Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009
Ψες.
Οι ανατολίτικες κλίμακες έμοιαζαν να με προστάζουν να πετάξω μαζί τους. Γύρισα. Ο παιδεραστής είχε αποβλακωθεί στον τοίχο, φορώντας κατάμαυρα γυαλιά ηλίου και προσπαθώντας να διαβάσει κάτι κείμενα που δέσποζαν σιωπηλά, κολλημένα. Κοίταξα το σπίτι- λες και έμπαινα σε ένα μίνι στρόβιλο, χωρίς να γυρίζει όμως τίποτα. Ξεκίνησα μια αρχικώς αποτυχημένη προσπάθεια να μιλήσω με κάθε μέλος του σώματός μου ξεχωριστά, για να τα ρωτήσω αν είναι καλά- αρχίδια. Η φωνή της μαφιόζας ακούστηκε παντού, περίεργη, σίγουρη σε βαθμό που σε τρόμαζε ολίγον. Κάτι δε πάει καλά, κάποια μαλακία θα εμφανιστεί απ το πουθενά. Η μουσική να με γαμάει περισσότερο. Τα περισσότερα όργανα να ακούγονται το καθένα για την πάρτη του, άρχισα να ακούω τον πυρήνα τους και όχι το περιτύλιγμα. Ψιλοφρικάρω. Βγαίνω στο μπαλκόνι, ψιλοαναγούλα- δεύτερη φρίκη. Νόμιζα ότι θα πέσω, για κάποιο λόγο, μη μπορώντας να ελέγχξω το σώμα μου- ενώ στην πραγματικότητα το ήλεγχα τέλεια. Ξανά μέσα. Οι άλλοι κλεισμένοι στο δωμάτιο, συνέχιζαν την τελετή της άγιας φλόγας. "Δε γίνεται δουλειά έτσι", σκέφτομαι, βγάζω τα παπούτσια και ξαπλώνω στη κρεβατοκάμαρα, μέσα σε μια στοίβα από άπλυτες φανέλες και κάλτσες. Το δωμάτιο είχε γίνει ένα, έπιπλα, τοίχοι, παράθυρα, όλα συνομωτούσαν εναντίων μου- και με ζάλιζαν χωρίς να κουνιούνται. Ξαναπροσπάθησα να επικοινωνήσω με το σώμα μου- τα κατάφερα εν μέρει, μίλαγα με το λαιμό μου, παρακαλώντας τον να μην ξεράσει (αν και αυτός ο ρόλος είναι του στομαχιού, συνειδητοποιώ τώρα) και λέγοντάς μου ότι όλα πάνε καλά, μετά με τα πόδια μου. Ένιωθα ένα τεράστιο μούδιασμα, λες και ανα πάσα στιγμή θα μπορούσα να πετάξω μακριά, αλλά δεν ήθελα. Η μουσική γαμήθηκε τελείως- το instrumental τελικά στο τέλος, έχει μια βιομηχανική ανάσα/κραυγή που φωνάζει "Triad" εδώ κι εκεί. Ενδιαφέρον, παρακαλώ τον θείο να μου το κλείσει. Το κεφάλι άδειο, άδειο. Μέχρι που με το ζόρι περπάτησα μέχρι έξω για να φύγω με τον παιδεραστή. Ο άνεμος έβαλε κάπως τα πράγματα στη θέση τους, αν και, κοιτώντας το σκοτάδι σε διάφορα σημεία και επικεντρώνοντας τη προσοχή μου εκεί, ένιωθα σα ποντίκι στη φάκα. Ο παιδεραστής παραμίλαγε στον ύπνο του, με ρώταγε αν έφυγαν άτομα απ το σπίτι του που δεν είχαν έρθει καν από εκεί την ίδια μέρα. Όνειρα ζωντανά, για επιθέσεις στα τυφλά και πουστιές, προδοσίες. Ξυπνάω συνεχώς, θέλω νερό απεγνωσμένα, αλλά το σκοτάδι παντού με αποτρέπει από το να ανοίξω καν ένα διακόπτη- παντού, λες και θέλει να με δελεάσει με καραμέλες για να μου γαμήσει τον κώλο. Εν τέλει, με τις πρώτες ακτίνες, ήξερα ότι ήμουν μια χαρά. Ήπια νερό και ξανακοιμήθηκα για μια ώρα, πριν κάνω τη μαλακία να πάω σχολή από πολύ πρωί, μην έχοντας τι να κάνω ταυτόχρονα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου