Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Σαπια.

Κείνη η μουνάρα με το ξύλινο πόδι και τα σιδερένια δόντια
στο ίδιο τραπέζι με πέντε βρωμιαρέους, ο ένας Γάλλος μάλλον,
με αντιανεμικά γεμάτα σκόνη και άπλυτα μακριά μαλλιά,
που καπνίζανε σα πούστηδες και γελάγανε απελπιστικά δυνατά
με ανούσιες μαλακίες που προφανώς μόνο αυτοί έβρισκαν αστείες,
χύνανε ούζα στο πάτωμα αφού τα κάνανε γαργάρες
για να το γλύφουν τα αδέσποτα γατιά και να πέφτουνε ξερά πίσω απ τα τενεκέδια.
Οι πόρνες, χοντρές, με τις τεράστιες βυζάρες, σερβίρανε μπύρες όλη νύχτα
βαμμένες με τα χρώματα του πολέμου- ω θεέ και κύριε
και η μόνη που έμοιαζε να έχει "αρχές", μια φοιτητριούλα
που προφανώς ένιωθε άβολα στο μπουρδελομάγαζο,
με τον ψιλομεθυσμένο γκόμενό της να την γραπώνει απ τον ώμο συνεχώς
γελώντας με τους φίλους του, και αυτή να του αρπάει το χέρι κάθε φορά
και να το εκτοξεύει πίσω
αυτή αργότερα με ρώτησε αν ήμουν φοιτητής
και της είπα ότι δήθεν δούλευα στα καράβια- έφτιαξα και μερικές ιστορίες,
με κοίταγε μαγεμένη και πίστευε ό,τι της πρόσφερα
μάλλον συνειδητά
καλή κοπέλα, ήπιαμε δυο μπύρες παρέα και μετά την έκανε
ενώ ο γκόμενός της και η παρέα του με κοίταγαν θέλοντας να με δείρουν,
χαίρε! μεγάλε κομπλέξα του σαββατοκύριακου
γράπωσα μια γάτα και τη χάιδεψα με το ζόρι ενώ αυτή τραβιότανε
αλλά μετά έγλυφε τη μπύρα απ τα μούσια μου
Σηκωθήκαμε, όχι αρκετά πιωμένοι για να υποσχεθούμε ότι θα ξανάρθουμε αύριο
φύγαμε χωρίς να πληρώσουμε, ρίξαμε πιστόλι και τον πούλο
δε χρειάζεται να πληρώνεις για όλα σε αυτή τη ζωή, ειδικά αν είναι σάπια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: