πάσει περιπτώση. Αυτός ο κοντός, Ζερικώ τον έλεγαν...
-Μπα; Σα το ζωγράφο;
-Ναι. Δεν ήταν το κανονικό του όνομα, ήταν ψευδώνυμο αλλά ποτέ δεν έμαθα πώς τον λένε στ'αλήθεια, διότι κόψαμε επαφές και μετά έμαθα ότι πέθανε από ένα ατύχημα με πλυντήριο.
-Ε;
-Ναι, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Τέλος πάντων, κάθε Σάββατο μας έφερνε πουτάνες- τις καλύτερες των καλυτέρων, απ τα πιο όμορφα μπουρδέλα της Γερμανίας. Και γλεντούσαμε όλοι, γαμιώντας τα πάντα, σα χίπηδες.
-Συγχαρητήρια.
-Τότε αυτό μας φαινόταν παράδεισος, γαμάγαμε μέχρι και τα έπιπλα.
-Ο καθείς με τα βίτσια του.
-Ε για να μη στα πολυλογώ, ενώ το όλο πράγμα είχε κορεστεί, πάνω κάτω, και είχα βαρεθεί τη μονοτονία του να γαμάς κάθε βδομάδα και γω δε ξέρω πόσες μουνάρες...
-Καημένο παιδί.
-Μια μέρα λοιπόν, συνάντησα την Γιούντερ.
-Περίεργο όνομα.
-Ναι, αλλά όμορφο.
-Μαλακία είναι.
-Διαφωνώ.
-Στ'αρχίδια μου, είναι απαίσιο.
(ο μουσάτος με τα γυαλιά ηλίου έβαλε κι αυτός λίγο κρασί, και συνέχισε τη διήγηση)
-Τέσπα, η Γιούντερ ήταν εκ πρώτης όψεος το λιγότερο απωθητική. Αλλά είχε το ξεχωριστό χάρισμα του να σε κάνει χαρούμενο όταν τη γαμάς- η τύπισσα έλεγε τα καλύτερα ανέκδοτα και ιστορίες.
-Κάτσε, λέγατε ανέκδοτα ενώ γαμιόσασταν;
-Ναι, κάθε φορά. Θυμάμαι ένα με έναν πελεκάνο και έναν παππά...
-Δε με αφορά.
-Με συγχωρείς. Λοιπόν αυτή η πουτάνα ήξερε να ελέγχει τα αισθητήρια κέντρα του πελάτη της. Πολλές φορές έπαιρνε πρωτοβουλίες που δε μου άρεσαν καθόλου σαν ιδέα- αλλά μόλις γινόταν η ιδέα πράξη, έμενα να χύνω σα συντριβάνι και να πέφτω ημιλιπόθυμος στο κρεβάτι.
-Δε θέλω να μάθω περί τίνος πρόκειται.
-Θα έχανες πάσα ιδέα για το άτομό μου.
-Αυτό έχει γίνει εδώ και χρόνια.
-Καλύτερα. Διότι αν είναι έτσι δε σε πειράζει να ακούσεις ότι στο τελευταίο μας σεξ η Γιούντερ με έχεσε στον αφαλό.
(Ο πελεκάνος γουρλώνει τα μάτια, κρατάει το στομάχι του και αφήνει δυο ριξιές διεφθαρμένο κόκκινο κρασί στο χαλί)
-...πανάθεμά σε, βούλωσέ το, κτήνος!
-Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Αλλά δε συνεχίζω, σεβόμενος την επιθυμία σου.
-Να μη συνεχίσεις γενικώς! Δε μπορώ να σε καταλάβω, και ποτέ δε θα μπορέσω, προφανώς.
-Μα, δε θες να σου πω για την Γιούντερ;
-Όχι. Πες μου μόνο πώς έληξε το πράγμα και φτάνει.
-Περίεργη κατάσταση. Το τελευταίο μας βράδυ, αυτό με τα σκατά...
(Ο πελεκάνος ξαναξερνάει και κοιτάει νευριασμένα τον μουσάτο με τα γυαλιά ηλίου)
-Με συγχωρείς! Το τελευταίο μας βράδυ, εν πάσει περιπτώσει, πάνω στο καλύτερο, γίνεται το μεγάλο μπλακάουτ.
-Γκαντεμιά.
-Μεγάλη! Διότι κάποιος επωφελήθηκε απ την αναστάτωση, και έκλεψε το ξύλινο πόδι της Γιούντερ απ το κρεβάτι μας χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι.
(Ο πελεκάνος μένει σιωπηλός, με γουρλωμένα μάτια)
-Το χειρότερο είναι, η Γιούντερ αναστατώθηκε, σηκώθηκε απότομα, έπεσε στο πάτωμα και της έφυγε το αριστερό της γυάλινο μάτι.
-......;
-Έτρεξα να τη βοηθήσω μέσα στα σκοτάδια. Δε το βρήκα πουθενά, μετά από λίγο βλέπω δυο αναρχικούς να το έχουν ακουμπήσει στο τραπέζι και να το παρομοιάζουν με την διαλεκτική. Ποτέ δε κατάλαβα τι εννοούσαν, είχαν πάρει ψυχοτρόπα.
-.......;
-Το παίρνω, αφού τους έπεισα ότι δεν είμαι ο Προυντόν, και το πάω πίσω- αλλά πού; η Γιούντερ εξαφανισμένη. Έτρεξα πανικόβλητος τριγύρω, πουθενά. Βγήκα έξω αλειμένος με σκατά, τίποτα. Είχε γίνει καπνός.
-Παρακαλώ πόλυ, δε θέλω άλλες σκατολογικές αναφορές στη κουβέντα μας.
-Δεν υπάρχουν άλλες.
-Όμορφα.
-Σαφώς.
-Ωραία. Και τι έγινε με αυτό το θαύμα της φύσης, τη Γιούντερ;
-Έμαθα μετά από χρόνια, όταν είχα επιστρέψει, ότι την βούτηξε ένας Αλγερινός αναρχικός, κι αυτός ψυχεδελιασμένος, την πήρε στη πλάτη νομίζοντας ότι είναι η Σάντα Λουτσία, φύγανε με το πρώτο πλοίο, και για να πείσει την άθεη πλευρά του εαυτού του ότι δεν υπάρχει Αγία Λουτσία, την έβαλε να καταπίνει ποτήρια- μέχρι που της διάλυσε τα δόντια και το σαγόνι. Σε λίγες μέρες η Γιούντερ πέθανε από αιμοραγία, ο τυπάς δεν είχε καταλάβει τίποτα- την νόμιζε μεγάλο μαξιλάρι, της έκοψε τα χέρια και το πόδι και την έπαιρνε μαζί του στα οδοφράγματα, επίσης μαστουρωμένος με ψυχεδελικά, και την στριφογύριζε για να αποφεύγει τα καπνογόνα. Μέχρι που όπως ήαν φυσικό τον καταλάβανε, αφού ξεπέρασαν το σοκ της σκηνής, και τον σπάσανε στο ξύλο.
-Φερέλπεις νέοι.
-Ναι. Νομίζω ότι ο τύπος σήμερα δουλεύει σε τράπεζα. Και έχει και δυο παιδιά.
-Λογικότατο.
-Κι αυτή ήταν η κατάληξη του μεγαλύτερου έρωτα της ζωής μου.
-Δε μπορώ να σχολιάσω κάτι. Συγγνώμη αν σε απογοητεύω αλλά μου διαλάς την φαντασίωση ότι ένας De Sade είναι αχρείαστος στην εποχή μας.
-Ναι.
-Ενδιαφέρουσα ιστορία όμως.
-Ναι.
-Μες την γκαντεμιά όμως.
-Ναι φίλε. Αυτό είναι που λέμε, σκατά.
(Ο πελεκάνος ξερνάει κι άλλο κρασί)
Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009
53
Μια βροχή μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη- οπότε επιλέγω να φαντασιώνομαι ότι είναι αγγλικές οι σταγόνες που με κουτσουλάνε, ξύνοντας τη λάσπη απ το πεζοδρόμιο με το πόδι μου. Ήταν να φτιάξω ένα μετρό, κάποτε, στο ίδιο σημείο, από καρυδότσουφλα και οδοντογλυφίδες- και τα βαγόνια θα ταν αιχμάλωτες σαρανταποδαρούσες, μέχρι που ανακάλυψα, πιτσιρικάς, ότι με διασκέδαζε πιο πολύ να τις καίω με το τσιγάρο μου παρά να τις αιχμαλωτίζω. Και κοίτα να δεις, που εδώ που πριν υπήρχε στόμα με πλεξούδες, άναρχες και ανούσιες, από τρίχες, τώρα δεσπόζει μια κωλοτρυπίδα, υγρή και θρασύτατη- κι από κει που έχεζα, τώρα μιλάω, και φλυαρώ σα γκόμενα. Πεπεισμένος ότι το χριστιανικό μου μικρο-θαύμα θα γίνει, χάζευα με τις ώρες τον ουρανό ελπίζοντας ότι ο συνονόματος προφήτης θα κατέβει με το μουράτο του φλογερό άρμα, και θα μου το δώσει για μια υπεργαλαξιακή κούρσα. Αφου παράτησα την ιδέα, δεχόμενος ψυχαναγκαστικά ότι το άρμα είναι για επισκευή εδώ και αιώνες (όπως και η θρησκεία μας), μου έμεινε μόνο να προσποιούμαι ότι ζωγραφίζω με τα σύννεφα- το δάχτυλό μου, παντοδύναμο πενάκι. Το ίδιο δάχτυλο που πλέον χώνω στη νέα μου κωλοτρυπίδα, κάνοντας συσπάσεις για να ανάψω ένα τσιγάρο. Και πριν το καταλάβω, η βροχή θεριεύει και με βλέπω σε ταράτσες πολυκατοικιών, 10 χρονών, να παίζω σαξόφωνο με μάσκα οξυγόνου. Ερωτικά μπλουζ, μανάρα μου, και πόσο θα θελα να μου τον χώσω, έτσι νέος και λαχταριστός που δεσπόζω μπρος στη φάτσα μου.
Γρήγορο.
-Πάμε να μιλήσουμε με αυτούς τους Γάλλους! Φαίνονται τόσο ενδιαφέροντες!
-Χέσε μας.
*κλακ του αναπτήρα, φούντωμα του καπνού, κυκλάκια που τα παρασέρνει ο αέρας*
-Είσαι πάντα τόσο απότομος. Και απόλυτος. Μερικές φορές δε πιστεύω ότι τα κάνεις για πλάκα.
-Καλά κάνεις. Δεν είμαι αστείος.
-Δε σε βρίσκω αστείο. Είσαι κακόγουστος.
*τρίψιμο ποδιού στο πεζοδρόμιο*
-Ενώ αυτοί. Κοίτα τους. Μεγαλειώδεις. Ευρωπαίοι, αυτοδημιούργητοι. Προφανώς αναρχικοί, φιλελεύθεροι.
-Προφανώς. Αν κρίνω απ τα ράστα και τα μούσια.
-Γίνεσαι πάλι κακόγουστος.
-Θα μου φορτώσεις και την Εποχή της Τρίχας τώρα;
-Ερωτικοί. Αναμφισβήτητα αισθησιακοί, ίσως και ποιητές, οι τελευταίοι ρομαντικοί.
*τρίψιμο καπαρτίνας με το χέρι, περισσότερα κυκλάκια που διαλύονται*
-Σαφώς. Παπαριές με ρόδα και επαναστάτες.
-Μια γυναίκα έχει ανάγκη να ακούει και να διαβάζει και τέτοια, ξέρεις, που και που. Όχι μόνο μαλακίες για κωλοτρυπίδες και κηφήνες.
-Δε σε αναγκάζει κανείς να διαβάζεις για κωλοτρυπίδες.
*παύση, ρόδες ποδηλάτου να ξερνάνε ήχο σκουριάς*
-Ιδεαλιστές. Άκουσα ότι γύρισαν τη Γαλλία με τα πόδια και έφτασαν εδώ με ελάχιστες οικονομίες.
-Συγχαρητήρια. Τι καλύτερη ανταμοιβή απ το να μας γαμήσουν τις γυναίκες τώρα; Με τις βρωμερές πατούσες με τις σκισμένες κάλτσες και τους κάλλους απ το περπάτημα;
-Ζουν τη ζωή τους. Είναι μποέμ, καλλιτέχνες που παράγουν ανάσα ελευθερίας.
-Τεμπελχανάδες που πίνουν σα νερόφιδα. Με τον έναν χτες παρέα μεθάγαμε.
-Τους έκανες σα τα μούτρα σου;
-Δε περίμενε εμένα για να γίνει έτσι, πίστεψέ με.
*παπιες να κράζουν σα πόρνες, νερό να κυλάει απ το ποτάμι*
-Ακόμα κι έτσι, είμαι σίγουρη ότι παραμένουν αισθησιακοί. Όχι σαν εσένα που κάνεις σα μαλάκας.
-Συγγνώμη για όλα τα τρυφερά λόγια που σου έχω πει μεθυσμένος κατά καιρούς.
-Δε περιμένω να τα ακούσω από έναν μελλοντικό αλκοολικό. Ενώ από αυτούς... είναι αλλιώς.
-Ίσως αν τους προτείνεις να σε πάρουν μια συντροφική, επαναστατική παρτούζα να ερχόσουν στα ίσα σου.
-Γίνεσαι χυδαίος και να σταματήσεις. Λαχταράς ό,τι δεν έχεις.
-Αυτό δε κάνεις και συ απ τις ζωές τους;
*παύση, κέρματα πέφτουν στο δρόμο από τρύπια τσέπη και ακούγονται σα κατσαρόλια*
-Πάμε. Μου κατέστρεψες άλλο ένα απόγευμα.
-Αν δεν είχε χαλάσει ο τηλεμεταφορέας μου, θα σου έδειχνα πόσες Γαλλίδες μιλάνε έτσι όπως μιλάς εσύ, για Έλληνες.
-Ανοησίες.
-Γιεπ, αλλά ρεαλιστικές.
*τρίψιμο παπουτσιού στην άσφαλτο, το τσιγάρο σβήνει και σκορπίζεται*
-Χέσε μας.
*κλακ του αναπτήρα, φούντωμα του καπνού, κυκλάκια που τα παρασέρνει ο αέρας*
-Είσαι πάντα τόσο απότομος. Και απόλυτος. Μερικές φορές δε πιστεύω ότι τα κάνεις για πλάκα.
-Καλά κάνεις. Δεν είμαι αστείος.
-Δε σε βρίσκω αστείο. Είσαι κακόγουστος.
*τρίψιμο ποδιού στο πεζοδρόμιο*
-Ενώ αυτοί. Κοίτα τους. Μεγαλειώδεις. Ευρωπαίοι, αυτοδημιούργητοι. Προφανώς αναρχικοί, φιλελεύθεροι.
-Προφανώς. Αν κρίνω απ τα ράστα και τα μούσια.
-Γίνεσαι πάλι κακόγουστος.
-Θα μου φορτώσεις και την Εποχή της Τρίχας τώρα;
-Ερωτικοί. Αναμφισβήτητα αισθησιακοί, ίσως και ποιητές, οι τελευταίοι ρομαντικοί.
*τρίψιμο καπαρτίνας με το χέρι, περισσότερα κυκλάκια που διαλύονται*
-Σαφώς. Παπαριές με ρόδα και επαναστάτες.
-Μια γυναίκα έχει ανάγκη να ακούει και να διαβάζει και τέτοια, ξέρεις, που και που. Όχι μόνο μαλακίες για κωλοτρυπίδες και κηφήνες.
-Δε σε αναγκάζει κανείς να διαβάζεις για κωλοτρυπίδες.
*παύση, ρόδες ποδηλάτου να ξερνάνε ήχο σκουριάς*
-Ιδεαλιστές. Άκουσα ότι γύρισαν τη Γαλλία με τα πόδια και έφτασαν εδώ με ελάχιστες οικονομίες.
-Συγχαρητήρια. Τι καλύτερη ανταμοιβή απ το να μας γαμήσουν τις γυναίκες τώρα; Με τις βρωμερές πατούσες με τις σκισμένες κάλτσες και τους κάλλους απ το περπάτημα;
-Ζουν τη ζωή τους. Είναι μποέμ, καλλιτέχνες που παράγουν ανάσα ελευθερίας.
-Τεμπελχανάδες που πίνουν σα νερόφιδα. Με τον έναν χτες παρέα μεθάγαμε.
-Τους έκανες σα τα μούτρα σου;
-Δε περίμενε εμένα για να γίνει έτσι, πίστεψέ με.
*παπιες να κράζουν σα πόρνες, νερό να κυλάει απ το ποτάμι*
-Ακόμα κι έτσι, είμαι σίγουρη ότι παραμένουν αισθησιακοί. Όχι σαν εσένα που κάνεις σα μαλάκας.
-Συγγνώμη για όλα τα τρυφερά λόγια που σου έχω πει μεθυσμένος κατά καιρούς.
-Δε περιμένω να τα ακούσω από έναν μελλοντικό αλκοολικό. Ενώ από αυτούς... είναι αλλιώς.
-Ίσως αν τους προτείνεις να σε πάρουν μια συντροφική, επαναστατική παρτούζα να ερχόσουν στα ίσα σου.
-Γίνεσαι χυδαίος και να σταματήσεις. Λαχταράς ό,τι δεν έχεις.
-Αυτό δε κάνεις και συ απ τις ζωές τους;
*παύση, κέρματα πέφτουν στο δρόμο από τρύπια τσέπη και ακούγονται σα κατσαρόλια*
-Πάμε. Μου κατέστρεψες άλλο ένα απόγευμα.
-Αν δεν είχε χαλάσει ο τηλεμεταφορέας μου, θα σου έδειχνα πόσες Γαλλίδες μιλάνε έτσι όπως μιλάς εσύ, για Έλληνες.
-Ανοησίες.
-Γιεπ, αλλά ρεαλιστικές.
*τρίψιμο παπουτσιού στην άσφαλτο, το τσιγάρο σβήνει και σκορπίζεται*
Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009
Πλέοντας με δανεικά κουπιά
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)