Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

15/3/09

Κάτω από έναν γκρίζο ουρανό, χλωμό, μαστουρωμένο και σε κακό τριπάκι, αποφάσισαν να χτίσουν το ναό τους. 15 χρονών και έτοιμοι να καταβροχθίσουν τον κόσμο όλο. Έμεινα να τους παρακολουθώ χωρίς να μπορώ, ούτε να θέλω να αντιδράσω. Ήταν όλοι σαν άγιοι, μικροσκοπικοί προσκυνητές, δίχως μια τρίχα στα πρόσωπά τους ή το σώμα τους, γυμνοί, ελεύθεροι. Ακούραστοι. Κουβαλούσαν λάσπη, καλάμια μέχρι το απόγευμα χωρίς διάλειμμα. Έχτισαν τους πρώτους τοίχους όταν άρχισε να σουρουπώνει. Μια κυκλική κατασκευή, δίχως στέγη. Το βράδυ έμειναν απλά σιωπηλοί, γύρω από μια φωτιά- δεν έφαγαν τίποτα, όσο και να τους παρακαλούσα, στο τέλος αποφάσισα να μη τους ανοχλήσω άλλο.

Το πρωί με βρήκε να ανοίγω τα μάτια μου και να δακρύζω απ την σκόνη του εδάφους. Φυσούσε, και όμως ήμουν σίγουρος ότι όλα ήταν απολύτως ακίνητα, εναρμονισμένα, ακολουθούσαν μόνο τα σταθερά βήματα των εφήβων, που πλέον είχαν χτίσει και τη σκεπή. Την διακοσμούσαν με κοχύλια (διάολε, δεν ξέρω πού τα βρήκαν) και βότσαλα, τα οποία βούταγαν σε μπογιά από αίμα ζώου. Ήθελα με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου να τους αγκαλιάσω, φωνάζοντάς τους τον άθλο που έφεραν εις πέρας μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Όχι, ο ναός τους δεν θύμιζε σε τίποτα τους τεράστιους ιταλικούς καθεδρικούς, ή αρχαία μνημεία εποχών που μας χαιρέτησαν πριν την ώρα τους- αλλά ταυτόχρονα ήταν περισσότερο μεγαλειώδης από οτιδήποτε η ιστορία μας είχε προσφέρει ως τώρα. 15 χρονών, και το παρελθόν ενώθηκε με το βραχυπρόθεσμο μέλλον, γαμιώντας το ένα το άλλο με πάθος, η ζωή γιόρταζε, η αντίληψη έγινε ένα με την ατμόσφαιρα και τα πάντα ήρθαν σε ένα τέλος, σαν κύκλος. Ναι, ήθελα πολύ να τους αγκαλιάσω περήφανος- αλλά φοβόμουν ότι αν το κάνω, θα εξατμίζονταν στον άνεμο.

Το τελετουργικό τους δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Την δεύτερη μέρα από τη στιγμή της ολοκλήρωσης των εργασιών, και αφού είχαν περάσει αυτό το διάστημα σε πλήρη σιωπή και χωρίς μπουκιά φαγητού (πάλι τους παρακάλεσα, δεν άντεξα να τρώω τις κονσέρβες μου και αυτοί να μένουν σκελετωμένοι- μα ήταν πιο αρχοντικοί και από τον πιο χοντρό μονάρχη που εκτοξεύτηκε από το βρωμερό μουνί της νιότης μας, ποτέ), έφεραν μια σφηγκοφωλιά, και με ένα καλάμι, την τοποθέτησαν στο κέντρο του ναού τους. Άφησαν τις σφήγκες να πετούν άναρχα μέσα, οι ίδιοι σχημάτισαν έναν κύκλο και σήκωσαν τα χέρια στον αέρα. Οι σφήγκες έμοιαζαν να δέχονται το σεβασμό που τους προσφερόταν μέσα από 15χρονες καρδιές, και έφυγαν πετώντας σε κύκλους, καμία δεν βγήκε ούτε χιλιοστό παραέξω, μέχρι τη στιγμή που έμειναν κουκίδες-θα ορκιζόμουν ότι το ίδιο βράδυ πήραν τη θέση των αστεριών. Δεν είχα τίποτα άλλο να ζητήσω από τη ζωή μου.

Ήμουν στο δρόμο, στο δρόμο για το σπίτι μου.
15 χρονών και περιμένουν ακόμα στο ίδιο σημείο,
αναμνήσεις πλέον, αλλά ακόμα άτριχοι και περήφανοι,
με κινούν με ένα νεύμα και με ανοίγουν διάπλατα με ένα ψίθυρο
κρατώντας φώτα πιο δυνατά από τον ήλιο,
15 χρονών και είναι ό,τι δε μπόρεσα να γίνω,
γι'αυτό και δε θα πάψω ποτέ να ευχαριστώ,
"είμαι απόλυτα ευτυχισμένος που σε ξαναβρήκα,
παιδικέ μου εαυτέ 15χρονε,
τώρα λάμψε, αδερφέ μου,
είμαι ξανά στο δρόμο και επιστρέφω σπίτι"

Δεν υπάρχουν σχόλια: