Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Ημερωμένα Λόγια 16



-Ξύπνα. Ξύπνα.


Σας έχει τύχει να βλέπετε το 8ο όνειρο, 7 και κάτι το πρωί, και κάποιος να προσπαθεί να σας ξυπνήσει; Και κατά τη διάρκεια αυτής της ανίερης μισοξήγας, να περνάει η εντολή του υποκειμένου απέναντί σας μέσω του μυαλού σαν εικόνα, αντανάκλαση του πραγματικού μέσα στο όνειρο;

Εκείνο το πρωί λοιπόν ονειρευόμουνα πως ο πανούργος καραφλός κοντός που με είχε στριμώξει σε μια σκοτεινή γωνία με ένα σπασμένο μπουκάλι στο χέρι, με κοίταζε με τεράστια μάτια, γαλάζια και υπερσίγουρα για τον εαυτό τους (κλασσικό κόμπλεξ κοντών), και μου φώναζε, με το στόμα του με τα μισοβγαλμένα δόντια και τα τεράστια κόκκινα ούλα, με διέταζε να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω. Να ξυπ...


-Γκαααααααχχχφφφ! Φχχχχ!


Εκτοξεύτηκα σα σούστα.

Το μουστάκι του πατέρα μου ξεχώριζε στο σκοτάδι σαν όγκος κυριαρχίας, σύμβολο εξουσίας, μέσα στους 4 σκονισμένους τοίχους του δωματίου μου.


-Σιγά ρε. Ξύπνα. Σιγά.

-Εεεερρρρείναι γιώωωωωρα κιόλαλα;

-Ναι. Άντε σήκω.


Έμεινα 4 δεύτερα μόνος στο κρεβάτι για να ξυπνήσω πλήρως. Κούνησα λίγο το κεφάλι, έξυσα το δεξί παπάρι, και έδωσα ραντεβού με τον μοβόρο κοντό καραφλοδαίμονα για το ίδιο βράδυ- αλλά αυτή τη φορά θα ονειρευτώ ταυτόχρονα ότι κουβαλάω ματσέτα.

Και όντως ο πατέρας μου είχε δίκιο. Σήμερα ήταν να καθαρίζαμε/βάζαμε σε τάξη/τακτοποιούσαμε/ κάναμε δουλειές/ βεβαιωθούμε πως ο Ηλίας είναι καθαρός. Πράγμα ηλίθιο, καθώς με ένα ποτηράκι κάτουρο και λίγες εξετάσεις, έχεις και πιο έγκυρα αποτελέσματα, και γλιτώνεις και το εξεταζόμενο υποκείμενο από πρωινά ξυπνήματα τις μέρες του Πάσχα που δεν έχει να κάνει κάτι άλλο.

Αλλά χτες αισθανόμουνα υπερ-υπέροχα.

Ήταν η μέρα του επιτάφειου.

Και "επιτάφειος" στο χωριό σημαίνει "η μέρα που το χωριό ζωντανεύει και γίνεται μαγικό και με φώτα και επιτέλους κάτι κινείται και δεν αισθανόμαστε μίζεροι και λασπωμένοι και ξεχασμένοι από όλους και όλα και είμαστε χαρούμενοι και και και".

Το πιάσατε.


Το πρώτο άφιλτρο δανεικό απ' τον πατέρα μου, συνοδεύτηκε από έναν φραπέ που προθημοποιήθηκε να μου φτιάξει με τα χεράκια του.

Και θυμήθηκα τότε γιατί ποτέ δε ζήταγα φραπέ απ' τον πατέρα μου, όποτε εν πάσει περιπτώσει ήμουν στο χωριό: τόσο καιρό νόμιζα ότι ήταν για να μη τον κουράζω, αλλά στη πραγματικότητα, ο πατέρας μου ανήκει σε μια μυστήρια αίρεση που πρεσβεύει ότι, αν βάλεις οτιδήποτε στον καφέ σου, και τον γλυκήνεις, σου πέφτουν τα μαλλιά και κολλάς μαλάρια στη σχισμή που ενώνονται οι δυο σου κατουροσακούλες. Οπότε το πρωινό άφιλτρο έγινε ακόμα πιο απαίσιο, και ο καφές ακόμα πιο καρκινογόνος- ωραία τελετή ξυπνήματος.


-Πάμε έξω.


Ο κυρ Βαγγέλης ήταν πάντα περήφανος για τον κήπο του. Όχι με τον αμερικάνικο, politically correct τρόπο των ταινιών, με νοικοκυρέους που φυτεύουν γλαδιόλες και τις περιποιούνται περισσότερο απ' τα εθισμένα στο crack παιδιά τους, για να τις πάνε σε διαγωνισμούς, με κρυφό πόθο να διακοσμήσουν τον τοίχο τους με ακόμα ένα ανούσιο κομμάτι παλιοσίδερο-πλακέτα, δίπλα απ' τη "δεύτερη θέση σε διαγωνισμό κυνηγιού στρουθοκάμηλου" ή "πρωτείο επιτυχίας σε τοξοβολία ενώ ταυτόχρονα καβαλάς ταύρο πιασμένος από τη ψωλή του". Όχι, ο κυρ Βαγγέλης είναι περήφανος που, μέχρι να φτάσει στα χρόνια της συνταξιοδότησης, σηκωνόταν πρωί όσες μέρες δε δούλευε σα σκύλος, για να φτυαρίζει λασπούρα, να κλαδεύει πράσινους, άχρηστους θάμνους-πυγμαίους και να κανονίζει για το κόψιμο των κλαδιών των πεύκων. Το πάθος του, λέει, κανένας δημιουργικότερος τρόπος για να περνάς την ελεύθερη ώρα σου, λέω.

Αλλά τώρα είμαι στο χωριό, ε;

Υπακούω στους κανόνες.

Ο χάρτης πολεμικών επιχειρήσεων έδειχνε τέσσερα κύρια σημεία δράσης: αριστερά, δεξιά, πάνω και κάτω του κήπου. Σχέδιο "Πευκοβελόνες, σκατά γάτας, πεσμένων φύλλων-κλαδιών και ξεχορτάριασμα". Η τσουγκράνα, θα σας πουν κάποιοι φανφαρολόγοι δήθεν-παλαιο-χαρντκορ-"ψημένοι" της εξοχής, είναι "η επέκταση του χεριού του άντρα". Αρχίδια είναι. Παρόλο που πολλές φορές φαντάζει το πιο δεκτικό και φιλόξενο εργαλείο απ'όλα τα υπόλοιπα (πχ φτυάρι, πριόνι), και βγάζει και αυτό το ευγενές "χραααατςς, χρααααατςςς" όταν έρχεται σε επαφή με τα αγριόφυλλα (πώς νομίζετε βγήκε η φράση "τα ξύνω όλη μέρα με τσουγκράνα";), παραμένει μια μαλακισμένη, για παραιτημένους απ τη ζωή διαδικασία, το να τη χρησιμοποιείς. Νιώθεις ότι σε τρυπάει βαθύτερα απ'όσο θέλεις, ακριβώς επειδή η απλότητά της σε παραπλανεί. Και με αυτά και μ'αυτά, αρχίσαμε να μαζεύουμε σωρούς με τον πατέρα μου, βουναλάκια από νεκρά μέλη δέντρων και κομμένα μόρια χορταρικών. Φορώντας τα πασίγνωστα σε όλους πλαστικά γάντια, που τόσο αγαπήθηκαν, ειδικά από σέρνικα που βίωσαν έστω και μια φορά την συγκλονιστική εμπειρία της εξέτασης προστάτη, βούταγα τα σκατολοϊδια και τα έχωνα στην ρετρό σκουπιδοσακούλα που κράταγε ο κυρ Βαγγέλης ανοιχτή, σα στόμα εμβρύου. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα στο ίδιο μοτίβο, στη συνέχεια κλάδεψα κάτι χαμουκώληκες φυτρωμένες παπαριές για να "μπορέσουν να μεγαλώσουν καλύτερα", μετά είχε σειρά ο δρόμος και ο πίσω κήπος. Οι σκόνες από τη ρήψη κλαδακίων και σκουπιδιών στη σακούλα, μου γαμήσανε και το ένα μάτι, παρολίγον.
Διάλειμμα για τσιγάρο, μονόλογος του πατέρα για το συγκλονιστικό της υπόθεσης, του να φροντίζεις το κήπο και κατ' επέκτασην το σπίτι/φαμίλια σου και του να σηκώνεσαι νωρίς και να δουλεύεις χειρωνακτικά (αυτό κάνω κι εγώ, ήταν η απάντησή μου, το πινέλο προφανώς δε το χώνω στο κώλο μου), και βουρ για το νεκροταφείο.
Ήταν η μέρα του ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΥ φίλε.
Και εκτός αυτού, είχα χρόνια να επισκεπτώ τον παππού μου. Που από "μεγάλος άντρας", "βαθειά λόγιος" και "μεγάλη προσωπικότητα" (ξέρετε, όλα όσα σας πουλάνε σε όλους εσάς που έτυχε να μην γνωρίσετε ποτέ τον παππού σας), πλέον είναι ένας σωρός από τσακμακόπετρες και χαλίκια χρωματιστά οικοδομής, με μια πλακέτα με το όνομά του από πάνω. Μεγάλη πρόοδος.
Το λοιπόν, το νεκροταφείο του χωριού μου παραμένει πάντα απαράδεκτο. Είναι απελπιστικά στριμωγμένο, σε βαθμό που χρειάζεται να πατάς πάνω στους τάφους, σε σημεία, για να πας εκεί που θέλεις. Και μιας και αυτές τις μέρες, σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί καθαρίζανε τους τάφους και το μάρμαρό τους, πλέον έπρεπε να πατάς πάνω ακριβώς στα χαλίκια/χώμα. Πάνω στους νεκρούς δηλαδή. Και όχι, δεν είμαι ούτε κανας προληπτικός, ούτε κανας θρησκευάμενος, αλλά φαντάζομαι ότι αν είχα πεθάνει και κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος μαλάκας που πάταγε τα αρχίδια ή το κούτελο για να πάει παραδίπλα, θα σηκωνόμουνα ουρλιάζοντας μανιασμένα περί "δικαιωμάτων αιωνίου ύπνου" κλπ.
Να μην πολυλογώ, πέρασα τον παππού 2-3 χέρια λούστρο, ξεχορτάριασα τον αφαλό και τις μασχάλες του, ρίξαμε νερό τριγύρω και καθαρίσαμε τη περιοχή, ανάψαμε και τα λιβάνια μας, πήγαμε και παραδίπλα σε κάτι ξεχασμένους από θεούς και δαίμονες συγγενείς του πατέρα μου (που δε ξέρω τι μου είναι εμένα. Οι κωλοΑρβανίτες και τα τεράστια σόγια τους), ωραία πέρασε η μέρα. Φέυγοντας είδα και τον θείο το Θανάση να κάθεται μελαγχολικά στην άκρη του νεκροταφείου, σε κάποιους συγκεκριμένους τάφους.
Ήταν ψιλοσόκ, καθώς ο θείος ο Θανάσης, είναι ένας χαρωπός άνθρωπος ετών 73, που τα τσούζει σχεδόν καθημερινά, και εξωτερικά μοιάζει με γέρο ναυτικό με κοστούμι: καράφλα η οποία στο πίσω μέρος του κρανίου έχει όχι απλά ζάρες αλλά σχεδόν το αποτέλεσμα μετά από μονομαχία με γιαταγάνια για τη τιμή κάποιας πριγκηπέσσας της Ασίας, αραιά μαλλιά αριστερά και δεξιά, γενειάδα κάτασπρη. Δε ξέρω τίποτα για το παρελθόν του, παρά μόνο ότι κάποια στιγμή έκανε αγιογραφίες κάπου όξω. Και ότι είχε μπλεχτεί με το Γλέζο σε κάτι πολιτικά, τη δεκαετία του 80. Είναι με λίγα λόγια, από τα λίγα άτομα στο σόι μου που ανέχομαι δίχως δεύτερη κουβέντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά τα συμπαθώ απεριόριστα. Αν μη τι άλλο, βγάζει ο άτιμος και ωραίο αιτωλικό τσίπουρο.
Εκείνη τη μέρα, άραζε σχεδόν βλοσυρός μπροστά από τις ταφόπλακες, και θα'λεγε κανείς ότι συνομιλούσε δίχως να ανοιγοκλείνει το στόμα του με όποιον/όποια βρισκόταν μέσα στο κοφίνι μπρος του. Άνθρωποι τέτοιας ηλικίας τείνουν να αρχίζουν να σκέφτονται πιο απαισιόδοξα. Ξέροντας το θείο μου έστω και ελάχιστα, μάλλον απλά του λείπουν κάποια πράγματα- στη συνέχεια μας είδε και μας χαιρέτισε καπνίζοντας μόρτικα, και κάνοντας πλάκα για το σόι μας όπως πάντα. Σας είπα ότι τον συμπαθώ πολύ;
Σπίτι. Άρπαγμα μεμιάς της μπύρας, και άλλης μιας μπύρας, από το ψυγείο, και σερβίρισμα κρύου μπιφτεκιού κομμένου φέτες, για μεζέ. Ο κυρ Βαγγέλης μουρμουρίζει, "Είναι νωρίς ακόμα για μπύρα, είναι πρωί". Εγώ απλά γεμίζω και απολαμβάνω το βραβείο των κόπων μου, αποφεύγοντας φυσικά να αναλύσω το γιατί δεν είναι νωρίς ακόμα για μπύρα.
Είχα καιρό να ευχαριστηθώ τόσο πολύ ένα ζεστο μπάνιο. Κυρίως γιατί δεν πλένομαι συχνά. Με εκνευρίζει. Το βαριέμαι. Δε με νοιάζει το σχόλιο του κάθε μαλάκα επί του θέματος. Από τότε που ξεφορτώθηκα τη μαλλούρα, το πολύ πολύ να κάνω πάνω στα βουνά κανένα γρήγορο λούσιμο, όταν ξυρίζω το κρανίο μου. Τώρα όμως το σώμα σχεδόν το απαιτούσε. Απόλυτη χαλάρωση. Καιρό είχα να δω το τσουτσούνι μου να χλιμιντρίζει ευχαριστημένα μέσα σε μπανιέρα, και καιρό είχα να πλύνω τις τρίχες στις μασχάλες μου με σαπούνι- βασικά, καιρό είχα να σηκώσω τις μασχάλες μου και να θυμηθώ ότι και αυτές απαιτούν καθαριότητα.
Το μεσημέρι έφαγα στο διπλανό σπίτι, που είναι της θειας μου. Ένα γεύμα με σαλάτα και ψωμί και ταραμοσαλάτα. Το οποίο θρασύτατα έκανα πιο θελκτικό όταν άρχισα να βάζω θρασύτατα τσίπουρο και να αρπάζω μπύρες απ' το ψυγείο έξω. Ναι, σήμερα όλα μου άξιζαν. Όχι επειδή σηκώθηκα να δουλέψω πρωί, παλιά μου τέχνη κόσκινο. Αλλά επειδή σήμερα ήταν η μέρα του ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΥ.
Στο τραπέζι καθόμασταν εγώ, η θεια μου με τον άντρα της/θειο μου Γιώργο, μια φίλη τους, και η γιαγιά μου η μία με τον άλλο θείο μου το Βασίλη. Πριν έρθουν όλοί αυτοί βέβαια, ξεκίνησε λίγο περίεργα το πράμα, με τη φίλη να με ρωτάει για την τέχνη. Εμένα. Να με ρωτάει σοβαρά για τη τέχνη.
Η πιο ορθή απάντηση θα ήτο, "Άκου να δεις κυρά μου. Είναι Πάσχα και κατέβηκα κάτω για να χαμουρέψω το μαξιλάρι μου και να ξύσω τα καμπαναριά μου μέχρι να γίνουν κεφαλοτύρια. ΜΗ κάνεις το λάθος να μου πρήξεις το πούτσο με σοβαροφανείς μαλακίες τις οποίες αποφεύγω να συζητάω ακόμα και στη σχολή μου".
"Μα, άκου να δεις, εγ..."
"ΜΗ!"
"Τι ενν..."
"ΜΗ!".
Η ευγένεια πρυτάνευσε, όπως και το τσίπουρο, οπότε έπιασα τον εαυτό μου να απαντάει σοβαρά σε σοβαρές ερωτήσεις. Σου αρέσει ο Φρόυντ; Ναι, έχει κάτι λασπώδες και σάρκινο στις απεικονίσεις του σώματος. Ξέρεις τον τάδε; Όχι, μόνο ακουστά. Α, αγόρασα έναν πίνακά του και τον έβαλα πάνω από την πόρτα και όσοι περνάνε μέσα στο σπίτι, τρομάζουν όταν τον βλέπουν. Γιατί, τόσο άσχημα ζωγραφίζει ο τάδε; Χα-χα, όχι, απλά είναι πολύ ιδιαίτερος. Ααααα μάλιστα.
Όταν όμως καθίσαμε όλοι στο τραπέζι, έγινε το θέμα πιο ενδιαφέρον. Διότι ο θείος μου ήταν ολίγον τι τούτζι, πίνοντας από πριν ώρες ούζα και συνεχίζοντας με τσίπουρα, και ο άλλος θείος, ο εργένης και ώριμος ηλικιακά, την έπεφτε με τον τρόπο του εργένη και ώριμου ηλικιακά/μπονβιβέρ/πλεημπόυ στην φίλη της θειας. Οπότε, οποιαδήποτε απόπειρα για κουβέντα γαμιόταν, είτε επειδή ο μεν θείος είχε φάει κόλλημα και προσπαθούσε κάνοντας άγαρμπες κινήσεις να προσποιηθεί τη διαφήμιση της Αμστέλ με τους μεταλλάδες που παραγγέλνουν τσάι και ποικιλία κουλουράκια (και τελικά μοιάζοντας περισσότερο με τον δύσμορφο καμπούρη μοναχό στη ταινιακή βερσιόν του "Ονόματος του Ρόδου") και ξέχναγε και τα μισά απ'όσα ήθελε να μου πει, ο δε θείος έριχνε ατάκες όπως "Πιες λίγο κρασί, να κοιμηθείς καλά στο όνειρο" και "αύριο, αν με αφήσεις να σε κεράσω έναν καπουτσίνο, θα σου πω περισσότερα επί του θέματος Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί".
Και διασκέδασα πολύ, μετά από καιρό.
Ο καφές με την γκόμενά μου ήταν... περίεργος. Αυτή τσαντισμένη με κάτι δικά της, εγώ κουρασμένος και βαριεστημένος, κάναμε έναν άγριο πόλεμο νεύρων ο ένας στον άλλο, με ατάκες όπως "Δε σου δίνω παραπάνω αξία απ' όση σου αξίζει" και "Αν δεν έρθεις μαζί μου διακοπές, θα βρώ άλλον να πάω μαζί του"- "Δε μπορείς να το κάνεις αυτό γιατί σούρνεσαι από τη πούτσα μου", ένα μαγευτικό επίσης "Είναι απλό, κάνεις μαλακία και παίρνεις πούλο απ' τη ζωή μου ήσυχα κι ωραία" από αμφότερες πλευρές, έκλεισε ηδονικά την τελετή μύησης του ανήρ και της γυναικός του 2010 για το ρούφηγμα της καφεϊνης.
Ο ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΣ είναι μαγική στιγμή.
Το βράδυ της ίδιας μέρας οι απαιτήσεις ήταν ήδη υψηλές. Και δεν απογοητεύτηκα καθόλου, όταν η ορδή από θηλαστικά που στέκουν στα δύο συνόδευε την στολισμένη με λουλούδια υπερτροφική ψαροκασσέλα από την εκκλησά στην άλλη άκρη του χωριού. Πολλής κόσμος. Φωτάκια ελαφρά. Άγνωστες φάτσες. Ωραία γκομενάκια εδώ κι εκεί. Χώθηκα στο χορό κι εγώ. Ακολούθησα μαζί με το Στέργιο και απόλαυσα την μόνη μέρα του χρόνου που μπορώ να απολαύσω στο χωριό μου πλήρως. Όταν, δε, ένας συγχωριανός ήρθε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και χτυπώντας τη τσέπη του μπουφάν του, μου είπε "Μάτζικ Μάσρουμς! Μάτζικ Μάσρουμς!", κατάλαβα ότι ο καθείς ήτο πλέον στο τριπάκι του. Και το δικό μου τριπάκι ήταν ο ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΣ.
Η ψαροκασσέλα. Το μπαούλο.

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Γαμησε το κειμενο.

Χαιρομαιχαιρομαιχαιρομαι που ειχε το πασχα σου τις μαγικες στιγμες του. Και που πλυθηκες. Επισης μου αρεσει πολυ η λεξη τουτζι.

Λιος είπε...

Εσάς το Πάσχα σας δεσποινίς μου, πώς ήτο;;;

Unknown είπε...

Πολυ πολυ ωραιο - πιο ωραιο απο οσο περιμενα και ηλπιζα. εγραψα κι εγω για το πασχα μου, τι, μονο εσυ?